Χτες ονειρεύτηκα πως με μάθαινες ξανά ποδήλατο. Δροσερά γκρεμνά, διαμαντένιες σάρες, πεντάκορφη χαρά άλλαζαν το καθημερινό απόγευμα.
Γύρω μας δεν υπήρχε κανείς. Μόνο κοιμισμένες στέγες και ρυθμική ανάσα της πόλης που ξεμάκραινε στο πλαγιασμένο φως. Γράφαμε κύκλους στο άδειο προαύλιο του σχολείου σηκώνοντας κουρνιαχτό που ξεσπούσε στα βουβά πλήκτρα του αέρα, στέγνωνε και αρωμάτιζε τα λαρύγγια μας με τον χρυσό του χόρτου, τον χαλκό της θημωνιάς. Πολεμούσα να ισορροπήσω με το άρωμα του κουστουμιού σου όπου αναδεύονταν η πάστρα του ράφτη, αμμωνία κάτουρου που στέγνωνε στις ραφές, ξεθυμασμένο ακάθαρτο οινόπνευμα, αψιά χημικά της εμφάνισης που τύπωνε στις ακτινογραφίες φαγωμένα πνευμόνια.
Ο χρόνος κουλουριάστηκε τρίζοντας με το χαλαρωμένο πείσμα του ξεχαρβαλωμένου αραμπά που πολεμάει το γλιστερό λιθόστρωτο. Φρέναρες απότομα ρίχνοντας όλο το βάρος του κορμιού σου αριστερά. Ο γδούπος πνίγηκε στον μακρινό κεραυνό που κουβαλούσαν βιαστικά τα θυμωμένα σύννεφα. Το χόρτο ψήλωσε και σκέπασε το κορμί σου αποθεμένο γυμνό και άδειο, το φύλο πλαγιασμένο στον μηρό, φιμωμένο με επιδέσμους. Βράδιασμα και ξημέρωμα μαζί κατέβασαν στον ουρανό ψιλή οθόνη. Φυλλώματα καπνισμένα στην πάχνη σάλεψαν δίπλα σου κινημένα από την αναπνοή της γης που αργοπορούσε μελετώντας το χειμώνα. Έσβησε και το τελευταίο φως.
Στον πίθο της νύχτας αφήνεται να ησυχάσει το σκοτάδι. Το φως του φεγγαριού ανεβαίνει αργά σαν το λάδι από το μαύρο κατακάθι που πίνουν τα όνειρα κι ο εφιάλτης. Κλείσ' τα ματάκια σου, κοιμήσου, Άκου τις στάλες της βροχής σε νανουρίζουν. Μακριά γαβγίζει το σκυλί τ'ακούς; Δάγκωσε τον κλέφτη, του έσκισε τα ρούχα, τον έδιωξε. Κλείσ' τα ματάκια σου, κοιμήσου.
Béla Bartók (1881-1945): Νανούρισμα (αρ. 11 από τα 44 Ντουέτα, για 2 βιολιά. 1931)