Η δύναμη της σιωπής στο θέατρο και αλλού

Μην αναζητάς μήνυμα στις λέξεις. Άκου τις σιωπές
ΣΑΜΙΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ

Αν μιλούσε η σιωπή,
αν φυσούσε, αν ξέσπαγε – θα ξερίζωνε όλα τα δέντρα του κόσμου
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ


Ἐν ἀρχῇ ἧν ὁ Λόγος

Μολονότι περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας στον κόσμο της σιωπής, δεν την προσέχουμε τόσο όσο προσέχουμε τον θόρυβο που παράγουν οι λέξεις. Συνεπώς, για να μιλήσει κάποιος για τη σιωπή πρέπει πρώτα να αρχίσει με τον λόγο. Ο λόγος είναι εξουσία. Εξουσιάζει και αυτήν ακόμη τη σιωπή. Και τι άλλο πιο τρανταχτό παράδειγμα από τον πρώτο διδάξαντα, τον πρώτο Δημιουργό, τον Θεό, ο οποίος έπλασε το μυθιστόρημα του κόσμου διά του Λόγου, καθυποτάσσοντας το σκοτάδι του Χάους και το μυστήριο της σιωπής: «Καὶ εἷπεν ὁ Θεὸς γεννηθήτω τὸ φῶς καὶ ἐγένετο φῶς…» (Γένεσις 1-3).



Η δύναμη της σιωπής στο θέατρο και αλλού



Αμέσως μετά, στον Παράδεισο, ο Θεός δίνει στον Αδάμ τη δυνατότητα να ονομάζει τα ζώα προκειμένου να τα κυριαρχεί (όπως κατ’ αναλογία η τελετουργία της βάπτισης —διά του Λόγου— ονομάζει το νεογέννητο κι έτσι το περνά υπό τη σκεπή/κυριαρχία της εκκλησίας). Ο Αδάμ απολαμβάνει την κυριαρχία του στο παραδεισένιο βασίλειο μέχρι που διαπράττει το μέγα αμάρτημα της σαρκικής επιθυμίας, δηλαδή αφήνει τον λόγο του σώματος να κυριαρχήσει επάνω στο λόγο του πνεύματος, οπότε και εκδιώκεται, μαζί με την Εύα, από τον Κήπο. Έκτοτε ο άνθρωπος, σύμφωνα πάντα με το βιβλικό αφήγημα, είναι καταδικασμένος να μιλά τη γλώσσα της πτώσης του, μια γλώσσα που ποτέ δεν θα μπορέσει να φτάσει τον Θεό, το Απόλυτο, και μοιραία θα παραποιεί βάναυσα την πραγματικότητα που τον περιβάλλει.

Μπέντζαμιν Ουέστ: «Η έξωση από τον Παράδεισο» (1791)
Μπέντζαμιν Ουέστ: «Η έξωση από τον Παράδεισο» (1791)



Απέναντι στον πεπτωκότα άνθρωπο (ή νοερά μαζί του) θα βρίσκεται διαρκώς η μόνιμη σιωπή του Θεού, η απουσία ήχου. Τι να σκέφτεται, άραγε αυτός ο Παντοδύναμος; Τι προτίθεται να κάνει και δεν το αποκαλύπτει; Αφού είναι τόσο καλοκάγαθος, γιατί δεν κάνει κάτι να βοηθήσει τον άνθρωπο όταν τον χρειάζεται, να τον σώσει από τη μιζέρια του, ερωτούν φιλόσοφοι και στοχαστές, αλλά και απλοί άνθρωποι; Γιατί είναι «νεκρός» (Gott ist tot), απαντά ο αμφισβητίας Nietzsche στο Τάδε έφη Ζαρατούστρα (1883), μεταθέτοντας το όλο ζήτημα από το θεϊκό στο εγκόσμιο. Μια στάση υπαρξιακής απόγνωσης και αγωνίας, που θα πάψει να βασανίζει τον άνθρωπο όταν καταφέρει να ξεφύγει από τη σκιά του Θεού, καταλήγει ο Γερμανός φιλόσοφος.

Η δύναμη της σιωπής στο θέατρο και αλλού



Έκτοτε η Δύση, σύμφωνα πάντα με τους μελετητές, θα υποφέρει από τον φόβο της σιωπής, γιατί η επιστημονική της κοινότητα και νοοτροπία, στην προσπάθειά της να εξορθολογήσει αυτά τα ερωτήματα, σιγά-σιγά θα αποδομήσει το μυστήριο και το νόημα του Θεού (Green 97-98), με αποτέλεσμα ο κόσμος να ζει μέσα σε μια διαρκή σιωπή απουσίας, σε ένα μεταφυσικό κενό. Και όπως διατείνεται ο Pannikar στη μελέτη του The Silence of God, αυτό είναι η πιο σκληρή μορφή σιωπής (1989: xx. Βλ. επίσης Green 97), γιατί, σε αντίθεση με τον ήχο που είναι φαινόμενο παροδικό, ο σιωπηλός Λόγος του Θεού είναι αιώνιος. Όπως αιώνια ήταν αρχικά και η αμόλυντη Φύση, ένας ευλογημένος τόπος σιωπής, μέχρι που ανέλαβε η Επιστήμη, ο ανθρώπινος νους, να την ερμηνεύσει με όρους λογικής με στόχο να την καθυποτάξει. Και από τη στιγμή που η λογική άρχισε να παρεισφρέει δυναμικά ανάμεσα στη Φύση και τον Θεό, άρχισε ταυτόχρονα να γράφει και το «βιογραφικό» της, να (ανα)πλάθει την ιστορία της κατ’ εικόνα και ομοίωση του Ανθρώπου-επιστήμονα. Αυτή η ανθρωποκεντρική εισβολή, διατείνονται θεολόγοι και πολλοί φιλόσοφοι, θα έχει ως αποτέλεσμα τη σταδιακή απομάκρυνση του κόσμου από τη σωτηριολογία του βιβλικού αφηγήματος, με κατάληξη τον λόγο του πραγματισμού και της επίγειας προόδου, αλλά και τον λόγο της ψυχανάλυσης που αναλαμβάνει από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά να δώσει τις δικές της εξηγήσεις (για περισσότερα βλ. Green 97-100).
Απέναντι σε αυτή την κυριαρχία της λογικής επί πάντων στέκεται η εκκλησία, ο χώρος όπου φιλοξενεί τη θεϊκή παρουσία διά της μοναδικής ομιλούσας φωνής εντός του ναού, που δεν είναι άλλη από τον ιερέα, έργο του οποίου είναι να μεταφέρει τον Λόγο του αμίλητου Θεού. Το ποίμνιο σιωπά.
Σύμφωνα με μυστικιστές στοχαστές, όπως ο Σύριος νεοπλατωνιστής Ψευδο-Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο Ισπανός ποιητής και θεολόγος Ιωάννης του Σταυρού (κατά κόσμον Juan de Yepes Alvarez) ―γνωστός και με το παρατσούκλι Doctor Mysticus ένεκα των τριών πραγματειών που έγραψε για τη μυστικιστική θεολογία―, στη χριστιανική παράδοση η σιωπή είναι ένας προνομιούχος τόπος που φιλοξενεί το άυλο πνεύμα. Το να μιλήσει κάποιος για τον Θεό, μας λένε, να τον ονομάσει, είναι ατόπημα, γιατί τον περιορίζει σε μια συμβολική υπαρξιακή κατάσταση απόλυτα αντιληπτή και κατανοητή από τον άνθρωπο. Όμως, ο Θεός είναι πέρα από τις δυνατότητες του ανθρώπου να τον αντιληφθεί, να τον ερμηνεύσει και έτσι να του επιβληθεί.
Σε ανάλογο μήκος κύματος κινείται ο Ταοϊσμός, ο Σουφισμός, ο Βουδισμός και ο Χασιτισμός. Και γι’ αυτές τις παραδόσεις ο λόγος είναι συνυφασμένος με τον ορατό κόσμο, ενώ η σιωπή με τον αόρατο, γι’ αυτό και λιγότερο ελεγχόμενο. Η πραγματικότητα αρχίζει πέρα από τις λέξεις, διατείνονται οι μελετητές των θρησκειών αυτών. Στον Βουδισμό λ.χ. η σιωπή είναι η βάση του μηνύματος του Βούδα: από τη σιωπή της αυτοσυγκέντρωσης στη σιωπή της νιρβάνα (Kane 21).

Αυτά εν συντομία όσο αφορά τη βιβλική ερμηνεία της σιωπής.


Η εγκόσμια σιωπή
Σε ό,τι αφορά την καθημερινή μας ζωή, την εγκόσμια, η σιωπή είναι παντού και με ποικίλες σημασίες. Κάποιος σιωπά γιατί αισθάνεται ότι ο άλλος που είναι απέναντί του δεν θέλει να τον ακούσει ή σιωπά γιατί δεν το επιτρέπει η κοινωνική του θέση, το φύλο του, το χρώμα του, η θέση του στην κοινωνική ιεραρχία. Τα θύματα κακοποίησης, για παράδειγμα, για πολλά χρόνια σιωπούσαν από φόβο, που συνήθως προερχόταν από την ίδια την οικογένεια που ζητούσε να ξεχάσουν ό,τι έγινε, με την αιτιολογία ότι η τραυματική τους εμπειρία θα μουντζούρωνε τις αποδεκτές ιστορίες κανονικότητας, θα αμαύρωνε την έξωθεν καλή εικόνα της οικογένειας. Μια «συνωμοσία της σιωπής» που καταδίκαζε το άτομο σε θέση μόνιμης αδυναμίας ή διαγραφής της μνήμης, απώλειας του εαυτού κ.λπ. Διόλου περίεργο και το γεγονός ότι η πρώτη επιδίωξη των γυναικών μετά το δεύτερο φεμινιστικό κίνημα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ήταν να βγουν από την επιβεβλημένη σιωπή τους, δηλαδή από τις εντολές πρώτα του βιβλικού αφηγήματος και αργότερα του πατριαρχικού, προκειμένου να περάσουν στα περιουσιακά τους στοιχεία την ιδιοκτησία του λόγου και το δικαίωμα να ορίζουν το ποιος σιωπά και ποιος μιλά, σε ποιον, για ποιο πράγμα, κάτω από ποιες συνθήκες, πού, με ποιο δικαίωμα;
Όμως τα παραδείγματα σιωπής δεν σταματούν εδώ. Σε μια αθλητική συνάντηση λ.χ. έχουμε την τελετουργία του ενός λεπτού σιγής για κάποιο θλιβερό συμβάν. Είναι μια συλλογική σιωπή, ένδειξη σεβασμού, εκτίμησης, απόδοσης τιμών. Στο μνημείο των θυμάτων της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, ανάμεσα στους επισκέπτες κυριαρχεί η απόλυτη σιωπή, μια σιωπή που ενισχύει το αίσθημα του ανήκειν, μια χωρική ενσυναίσθηση του τραύματος, ενός πανανθρώπινου τραύματος, το μέγεθος του οποίου δεν μπορεί να εκλογικεύσει ο θορυβώδης λόγος.


Η σιωπή του Ολοκαυτώματος

Κάτι ανάλογο έχουμε και με το Ολοκαύτωμα, όπου το χάσμα ανάμεσα στο γεγονός και τη γλώσσα είναι τεράστιο. Ενδεικτική και η γνωστή ρήση του Adorno που λέει «Το να γράψεις έστω και ένα ποίημα μετά το Άουσβιτς είναι βάρβαρο», εννοώντας ότι το να αναλάβει ο λόγος να μεταφέρει την εμπειρία του Άουσβιτς μοιραία θα μικρύνει τα μεγέθη του. Είναι σαν να μας δείχνει ότι θηριωδίες μπορούν να εξηγηθούν και συνεπώς να αποκτήσουν νόημα.

Η δύναμη της σιωπής στο θέατρο και αλλού



Εδώ βέβαια παρατηρείται και το εξής ενδιαφέρον παράδοξο: ενώ αποδεχόμαστε τα όρια της γλώσσας να εκφράσει το γεγονός την ίδια στιγμή λέμε ότι το Άουσβιτς δεν πρέπει να ξεχαστεί, άρα κάποιος πρέπει να μιλά γι’ αυτό. Δηλαδή, έχουμε από τη μια τη σιωπή του Άουσβιτς που δεν περιγράφεται και, από την άλλη, τη μνήμη του Άουσβιτς που πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει διά του επαναλαμβανόμενου λόγου. Έχουμε τον βαθμό του κακού από τη μια και από την άλλη την ανικανότητα του λόγου να τον εκφράσει. Σε τέτοιες ακραίες περιπτώσεις η σιωπή γίνεται μάρτυρας του ανυπόφορου, το σύμπτωμα μιας εμπειρίας πραγμάτων, το βάρος των οποίων η γλώσσα δεν μπορεί να αντέξει. Όπως θα εξηγήσει ο James Ingo Freed, ο Εβραίος αρχιτέκτονας του Holocaust Memorial Museum στην Washington, D.C. εξαρχής στόχος του ήταν να δημιουργήσει ένα χώρο που θα αγκάλιαζε τον τεράστιο όγκο του εφιάλτη. «Ήθελα να δημιουργήσω μια κραυγή» όλων εκείνων που είχαν γίνει μάρτυρες του εφιάλτη (McGuigan 51), μια κραυγή στο πρότυπο του πίνακα του Munch, Η Κραυγή. Και κατέληξε σε ένα κτήριο που συμπυκνώνει τη μνήμη της εμπειρίας ως ανάχωμα στις διαλυτικές παρενέργειες του χρόνου και της λήθης. Ένα κτήριο το οποίο επιβάλλει στον επισκέπτη μια μορφή σιωπηλής τελετουργίας που καλύπτει το κενό ανάμεσα στο πριν και το μετά.



Holocaust Memorial Museum στην Washington, D.C.
Holocaust Memorial Museum στην Washington, D.C.



Γενικά η σιωπή, είτε με αρνητικό είτε με θετικό ή αδιάφορο πρόσημο, είναι μια εμπειρία που βιώνει κάποιος. Μπορεί να αποτελεί ένδειξη δυσαρέσκειας ή αμηχανίας ή διαφωνίας ή πίστης, εξαναγκασμού, εκφοβισμού, συμβιβασμού, καθωσπρεπισμού, δειλίας, ντροπής, απαξίωσης, αδιαφορίας, περιφρόνησης, στοχασμού, ενοχής, απόρριψης, ανίας κ.λπ. Η σιωπή μπορεί να σημαίνει τα πάντα και το τίποτα. Είναι ένα πεδίο ολισθηρό που πολύ εύκολα γεμίζει με φαντάσματα, μιας και ποτέ δεν μπορούμε να έχουμε την απόλυτη ή τη σωστή απάντηση. Εικάζουμε.
Όπως το διάστημα είναι στοιχείο κάθε γραπτής γλώσσας, έτσι και η σιωπή: είναι εγγενές στοιχείο κάθε ομιλούμενης γλώσσας. Εκείνο που χρειάζεται η σιωπή είναι χώρο να αναπνεύσει και να επανατοποθετηθεί, κάνοντας παράλληλα και τον δικό της αντίλογο στον φλύαρο λόγο ο οποίος, σύμφωνα με τον Heidegger στην περίφημη πραγματεία του Sein und Zeit (1962), τις περισσότερες φορές «δεν παράγει νοήματα, δεν εμβαθύνει, δεν ερευνά, δεν στοχάζεται. Τι κάνει; Προχειρολογεί, εκφέρει αβασάνιστες κρίσεις, συμπεριφέρεται ανεδαφικά, μετατρέπει το ‘κουτσομπολιό’ σε αρχή της μαζικής επικοινωνίας». Από τη στιγμή που η γλώσσα είναι το «σπίτι» του ανθρώπου εκ των πραγμάτων τον μιλά πριν τη μιλήσει.
Είναι κοινός τόπος η σκέψη που λέει ότι οι άνθρωποι θα ήταν σε καλύτερη μοίρα εάν ήξεραν πότε να σιωπούν και πότε να μιλούν. Όμως αυτό που δείχνει η ιστορία είναι ότι οι άνθρωποι αδυνατούν να ελέγξουν τη γλώσσα τους, και πολύ περισσότερο να διαχειριστούν τη σιωπή, γιατί, όπως γράφει και ο Καβάφης στο «Λόγος και Σιγή», επικαλούμενος τον Θεϊκό Λόγο της δημιουργίας, είναι πρωτίστως ομιλούντα όντα:

Είναι χρυσός η σιωπή και άργυρος ο λόγος.
Τίς βέβηλος προέφερε τοιαύτην βλασφημίαν;

Λαλήσωμεν, λαλήσωμεν — σιγή δεν μας αρμόζει
αφού εις το ομοίωμα επλάσθημεν του Λόγου...

Η σιωπή στις τέχνες

Η γλώσσα, μολονότι το δημοφιλέστερο εργαλείο της λογοτεχνίας, δεν έτυχε πάντοτε ευνοϊκής μεταχείρισης. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνες όπου αντιμετωπίστηκε ως ένα ήδη μολυσμένο, εξαντλημένο μέσον, ένα επικοινωνιακό εργαλείο προς αποφυγήν. Παραδείγματος χάρη, οι ρομαντικοί ποιητές (βλ. Valery, Rimbaud, Mallarme, μεταξύ άλλων), ως απάντηση στην αδυναμία της γλώσσας να ανταποκριθεί σε αυτά που αναζητούσαν, κατέφευγαν συχνά στη σιωπή για να υποδηλώσουν το μυστηριώδες και εξωπραγματικό και παράλληλα να υπογραμμίσουν το παράλογο και α-νόητο της ανθρώπινης ύπαρξης. Πολύ ενδεικτικό το σύντομο ποίημα της Emily Dickisnon, “Silence is all we Dread”:


Silence is all we dread.
There’s Ransom in a Voice—
But Silence is Infinity.
Himself have not a face


Σε ανάλογο μήκος κύματος σε ό,τι αφορά τη σιωπή θα κινηθούν και οι ιμπρεσιονιστές, οι συμβολιστές κ.λπ.

Να θυμίσουμε ακόμη ότι ο κινηματογράφος γεννήθηκε μέσα στον κόσμο της σιωπής πριν μάθει να μιλά. Οι βουβές ταινίες ήταν, με τα σημερινά δεδομένα, απλές μεν, αλλά συναισθηματικά πυκνές σε νοήματα και πολύ σύνθετες και τούτο γιατί η απουσία λόγου ανάγκαζε τους καλλιτέχνες να διερευνούν διαρκώς άλλες ποιότητες και άλλες «σιωπηλές» δυνατότητες επικοινωνίας. Οι λύσεις που πρότειναν ήταν μια πρόκληση για τη φαντασία του κοινού που καλείτο να συμπληρώσει τα κενά που άφηνε η απουσία του λόγου. Όπως πολύ ωραία παρατηρεί η Suzan Sontag, «Ένα μεγάλο μέρος της ομορφιάς της σιωπής του Harpo Marx οφείλεται στο ότι είναι περιτριγυρισμένος από μανιακούς ομιλητές». Σε ανάλογο μήκος κύματος και ο σπουδαίος μίμος Marcel Marceau, ο οποίος, σχολιάζοντας τι ήταν εκείνο που τον γοήτευσε πιο πολύ στην τεχνική του Charlie Chaplin, θα αναφέρει τη συντομία και την ελλειπτικότητά της και το γεγονός ότι οι «φωνές» της σιωπής του ήταν προέκταση των εσωτερικών του φωνών, γι’ αυτό και παρήγαγαν τόσο «θόρυβο».



Ο μίμος Μαρσέλ Μαρσό
Ο μίμος Μαρσέλ Μαρσό



Σε ένα μουσείο «μιλούν» τα ακίνητα, τα βουβά εκθέματα και όχι οι υποδοχείς των εκθεμάτων, γι’ αυτό και στην είσοδο υπάρχει η ταμπελίτσα που γράφει: «Σιωπή [ή ησυχία] παρακαλώ». Είναι σαν να λένε στους επισκέπτες: Θαυμάστε και μην μιλάτε. Δώστε χρόνο και χώρο στον Λόγο του καλλιτέχνη να σας διαφωτίσει μέσα από την ακινησία της τέχνης του. Ο καλλιτέχνης στον ρόλο του Θεού-εμπνευστή, η αφετηρία (για περισσότερα βλ. Green 99).
Σε περιπτώσεις σαν κι αυτές, η σιωπηλή ακινησία των εκθεμάτων δημιουργεί μια ρευστή κατάσταση, η δυναμική της οποίας ποτέ δεν ολοκληρώνεται. Παραμένει διαρκώς ανοικτή και διαθέσιμη. Η «Γκερνίκα» (1937) του Πικάσο, λ.χ., και κυρίως οι πίνακες του Φράνσις Μπέικον εμπνευσμένοι από το πορτρέτο του Πάπα Ινοκέντιου του 10ου του Βελάσκεθ, αποδίδουν με σαφήνεια την αγωνία που εκφράζει ο άνθρωπος του 20ού αιώνα (Green 116). Όπως σχολιάζει ο κριτικός τέχνης Dawn Ades, «η ομιλία μπορεί να είναι σημάδι της ανθρώπινης ευφυίας, και τα μάτια το παράθυρο που οδηγεί sτη ψυχή, όμως η κραυγή, εμφανώς άφωνη, είναι ο ενστικτώδης σπασμός του σώματος» (στο Green 116). Η κραυγή δηλώνει, αυτό που δεν εκφράζεται, δηλαδή το εσαεί ανοικτό. Και εδώ ταιριάζει η ρήση του Mέτερλινγκ, «Ο λόγος ανήκει στο τώρα, η σιωπή ανήκει στην αιωνιότητα».



Francis Bacon, Head VI
Francis Bacon, Head VI



Όσο δε για τη μουσική, η σιωπή παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, καθώς εκφράζει έναν κόσμο πέρα από τις λέξεις, τις νότες και τους ήχους (Orledge 1982: 49), δημιουργεί ένα αίσθημα μυστηρίου και στοχαστικότητας (κυρίως η εκκλησιαστική μουσική). Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του γνωστού συνθέτη και πειραματιστή John Cage, ο οποίος το 1952 είχε κάνει κάτι «σκανδαλώδες»: «έπαιξε» σε σόλο κοντσέρτο τη σιωπή.

Robert Rauschenberg, «White Painting»
Robert Rauschenberg, «White Painting»

Επηρεασμένος από τα λευκά τελάρα του Robert Rauschenberg, όπως το White Painting, όπου ο Αμερικανός καλλιτέχνης καταργεί κάθε κανόνα ζωγραφικής, ακυρώνοντας έτσι τη λογική και τη λειτουργία της «ομιλούσας» αναπαράστασης, θα δοκιμάσει την επικοινωνιακή δυναμική της «άηχης» μουσικής με το περίφημο πια κομμάτι του 4΄33 (τέσσερα λεπτά και 33 δεύτερα). Ένα κοντσέρτο σιωπής στο Woodstock της Νέας Υόρκης, το οποίο, όπως ήταν αναμενόμενο, σόκαρε. Ο κόσμος που τον τίμησε με την παρουσία του μπορεί να ήταν εξοικειωμένος με τις μη συμβατικές δουλειές του, μόνο που εδώ το πήγε στα άκρα. Η σιωπή του κομματιού ενόχλησε. Κάποιοι αποχώρησαν εκνευρισμένοι, άλλοι διαμαρτυρήθηκαν, άλλοι ζήτησαν επιστροφή των χρημάτων τους. Ο ίδιος, εξηγώντας το πείραμά του, θα πει ότι το έκανε για να αποδείξει ότι δεν υπάρχει πουθενά απόλυτη σιωπή. Γι’ αυτόν η σιωπή είναι ένα από τα στοιχεία στη συνολική δομή του ήχου. Η σιωπή «ακούγεται», θα πει ο συνθέτης και θα φέρει ως παράδειγμα την εμπειρία του σε ένα απόλυτα ηχομονωμένο («ανηχοϊκο») δωμάτιο στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ (anechoic champer), όπου, σύμφωνα με δήλωσή του, μπορούσε να ακούσει δύο μόνο ήχους, έναν υψηλό και ένα χαμηλό. Βγαίνοντας από το δωμάτιο περιέγραψε τους ήχους αυτούς στον υπεύθυνο μηχανικό του χώρου, ο οποίος του είπε ότι ο υψηλός ήχος προερχόταν από τη λειτουργία του νευρικού συστήματος και ο χαμηλός από την κυκλοφορία του αίματος. Κάπως έτσι θα καταλήξει και στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει πουθενά η απόλυτη σιωπή (1961: 8) και πως το κοντσέρτο του δεν ήταν μια «απάτη» αλλά μια σύνθεση ήχων που δεν ακούμε ή δεν προσέχουμε. Δηλαδή, μια εμπειρία που μπορεί να εμπλουτίσει τις δυνατότητες που έχουμε ώστε να αντιληφθούμε τους ήχους που μας περιβάλλουν, αρκεί να αφήσουμε τη φαντασία μας να ξεπεράσει το φράγμα των ήχων και να ταξιδέψει κάπου αλλού. Σε μια τέτοια περίπτωση η σιωπή παύει να είναι ένα νεκρό επιτελεστικό στοιχείο, και μετατρέπεται σε μια ενσωματωμένη δραστηριότητα που βιώνεται, εμπλουτίζοντας τα αισθητήριά μας και οξύνοντας την παρατηρητικότητά μας. Και εδώ θα ταίριαζε ίσως η σκέψη του Βίτγκεσταϊν από το φιλοσοφικό πόνημά του του Tractatus Lοgico-Philosophicus , που λέει ότι τον χώρο του άρρητου αναλαμβάνει να τον εκφράσει η τέχνη, η οποία οδηγείται στη σιωπή καθώς συγκρούεται με τη χρηστική και εξουσιαστική μορφή της γλώσσας. Στις τέχνες, μας λέει ο μεγάλος αυτός στοχαστής, έχουμε τη σιωπή ως ρητορικό σχήμα: είναι ο τρόπος διαχείρισης της δυναμικής του λόγου μέσα από την απουσία του.


Η σιωπή στο θέατρο
Περνώντας στο θέατρο, ένα πρώτο σημείο που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι μολονότι έχουμε να κάνουμε με ένα καλλιτεχνικό είδος που συνήθως το ταυτίζουμε με τον λόγο, τη φασαρία, τον διάλογο, τους ήχους, είναι ένας χώρος γεμάτος από σιωπές όλων των ειδών, απλώς δεν τις προσέχουμε, γιατί δεν αντιλαμβανόμαστε τον χώρο ως πεδίο συνειρμικών σχέσεων. Για παράδειγμα, είναι η σιωπή της άδειας αίθουσας, αν και για να είμαστε απόλυτα ακριβείς μια θεατρική αίθουσα δεν είναι ποτέ εντελώς σιωπηλή, υπό την έννοια ότι πάντα ακούς ή φαντάζεσαι νοερά κάπου στο βάθος τις φωνές των παραστάσεων που φιλοξενήθηκαν εκεί. Είναι και η σιωπή που κυριαρχεί τη στιγμή που σβήνουν τα φώτα, οπότε όλοι περιμένουν αυτό που θα ακολουθήσει. Πώς θα είναι άραγε; «Ακούς» την άηχη φωνή της προσμονής. Όπως την ακούς περίπου στη μέση μιας πολύ καλής παράστασης, όταν ο κόσμος εγκαταλείπει τις όποιες ηχηρές αντιστάσεις του και παραδίδεται στα θέλγητρα της τέχνης, βυθίζεται σε μια σιωπή που λειτουργεί ως το πιο ισχυρό μέσο συλλογικότητας. Εκείνη τη σιωπηλή στιγμή όλοι βιώνουν διαισθητικά την ουσία του χώρου και των δρωμένων που αυτός φιλοξενεί.
Σε ένα ανοικτό και ιστορικό θέατρο, όπως η Επίδαυρος λ.χ., έχουμε τη σιωπή του πλήθους που ενώνεται με τη σιωπή της φύσης και της ιστορίας. Η σαγηνευτική αίσθηση της ύπαρξης ενός κόσμου μέσα σε άλλους κόσμους, μια σιωπή που λειτουργεί σαν μια γέφυρα με τον εσωτερικό κόσμο του θεατή και τις «άηχες» προσδοκίες του, οι οποίες στο τέλος εκφράζονται με το ηχηρό χειροκρότημα (ή την απουσία του, εφόσον δεν ικανοποιηθούν).



Η δύναμη της σιωπής στο θέατρο και αλλού



Τι γίνεται όμως σε ένα δραματικό έργο; Υπάρχουν δύο διαβαθμίσεις της σιωπής. Η μία είναι η πλέον προφανής. Στη ροή του διαλόγου ένας χαρακτήρας λέει, «σας παρακαλώ σιωπή», και η παράκληση αυτή μετατρέπεται σε σκηνική πράξη/εμπειρία. Η άλλη σιωπή είναι εκείνη που δεν είναι μέρος του αφηγηματικού ή δραματικού διαλόγου, αλλά εκπορεύεται από τα σπλάχνα του κειμένου και της δράσης γενικότερα. Στην περίπτωση αυτή ο συγγραφέας εμμέσως πλην σαφώς δηλώνει ότι αυτό που θέλει να εκφράσει δεν μπορεί να το συλλάβει και να το περιγράψει με τους ήχους της γλώσσας. Εδώ έχουμε να κάνουμε με τη σιωπή εκείνη που δεν αναλύεται γιατί δεν επιδέχεται εμπειρική περιγραφή. Το να μιλήσεις γι’ αυτήν την χάνεις, την εξαφανίζεις.
Γενικά η σιωπή στο θέατρο είναι μια πολύ δύσκολη, ενίοτε «επικίνδυνη» επικοινωνιακά, επιλογή. Γι’ αυτό και οι συγγραφείς (και οι σκηνοθέτες με τη σειρά τους) αναζητούν τον θόρυβο των λέξεων για να καταπνίξουν τον «θόρυβο» της σιωπής. Πιστεύουν ότι γεμίζοντας τις σελίδες (ή τη σκηνή) με λέξεις τις γεμίζουν και με νόημα. Πιστεύουν πως εάν μια δράση δεν θορυβεί διά του λόγου το κοινό αναπόφευκτα θα κοιμηθεί ή θα αποχωρήσει. Η εκτίμησή τους λέει ότι η ένταση και το νόημα παράγονται μέσα από την τριβή των λέξεων. Εν πολλοίς δεν έχουν άδικο. Η ιστορία τους δικαιώνει. Πρόκειται για ένα αξίωμα από καταβολής θεάτρου: ο διάλογος. Αυτό μαθαίνουμε και στις τάξεις δημιουργικής γραφής. Όμως, εάν δεχόμαστε ότι το έργο ενός θεατρικού συγγραφέα ή σκηνοθέτη είναι να αναπαραστήσει «φέτες» ζωής, τότε πρέπει να λάβει υπόψη του και το εξής πολύ βασικό: στη ζωή των ανθρώπων οι στιγμές της σιωπής είναι πολλαπλάσιες των στιγμών ομιλίας. Ζούμε το μεγαλύτερο κομμάτι του βίου μας μέσα στην απόλυτη σιωπή. Ιδίως τα τελευταία χρόνια, η παρουσία της τεχνολογίας έχει επιβάλει τη σιωπή ως αυτονόητο τρόπο επικοινωνίας, υπό την έννοια ότι έχει οδηγήσει τους ανθρώπους να γράφουν, να διαβάζουν, και να επικοινωνούν κατά μόνας.
Όλα τούτα σημαίνουν ότι η σιωπή σε μια σκηνική πράξη μπορεί να κρύβει χιλιάδες λέξεις, εφόσον, εννοείται, πηγάζει εκ των έσω της δράσης και δεν επιβάλλεται απλώς για να υπάρχει. Η σιωπή δημιουργεί το κενό διάστημα μέσα από το οποίο κοινό και δραματικά πρόσωπα περνούν για να ολοκληρωθούν. Δεν είναι τυχαίο που η σιωπή, από την εποχή των Αρχαίων Ελλήνων και μετά, ήταν το εργαλείο αναζήτησης της αλήθειας και παράλληλα αναζήτησης του αόρατου, του ακατανόητου, του ανέκφραστου. Στον Αισχύλο, για παράδειγμα, η Κασσάνδρα παραμένει σιωπηλή, καθώς βλέπει τον Αγαμέμνονα να πατά επάνω στο κόκκινο χαλί που του έστρωσε η Κλυταιμνήστρα. Γνωρίζει τι προηγήθηκε όπως γνωρίζει και τι θα ακολουθήσει. Και πράγματι: 300 στίχους μετά η Κασσάνδρα βγάζει μια διαπεραστική κραυγή την οποία ο Αισχύλος διά του λόγου αναλαμβάνει να περιγράψει αργότερα. Όμως, μέχρι να το πράξει την έκφραση του τρόμου την επωμίζεται η σιωπή και η άναρθρη κραυγή. Στον Οιδίποδα η εκκωφαντική σιωπή της Ιοκάστης, όταν γίνεται μάρτυρας της εμφάνισης του βοσκού με τα φοβερά μαντάτα, είναι επίσης αποκαλυπτική.

Και εκτός θεάτρου. Ας θυμηθούμε τη ρήση του Πυθαγόρα, «Ή πρέπει να σιωπήσεις ή να πεις κάτι καλύτερο από τη σιωπή» (Παρήνει σιγᾶν ἥ κρείττονα σιγῆς λέγειν). Ή επίσης να θυμηθούμε την παροιμία «κρεῖττον τοῦ λαλεῖν τὸ σιγᾶν», απόψεις που θα συναντήσουν στο διάβα του χρόνου πολλούς θιασώτες οι οποίοι, σε αντίθεση με τη θέση του Αριστοτέλη που υποστήριζε ότι ο χαρακτήρας αποκαλύπτεται μέσα από τη δράση, θα αντιπροτείνουν ως δόκιμη εναλλακτική επιλογή την απουσία της δράσης (και του λόγου).
Ο Άμλετ είναι ένα καλό παράδειγμα δραματικού ήρωα που τον καταλαβαίνουμε τις στιγμές που αδυνατεί να δράσει. Όταν δρα, συνήθως ξιφασκεί, όπως όλος ο κόσμος της εποχής του. Ο Shakespeare μας καλεί να εντοπίσουμε την πραγματική δράση εντός του, δηλαδή στον χώρο της απουσίας του λόγου. Και αυτό φέρνει στον νου τα λόγια του Άγγλου συγγραφέα Τζον Τόλκιν από τον Άρχοντα των δακτυλιδιών που λέει ότι «όποιος δεν μπορεί να καταλάβει τη σιωπή σου, δεν μπορεί να καταλάβει ούτε τα λόγια σου», ρήση που επαληθεύεται απόλυτα στον τρόπο που η μητέρα του πρίγκιπα και ο θείος του Κλαύδιος αντιμετωπίζουν ή μάλλον καλύτερα παρερμηνεύουν τη σιωπή του. Όταν λέει ο Άμλετ “the rest is silence”, το πιθανότερο είναι ότι αναφέρεται στη σιωπή της μοίρας, τι του επιφυλάσσει. Κάπου εδώ κλείνει και η παρουσία του στη σκηνή.

Θέατρο του παραλόγου
Μεταφέροντας τη συζήτησή μας μερικούς αιώνες αργότερα, βλέπουμε να κυριαρχεί το ίδιο σκεπτικό γύρω από τον ρόλο της σιωπής. Ενδεικτικό παράδειγμα, το ούτω αποκαλούμενο «θέατρο του παραλόγου», ένα θέατρο που αντιμετωπίζει τη γλώσσα ως εμπόδιο επικοινωνίας, υπό την έννοια ότι δεν εκφράζει τα όσα τρομακτικά συμβαίνουν στον κόσμο. Οι συγγραφείς αισθάνονται ότι η πραγματικότητα δείχνει να ξεπερνά την ικανότητα των λέξεών τους να τη συλλάβουν και να την εκλογικεύσουν. Είναι σαφής ο σπουδαίος Τζορτς Στάινερ όταν, πιάνοντας το νήμα αυτής της γλωσσικής απαξίωσης στην καρδιά του μοντερνισμού, γράφει στο βιβλίο του Μετά τη Βαβέλ:

«Με τα έργα του Ρεμπό και του Μαλαρμέ, η δυτική λογοτεχνία μπαίνει σε μια νέα φάση. Ο ποιητής δεν είναι πια βέβαιος ή δεν μπορεί να ελπίζει με βεβαιότητα στην κατοχή ενός γενικευμένου κύρους της γλώσσας. Οι γλώσσες που τον περιμένουν ως άτομο που γεννιέται μέσα στην ιστορία, στην κοινωνία, στις εκφραστικές συμβάσεις της ιδιαίτερης κουλτούρας και του περιβάλλοντός του, δεν του ταιριάζουν πια σαν φυσικό δέρμα. Η καθιερωμένη γλώσσα είναι ο εχθρός» (2004: 319). Άποψη που εύκολα επιβεβαιώνεται και στο έργο συγγραφέων μετά τον μοντερνισμό, όπως ο Ευγένιος Ιονέσκο, ο Φερνάντο Αραμπάλ, ο Έντουαρντ Άλμπι, Χάρολντ Πίντερ κ.ά. Κάνοντας τη γλώσσα πιο δύσκολη και παράλογη, οι συγγραφείς της γενιάς αυτής σκόπιμα αντιπαρατίθενται στο βασικό σκοπό της γλώσσας ως εργαλείο νοήματος και επικοινωνίας. Η γλώσσα τους είναι μια γλώσσα που θέλει να είναι κάτι άλλο. Και αυτό το άλλο πολλές φορές είναι η σιωπή.

Μολονότι δεν είναι θεατρικός συγγραφέας, η περίπτωση του Τζον Κέιτζ που έχουμε ήδη αναφέρει, είναι αρκετά αποκαλυπτική και πολύ κοντά στις θέσεις των «παραλόγων», με τους οποίους άλλωστε βίωσε τις ίδιες τρομακτικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές. Στην Διάλεξή για το Τίποτα (1959), και μη έχοντας άλλο τρόπο να εκφράσει τη σιωπή, καταφεύγει στην οπτική απόδοσή της με διαστήματα:

            I have nothing to say
        and I am saying it                     and that is
poetry                        as I need it

Τα διαστήματα υπογραμμίζουν απουσίες. Η συχνή διακοπή της ροής του κειμένου από τα κενά που δημιουργούν τα διαστήματα οπτικοποιούν σε γραπτή μορφή την ελλειπτικότητα ή απουσία νοήματος.


Ο σιωπηλός Σάμιουελ Μπέκετ

Κορυφαίο παράδειγμα ο Σάμιουελ Μπέκετ, στα έργα του οποίου η σιωπή είναι και θέμα και δομικό στοιχείο, αλλά και τρόπος ζωής. Οι ήρωές του μιλώντας οδηγούνται στη σιωπή, γιατί ακριβώς δεν έχουν πού αλλού να πάνε. Όσο ο Λάκι, λ.χ., στο Περιμένοντας τον Γκοντό παραμένει σιωπηλός, εκτός γλώσσας, είναι ένα μυστήριο για όλους. Μόλις αρχίσει να αρθρώνει λόγο, μόλις μπαίνει στο σύμπαν του λόγου αποκτά παρουσία, τον προσέχουν όλοι, παράγει «θόρυβο», συνεπώς είναι ερμηνεύσιμος. Είναι και η περίπτωση του Κλοβ στο Τέλος του παιχνιδιού που λέει: «Χρησιμοποιώ τις λέξεις που μου δίδαξες,. Εάν πια δεν σημαίνουν κάτι, μάθε μου άλλες. Ή άσε με στη σιωπή μου». Απάντηση στα λόγια του Χαμ που προηγήθηκαν: «Σιωπή ! [παύση]…. Τέλος η ομιλία».
Η σιωπή στα έργα του Μπέκετ κουβαλά το δικό της δράμα, είναι αυτό που έχει μείνει όταν όλα τα άλλα έχουν ξεθωριάσει. Στην Ανάσα, λ.χ., performance διάρκειας 35 δευτερολέπτων, όλα καθορίζονται από μια βαθιά εισπνοή και μια παρατεταμένη εκπνοή, δύο κραυγές και μετά διαστήματα σιωπής. Όλα ιδωμένα εν συνόλω δεν είναι τίποτε άλλο παρά υποδιαιρέσεις της σιωπής. Είναι ένα έργο η αφαιρετικότητα του οποίου επιβεβαιώνει τη ρήση του συγγραφέα που λέει ότι, «Κάθε λέξη είναι ένας άχρηστος λεκές στη σιωπή και στο τίποτα».
Ο Μπέκετ είναι το κατ’ εξοχήν παράδειγμα περιηγητή μέσα στη γλώσσα και τις σιωπές της, Μια περιήγηση που απελευθερώνει την ποίηση της σιωπής ξανά και ξανά. Οι λέξεις του δεν κάνουν θόρυβο. Πέφτουν σαν σταγόνες σιωπής μέσω της σιωπής, όπως λέει ο Loevlie (230), δρώμενα σε ένα αχαρτογράφητο τοπίο του απίθανου και ανείπωτου, όπου η σιωπή μιλά στον εαυτό της. Kαι όταν πέσει η αυλαία και εξαφανιστεί εντελώς ο λόγος, η σιωπή συνεχίζει το δικό της δράμα.


Γυναίκες και σιωπή

Ειδικά η σιωπή των γυναικών στο θέατρο έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον σε σχέση με το θέμα μας. Αξίζει λ.χ. να διερωτηθεί κάποιος γιατί το θέατρο είναι ο τελευταίος χώρος όπου οι γυναίκες δημιουργοί θα κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Με ορισμένες εξαιρέσεις (βλ. Hrotsvitha of Gandersheim και Aphra Behn) οι γυναίκες δραματικοί συγγραφείς αρχίζουν να βγαίνουν από τη σιωπή του ιδιωτικού τους χώρου και να καταθέτουν λόγο σε μια τόσο δημόσια τέχνη όπως το θέατρο μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα, χωρίς τούτο να σημαίνει και κάποια επαναστατική τοποθέτηση απέναντι στην πατριαρχία. Τόσο σε επίπεδο ιστοριών όσο και δραματικών προσώπων ο λόγος τους και η σιωπή τους θα συνεχίσουν για αρκετές ακόμη δεκαετίες να συμπορεύονται με την επιβεβλημένη λογική της πατριαρχίας.

Η δύναμη της σιωπής στο θέατρο και αλλού



Αυτό θα το ξεπεράσουν μετά το 1970, όταν πια αποκτούν την κυριαρχία στα μέσα έκφρασης της τέχνης τους, οπότε αποβάλλουν το προσωπείο της επιβεβλημένης σιωπής και αφουγκράζονται καλύτερα και τον εαυτό τους και την πλάση. Βλ. το έργο των Caryl Churchill, Suzan- Lori Parks, Caridad Svich, Lynn Nottage, María Irene Fornés, debbie tucker green, Alice Birch, Winsome Pinnock, Lucy Prebble, Timberlake Wertenbaker, μεταξύ δεκάδων άλλων.

Καταλήγοντας

Το πώς αισθάνεται κανείς την performance της σιωπής είναι θέμα προσωπικής εκτίμησης. Kάθε στιγμή σιωπής στη σκηνή είναι και μια στιγμή της γλώσσας και ταυτόχρονα μια δοκιμασία και για τους θεατές, αφού τους αναγκάζει με τον τρόπο της να συνεισφέρουν στο νόημα. Προκαλεί την αδυναμία της γλώσσας τους να την αντιμετωπίσει. Αποσταθεροποιεί κάθε έννοια συμπεράσματος.
Η σιωπή είναι ταυτόσημη με την απεραντοσύνη. Δεν τη δεσμεύουν πλαίσια, τόποι, χρονολογίες, καθαρότητα. Όσο περιπλέκεται το ανθρώπινο δράμα, είτε επάνω στη σκηνή είτε πέρα από αυτήν, άλλο τόσο θα βυθίζεται στις απορίες, στις αβεβαιότητες, στον σκεπτικισμό, πολλαπλασιάζοντας τις παύσεις και τις σιωπές, προκειμένου να αποδοθεί το κενό ανάμεσα στην αντιληπτή εμπειρία και την εκφωνημένη εμπειρία (Kane 178).
Η σιωπή μπορεί να είναι βουβή, όμως μέσα της κρύβει εκρηκτικές ύλες, είναι ο δρόμος της πιο βαθιάς επικοινωνίας. Όπως πολύ ωραία το διατυπώνει ο Λιβανέζος ποιητής Χαλίλ Γκιμπράν: «Ας είναι ευλογημένη η σιωπή,/ γιατί μέσα σ’ αυτήν θα μ’ ακούσεις να μιλώ». Ο Lecoq είναι και αυτός πολύ σαφής όταν λέει ότι ο θεμελιώδης νόμος του θεάτρου, ο λόγος, «γεννιέται από τη σιωπή», όπως η κίνηση αντίστοιχα, «μπορεί να γεννηθεί μόνο μέσα από την ακινησία. Τα υπόλοιπα είναι μονάχα σχόλια ή περιττές χειρονομίες.» Γι’ αυτό συμβουλεύει: «Σώπασε, παίξε, και το θέατρο θα έρθει!” (61).



Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

Cage, John. Silence: Lectures and Writings. Middletown, Conn.: Wesleyan University Press, 1961.
Fivush, Robyn. “Speaking Silence: The Social Construction of Silence in Autobiographical and Cultural Narratives.” Memory 18. 2 (2020): 88-98.
Green, John F. “The Paradox of Silence in the Arts and Religion.” BbY Studies 35. 3 (1995-96): 95-131.
Heidegger, Martin. Being and Time. Μτφρ. John Macquarrie και Edward Robinson. Harper Collin, 1962.
Kane, Leslie. The Language of Silence: On the Unspoken and the Unspeakable in Modern Drama. London and Toronto: Associated University Presses, 1984.
Καβάφης, Κ.Π.. «Λόγος και Σιγή». Αποκηρυγμένα. Ίκαρος 1983.
Λεκόκ, Ζακ. Το ποιητικό σώμα· Μια διδασκαλία της θεατρικής πράξης, μτφρ. Έλενα Βόγλη, εκδ. Κοαν, 2005.
Loevlie, Elisabeth. Literary Silences in Pascal, Rousseau, and Beckett. Οξφόρδη, Clarendon Press, 2009.
McGuigan, Cathleen. “He Built a Space of Terrible Beauty.” Newsweek, Aπρίλιος 26, 1993.
Orledge, Robert. Debussy and the Theatre, Κέιμπριτζ, Cambridge University Press, 1982.
Panikkar , Raimundo. The Silence of God: The Answer of the Buddha. μτφρ. Robert R. Barr. Mary Knoll, N.Y., Orbis Books, 1989.
Sontag, Susan. “The Aesthetics of Silence.” Στο A Susan Sontag Reader. Hammondsworth: Penguin Books, 1983, σσ. 181-204.
Steiner, George. Μετά τη Βαβέλ. Μτφρ. Γ. Κονδύλης, εκδ. Scripta 2004.
Wittgenstein, Ludiwig. Tractatus Logico-philosophicus. Μτφρ. D.F. Pears και B. F. McGuiness. Λονδίνο, Routledge 1961.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: