Βενετία: Ελεονομείον (Ospedale della Pietá) 1725

Βενετία: Ελεονομείον (Ospedale della Pietá) 1725

― Ποιος εί­ναι τέ­τοια ώρα;
― Εγώ.
― Εσύ εί­σαι, Μα­ριά­νο;
― Όχι, όχι!
― Αφού εσύ εί­σαι...
― Όχι, σου λέω!
― Τό­τε, ποιος εί­ναι;
― Το νε­ο­γέν­νη­το.
― Εσύ το έφε­ρες;
― Εγώ το έφε­ρα.
― Με άλ­λον;
― Μό­νος μου.
― Θη­λυ­κό;
― Θη­λυ­κό.
― Σε ρω­τάω μή­πως δεν εί­ναι θη­λυ­κό. Μας φέρ­νουν και σερ­νι­κά γεν­νη­μέ­να τον Απρί­λιο, τό­τε που γεν­νούν οι γά­τες, τα ανοι­ξιά­τι­κα.
― Όχι, θη­λυ­κό εί­ναι, το έψα­ξα.
― Τώ­ρα έρ­χο­νται τα φθι­νο­πω­ρι­νά, πο­λύ λί­γα σερ­νι­κά. Πε­ρί­με­νε να βρω τα πα­σού­μια μου.
― Βρέ­χει.
― Το ξέ­ρω. Κο­ντεύ­ει να βγει ο Οκτώ­βριος, εί­κο­σι δύο σή­με­ρα.
― Φυ­σά­ει.
― Το ακούω. Πε­ρί­με­νε να ανά­ψω το κε­ρί.
― Πε­ρι­μέ­νω, αλ­λά να μη βά­λει τα κλά­μα­τα.
― Δεν του έχουν δώ­σει πα­πα­ρού­να;
― Για να κοι­μά­ται τό­ση ώρα στην αγκα­λιά μου, πά­ει να πει πως του έχουν δώ­σει.
― Τό­τε δεν θα κλά­ψει.
― Το ξέ­ρεις;
― Τι να ξέ­ρω.
― Ότι δεν θα κλά­ψει.
― Αν εί­ναι από σπί­τι, δεν θα κλά­ψει. Αν εί­ναι κά­ποιας αμαρ­τω­λής, θα βά­λει τα κλά­μα­τα. Ποια­νής εί­ναι;
― Εί­ναι του κό­μη.
― Ποια­νού κό­μη;
― Δεν ξέ­ρω.
― Ξέ­ρεις, αλ­λά δεν το μο­λο­γάς. Από πού το πή­ρες;
― Από το σπί­τι.
― Τι σπί­τι; Κα­θα­ρό ή αμαρ­τω­λό;
― Κα­θα­ρό.
― Εδώ κο­ντά;
― Όχι, από το Αρ­σε­νά­λε. Μου το έφε­ραν στο σπί­τι.
― Τό­τε δεν εί­ναι πο­λύ κα­θα­ρό αν εί­ναι από το Αρ­σε­νά­λε, θα έχει βρό­μα.
― Όχι! Εί­ναι πε­ντα­κά­θα­ρο, πλυ­μέ­νο, φα­σκιω­μέ­νο, τυ­λιγ­μέ­νο σε μάλ­λι­νη κου­βέρ­τα υφα­ντή, έχει και ένα στο­λί­δι
καρ­φι­τσω­μέ­νο στη φα­σκιά του, με­ντα­γιόν. Για να το ανα­γνω­ρί­ζουν.
― Ακρι­βό με­ντα­γιόν;
― Χρυ­σό. Πο­λύ χρυ­σό. Τέ­τοιο χρυ­σό που λά­μπει.
― Δεν βρί­σκω τα πα­σού­μια μου.
― Εί­μαι μού­σκε­μα, θα κρυώ­σει το βρέ­φος.
― Τα μπά­σταρ­δα δεν κρυώ­νουν, αντέ­χουν. Δεν βρί­σκω ού­τε το κε­ρί. Τι ώρα εί­ναι; Με τη βρο­χή και τον αέ­ρα, δεν
έχω ακού­σει να ση­μαί­νουν την ώρα οι κα­μπά­νες.
― Μαύ­ρα με­σά­νυ­χτα. Μπο­ρεί να πε­ρά­σει πε­ρα­στι­κός και να με δει.
― Τι σε πει­ρά­ζει αν σε δει. Τη δου­λειά σου κά­νεις! Εξάλ­λου, κα­νείς δεν περ­νά­ει τέ­τοια ώρα και με τέ­τοιον και­ρό.
Το κε­ρί πρέ­πει να βρω πρώ­τα.
― Μπο­ρεί όμως να φέ­ρουν και άλ­λο νε­ο­γέν­νη­το.
― Τέ­τοια ώρα δεν φέρ­νουν. Αρ­γό­τε­ρα φέρ­νουν, λί­γο πριν το χά­ρα­μα. Και φέρ­νουν όταν το φεγ­γά­ρι εί­ναι στη χά­ση του για να μην τους δουν. Τις προ­άλ­λες που εί­χε χά­ση, έφε­ραν τρία.
― Θη­λυ­κά;
― Θη­λυ­κά ευ­τυ­χώς.
― Τρία το ίδιο βρά­δυ;
― Τα δύο ήταν δί­δυ­μα, το τρί­το αδυ­να­τού­λι, μια στά­λα νιά­νια­ρο, το πή­ρε ο Θε­ός μό­λις βγή­κε ο ήλιος. Ίσα που προ­λά­βα­με να το βα­φτί­σου­με να μην πά­ει αλει­τούρ­γη­το και δί­χως όνο­μα. Εγώ εί­πα να τον βγά­λουν Ιν­νο­κέ­ντιο. Το βρά­δυ το έφε­ραν, το πρωί πέ­θα­νε.
― Βρή­κα­τε πα­πά;
― Αυ­τόν που ξέ­ρεις, τον κοκ­κι­νο­τρί­χη, τον μου­ζι­κά­ντε, τον Αντό­νιο.
― Ο σι­νιόρ Αντό­νιο κά­νει τέ­τοια δου­λειά; Βα­φτί­ζει τα ετοι­μο­θά­να­τα για να τα πά­ρει ο Θε­ός στον Πα­ρά­δει­σο;
― Πα­πάς εί­ναι, η πα­πα­δι­κή εί­ναι η δου­λειά του. Τα άλ­λα εί­ναι άλ­λα.
― Λες τον σι­νιόρ Αντό­νιο Μα­λα­πέ­τσα, τον ξέ­ρω.
― Αυ­τός δεν εί­ναι κοκ­κι­νο­τρί­χης, λέω τον σι­νιόρ Αντό­νιο Βι­βάλ­ντι.
― Μά­λι­στα, μά­λι­στα! Περ­πα­τά­ει στο δρό­μο σαν να ετοι­μά­ζε­ται να βου­τή­ξει στο κα­νά­λι.
― Έχει πλα­τυ­πο­δία, γι’ αυ­τό περ­πα­τά­ει έτσι. Και υπο­φέ­ρει από γουρ­γου­ρη­τά στο στο­μά­χι του, τον πει­ρά­ζει το κλί­μα, λέ­νε πως θα φύ­γει να πά­ει στη Βιέν­νη, επει­δή το κλί­μα εί­ναι κα­λό εκεί για την υγεία του, εί­ναι χτι­κιά­ρης, σου­ρω­μέ­νο το στή­θος του.
― Βρή­κες το κε­ρί;
― Ψά­χνω!
― Άνοι­ξε το πα­ρά­θυ­ρο.
― Ανοι­χτό θα εί­ναι όταν θα ανοί­ξει.
― Δεν βλέ­πω στο σκο­τά­δι, έχει τό­ση σκου­ντου­φλιά. Και βρέ­χει, εί­μαι μού­σκε­μα ως το κό­κα­λο.
― Να μη βρα­χεί το παι­δί.
― Αλί­μο­νό μου αν βρα­χεί και πά­θει. Τι θα πω στον πα­τέ­ρα του.
― Τι θα πεις στη μά­να του.
― Στον πα­τέ­ρα του με νοιά­ζει, αυ­τός με πλή­ρω­σε.
― Τα συμ­φω­νή­σα­τε και σε πλή­ρω­σε; Δη­λα­δή σου τα έδω­σε προ­κα­τα­βο­λι­κά; Όλα τα λε­φτά;
― Αλ­λιώς, για­τί να ση­κω­νό­μουν από το στρώ­μα μου; Κοι­μό­μουν του κα­λού και­ρού, ήρ­θε πε­ζός αυ­το­προ­σώ­πως να μου χτυ­πή­σει την πόρ­τα. Πώς να πάω τέ­τοια ώρα, του εί­πα, με τέ­τοιον και­ρό, να πά­θει το παι­δί και να έχω την ευ­θύ­νη. Πώς να πάω, του εί­πα, αλ­λά εί­χε τα λε­φτά στο χέ­ρι.
― Και δεν εί­χε το παι­δί στα χέ­ρια του;
― Εγώ το εί­χα, πρώ­τα χτύ­πη­σε την πόρ­τα η δού­λα του, εγώ κοι­μό­μουν του κα­λού και­ρού. Χτύ­πη­σε την πόρ­τα, ανά­γκη με­γά­λη, έλε­γε και ξα­νά­λε­γε. Σε εμέ­να έρ­χο­νται για την ανά­γκη, πο­τέ για να πά­ρω ανά­σα, να κά­νω ήσυ­χα τη δου­λειά μου. Ση­κώ­θη­κα λοι­πόν από το στρώ­μα μου. Μό­λις πή­ρα το δύ­στυ­χο στα χέ­ρια μου από τα χέ­ρια της δού­λας, ο κύ­ριος κό­μης εί­χε τα λε­φτά στα χέ­ρια του.
― Και πώς σου τα έδω­σε, αφού δεν εί­χες τα χέ­ρια σου ελεύ­θε­ρα για να πά­ρεις τα λε­φτά;
― Τα έρι­ξε στην τσέ­πη του σουρ­τού­κου μου, στη δε­ξιά τσέ­πη για γού­ρι, για να έρ­θουν τα πράγ­μα­τα δε­ξιά, μου εί­πε, πρώ­τη φο­ρά τού έτυ­χε, εί­ναι νέ­ος, αμού­στα­κος.
― Ο γιος του Κο­ντα­ρί­νι εί­ναι αμού­στα­κος. Τώ­ρα που άρ­χι­σε, θα μά­θει. Και δεν τα μέ­τρη­σες τα λε­φτά!
― Τα μέ­τρη­σα από το βά­ρος.
― Να αλα­φρύ­νεις λί­γο.
― Θα αλα­φρύ­νω μό­λις ο ήλιος ανέ­βει δύο κο­ντά­ρια, έχω να πλη­ρώ­σω βε­ρε­σέ­δια. Κά­θε Τε­τάρ­τη πλη­ρώ­νω. Ας έδι­νε ο Θε­ός να μην ξη­μέ­ρω­νε!
― Να αλα­φρύ­νεις τώ­ρα για να ανοί­ξει το πα­ρά­θυ­ρο, αλ­λιώς να πε­ρι­μέ­νεις να βρω τα πα­σού­μια μου και να ανά­ψω το κε­ρί να βλέ­πω. Το πα­ρά­θυ­ρο θέ­λει σπρώ­ξι­μο για να ανοί­ξει και δεν θα ανοί­ξει όσο και αν το σπρώ­ξω αν δεν λά­βει δύ­να­μη.
― Και πό­ση δύ­να­μη χρειά­ζε­ται;
― Το μι­σό από το βά­ρος.
― Δε­κά­ρες εί­ναι.
― Θα ανά­ψω το κε­ρί να τις με­τρή­σου­με, άδεια­σε τις τσέ­πες σου.
― Και πού θα αφή­σω το βρέ­φος;
― Θα ανοί­ξω το πα­ρά­θυ­ρο και θα σπρώ­ξεις να μπει το μι­σό, το άλ­λο μι­σό να μεί­νει έξω. Θα με­τρή­σου­με γρή­γο­ρα το βά­ρος, θα πά­ρεις το υπό­λοι­πο, εγώ θα πα­ρα­λά­βω το νή­πιο, έχω ζέ­στη εδώ μέ­σα, έχει μεί­νει θρά­κα στο τζά­κι.
― Δεν με συμ­φέ­ρει.
― Σε συμ­φέ­ρει! Έχεις να παίρ­νεις και άλ­λα. Αν εί­ναι ο Κο­ντα­ρί­νι ο αμού­στα­κος, πε­ρι­μέ­νει να του πεις πως η δου­λειά έγι­νε, ότι το μπά­σταρ­δό του μπή­κε στο Οσπε­ντά­λε ντε­λά Πιε­τά από το πα­ρά­θυ­ρο, κα­νο­νι­κά, και το πα­ρά­θυ­ρο έκλει­σε. Εγώ θα χά­σω, για­τί δεν θα εί­μαι εκεί να λά­βω μερ­τι­κό από αυ­τά τα φρέ­σκα.
― Δεν συμ­φω­νή­σα­με να μου δώ­σει ρε­γά­λο.
― Να συμ­φω­νή­σε­τε τώ­ρα.
― Μα δεν ξέ­ρω ποιος εί­ναι. Κό­μης, εί­πε η δού­λα του, κό­μης λέω και εγώ.
― Εί­πες πως τον εί­δες αυ­το­προ­σώ­πως.
― Για μια στιγ­μή, ήταν τυ­λιγ­μέ­νος στο χι­τώ­να του. Δεν μου εί­πε όνο­μα.
― Δεν σου εί­πε όνο­μα, αλ­λά εί­ναι αμού­στα­κος, του Κο­ντα­ρί­νι εί­ναι.
― Ας εί­ναι!
― Βρή­κα το κε­ρί, πε­ρί­με­νε να το ανά­ψω.
― Άνοι­ξε το πα­ρά­θυ­ρο, έχω πα­γώ­σει, θα πά­θει το παι­δί.
― Το πα­ρά­θυ­ρο δεν κλεί­νει, βρε χα­μέ­νε. Δώ­σε το βρέ­φος και πή­γαι­νε στον αγύ­ρι­στο. Χά­σου από τα μά­τια μου, κο­πρί­τη, ο Θε­ός να σε κά­ψει, συγ­χώ­ρα με, Πα­να­γιά μου. Για χά­ρη σου κα­λο­γέ­ρε­ψα, που να σε φά­ει πα­νού­κλα, συγ­χώ­ρα με, Πα­να­γιά μου. Για χά­ρη σου, για χά­ρη σου.
― Σβή­σε το κε­ρί, σβή­σε το κε­ρί, Βιρ­γι­νία!
― Να σβή­σει η ζωή σου, κα­τα­ρα­μέ­νε, συγ­χώ­ρα με, Πα­να­γιά μου.
― Σβή­σε το κε­ρί!
― Δώ­σε το παι­δί του Κο­ντα­ρί­νι, κε­ρα­τά, ο Θε­ός να με συγ­χω­ρά­ει, να κλεί­σω το πα­ρά­θυ­ρο να μη σε βλέ­πω.


Αυτή η στι­χο­μυ­θία, της οποί­ας τα πρώ­τα μέ­τρα φέ­ρουν την έν­δει­ξη allegro, έχει, για τον επαρ­κή ακρο­α­τή, ένα δεύ­τε­ρο βρα­δύ μέ­ρος, ένα largo δη­λα­δή. Για τον Maestro Αντό­νιο Βι­βάλ­ντι, επρό­κει­το για εν­δια­φέ­ρου­σα μου­σι­κή πρό­τα­ση. Βύ­θι­ζε λοι­πόν την πέ­να του στο με­λα­νο­δο­χείο και χά­ρα­ζε τις νό­τες των λέ­ξε­ων στο πε­ντά­γραμ­μο. Πολ­λές νό­τες σκο­νί­ζο­νταν και ο Maestro τις έσπρω­χνε στην άκρη με ένα σκου­πά­κι. «Ξέ­ρεις», μου εί­πε, περ­νώ­ντας τα λι­γνά δά­χτυ­λα της δε­ξιάς του ανά­με­σα από τις κόκ­κι­νες τρί­χες της κό­μης του, «ότι μπο­ρώ να συν­θέ­σω ένα κον­τσέρ­το σε λι­γό­τε­ρο χρό­νο από όσον απαι­τεί­ται για την εκτέ­λε­σή του από την ορ­χή­στρα των κο­ρι­τσιών του Οσπε­ντά­λε. Μπο­ρώ επί­σης να συν­θέ­σω ένα κον­τσέρ­το σε λι­γό­τε­ρη ώρα από όσο διαρ­κεί μια κου­βέ­ντα σαν την τω­ρι­νή. Έχω ολο­κλη­ρώ­σει ως τώ­ρα τα δύο πρώ­τα μέ­ρη: allegrο και largo. Το τε­λευ­ταίο θα εί­ναι presto. Η Βιρ­γι­νία ση­κώ­νει θύ­ελ­λα και τρι­κυ­μία, όταν κα­τη­γο­ρεί κά­ποιον, ιδιαι­τέ­ρως όταν ο και­ρός έχει γυ­ρί­σει σε βρο­χή και αέ­ρα». «Να ονο­μά­σου­με λοι­πόν το κον­τσέρ­το Τρι­κυ­μία», πρό­τει­να. «Απο­κλεί­ε­ται», γέ­λα­σε ο Maestro, «έχω γρά­ψει ένα άλ­λο με τί­τλο Τρι­κυ­μία, το λέω Τempesta di mare. Αν ονο­μά­σου­με και ετού­το εδώ Tempesta, θα έχει δί­κιο ο Ιγκόρ Στρα­βίν­σκι όταν θα πει ότι γρά­φω το ίδιο κον­τσέρ­το τε­τρα­κό­σιες φο­ρές».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: