Τα βήματά της την φέρνουν στην μάλλον μικρή και κατωφερή πλατεία, δίπλα από την θεόρατη εκκλησία του προστάτη άγιου. Από την άλλη πλευρά βρίσκεται το καφενείο με τους ήχους και τις μυρωδιές του. Ακούγονται φωνές, ανδρικές φωνές, φωναχτές παραγγελιές, παιγνιώδεις χαιρετισμοί φιλικοί σε τόνο, προσβλητικοί σε περιεχόμενο αν τους πάρει κανείς στα σοβαρά μα κανείς δεν τους παίρνει, κουβέντες σε υψηλούς τόνους αλλά και σιωπές. Ακούγονται χοντρές χάντρες κομπολογιών να συγκρούονται άρρυθμα ή μήπως ακανόνιστα, ποτήρια να ξεφορτώνονται από δίσκους και να φορτώνονται ανά πέντε όσα και τα δάκτυλα που τα μαζεύουν με την μία, να ισορροπούν πηγαινοερχόμενα. Οι μυρωδιές αναδύονται από τους μεζέδες, τα νόστιμα χοιρινά σουβλάκια, τα τηγανιτά λουκάνικα που καταφθάνουν στα πιατάκια με τις ντομάτες κομμένες τριαντάφυλλο, τις πράσινες ή μαύρες καλαματιανές ελιές ανάλογα, τα μπαστούνια αγγουριού και το φρεσκοζυμωμένο ψωμί με το προζύμι της κυράς που σπάνια έβγαινε από την υποτυπώδη κουζίνα με τα καυτά τηγάνια και την ψησταριά. Διάχυτη η ρίγανη στον αέρα. Πάντα έχει κόσμο αυτό το καφενείο. Μάλλον οφείλεται στην κεντρική του θέση. Τι μάλλον, σίγουρα, και στα σουβλάκια της κυράς του καφετζή που σπάνε μύτη. Πιο δημόσιος χώρος από μια πλατεία υπάρχει; Δεν υπάρχει.
Κάθισε σε έναν από τους ξύλινους πάγκους με τα βαριά σιδερένια πόδια. Πέντε όμοιοι πάγκοι υπήρχαν γύρω γύρω. Στην πέρα γωνία καθόταν ο γέρο δάσκαλος που ήθελε να διαβάσει την εφημερίδα με την ησυχία του. Μόλις την τελείωνε, θα την έκλεινε με ακρίβεια, θα την δίπλωνε να χωρέσει στην τσέπη του σακακιού του και θα πήγαινε στο καφενείο με τους άντρες, να τους πει τα νέα πού ήδη ήξεραν από την τηλεόραση που εξέπεμπε ασταμάτητα πάνω από τα κεφάλια. Μπορεί να ήξεραν τα γεγονότα, μια μετάφραση θα τους έκανε. Αφού έγινε τούτο, σημαίνει εκείνο και μπορεί να γίνει αυτό ή το άλλο, ανάλογα με το αν και εφόσον… Διάβασα την άποψη, η θεωρία του δείνα υποστηρίζει…
Για δικαιολογία που κάθισε στον πράσινο πάγκο, σήμερα, είχε τα βαριά ψώνια. Δικαιολογία για την ίδια και για τους περαστικούς, τον κόσμο. Πάντα είχε στο νου της να προβλέπει τι θα πει ο κόσμος, για να έχει το κεφάλι της ήσυχο, να αποφεύγει τα κουτσομπολιά και τα σχόλια. Χρησιμοποιούσε διαφορετικές προφάσεις ανάλογα, μισοαλήθειες-μισοψέμματα, στο περίπου δηλαδή, να έχει κάτι να απαντήσει στην συνηθέστατη ερώτηση «Τι γυρεύεις εσύ εδώ;». Και βέβαια, μια ζωή τώρα είχε πολύ εξασκηθεί ώστε να είναι προετοιμασμένη. Μα και το αντίστροφο είχε καταφέρει, να ξεδιαλύνει και τις πραγματικές προθέσεις στα λόγια και τις κινήσεις όλων, στα ειπωμένα και τα μη, τα αιωρούμενα εννοούμενα. Προσχήματα αποδεκτά ότι τάχα περίμενε την γειτόνισσα να πάνε μαζί ίσαμε πιο κάτω. Μπορεί να μην είχε κάνει κάποια συνεννόηση αλλά πάντα περνούσε μια γνωστή να πορευτούν μαζί. Ή πάλι για να ελευθερώσει τα χέρια της και να μιλήσει στο κινητό που χτύπησε, και ο άντρας της νευριάζει «ξέρεις τώρα» και όλοι ήξεραν, αν δεν προλάβει να το σηκώσει ή να προφτάσει τα παιδιά της γιατί δεν θα την ξαναπάρουν, θα την πάρουν μετά από δυο-τρεις μέρες, ή να τακτοποιήσει τις σακούλες καλύτερα να μην πέφτουν πάνω στο πλάι του γονάτου της που της έστελνε προειδοποιητικά σημεία ενόχλησης. Μερικές φορές άγγιζε το όριο του πόνου που ηθελημένα αγνοούσε γιατί ο πόνος έσερνε μαζί του μόνο μπελάδες.
Σωριάστηκε σχεδόν στο παγκάκι ξεφυσώντας ελεγχόμενα. Θα έδινε στον εαυτό της μισή ωρίτσα. Βολεύτηκε. Τακτοποίησε τα σακούλια ώστε να μην φαίνεται το περιεχόμενο και να στέκονται όρθια. Περιεργάστηκε το γνωστό της περιβάλλον. Πάντα αναρωτιόταν πώς συγκρατούσαν το νερό τα μεγάλα, δεν θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει γέρικα όπως τα είχε δει στον αυλόγυρο του μοναστηριού, πλατάνια. Όμορφα σχηματισμένα τα φύλλα τους, απρόβλεπτα, και αντίθετα από τα πλατανόμηλα που ήταν ολόμοια μεταξύ τους, με μαλακές βελόνες καλυμμένα. Με την κλίση του εδάφους τα φυλλώματα συναντιόντουσαν ψηλά πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων και έφτιαχναν μια σκεπή. Μήπως αυτή η σκεπή κρατούσε τα νερά και ρύθμιζε τον τρόπο απορρόφησής τους; Δεν το είχε ακούσει να συμβαίνει πουθενά. Και δεν είχε κάποιον να ρωτήσει. Πάντως το θέαμα της πράσινης στέγης με τρύπες γαλάζιου ουρανού, της έφερνε ένα αίσθημα γαλήνης και ξεκούρασης. Κατέβασε το βλέμμα της. Κοντοστάθηκε σε ένα κορμό, που σε αντίθεση με τους άλλους, ήταν καχεκτικός, χωρίς κλαδιά ούτε και φύλλα. Την κυρίευσε μια έγνοια. Δεν θα έπρεπε άραγε να ασχοληθεί κάποιος με το θέμα, να βοηθήσει το αδύναμο δέντρο να πάρει μπρος προς τα πάνω, χωρίς να φοβηθεί τον ανταγωνισμό και την σκιά των δέντρων που το κοιτούσαν από ψηλά. Να το ποτίσει; Να το σκαλίσει και να προσθέσει φρέσκο χώμα, καμιά κοπριά; Κράτησε τις σκέψεις της, που δεν τις έκανε για πρώτη φορά.
Είχε επανειλημμένα φανταστεί να φροντίζει και να προστατεύει το ασθενικό δεντράκι, πλατάνι και αυτό. Πολύ θα ήθελε να το δει να μεγαλώνει και να φουντώνει σαν τα διπλανά του. Να φιλοξενεί πετούμενα ανάμεσα στον κορμό, τα νεαρά κλαδιά του. Σκέφτηκε να του βάλει μια ξύλινη φωλιά δοκιμαστικά, με ένα μικρό στρογγυλό άνοιγμα να χωρά μόνο μικρόσωμα πουλιά, σπουργίτια, γιατί τα περιστέρια και τα δύο ζευγάρια σουσουράδες που γυρόφερναν την πλατεία, τα τρομοκρατούσαν συστηματικά με φτεροκοπήματα και κρωγμούς. Δεν είχε το θάρρος. Δεν έβρισκε το κουράγιο να πάρει την πρωτοβουλία και να εκτελέσει αυτό το απλό, απλούστατο που είχε σκεφτεί. Θα χρειαζόταν πολλά λόγια, εξηγήσεις και επεξηγήσεις. Δεν έμενε και χρόνος να ασχοληθεί. Ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον.
Έκοψε την γωνία από την φραντζόλα που είχε μόλις αγοράσει από τον φούρνο. Ζεστή ήταν ακόμα και το χαρτί που τύλιγε την κρούστα του ψωμιού είχε ιδρώσει και κολλήσει. Παλιά που ήταν το σπίτι γεμάτο, ζύμωνε. Τώρα μόνο τις γιορτές θυμόταν το αλεύρι. Σαν να δόθηκε το σύνθημα και τα πουλιά μαζεύτηκαν ένα ημικύκλιο γύρω της. Την κοιτούσαν, έκαναν τα αδιάφορα, παρίσταναν ότι τσιμπολογούσαν, πως πεινούσαν. Αυτά τα πουλιά ποτέ δεν πεινούσαν. Πάντα είχαν να φάνε και ποτέ δεν χόρταιναν.
Την έσωσε μια παρέα μικρών παιδιών του δημοτικού που σαν σίφουνας όρμησε από την πάνω πλευρά της πλατείας. Τα τρόμαξαν. Τα κυνήγησαν ένα ένα να πετάξουν ψηλά, εκτός της εμβέλειάς τους. Μερικά τους εκσφενδόνισαν και στρογγυλά πλατανόμηλα από τα πεσμένα κάτω, χωρίς να τα πετύχουν. Έγινε ένα φτεροσούσουρο, πολύχρωμα πούπουλα ξεκόλλησαν. Άλλα πουλιά πέταξαν βαριεστημένα και δίχως βιάση, αλλά με υπολογισμένες κινήσεις, άλλα, τα νεαρότερα, τρομαγμένα σκορπίστηκαν δώθε κείθε. Προσγειώθηκαν σε κλωνάρια χαμηλά και ψηλά, στο κεφάλι της προτομής του ήρωα, την μαρμάρινη στήλη με τα ονόματα πεσόντων όπου στις εθνικές εορτές κατέθεταν στεφάνια, έτοιμα να ξανακατέβουν με την πρώτη ευκαιρία, μόλις έφευγαν τα παιδιά. Οι συνοδοί τους προσπάθησαν, μάταια, να τα συγκρατήσουν σε τόνο αυστηρό. «Γιατί τα κυνηγάτε; Γιατί τα φοβίζετε; Δεν είναι παιχνίδι!» Απάντηση δεν έλαβαν άλλη από χασκόγελα και πονηρές ματιές. Δεν άκουγαν, δεν στέκονταν να συνετιστούν. Όλο ξεγλιστρούσαν, με τα μάγουλα κατακόκκινα από τον ενθουσιασμό. Όπως είχαν ξεχυθεί, έτσι εξαφανίστηκαν. Επαναλαμβανόμενο σκηνικό γενεών.
Οι μαρμαρένιες μπούκλες του νεαρού ήρωα είχαν χάσει την λευκότητά τους, θαμμένες κάτω από τις ξεραμένες και τις πιο φρέσκιες κουτσουλιές. Αυτά έχει ο ανοικτός χώρος, δεν σε λησμονούνε μα σε κουτσουλούνε, όσο και αν σε καθαρίζουν. Η κίνηση των πουλιών χάριζε μια οικειότητα με την προτομή, μια ψευδαίσθηση ζωντάνιας, της έκαναν μια ιδιότυπη παρέα. Τα ονόματα του μνημείου, είχαν ξεθωριάσει από τους καιρούς, τις βροχές, τις σκόνες και μισόν αιώνα τώρα είχε να προστεθεί νέο.
Την ίδια ώρα κάθε μέρα, όλη την εβδομάδα, βρέξει χιονίσει, εμφανιζόταν ο μπάρμπας. Έσερνε το ποδάρι του αργά, με κόπο. Εκείνη δεν θυμόταν πώς το είχε πάθει, ποδάγρα ήταν, παλιό τραύμα, ατύχημα, απλώς γεροντάματα; Είχε σημασία; Για κάποιους είχε, για εκείνην όχι. Υπέμενε την ταλαιπώρια του χωρίς να απασχολεί κανέναν. Έφερνε να φάνε τα πετούμενα του ουρανού. Τα ταΐζει, και εκείνα στριμώχνονται γύρω του άφοβα. Σκαρφαλώνουν ξεδιάντροπα στους μηρούς του και τους ώμους του. Ανεβαίνουν ακόμα και πάνω στην κορυφή του κεφαλιού του. Δεν ενοχλείται. Τα αφήνει και αφήνεται. Λένε με μεγάλη δόση υπερβολής αναμφίβολα, ότι τα ξεχωρίζει ένα προς ένα, ότι τους έχει δώσει τα ονόματα των αγαπημένων του, που οι περισσότεροι είναι αφανισμένοι και άλλοι εξαφανισμένοι, ότι τους μιλάει αδιόρατα, ότι επικοινωνεί μαζί τους με αυτόν τον τρόπο. Είναι η ανθρώπινη ζεστασιά του.
Τον παρακολουθεί από μακριά. Θαυμάζει την εικόνα. Αρκετά κάθισε, περισσότερη από μισή ώρα πέρασε, μαζεύει τις δυνάμεις της, πιάνει τα σακούλια αποφασιστικά και σηκώνεται να συνεχίσει τον δρόμο της. Την άλλη φορά να θυμηθεί μπας και φέρει λίγο χώμα για το πλατανάκι της.