Είχε υπάρξει η αγαπημένη της συνήθεια όταν καθόταν στην αμμουδιά. Να μαζεύει πολύχρωμα βότσαλα και να φτιάχνει σχήματα με αυτά στην άμμο. Αγαπημένο της σχήμα η καρδιά, που μόλις το τελείωνε έδινε μια με το πόδι της χωρίς θυμό, σαν κάτι που κάνουμε εντελώς φυσικά, και τη διέλυε, όπως διαλυμένη ήταν κι η δική της καρδιά.
Δεν είχε διάθεση για φώτα και φωνές. Μόνο με τον εαυτό της ήθελε να κάνει παρέα. Η τηλεόραση σβηστή. Το τηλέφωνο και το ράδιο εκτός πρίζας. Πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο ποτήρι της και το μαχαίρι, τρεμόπαιζε ο φακός, ώρα αναμμένος. Είχε πει σε όλους πως θα γιόρταζε στο χωριό. Στον τοίχο το ρολόι θα χτυπούσε σε λίγο μεσάνυχτα, αλλά εκείνη δεν πίστευε πια. Μάζεψε όση δύναμη της είχε απομείνει και βγήκε στον δρόμο. Ήξερε καλά ότι ήταν το τελευταίο χτύπημα ρολογιού που άκουγε. Είχε πάρει την απόφασή της. Η πλατεία της ενορίας ήταν κοντά. Είδε από μακριά τρεις γειτόνισσες και κρύφτηκε. Σκέφτηκε το πρόσωπό του. Τελευταία στιγμή θα την αντίκριζε στο πλήθος να τον πλησιάζει. Θα έσκαγαν πυροτεχνήματα και κροτίδες. Θα διέκρινε πως τον κοιτούσε χωρίς θυμό.
Αναστασία
