Παρακολουθούσε το βλέμμα του πατέρα της. Είχε εδώ και ώρα σταθεί με εμμονή στα περαστικά σύννεφα. Τις άθλιες εγκαταστάσεις των κλιματιστικών στα χαμηλότερα κτήρια δεν μπορούσε να τις δει έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου. «Ωραία θέα» άκουσε τον εαυτό της να λέει και άνοιξε το παράθυρο για να φαίνεται ο ουρανός καθαρότερα. «Μπήκε χαμπερολόγος» είπε ο πατέρας της δείχνοντας αδύναμα με το χέρι του μια πεταλούδα της νύχτας, που φτεροκοπούσε στο ταβάνι. Την είδε που απόρησε και πρόσθεσε: «Έτσι λέγαμε παλιά τέτοιες πεταλούδες όταν μπαίνανε στο σπίτι, επειδή φέρνουν χαμπέρια…» Δαγκώθηκε και απέφυγε να την κοιτάξει. Προληπτικός δεν ήταν, ούτε και η κόρη του, αλλά κατάλαβε πως τέτοιες ώρες δεν χρειάζεται να ακούγονται ανόητες λαϊκές δοξασίες.
«Καλημέρα». Οι γιατροί είχαν έρθει επιτέλους. Τους περίμενε από πολύ πρωί καθισμένη σε μια άβολη καρέκλα πλάι στο προσκέφαλο του πατέρα της. Αδημονούσε να τους ζητήσει το cd της αξονικής. Είχε κλείσει το ίδιο εκείνο απόγευμα ραντεβού με κάποιον ιδιώτη μεγαλογιατρό να το δει. Πιο εξειδικευμένος εκείνος, ίσως η γνωμάτευσή του να έκανε τη διαφορά. Ποια διαφορά δεν γνώριζε να πει. Τίποτα δεν ήταν σαφές ακόμα, μιας και απαιτούνταν, όπως της είχαν πει, περαιτέρω εξετάσεις. Το μόνο που ήξερε ήταν πως έπρεπε οπωσδήποτε να αποκτήσει άμεσα ένα αντίγραφο αυτού του cd. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Άλλη αντίδραση δεν ήξερε, για να σταματήσει τα άσχημα μαντάτα που φοβόταν πως θα έρθουν.
Στράφηκε προς την πόρτα. Αναγνώρισε στον γκριζομάλλη μεσήλικα τον διευθυντή της κλινικής. Πίσω του ένα λελέκι, ειδικευόμενος, που τον ακολουθούσε κατά πόδα με μεγάλες δρασκελιές για να τον προφτάσει. Παρά την αγωνία της δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει με το παράταιρο θέαμα: Ο διευθυντής, δυο σχεδόν κεφάλια κοντύτερος, περπατούσε σταθερά με αργό βήμα, αλλά παρόλα αυτά ο νεαρός ψηλολέλεκας λαχάνιαζε από την προσπάθεια να τον ακολουθήσει.
«Πώς πάμε;» την ρώτησε με την άκρη του ματιού του να κοιτάζει τον χαμπερολόγο. Ο νεαρός διάβαζε το οπισθόφυλλο του βιβλίου στο κομοδίνο του πατέρα της. «Καλό το βιβλίο;» τον επέπληξε ο ανώτερος του. Χωρίς να δώσει σημασία, εξήγησε με δυο λόγια την ανάγκη της να πάρει εντός ολίγων ωρών ένα αντίγραφο της αξονικής. «Για μια ακόμα γνώμη» απολογήθηκε. Ο διευθυντής συγκατάνευσε και στράφηκε προς τον ειδικευόμενο: «Φρόντισε να το δώσεις άμεσα». Ο κοφτός του τόνος και το χαμηλωμένο βλέμμα του νεαρού την έπεισαν πως είχε πετύχει τον στόχο της. Τρεις ώρες αργότερα συνέχιζε να περιφέρεται στους διαδρόμους του νοσοκομείου ανεβοκατεβαίνοντας ορόφους και χτυπώντας τις πόρτες των γραφείων των γιατρών. Ο ψηλολέλεκας ήταν άφαντος και το ραντεβού της πλησίαζε.
Είδαν από μακριά ο ένας τον άλλο ταυτόχρονα. Εκείνος πισωπάτησε με τον άγαρμπο διασκελισμό του προσπαθώντας να αλλάξει δρόμο. Εκείνη δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Καρφώνοντάς τον με το βλέμμα, του ένευσε με τον δείκτη λυγισμένο σε μια χειρονομία πρόσκλησης, που δεν επιδέχεται αντίρρηση. Παραλίγο να βάλει τα γέλια, όταν ο νεαρός, δίχως να την κοιτά κατάματα, την πλησίασε σαν μαθητής δημοτικού μπροστά σε δάσκαλο. «Τώρα, τώρα, πάω, όλα μαζεμένα μου πέφτουν, νοίκιασα σπίτι και ούτε έπιπλα δεν έχω προλάβει να πάρω…» μουρμούρισε. «Θα πάμε μαζί» αντέτεινε εκείνη και τον έπιασε αγκαζέ. Ο ειδικευόμενος υποτάχθηκε κατεβάζοντας τα μούτρα. «Πού νοίκιασες σπίτι; Ταλαιπωρήθηκες, φαντάζομαι, μέχρι να το βρεις». Το πρόσωπό του ξαστέρωσε και άρχισε να φλυαρεί για τις δυσκολίες… Ούτε που τον άκουγε. Μόνο όταν πήρε την αξονική στα χέρια της τον άφησε να φύγει. Τάχυνε υπερβολικά το βήμα του, μόλις τον ελευθέρωσε, ή της φάνηκε; Αυτή τη φορά ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια χωρίς να νοιαστεί για την απορία των γύρω.
Ο μεγαλογιατρός, λίγο αργότερα, δεν τη διαφώτισε. Της είπε ακριβώς τα ίδια με τους νοσοκομειακούς γιατρούς: «Δεν δείχνει και πολλά η αξονική, θα χρειαστεί πιο ενδελεχής έλεγχος…» Φαντάστηκε τον εαυτό της να μαδά μια μαργαρίτα, η οποία αντί για πέταλα έχει απαντήσεις ιατρικών εξετάσεων, «θα ζήσει, δε θα ζήσει, θα ζήσει..». Μόνο που δεν σκεφτόταν τι θα αποφανθεί το τελευταίο πέταλο - χαρτί - cd, αλλά ότι η μαργαρίτα δεν θα υπάρχει μετά το μάδημα, εκτός από τον μίσχο της, μικρή υπόμνηση του αρχικού λουλουδιού. Τίναξε με πείσμα το κεφάλι της πέρα δώθε, καθώς έφευγε, για να αποδιώξει τη σκέψη. Παραδόξως οι ασθενείς στην αίθουσα αναμονής του ιατρείου δεν της έδωσαν σημασία.
Έφερε στον νου της το νεύμα που ήταν αρκετό, για να αναγκάσει τον ειδικευόμενο να της φέρει το cd. Τόσο εύκολο. Θυμήθηκε ένα άλλο νεύμα που δίδασκε μια νηπιαγωγός πριν καμιά εικοσαριά χρόνια στους νέους γονείς. Τίτλος του σεμιναρίου: «Πώς βάζω όρια στα παιδιά μου». Έλεγε ότι ο καθένας μας θέτει τα δικά του περισσότερο ή λιγότερο ελαστικά όρια. Το σίγουρο είναι πως για να τα επιβάλλουμε στα παιδιά μας, πρέπει πρώτα να τα θέτουμε οι ίδιοι. Ζήτησε εθελοντές, για να δείξει τι εννοεί. Κάποιοι προσφέρθηκαν. Εξήγησε ότι εκείνη θα βαδίζει καταπάνω τους και θα σταματήσει μόνο αν τεντώσουν μπροστά το χέρι με όρθια την παλάμη. Αλλιώς θα πέσει πάνω τους. Το πείραμα είχε μεγάλη επιτυχία. Η ίδια, ως εθελόντρια, σταμάτησε αποφασιστικά την εκπαιδευτικό σε απόσταση ασφαλείας. Η διπλανή της, όχι.
Λίγο πριν μπει στο δωμάτιο του πατέρα της πρόταξε το χέρι αποφασιστικά, για να σταματήσει αυτή τη φορά την ενοχλητική σκέψη της για τη μαδημένη μαργαρίτα. Μέχρι να φτάσει στο κρεβάτι του, τα είχε καταφέρει. Ήταν τόσο απλό, όσο τότε που σταμάτησε την νηπιαγωγό από το να πέσει πάνω της. Ξεφύσησε με ανακούφιση. Καθώς έφτιαχνε τα στρωσίδια, πήρε το μάτι της τον χαμπερολόγο να φτεροκοπά πάνω από το κρεβάτι. «Κλείσε παιδί μου, το παράθυρο. Νύχτωσε πια». Ο χαμπερολόγος έμεινε παγιδευμένος μέσα.
Ήταν σχεδόν μεσημέρι όταν την επόμενη μέρα αντίκρυσε στο βάθος του διαδρόμου τον διευθυντή ακολουθούμενο από τον ψηλολέλεκα με το λαχανιασμένο περπάτημα. Την κοίταζε κατάματα παρά το πλήθος των επισκεπτών που παρεμβάλλονταν ανάμεσά τους. Πριν χαμηλώσει το βλέμμα της πρόλαβε να αντιληφθεί πως ερχόταν καταπάνω της χωρίς βιάση, με το κάθε του βήμα αυστηρά ορισμένο, σχεδόν τελεσίδικο. Λίγο πριν την φτάσει, τέντωσε το χέρι της μπροστά με όρθια την παλάμη, όπως είχε κάνει έως τότε με τόση επιτυχία.
Ο διευθυντής δεν σταμάτησε. Την ακούμπησε απαλά στο μπράτσο: «Ακολουθείστε με, παρακαλώ, στο γραφείο μου».