Απολιθώματα

Μετάφραση: Μάρτιν Σουροβτσάκ


____________


Ο Τσέχος δημοσιογράφος και συγγραφέας Michal Kašpárek (1984) κατάφερε στο καυστικό του μυθιστόρημα Απολιθώματα (Fosilie 2023) να σκιαγραφήσει γλαφυρά τη σύγκρουση των γενεών στη σύγχρονη τσεχική κοινωνία με την οπτική των μελών μιας οικογένειας. Ο παππούς γράφει αλυσιδωτά μηνύματα για τη διάλυση του «κανονικού» κόσμου, αποκτώντας φήμη ως παραπληροφορητής. Ο πατέρας θαυμάζει τον κόσμο της τεχνολογικής ανάπτυξης και της οικονομικής ευημερίας. Η κόρη σηκώνει την παντιέρα του οικολογικού ακτιβισμού. Μπορεί οι κεντρικοί ήρωες του βιβλίου να πατούν το ίδιο χώμα και να αναπνέουν τον ίδιο αέρα, τους χωρίζει όμως αγεφύρωτο χάσμα. Οι κοσμοθεωρίες τους διαμορφώθηκαν κάτω από διαφορετικές ιστορικές συνθήκες, ξεκινώντας από τον ολοκληρωτισμό του κουμμουνιστικού καθεστώτος, περνώντας την περίοδο ραγδαίων μετασχηματισμών και φτάνοντας ως τις προκλήσεις του σήμερα. Μέσα από τις αντιπαραθέσεις τους αναδύεται η υπαρξιακή απορία του συγγραφέα: αλλάζουν οι άνθρωποι στον αμετάβλητο κόσμο ή αλλάζει ο κόσμος κάτω από τα πόδια των αμετάβλητων ανθρώπων;

Ο Michal Kašpárek
Ο Michal Kašpárek



Χαίρεσαι να βλέπεις το παιδί σου να τρώει με όρεξη. Nα περιδρομιάζει ηδονικά, με λιγδωμένα χείλη, να κατεβάζει τον αγλέουρα, αδιαφορώντας για τους καλούς τρόπους, αν και κατά τ’ άλλα έχει πάρει εξαίρετη ανατροφή, πέρα από κάθε αμφιβολία.
Άλλο τόσο χαίρεσαι όταν του αρέσει το φαγητό που αγόρασες με τα λεφτά της δουλειάς. Της δικής σου δουλειάς. Παράτησες τα όνειρά σου, δεν κάνεις εκείνο που σε τραβούσε στα έξι ή τα είκοσι έξι σου, το κάνεις όχι σαράντα, αλλά πενήντα ώρες την εβδομάδα, σιγά σιγά εγκατέλειψες τα χόμπι σου και το έριξες στο ποτό με τους συναδέλφους σου και – εδώ που τα λέμε – πιο συχνά τα πίνεις μόνος σου παρά με την παρέα σου. Κανείς δε σου είπε ότι θα είναι εύκολο, κανείς δε σου είπε πόσο δύσκολο θα είναι στην πραγματικότητα, παρόλα αυτά βαστιέσαι καλά εδώ και τόσα χρόνια. Καμιά φορά κλατάρεις, φοβάσαι μην καταρρεύσεις, μετά όντως καταρρέεις και σε πιάνει ο φόβος του θανάτου. «Από συγγενή καρδιοπάθεια» θα είχε πει το αφεντικό στους συναδέλφους σου και διπλός θα ήταν ο καημός του. Πρώτον, σ’ αγαπάει στ’ αλήθεια, και δεύτερον, με χίλια ζόρια θα έβρισκε άλλον που να δούλευε τόσο πολύ και τόσο καλά όπως εσύ. Μετά όμως έρχεται η στιγμή που το παιδί σου τρώει με όρεξη. Είναι σαν να πατήσεις το κουτί πρώτων βοηθειών σ’ ένα παιχνίδι σκοποβολής, πετάγεσαι από τα 5 % στα 100 %, αντιλαμβάνεσαι τον έλεγχο και την εξουσία, όλα βγάζουν νόημα, ο μόχθος σου δεν πήγε χαμένος, η ζωή σου δεν καταλήγει στο σκοτάδι, we are the champions, my friend.
Η μεγαλύτερη απόλαυση είναι να πας το παιδί σου να μασουλάει λιχουδιές σε τόπους μακρινούς με τελείως διαφορετικά σπίτια και αυτοκίνητα και πινακίδες και ζώα και ανθρώπους. Μοστράρεις τα αγγλικά σου και όταν σου είναι άχρηστα, κάνεις ένα κόλπο με τη μεταφραστική εφαρμογή του κινητού σου, αποκωδικοποιώντας τα ιερογλυφικά στον τιμοκατάλογο. Μετά κάθεστε μαζί και έχετε μπροστά σας ένα μπολ γεμάτο πράσινα, κίτρινα και κόκκινα κομματάκια. «Αυτό μ’ αρέσει πολύ. Τι είναι;»
Είκοσι χιλιάδες γενιές των Homo sapiens πριν από σένα δεν το κούνησαν ρούπι, σπάνια έφευγαν λίγα χιλιόμετρα από τα λημέρια τους. Οι πρόγονοί σου ήταν μια στρατιά από καναπεδάκηδες. Η αλυσίδα έσπασε στο δικό σου κρίκο. Είσαι ο πρώτος που δείχνει τον κόσμο στο παιδί του. Το κάνεις να νιώσει ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτα σ’ αυτό τον κόσμο. Όταν μεγαλώσει, θα έχει διευρυμένους ορίζοντες και ανοιχτό μυαλό, θα βγαίνει έξω μόνο του χωρίς να ανησυχείς. Έχει μάθει πολλά από σένα, δε θα χαθεί. Θα χαλαρώσεις επιτέλους μετά από είκοσι χρόνια μόχθου και θα ανυπομονείς να δεις πώς θα είναι το παιδί σου όταν γυρίσει.
«Αυτό μ’ αρέσει πολύ. Τι είναι;» ρωτάει η Ιουλία σκυμμένη πάνω από ένα μπολ με πράσινα, κίτρινα και κόκκινα κομματάκια.
«Μπανανόφυλλο, μαριναρισμένο μπαμπού, μαριναρισμένο ψάρι» της δείχνει ο Βλαδίμηρος με το άκρο του ξυλακιού. «Τι σ’ άρεσε περισσότερο;»
«Το ψάρι, μπαμπά.»
«Πολύ καλά.»
«Γιατί;»
«Γιατί είναι θαλασσινό ψάρι. Και τα θαλασσινά ψάρια κάνουν καλό στον εγκέφαλο.»
«Α, γι’ αυτό! Να τα πάω καλά στο σχολείο και να τα έχω τετρακόσια στα γεράματα.»

Α γεια σου! Να τα πας καλά στο σχολείο και να τα έχεις τετρακόσια στα γεράματα, της γνέφει ευχαριστημένος ο Βλαδίμηρος. Το εμπεδώσαμε.

«Δηλαδή, τα θαλασσινά ψάρια είναι πιο έξυπνα από τα ποταμίσια, αφού κάνουν καλό στον εγκέφαλο;» σκέφτεται η Ιουλία.
«Όλα τα ψάρια το ίδιο ηλίθια είναι» σκέφτεται ο Βλαδίμηρος. «Μάλλον όλα τα ψάρια, εκτός από το χταπόδι» διορθώνει τον εαυτό του με δισταγμό.
«Το χταπόδι δεν είναι ψάρι» τον διορθώνει η Ιουλία με βεβαιότητα.
«Και τι είναι;»
«Μαλάκιο.»
«Από τώρα κιόλας σας βάζουν να παπαγαλίζετε, ε; Στο σχολείο πρέπει να σας ενθαρρύνουν να αναπτύξετε ανεξάρτητη σκέψη κι όχι…»
«Το ‘χω διαβάσει στο βιβλίο.»
«Τέλεια. Στην εγκυκλοπαίδεια που σου έκανα δώρο για τα Χριστούγεννα;»
«Στο βιβλίο που μου έδωσε η μαμά.»
«Α, καλά…»
«Μπαμπά, να δοκιμάσω το φίδι;»
«Δεν ξέρω, αγάπη μου, αφού κολυμπάει στο τσίλι.»
«Παράγγειλέ μου ένα αναψυκτικό.» Η Ιουλία αρπάζει μια μπουκιά με τα ξυλάκια και την βάζει βιαστικά στο στόμα. Η ευκολία με την οποία χρησιμοποιεί τα ξυλάκια πέντε μέρες μετά την άφιξη αφήνει τον Βλαδίμηρο άναυδο. Έχει απίστευτα τετραπέρατη κόρη και αυτός είναι εξαιρετικός δάσκαλος.

Η απίστευτα τετραπέρατη κόρη του δεν αργεί να δακρύσει. Ο εξαιρετικός δάσκαλος πετάγεται μέχρι το περίπτερο να της φέρει ένα κουτάκι χυμό καρύδας. Κοιτάει την Ιουλία να το κατεβάζει.

«Είσαι εντάξει;»
«Ναι.» Η Ιουλία σκουπίζει με το αντιβράχιο το χυμό από το πιγούνι της. Για λίγο κοιτάει τριγύρω σιωπηλά. «Ξαφνικά έχει πολλή φασαρία εδώ πέρα» λέει αναστατωμένη.
«Έτσι είναι τα παζάρια.»
«Αυτή η φασαρία είναι διαφορετική από πριν.»

Ο Βλαδίμηρος στήνει αυτί. Συνεχίζει να ακούει συζητήσεις στην ίδια ακαταλαβίστικη γλώσσα, τη μουσική από το ραδιόφωνο, το κορνάρισμα. «I’m not gonna eat that» ειδοποιεί το σύζυγό της μια Αμερικανίδα αηδιασμένη από κάτι σουβλιστά τέρατα.

«Είσαι σίγουρη; Εγώ ακούω συνέχεια τα ίδια.»

Η Ιουλία του γνέφει καταφατικά. «Να, εκείνο το σκυλί, ας πούμε» του δείχνει.

«Εκείνο απλά κλαψουρίζει όλη την ώρα που είμαστε εδώ» της φέρνει αντίρρηση ο Βλαδίμηρος.
«Δεν κλαψουρίζει. Γκρινιάζει. Λέει ότι δεν το ταΐζουν καλά, αν και παντού έχει πολύ φαγητό. Το βρίσκει άδικο.»
«Ιουλία;»
«Κι εκείνα τα πουλιά.»
«Εκείνο το σμήνος;»
«Τσακώνονται. Τα μισά θέλουν να σκαλίσουν τη χωματερή κοντά στο αεροδρόμιο. Και τα άλλα μισά τους κράζουν γιατί θα τα ρουφήξουν οι κινητήρες των αεροπλάνων.»

Τροφική δηλητηρίαση, σκέφτεται πανικόβλητος ο Βλαδίμηρος. Τα βακτηρίδια δε θα της είχαν θολώσει το μυαλό τόσο γρήγορα. Μάλλον θα είναι οι τοξίνες που παραλύουν το νευρικό σύστημα. Αυτό όμως είναι κακό, αυτό σημαίνει ότι …

«Τι μου λέτε;» Η Ιουλία σηκώνει τις παλάμες της στο ύψος των ματιών και ξεσπάει στα γέλια. «Φοβάστε το νερό και το σαπούνι; Μπαμπά, τα βακτηρίδια στα χέρια μου φοβούνται το νερό και το σαπούνι!»
«Βρε, είσαι με τα καλά σου; Πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη!»
«Ναι, μπαμπά. Άμα δεν ήμουνα με τα καλά μου, δε θα σου ‘χα κάνει τέτοια φάρσα.»

Ο Βλαδίμηρος αναρωτιέται μήπως το έχει παρακάνει με τα θαλασσινά ψάρια. Τέτοιο ψαγμένο χιούμορ διαθέτουν όλα τα εννιάχρονα παιδιά; Πού να ξέρει, δε γνωρίζει κανένα άλλο παιδί εννιά χρονών.

«Πώς σου ήρθε αυτό;»
«Απ’ το παραμύθι, ρε.»
«Ποιο παραμύθι, ρε;»
«Της Χρυσομαλλούσας. Ο Γιωργάκης τρώει το κρέας φιδιού και μετά καταλαβαίνει τη γλώσσα των ζώων.
«Ααα!»
«Μπαμπά, δε θα ήταν τέλειο να καταλαβαίναμε τι λένε τα ζώα;»
«Έλα ντε.»
«Βασικά, τώρα που το σκέφτομαι» δείλιασε η Ιουλία, «δε θα ήταν τέλειο.»


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: