Ροή & άλλα ποιήματα

Φωτ. Τ.Ν.
Φωτ. Τ.Ν.


Τα παι­διά της γω­νί­ας


Παι­διά του ‘ 90
τα παι­διά στις γω­νί­ες των δρό­μων
συ­ζη­τά­νε.
Με την τσά­ντα στην πλά­τη
ψη­λα­φί­ζου­νε
ηχη­ρά μελ­λού­με­να.

Δε στρί­ψα­νε
τα παι­διά της γω­νί­ας.
Σ ένα πα­γω­μέ­νο εν­στα­ντα­νέ
πε­ρι­μέ­νου­νε όσα τους υπο­σχέ­θη­καν
τα με­τα­φρα­σμέ­να βι­βλία
και οι ται­νί­ες σε ξα­να­γραμ­μέ­νη κό­πια.

Έχουν και τ’ αρ­νη­τι­κά τους οι γω­νί­ες

Σ’ εγκλω­βί­ζουν στην πιο στε­νή τους μοί­ρα
Σε καρ­φώ­νουν σαν σα­ΐ­τα ποι­η­τή που δεί­λια­σε.


Τα παι­διά της γω­νί­ας
φτιά­χνουν φω­τιές σε μπου­κά­λια
και θυ­μού­νται
με ακρί­βεια
ημε­ρο­μη­νί­ες
έκρη­ξης.

Τα­ξί­δε­ψαν στην Ευ­ρώ­πη
Περ­πά­τη­σαν τη Δε­ξιά Όχθη,
ερω­τεύ­τη­καν μια πό­λη
Ήπιαν χλια­ρή μπί­ρα στα βό­ρεια.
Μί­λη­σαν σε γλώσ­σες μα­θη­μέ­νες.
Γύ­ρι­σαν γρή­γο­ρα όμως στη γω­νιά τους.

Τα παι­διά στις γω­νί­ες των δρό­μων
Πε­ρι­μέ­νου­με
με ζα­ρω­μέ­να βλέμ­μα­τα.
Σαν γε­ρα­σμέ­να βα­σι­λι­κά
γέρ­νου­με δε­ξιά και αρι­στε­ρά.
Χα­μο­γε­λά­με αδέ­ξια στους πε­ρα­στι­κούς
Βέ­βαιοι πια
Για την υπε­ρο­χή της γω­νί­ας μας.



Ροή

Η πρό­σβα­ση στο σώ­μα μου
του έδι­νε
άφα­τη ικα­νο­ποί­η­ση·

Έσπα­σε ο χρό­νος στο πρώ­το τικ.
Ίσα που πρό­λα­βα να κα­τα­πιώ
ένα διά­φα­νο γυα­λά­κι·

Σε πολ­λα­πλα­σιά­ζω επί μιά­μι­ση φο­ρά
κι έτσι έχω το βλέμ­μα σου δι­πλό,
τη γλώσ­σα, τα δά­χτυ­λα (του δε­ξιού χε­ριού).

Τα πό­δια 'μεί­ναν δύο. Στα­θε­ρά
στο πή­λι­νο χώ­μα που πα­γώ­νει
τα σκου­πί­δια.

Σε διαι­ρώ και σε μοι­ρά­ζω
στις τσέ­πες του παλ­τού μου (κα­ρό, δε­κα­ε­τία του ’90)
Σε συ­να­ντάω σε κά­θε εί­σο­δο του χε­ριού.

Τα δά­χτυ­λα τα κρύ­βω στο στή­θος,
χά­δι σε επα­νά­λη­ψη και ο χρό­νος
θα μας χά­σει.

Ο χρό­νος ― ο μη γραμ­μι­κός εχθρός μας.
Δα­νει­κός από τις δια­σπά­σεις ερα­στών
που του κρυ­φτή­καν.

Συλ­λα­βί­ζω τη μέ­ρα που βλέ­πω στον τοί­χο
Κ-Υ-Ρ-Ι-Α-Κ-Η
και σε λι­κνί­ζω στον αέ­ναο ρυθ­μό της.

Πό­σο επώ­δυ­νο να στρώ­νεις τρα­πέ­ζι για δύο.
Το δύο εί­ναι αδιαί­ρε­το
(κι αν κά­πο­τε κα­νείς τα κα­τα­φέ­ρει, θα δει πως, αν διαι­ρε­θεί, μέ­νεις μι­σός)



Παι­δί του Φθι­νο­πώ­ρου

        Ι.

Καρ­πός χε­ριών
Καρ­πός κοι­λί­ας
Μέ­λι και στά­ρι
Στο βλέ­φα­ρο της πε­τα­λού­δας

Τα δά­χτυ­λά μου
Μί­κρυ­ναν
Γί­ναν κλα­διά
Και δέ­ντρα

Καρ­πός χε­ριών
Φι­λί κοι­λί­ας
Νε­ρό και στά­χυ
Στης χρυ­σα­λί­δας τ’ όνει­ρο

Τα δά­κρυά σου νύ­στα­ξαν
Το όρα­μα του κό­σμου
Μιας αρά­δας αγκα­λιά
Μιας αγκα­λιάς αρά­δα

Στο τύ­μπα­νο της αστρα­πής
Και στου βου­νού τη ρί­ζα
Φω­τιές φω­λιά­σαν στα κλα­διά
Και στους καρ­πούς που­λά­ρια

Πή­ραν τους δρό­μους ποι­η­τές
Να ‘ρθουν να προ­σκυ­νή­σουν
Ένα γέ­λιο κρυ­στάλ­λι­νο
Που σκέ­πα­σε τα λά­θη

                ΙΙ.

Και ήρ­θες.

                ΙΙΙ.

Ανοί­ξα­με τα φώ­τα
Ασπρί­σα­με τα σκο­τά­δια
Βά­λα­με (επι­τέ­λους) τους νε­κρούς στα κά­δρα τους
Τους ξε­σκο­νί­σα­με
Ρί­ξα­με τις χο­ές
Και τους αφή­σα­με στη βάρ­κα τους να μπού­νε
Με μια ανά­σα σου
Μας έσβη­σες όλο το θειά­φι από μέ­σα μας
Γί­να­με νέ­οι
Και σε υπο­δε­χτή­κα­με
Παι­δί του Φθι­νο­πώ­ρου
Κα­λώς ήρ­θες

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: