Τι γίνεται όμως σε ένα δραματικό έργο; Υπάρχουν δύο διαβαθμίσεις της σιωπής. Η μία είναι η πλέον προφανής. Στη ροή του διαλόγου ένας χαρακτήρας λέει, «σας παρακαλώ σιωπή», και η παράκληση αυτή μετατρέπεται σε σκηνική πράξη/εμπειρία. Η άλλη σιωπή είναι εκείνη που δεν είναι μέρος του αφηγηματικού ή δραματικού διαλόγου, αλλά εκπορεύεται από τα σπλάχνα του κειμένου και της δράσης γενικότερα. Στην περίπτωση αυτή ο συγγραφέας εμμέσως πλην σαφώς δηλώνει ότι αυτό που θέλει να εκφράσει δεν μπορεί να το συλλάβει και να το περιγράψει με τους ήχους της γλώσσας. Εδώ έχουμε να κάνουμε με τη σιωπή εκείνη που δεν αναλύεται γιατί δεν επιδέχεται εμπειρική περιγραφή. Το να μιλήσεις γι’ αυτήν την χάνεις, την εξαφανίζεις.
Γενικά η σιωπή στο θέατρο είναι μια πολύ δύσκολη, ενίοτε «επικίνδυνη» επικοινωνιακά, επιλογή. Γι’ αυτό και οι συγγραφείς (και οι σκηνοθέτες με τη σειρά τους) αναζητούν τον θόρυβο των λέξεων για να καταπνίξουν τον «θόρυβο» της σιωπής. Πιστεύουν ότι γεμίζοντας τις σελίδες (ή τη σκηνή) με λέξεις τις γεμίζουν και με νόημα. Πιστεύουν πως εάν μια δράση δεν θορυβεί διά του λόγου το κοινό αναπόφευκτα θα κοιμηθεί ή θα αποχωρήσει. Η εκτίμησή τους λέει ότι η ένταση και το νόημα παράγονται μέσα από την τριβή των λέξεων. Εν πολλοίς δεν έχουν άδικο. Η ιστορία τους δικαιώνει. Πρόκειται για ένα αξίωμα από καταβολής θεάτρου: ο διάλογος. Αυτό μαθαίνουμε και στις τάξεις δημιουργικής γραφής. Όμως, εάν δεχόμαστε ότι το έργο ενός θεατρικού συγγραφέα ή σκηνοθέτη είναι να αναπαραστήσει «φέτες» ζωής, τότε πρέπει να λάβει υπόψη του και το εξής πολύ βασικό: στη ζωή των ανθρώπων οι στιγμές της σιωπής είναι πολλαπλάσιες των στιγμών ομιλίας. Ζούμε το μεγαλύτερο κομμάτι του βίου μας μέσα στην απόλυτη σιωπή. Ιδίως τα τελευταία χρόνια, η παρουσία της τεχνολογίας έχει επιβάλει τη σιωπή ως αυτονόητο τρόπο επικοινωνίας, υπό την έννοια ότι έχει οδηγήσει τους ανθρώπους να γράφουν, να διαβάζουν, και να επικοινωνούν κατά μόνας.
Όλα τούτα σημαίνουν ότι η σιωπή σε μια σκηνική πράξη μπορεί να κρύβει χιλιάδες λέξεις, εφόσον, εννοείται, πηγάζει εκ των έσω της δράσης και δεν επιβάλλεται απλώς για να υπάρχει. Η σιωπή δημιουργεί το κενό διάστημα μέσα από το οποίο κοινό και δραματικά πρόσωπα περνούν για να ολοκληρωθούν. Δεν είναι τυχαίο που η σιωπή, από την εποχή των Αρχαίων Ελλήνων και μετά, ήταν το εργαλείο αναζήτησης της αλήθειας και παράλληλα αναζήτησης του αόρατου, του ακατανόητου, του ανέκφραστου. Στον Αισχύλο, για παράδειγμα, η Κασσάνδρα παραμένει σιωπηλή, καθώς βλέπει τον Αγαμέμνονα να πατά επάνω στο κόκκινο χαλί που του έστρωσε η Κλυταιμνήστρα. Γνωρίζει τι προηγήθηκε όπως γνωρίζει και τι θα ακολουθήσει. Και πράγματι: 300 στίχους μετά η Κασσάνδρα βγάζει μια διαπεραστική κραυγή την οποία ο Αισχύλος διά του λόγου αναλαμβάνει να περιγράψει αργότερα. Όμως, μέχρι να το πράξει την έκφραση του τρόμου την επωμίζεται η σιωπή και η άναρθρη κραυγή. Στον Οιδίποδα η εκκωφαντική σιωπή της Ιοκάστης, όταν γίνεται μάρτυρας της εμφάνισης του βοσκού με τα φοβερά μαντάτα, είναι επίσης αποκαλυπτική.
Και εκτός θεάτρου. Ας θυμηθούμε τη ρήση του Πυθαγόρα, «Ή πρέπει να σιωπήσεις ή να πεις κάτι καλύτερο από τη σιωπή» (Παρήνει σιγᾶν ἥ κρείττονα σιγῆς λέγειν). Ή επίσης να θυμηθούμε την παροιμία «κρεῖττον τοῦ λαλεῖν τὸ σιγᾶν», απόψεις που θα συναντήσουν στο διάβα του χρόνου πολλούς θιασώτες οι οποίοι, σε αντίθεση με τη θέση του Αριστοτέλη που υποστήριζε ότι ο χαρακτήρας αποκαλύπτεται μέσα από τη δράση, θα αντιπροτείνουν ως δόκιμη εναλλακτική επιλογή την απουσία της δράσης (και του λόγου).
Ο Άμλετ είναι ένα καλό παράδειγμα δραματικού ήρωα που τον καταλαβαίνουμε τις στιγμές που αδυνατεί να δράσει. Όταν δρα, συνήθως ξιφασκεί, όπως όλος ο κόσμος της εποχής του. Ο Shakespeare μας καλεί να εντοπίσουμε την πραγματική δράση εντός του, δηλαδή στον χώρο της απουσίας του λόγου. Και αυτό φέρνει στον νου τα λόγια του Άγγλου συγγραφέα Τζον Τόλκιν από τον Άρχοντα των δακτυλιδιών που λέει ότι «όποιος δεν μπορεί να καταλάβει τη σιωπή σου, δεν μπορεί να καταλάβει ούτε τα λόγια σου», ρήση που επαληθεύεται απόλυτα στον τρόπο που η μητέρα του πρίγκιπα και ο θείος του Κλαύδιος αντιμετωπίζουν ή μάλλον καλύτερα παρερμηνεύουν τη σιωπή του. Όταν λέει ο Άμλετ “the rest is silence”, το πιθανότερο είναι ότι αναφέρεται στη σιωπή της μοίρας, τι του επιφυλάσσει. Κάπου εδώ κλείνει και η παρουσία του στη σκηνή.
Θέατρο του παραλόγου
Μεταφέροντας τη συζήτησή μας μερικούς αιώνες αργότερα, βλέπουμε να κυριαρχεί το ίδιο σκεπτικό γύρω από τον ρόλο της σιωπής. Ενδεικτικό παράδειγμα, το ούτω αποκαλούμενο «θέατρο του παραλόγου», ένα θέατρο που αντιμετωπίζει τη γλώσσα ως εμπόδιο επικοινωνίας, υπό την έννοια ότι δεν εκφράζει τα όσα τρομακτικά συμβαίνουν στον κόσμο. Οι συγγραφείς αισθάνονται ότι η πραγματικότητα δείχνει να ξεπερνά την ικανότητα των λέξεών τους να τη συλλάβουν και να την εκλογικεύσουν. Είναι σαφής ο σπουδαίος Τζορτς Στάινερ όταν, πιάνοντας το νήμα αυτής της γλωσσικής απαξίωσης στην καρδιά του μοντερνισμού, γράφει στο βιβλίο του Μετά τη Βαβέλ:
Μολονότι δεν είναι θεατρικός συγγραφέας, η περίπτωση του Τζον Κέιτζ που έχουμε ήδη αναφέρει, είναι αρκετά αποκαλυπτική και πολύ κοντά στις θέσεις των «παραλόγων», με τους οποίους άλλωστε βίωσε τις ίδιες τρομακτικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές. Στην Διάλεξή για το Τίποτα (1959), και μη έχοντας άλλο τρόπο να εκφράσει τη σιωπή, καταφεύγει στην οπτική απόδοσή της με διαστήματα:
Τα διαστήματα υπογραμμίζουν απουσίες. Η συχνή διακοπή της ροής του κειμένου από τα κενά που δημιουργούν τα διαστήματα οπτικοποιούν σε γραπτή μορφή την ελλειπτικότητα ή απουσία νοήματος.
Ο σιωπηλός Σάμιουελ Μπέκετ
Κορυφαίο παράδειγμα ο Σάμιουελ Μπέκετ, στα έργα του οποίου η σιωπή είναι και θέμα και δομικό στοιχείο, αλλά και τρόπος ζωής. Οι ήρωές του μιλώντας οδηγούνται στη σιωπή, γιατί ακριβώς δεν έχουν πού αλλού να πάνε. Όσο ο Λάκι, λ.χ., στο Περιμένοντας τον Γκοντό παραμένει σιωπηλός, εκτός γλώσσας, είναι ένα μυστήριο για όλους. Μόλις αρχίσει να αρθρώνει λόγο, μόλις μπαίνει στο σύμπαν του λόγου αποκτά παρουσία, τον προσέχουν όλοι, παράγει «θόρυβο», συνεπώς είναι ερμηνεύσιμος. Είναι και η περίπτωση του Κλοβ στο Τέλος του παιχνιδιού που λέει: «Χρησιμοποιώ τις λέξεις που μου δίδαξες,. Εάν πια δεν σημαίνουν κάτι, μάθε μου άλλες. Ή άσε με στη σιωπή μου». Απάντηση στα λόγια του Χαμ που προηγήθηκαν: «Σιωπή ! [παύση]…. Τέλος η ομιλία».
Η σιωπή στα έργα του Μπέκετ κουβαλά το δικό της δράμα, είναι αυτό που έχει μείνει όταν όλα τα άλλα έχουν ξεθωριάσει. Στην Ανάσα, λ.χ., performance διάρκειας 35 δευτερολέπτων, όλα καθορίζονται από μια βαθιά εισπνοή και μια παρατεταμένη εκπνοή, δύο κραυγές και μετά διαστήματα σιωπής. Όλα ιδωμένα εν συνόλω δεν είναι τίποτε άλλο παρά υποδιαιρέσεις της σιωπής. Είναι ένα έργο η αφαιρετικότητα του οποίου επιβεβαιώνει τη ρήση του συγγραφέα που λέει ότι, «Κάθε λέξη είναι ένας άχρηστος λεκές στη σιωπή και στο τίποτα».
Ο Μπέκετ είναι το κατ’ εξοχήν παράδειγμα περιηγητή μέσα στη γλώσσα και τις σιωπές της, Μια περιήγηση που απελευθερώνει την ποίηση της σιωπής ξανά και ξανά. Οι λέξεις του δεν κάνουν θόρυβο. Πέφτουν σαν σταγόνες σιωπής μέσω της σιωπής, όπως λέει ο Loevlie (230), δρώμενα σε ένα αχαρτογράφητο τοπίο του απίθανου και ανείπωτου, όπου η σιωπή μιλά στον εαυτό της. Kαι όταν πέσει η αυλαία και εξαφανιστεί εντελώς ο λόγος, η σιωπή συνεχίζει το δικό της δράμα.
Γυναίκες και σιωπή
Ειδικά η σιωπή των γυναικών στο θέατρο έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον σε σχέση με το θέμα μας. Αξίζει λ.χ. να διερωτηθεί κάποιος γιατί το θέατρο είναι ο τελευταίος χώρος όπου οι γυναίκες δημιουργοί θα κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Με ορισμένες εξαιρέσεις (βλ. Hrotsvitha of Gandersheim και Aphra Behn) οι γυναίκες δραματικοί συγγραφείς αρχίζουν να βγαίνουν από τη σιωπή του ιδιωτικού τους χώρου και να καταθέτουν λόγο σε μια τόσο δημόσια τέχνη όπως το θέατρο μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα, χωρίς τούτο να σημαίνει και κάποια επαναστατική τοποθέτηση απέναντι στην πατριαρχία. Τόσο σε επίπεδο ιστοριών όσο και δραματικών προσώπων ο λόγος τους και η σιωπή τους θα συνεχίσουν για αρκετές ακόμη δεκαετίες να συμπορεύονται με την επιβεβλημένη λογική της πατριαρχίας.