― Ποιος είναι τέτοια ώρα;
― Εγώ.
― Εσύ είσαι, Μαριάνο;
― Όχι, όχι!
― Αφού εσύ είσαι...
― Όχι, σου λέω!
― Τότε, ποιος είναι;
― Το νεογέννητο.
― Εσύ το έφερες;
― Εγώ το έφερα.
― Με άλλον;
― Μόνος μου.
― Θηλυκό;
― Θηλυκό.
― Σε ρωτάω μήπως δεν είναι θηλυκό. Μας φέρνουν και σερνικά γεννημένα τον Απρίλιο, τότε που γεννούν οι γάτες, τα ανοιξιάτικα.
― Όχι, θηλυκό είναι, το έψαξα.
― Τώρα έρχονται τα φθινοπωρινά, πολύ λίγα σερνικά. Περίμενε να βρω τα πασούμια μου.
― Βρέχει.
― Το ξέρω. Κοντεύει να βγει ο Οκτώβριος, είκοσι δύο σήμερα.
― Φυσάει.
― Το ακούω. Περίμενε να ανάψω το κερί.
― Περιμένω, αλλά να μη βάλει τα κλάματα.
― Δεν του έχουν δώσει παπαρούνα;
― Για να κοιμάται τόση ώρα στην αγκαλιά μου, πάει να πει πως του έχουν δώσει.
― Τότε δεν θα κλάψει.
― Το ξέρεις;
― Τι να ξέρω.
― Ότι δεν θα κλάψει.
― Αν είναι από σπίτι, δεν θα κλάψει. Αν είναι κάποιας αμαρτωλής, θα βάλει τα κλάματα. Ποιανής είναι;
― Είναι του κόμη.
― Ποιανού κόμη;
― Δεν ξέρω.
― Ξέρεις, αλλά δεν το μολογάς. Από πού το πήρες;
― Από το σπίτι.
― Τι σπίτι; Καθαρό ή αμαρτωλό;
― Καθαρό.
― Εδώ κοντά;
― Όχι, από το Αρσενάλε. Μου το έφεραν στο σπίτι.
― Τότε δεν είναι πολύ καθαρό αν είναι από το Αρσενάλε, θα έχει βρόμα.
― Όχι! Είναι πεντακάθαρο, πλυμένο, φασκιωμένο, τυλιγμένο σε μάλλινη κουβέρτα υφαντή, έχει και ένα στολίδι
καρφιτσωμένο στη φασκιά του, μενταγιόν. Για να το αναγνωρίζουν.
― Ακριβό μενταγιόν;
― Χρυσό. Πολύ χρυσό. Τέτοιο χρυσό που λάμπει.
― Δεν βρίσκω τα πασούμια μου.
― Είμαι μούσκεμα, θα κρυώσει το βρέφος.
― Τα μπάσταρδα δεν κρυώνουν, αντέχουν. Δεν βρίσκω ούτε το κερί. Τι ώρα είναι; Με τη βροχή και τον αέρα, δεν
έχω ακούσει να σημαίνουν την ώρα οι καμπάνες.
― Μαύρα μεσάνυχτα. Μπορεί να περάσει περαστικός και να με δει.
― Τι σε πειράζει αν σε δει. Τη δουλειά σου κάνεις! Εξάλλου, κανείς δεν περνάει τέτοια ώρα και με τέτοιον καιρό.
Το κερί πρέπει να βρω πρώτα.
― Μπορεί όμως να φέρουν και άλλο νεογέννητο.
― Τέτοια ώρα δεν φέρνουν. Αργότερα φέρνουν, λίγο πριν το χάραμα. Και φέρνουν όταν το φεγγάρι είναι στη χάση του για να μην τους δουν. Τις προάλλες που είχε χάση, έφεραν τρία.
― Θηλυκά;
― Θηλυκά ευτυχώς.
― Τρία το ίδιο βράδυ;
― Τα δύο ήταν δίδυμα, το τρίτο αδυνατούλι, μια στάλα νιάνιαρο, το πήρε ο Θεός μόλις βγήκε ο ήλιος. Ίσα που προλάβαμε να το βαφτίσουμε να μην πάει αλειτούργητο και δίχως όνομα. Εγώ είπα να τον βγάλουν Ιννοκέντιο. Το βράδυ το έφεραν, το πρωί πέθανε.
― Βρήκατε παπά;
― Αυτόν που ξέρεις, τον κοκκινοτρίχη, τον μουζικάντε, τον Αντόνιο.
― Ο σινιόρ Αντόνιο κάνει τέτοια δουλειά; Βαφτίζει τα ετοιμοθάνατα για να τα πάρει ο Θεός στον Παράδεισο;
― Παπάς είναι, η παπαδική είναι η δουλειά του. Τα άλλα είναι άλλα.
― Λες τον σινιόρ Αντόνιο Μαλαπέτσα, τον ξέρω.
― Αυτός δεν είναι κοκκινοτρίχης, λέω τον σινιόρ Αντόνιο Βιβάλντι.
― Μάλιστα, μάλιστα! Περπατάει στο δρόμο σαν να ετοιμάζεται να βουτήξει στο κανάλι.
― Έχει πλατυποδία, γι’ αυτό περπατάει έτσι. Και υποφέρει από γουργουρητά στο στομάχι του, τον πειράζει το κλίμα, λένε πως θα φύγει να πάει στη Βιέννη, επειδή το κλίμα είναι καλό εκεί για την υγεία του, είναι χτικιάρης, σουρωμένο το στήθος του.
― Βρήκες το κερί;
― Ψάχνω!
― Άνοιξε το παράθυρο.
― Ανοιχτό θα είναι όταν θα ανοίξει.
― Δεν βλέπω στο σκοτάδι, έχει τόση σκουντουφλιά. Και βρέχει, είμαι μούσκεμα ως το κόκαλο.
― Να μη βραχεί το παιδί.
― Αλίμονό μου αν βραχεί και πάθει. Τι θα πω στον πατέρα του.
― Τι θα πεις στη μάνα του.
― Στον πατέρα του με νοιάζει, αυτός με πλήρωσε.
― Τα συμφωνήσατε και σε πλήρωσε; Δηλαδή σου τα έδωσε προκαταβολικά; Όλα τα λεφτά;
― Αλλιώς, γιατί να σηκωνόμουν από το στρώμα μου; Κοιμόμουν του καλού καιρού, ήρθε πεζός αυτοπροσώπως να μου χτυπήσει την πόρτα. Πώς να πάω τέτοια ώρα, του είπα, με τέτοιον καιρό, να πάθει το παιδί και να έχω την ευθύνη. Πώς να πάω, του είπα, αλλά είχε τα λεφτά στο χέρι.
― Και δεν είχε το παιδί στα χέρια του;
― Εγώ το είχα, πρώτα χτύπησε την πόρτα η δούλα του, εγώ κοιμόμουν του καλού καιρού. Χτύπησε την πόρτα, ανάγκη μεγάλη, έλεγε και ξανάλεγε. Σε εμένα έρχονται για την ανάγκη, ποτέ για να πάρω ανάσα, να κάνω ήσυχα τη δουλειά μου. Σηκώθηκα λοιπόν από το στρώμα μου. Μόλις πήρα το δύστυχο στα χέρια μου από τα χέρια της δούλας, ο κύριος κόμης είχε τα λεφτά στα χέρια του.
― Και πώς σου τα έδωσε, αφού δεν είχες τα χέρια σου ελεύθερα για να πάρεις τα λεφτά;
― Τα έριξε στην τσέπη του σουρτούκου μου, στη δεξιά τσέπη για γούρι, για να έρθουν τα πράγματα δεξιά, μου είπε, πρώτη φορά τού έτυχε, είναι νέος, αμούστακος.
― Ο γιος του Κονταρίνι είναι αμούστακος. Τώρα που άρχισε, θα μάθει. Και δεν τα μέτρησες τα λεφτά!
― Τα μέτρησα από το βάρος.
― Να αλαφρύνεις λίγο.
― Θα αλαφρύνω μόλις ο ήλιος ανέβει δύο κοντάρια, έχω να πληρώσω βερεσέδια. Κάθε Τετάρτη πληρώνω. Ας έδινε ο Θεός να μην ξημέρωνε!
― Να αλαφρύνεις τώρα για να ανοίξει το παράθυρο, αλλιώς να περιμένεις να βρω τα πασούμια μου και να ανάψω το κερί να βλέπω. Το παράθυρο θέλει σπρώξιμο για να ανοίξει και δεν θα ανοίξει όσο και αν το σπρώξω αν δεν λάβει δύναμη.
― Και πόση δύναμη χρειάζεται;
― Το μισό από το βάρος.
― Δεκάρες είναι.
― Θα ανάψω το κερί να τις μετρήσουμε, άδειασε τις τσέπες σου.
― Και πού θα αφήσω το βρέφος;
― Θα ανοίξω το παράθυρο και θα σπρώξεις να μπει το μισό, το άλλο μισό να μείνει έξω. Θα μετρήσουμε γρήγορα το βάρος, θα πάρεις το υπόλοιπο, εγώ θα παραλάβω το νήπιο, έχω ζέστη εδώ μέσα, έχει μείνει θράκα στο τζάκι.
― Δεν με συμφέρει.
― Σε συμφέρει! Έχεις να παίρνεις και άλλα. Αν είναι ο Κονταρίνι ο αμούστακος, περιμένει να του πεις πως η δουλειά έγινε, ότι το μπάσταρδό του μπήκε στο Οσπεντάλε ντελά Πιετά από το παράθυρο, κανονικά, και το παράθυρο έκλεισε. Εγώ θα χάσω, γιατί δεν θα είμαι εκεί να λάβω μερτικό από αυτά τα φρέσκα.
― Δεν συμφωνήσαμε να μου δώσει ρεγάλο.
― Να συμφωνήσετε τώρα.
― Μα δεν ξέρω ποιος είναι. Κόμης, είπε η δούλα του, κόμης λέω και εγώ.
― Είπες πως τον είδες αυτοπροσώπως.
― Για μια στιγμή, ήταν τυλιγμένος στο χιτώνα του. Δεν μου είπε όνομα.
― Δεν σου είπε όνομα, αλλά είναι αμούστακος, του Κονταρίνι είναι.
― Ας είναι!
― Βρήκα το κερί, περίμενε να το ανάψω.
― Άνοιξε το παράθυρο, έχω παγώσει, θα πάθει το παιδί.
― Το παράθυρο δεν κλείνει, βρε χαμένε. Δώσε το βρέφος και πήγαινε στον αγύριστο. Χάσου από τα μάτια μου, κοπρίτη, ο Θεός να σε κάψει, συγχώρα με, Παναγιά μου. Για χάρη σου καλογέρεψα, που να σε φάει πανούκλα, συγχώρα με, Παναγιά μου. Για χάρη σου, για χάρη σου.
― Σβήσε το κερί, σβήσε το κερί, Βιργινία!
― Να σβήσει η ζωή σου, καταραμένε, συγχώρα με, Παναγιά μου.
― Σβήσε το κερί!
― Δώσε το παιδί του Κονταρίνι, κερατά, ο Θεός να με συγχωράει, να κλείσω το παράθυρο να μη σε βλέπω.

Αυτή η στιχομυθία, της οποίας τα πρώτα μέτρα φέρουν την ένδειξη allegro, έχει, για τον επαρκή ακροατή, ένα δεύτερο βραδύ μέρος, ένα largo δηλαδή. Για τον Maestro Αντόνιο Βιβάλντι, επρόκειτο για ενδιαφέρουσα μουσική πρόταση. Βύθιζε λοιπόν την πένα του στο μελανοδοχείο και χάραζε τις νότες των λέξεων στο πεντάγραμμο. Πολλές νότες σκονίζονταν και ο Maestro τις έσπρωχνε στην άκρη με ένα σκουπάκι. «Ξέρεις», μου είπε, περνώντας τα λιγνά δάχτυλα της δεξιάς του ανάμεσα από τις κόκκινες τρίχες της κόμης του, «ότι μπορώ να συνθέσω ένα κοντσέρτο σε λιγότερο χρόνο από όσον απαιτείται για την εκτέλεσή του από την ορχήστρα των κοριτσιών του Οσπεντάλε. Μπορώ επίσης να συνθέσω ένα κοντσέρτο σε λιγότερη ώρα από όσο διαρκεί μια κουβέντα σαν την τωρινή. Έχω ολοκληρώσει ως τώρα τα δύο πρώτα μέρη: allegrο και largo. Το τελευταίο θα είναι presto. Η Βιργινία σηκώνει θύελλα και τρικυμία, όταν κατηγορεί κάποιον, ιδιαιτέρως όταν ο καιρός έχει γυρίσει σε βροχή και αέρα». «Να ονομάσουμε λοιπόν το κοντσέρτο Τρικυμία», πρότεινα. «Αποκλείεται», γέλασε ο Maestro, «έχω γράψει ένα άλλο με τίτλο Τρικυμία, το λέω Τempesta di mare. Αν ονομάσουμε και ετούτο εδώ Tempesta, θα έχει δίκιο ο Ιγκόρ Στραβίνσκι όταν θα πει ότι γράφω το ίδιο κοντσέρτο τετρακόσιες φορές».