Μνήμη Η.Χ.Π.
Νύχτα προχωρημένη. Μούσκευε μια συνοικία, άγνωστη σε μένα, μέσα σ’ ένα σιγανό ψιλοβρόχι που έπεφτε ασταμάτητα και θάμπωναν τα φώτα από την αραιή ομίχλη που έμπαινε μέχρι τα κόκκαλα. Κόσμος μαζεμένος σε υπόστεγα ή παράξενα, για την εποχή, αίθρια, βούιζε συζητώντας. Αντροπαρέες που δεν γλεντούσαν και δεν έπιναν. Κάτι φαινόταν να τους απειλεί και τους απασχολούσε σφόδρα. Το αυτί μου πήρε κάτι για συμμορίες εκβιαστών και άλλων κακοποιών στοιχείων που απλώθηκαν και κυριάρχησαν στη μικρή τους πόλη τον τελευταίο καιρό. Εγώ, που για άγνωστο λόγο είχα βρεθεί εκεί, κρατούσα τα λιγοστά μπαγκάζια μου και ήθελα να φύγω. Όμως κανένα μέσο δεν είχα στη διάθεσή μου ώστε να απομακρυνθώ από το μέρος που πλέον μου προκαλούσε μεγάλη ψυχική αναστάτωση και δυσφορία. Μάλιστα όλο μουρμούριζα, σαν προσευχή σχεδόν, πως έπρεπε να βρίσκομαι πρωί στη Θεσσαλονίκη.
Ένας μαυροφορέμενος γέροντας με βαρύ παλτό, ασκεπής και με ένα λευκό λουλούδι στο πέτο, πέρασε από το φούρνο, που ίδρωνε τα τζάμια του δεόντως, ώστε να μη βλέπει μέσα κανείς τι συμβαίνει, και, σπρώχνοντας την πόρτα της εισόδου με κάποια συστολή, ευφρόσυνα απηύθυνε ένα «καλημέρα σας!» στις νεαρές φουρνάρισσες που καθάριζαν τις πινακωτές, λάδωναν τις φόρμες και πάνιαζαν τον ξυλόφουρνο. Κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν δώδεκα και ένα λεπτό ακριβώς μετά τα μεσάνυχτα. Προφανώς ξημέρωνε η καινούργια μέρα. Ξύπνησα αμέσως γιατί δεν άντεχα να περιμένω άλλο στον ύπνο μέσα να βρω αμάξι και να φύγω από κει.
Έφερα ύστερα στο νου μου μια φωτογραφία. Και αναγνώρισα εκ των υστέρων τον γέροντα που καλημέριζε τις δροσερές φουρνάρισσες. Αλευρίσιο χιόνι στρωμένος, σχεδόν μέχρι το γόνατο, ο λόφος του Κισλά στα Γρεβενά και απτόητος προχωρά εις ζωήν αιώνιον (αυτό θα πει απαθανατίζω!) ο εξηκοντούτις λιγνός υφασματέμπορος Νίκος Ζαρογιάννης που δεν άνοιξε σήμερα το μαγαζί κι ας σιμώνουν γιορτές. Υποθέτουμε πως αυτό είναι το όνομα και η ηλικία του και ενδεχομένως η επαγγελματική του ιδιότητα. Η θέση του στη συγκεκριμένη φωτογραφία εξ άλλου είναι αυτή που μας ενδιαφέρει. Φαίνεται σαν ανθιστάμενο κυπαρίσσι που υψώνεται από το χιόνι ή σαν εντονισμένη γραμματοσειρά πάνω σε τυπωμένο γραπτό.