Βασιλικός Κήπος & άλλα ποιήματα

Βασιλικός Κήπος & άλλα ποιήματα



Βασιλικός Κήπος

Ξέκοψε για μια στιγμή από το ανόητο βουητό
Το κεφάλι σου
είναι το αντηχείο ενός ξεχαρβαλωμένου βιολιού
στο σπίτι της θείας Μαριέτας
Ή μήπως η βοή της ασυναρτησίας θα συγκεράσει
στίχους και λυγμό χωρίς να το καταλάβεις;

Το άσμα του τελευταίου κύκνου
στη λιμνούλα
λίγα βήματα πιο κάτω στην πελούζα
πριν την Αμαλίας
Έθαβαν οι ταγματασφαλίτες
τα θύματα του μεγάλου λιμού στην Κατοχή
εκεί που έπαιζες κρυφά
με τα υιοθετημένα ανταρκτόπληκτα τον βασιλιά
με τα δώδεκα σπαθιά
Είχες καμιά δουλειά
μ ' αυτά τα ξένα;
Εσένα σε χάιδεψε η βασίλισσα στην παιδούπολη
κι όταν σας ήρθε
στο Αγλαΐα Κυριακού;

―«Εμένα με δείξανε
και με είδαν όλοι
Και ποιος σου είπε
πως δεν μου ζήτησαν συγνώμη γι' αυτό;»


Η παρόξυνση

Αυτή η περιορισμένη γροθιά
που χτυπά το μαχαίρι
Αυτό το μαχαίρι ― τρικ
με το ελατήριο που τραβάει τη λάμα προς τα μέσα πριν τη γροθιά
Αναίμακτες ιστορίες θα σας πει ο ηλίθιος
που έσπαζε βρομούσες μες στην τάξη
Ποιόν επαινεί απ΄ την ανάποδη;
Ποιος τον οικτίρει απ΄ την καλή;
Η φλυαρία του ύστερα για το ένα, το άλλο, το παραλλο.
Ακούει κανείς κανέναν κάτω από το δέντρο του υπουργού:
Και το καπέλο κι ο λαγός στα τελευταία κόλπα του;
Θήραμα που δεν το άφησε να πάει στο καλό
Μπλοκαρισμένο
δόκανο μυαλού που μάγκωσε το πόδι
Ξόβεργα που κόλλησε και γράφει στον εξ ίσου ηλίθιο εαυτό του

Τι γίνεται όταν σχολάσει ο γάμος;
Τι θα συμβεί όταν παροξυνθεί η παρόξυνση;

Δεν τους μετράει πια τους πεθαμένους
Ουκ έχουσιν εν μάχη αριθμόν


Κράτα με...

Στιχομυθίες πόνου
Ανάμεσα στον πνεύμονα και την καρδιά
Όλο το σώμα
ορατόριο των Χριστουγέννων

Εκκλησιάσου μεσάνυχτα
Εγώ ήδη κείτομαι στον ναό
Μ' αρέσει
Ντάλες χρυσές στο δάπεδο
ρουφάνε φως

Πλάι μου ξάπλωσε
στο κρεβάτι εκστρατείας
Όπως σε νοσοκομείο στρατιωτικό

Και οι δύο μας λαβωμένοι από φρενίτιδα οργάνων
Και οι δυο επί γης
διασταυρωνόμαστε
με ό,τι από τους κτήτορες έχει ήδη διανυθεί στα ύψη

Κράτα με...

Εν Εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν


Ε, και τι έγινε;

Είδε κι απόειδε
Σηκώθηκε
Είχε τη λάμπα του σβηστή από νωρίς
μπας και το μισοσκόταδο τον ωφελήσει
Πιάστηκε και αργά σηκώθηκε σκυφτός
αφού προηγουμένως είχε συμφιλιωθεί να καταθέτει όπλα στην κουβέρτα

Σφιγμένο πρόσωπο και σήκωμα των ώμων ελαφρύ
Λύπη κάποιου που έχει λυπηθεί πολύ

―«Ε, και τι έγινε;»

Μα κι αν γινόταν
εάν σηκώνονταν
κι έβλεπε το έτοιμον εμπρός του έτοιμο
αν πίστευε πως
κλείνει το κεφάλαιο
γι' απόψε
«κι αύριο, μέρα είναι»,
αν έλεγε παρηγοριτικά τότε
ίσως καλύτερα
και ίσως πιο κοντά
σ' εκείνο το άνισο
που του έβαλε υπεροπτικά
ο εαυτός του
να το ισιώσει....
Αύριο,
αν καταλάβαινε
τι τον παρακεινεί
και τι αξία
έχουν τα σπουδαία.

Κι ακόμη
τι, με το όνομά του πρέπει να το πει;
Όχι κατά προσέγγιση μα επακριβώς
μες την καρδιά του και της κουβέρτας του την σκοτεινή πτυχή.

Αν έβλεπε
Αν θα έπρεπε να σταματήσει διά παντός την προσοχή
την προσευχή
τη σκυφτή στάση
το σκοτεινό δωμάτιο
τον ώμο που δεν θα άφηνε ποτέ ξανά να σηκωθεί
Αν η αυταπάτη θα ήταν δυνατό ποτέ
να επαληθευτεί.


Βρογχιόλια και στα βραχιόλια

Όπως το χέρι σου στα σκοτεινά
Γυρεύει απεγνωσμένα τον διακόπτη
να πεταχτείς
―πνιγόσουν λίγο πριν στα βάθη του ύπνου―
κι όπως στην επιφάνεια πλαγιοκάθετου, πυκνού αέρα
βλέπεις τον Άγγελο
κι ευγνώμων ύστερα
τον ευχαριστείς για να τον βλέπεις
έτσι αγωνίζομαι κι εγώ
Έτσι σ' αισθάνομαι
μπρος πίσω από ένα όριο τεχνητό
των παρακαταθηκών και των δανείων μου

Να μαζευτούμε δηλαδή οι απνοιακοί
και οι πνιγμένοι
Λαός ολόκληρος
που η Υγεία μάχεται με την αρμοδιότητα
των λειτουργών

Όπως ποινή
έχεις εκλάβει τη ζωή
και δεν σου δόθηκε ελαφρυντικό έντιμου βίου
και την ανάγκη σου δοξάζει η φιλοτιμία διαρκώς
έτσι αγάπησε
―δεν είναι αργά―
τη διανοητική δομή πλάι στη θάλασσα
και φτιάξε
τόσους εαυτούς συγκεντρωμένους
σε όσους ήλιους
είδες καθημερινά να δύουν μπρος
στα μάτια σου

Όσες αχτίδες πράσινες κατόρθωσες να δεις στο έργο σου

Μεγέθυνε τον οφθαλμό του γράμματος και της παρούσης Συλλογής
Γέρασες και δεν βλέπουν

Ποιήματα
σαν σπάνια φαινόμενα φυσικά
Ζύγια φωτός από λέξεις
Οφθαλμαπάτες φάσματος
Ουράνια τόξα
και άλλα μεταφυσικά των συνεργείων
κι άλλα που βρήκες στα βρογχιόλια και στα βραχιόλια.

Σε ακολούθησα

Σε παρακολούθησα
Δεν ξέφυγα όμως
Ούτε κι αυτό που μου είπες καθ' οδόν
μ' έπεισε:
πως το απροσπέλαστο είναι μπροστά
κι όχι ό,τι μου φόρτωσε έως εδώ
ο χρόνος
στιγμή - στιγμή
στην πλάτη
και στα κόκαλα

Κι αν είχα επισπεύσει τον βηματισμό
ώστε να έχω κατανείμει τις δυνάμεις
θα ερχόντουσαν όλα φυσιολογικά;
Έχουν κλιμάκια οι καημοί;
Μπέσα οι ηλικίες;
Περνιέται σταυρωτά η κλωστή
στο εργόχειρό μας;
Το ολόκληρο
στο τέλος μόνο
θα φανεί

Θα έπρεπε με το προθύστερο
κάπως να παρηγορηθώ
Να επαναπροσδιοριζόμουν τότε
στα εβδομήντα
Ανάποδα να 'χω γυρίσει το κοντερ

Δεν θα ήταν προτιμότερο
δεκα χρόνια νωρίτερα να μηδενίσω;
Ντακότα ανεφοδιασμού
που έριξε ο Δημοκρατικός Στρατός στην Πίνδο
και τα ελάσματα βγήκαν σπασμένα απο το καντράν
και ύστερα οι νικητές τα επανασυνδέουν όλα
―αεροπλάνο, σθένος, αριθμούς, ονόματα νεκρών

Όλα εκτίθενται προσεκτικά στις αίθουσες πολεμικού μουσείου
να κοιταζόμαστε
όταν θα μας αντανακλά ο φωτισμός στο τζάμι
από τα δυό στρατόπεδα καί οι δυό
της ηλικίας

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: