Η νοσταλγός & άλλες εμπνεύσεις

Η νοσταλγός
(εμπνευσμένο από τη νουβέλα του Παπαδιαμάντη και τη συζήτηση για το ομώνυμο φιλμ)

Τη νύχτα που βρεθήκαμε γκρεμίζονταν τα τείχη
γλιστρώντας στα βράχια στον θόρυβο των αιώνων
ένα φουστάνι ανάγωγο, λάφυρο Λαιστρυγόνων
σκισμένο ως τον αστράγαλο μού χρύσωσε την τύχη

                    *
Μικρή με διώξανε όπως αξίζει στα κορίτσια
να βρω τη δόξα στη σιωπή
πλευρό απ’ το πλευρό ενός ξένου

Στα υπόγεια του μύθου η κόψη αιχμηρή
όψη μισή, σε γνωρίζω,
με τη βία μετρημένη

Μεγάλωνε μέσα μου παιδί
ο αφαλός μου πρήστηκε
θα πεθάνω

θα φύγω απόψε, είπα

Κάπνιζες στην κουπαστή, παλιά χρόνια
με πήρες όπως οι ποιητές
με το βλέμμα

Γυμνή ξανά στα υπόγεια ριγμένη
στο στήθος κάρβουνο
και το φουστάνι στο κατάρτι

Εδώ που έφτασα, καλά
τα δράματα τα ιστορικά
ας κοχλάσουν στα συρτάρια

Δε νοσταλγώ πια τίποτα
χώμα χυλός χαμός
όπου πατούν τα κύματα
εκεί όνειρο
είμαι


Σύνθεση: Θ.Οι.
Σύνθεση: Θ.Οι.

Το άλογο του Κωνσταντή ή επιτελεστική ταυτότητα

Το άλογο του Κωνσταντή ξεκίνησε τον δρόμο τον γνωστό
στην ανηφόρα ανέβαινε πουλάκια κελαηδούσαν
τιτίβιζαν και τσίριζαν μέσα στο κινητό του
σε είδαν όλοι Κωνσταντή που φεύγεις για ταξίδι·
                (ξέγινες καβαλάρης, γινού κοσμοπολίτης)

Το άλογο του Κωνσταντή άλογο πια δεν θέλει να φαίνεται
τον λογισμό τη βούληση το ωραίο θυμικό του
να τα κινούν με νήματα παράλογοι ανδριάντες
μονόκερως βαφτίζεται φτύνει χάμω και βγαίνει μες στην παγωνιά

η δίψα δεν το λύγισε η νύχτα η διχόνοια
τους κένταυρους τους έσβησε και τα μηνύματά τους
συχνά κλαίει στον ύπνο του σύννεφα σκαρφαλώνει

τώρα πρόσω ανεμίζουμε για άλλου είδους χάη
μέχρι να προσπεράσουμε τα πλουμιστά σαλόνια
Το άλογο-μονόκερως χορεύει μοναχό του



Κόκκινο κορίτσι
(εμπνευσμένο από την ταινία κινουμένων σχεδίων Ponyo του Hayao Miyazaki)

Ένα πλάσμα της θάλασσας πετάχτηκε στην άμμο
Ένα κορίτσι με κόκκινο φόρεμα

Στη σκιά του βράχου παίζει ένα αγόρι
Ρίχνει το κορίτσι στη γυάλα

«Χρυσόψαρο, χρυσόψαρο, έτσι θα σε λέω»

Την ταξίδεψε παντού, αγκαλιά σφιχτή, σφαίρα μαγική
η γυάλα με το κορίτσι

Νερό, λουλούδια, κοχύλια, αστέρια και ξερό ψωμί
Την τάιζε με ζαμπόν

«Χρυσόψαρο, χρυσόψαρο, θαύμα, εύρηκα»

Μεγάλωσε, μεγάλωσε το ψάρι, έγινε σκέτη γυναίκα
Κεφάλι, σώμα, πόδια, φωνή

«Χρυσόψαρο, χρυσόψαρο, χάθηκες»

Γυάλα σπασμένη, θάλασσα αφρισμένη
και το παιδί, όχι πια παιδί, την κοιτάζει να φεύγει

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: