Η απαίτηση του μαικήνα

Braun Hogenberg, Χάρτης της Κόιμπρα (1598)
Braun Hogenberg, Χάρτης της Κόιμπρα (1598)



Ένας νέος κόσμος ανατέλλει στο Θέντρο, και ιδιαίτερα στην Κοḯμπρα! Όλος αυτός ο συρφετός από ναυτικούς που περιμένει στο λιμάνι είναι εντυπωσιακός. Φορούν τα κολάν της Compania della Calza, βαριά πανωφόρια κομμένα για να φαίνονται από μέσα τα χρώματα των κολάν και πολύχρωμα καπέλα με φτερά, ενώ κρατούν βενετσιάνικες τσάντες. Βαδίζουν πάνω-κάτω, σχολιάζοντας ο ένας τον άλλον, βολιδοσκοπώντας τις καραβέλες και μιλώντας για τα οράματα του Πρίγκιπα Μανουέλ. Βλέπεις τις ζοφερές σιλουέτες των μοναχών ιησουιτών που ετοιμάζονται για ιεραποστολή στην Ινδία, στην Ινδοκίνα, στην Κίνα, στην Ιαπωνία, στα αρχιπελάγη του Ινδικού και στο Μακάο. Ένας πυρετός, μια συνεχής κίνηση κι ένας θόρυβος απροσδιόριστος τυλίγουν το λιμάνι. Στα συμπόσια έχουν καταργηθεί πια οι πάγκοι-όλοι κάθονται σε ατομικές καρέκλες, όλοι θέλουν να προβληθούν.
Μέχρι προχθές τολμούσαν τις ακτογραμμές της δυτικής Αφρικής, μεταφέροντας σκλάβους μέχρι τη Γκόα. Το συνηθέστερο ήταν να περιορίζονται στη σωματεμπορία- κάθε επιπλέον απόπειρα ήταν παράτολμη. Τώρα τελευταία, όμως, έπεσε πολύ χρήμα, και να που επιστρέφουν στο λιμάνι τα καράβια φορτωμένα πιπέρια, μοσχοκάρφια, μοσχοκάρυδα, καφέ, βοτάνια, υπνωτικά, μεταξωτά, χαλιά, λευκά παπλώματα και πορσελάνες, ακόμη και μαργαριτάρια και γούνες. Όλες αυτές οι μυρωδιές ανακατεύονται με τη θαλασσινή αύρα και δίνουν την εντύπωση ενός κακομαγειρεμένου φαγητού.
Είναι νωρίς το απόγευμα και οι σκιές είναι έντονες, η υγρασία έχει κάπως περιοριστεί και φυσά ένας αέρας ανατριχιαστικός, που στεγνώνει τις συνειδήσεις. Μέσα από το πολύχρωμο πλήθος ξεκόβει μια φιγούρα σκυφτή, περνά κρατώντας ένα τυλιγμένο πακέτο μακρόστενο και χάνεται στην κρυφή ρωμαϊκή στοά του κέντρου. Βγαίνει από την άλλη πλευρά, περνά μπροστά από τους τοίχους του Τάγματος της Αγίας Τερέζας, διασχίζει με γρήγορα βήματα τη γέφυρα του Μοντέγο και φτάνει στη βορειοδυτική όχθη, κοντά στο μοναστήρι της Σάντα Κλάρα λα Βιέχα. Xάνεται για λίγο σε σκοτεινά δρομάκια και γρήγορα ξεπροβάλλει κι ακολουθεί μιαν ανηφορική κεντρική οδό που οδηγεί στην εβραϊκή συνοικία με την έντονη μυρωδιά της κανέλας.
Δεν έχουν περάσει δέκα λεπτά, όταν φτάνει σ’ένα στενό δρόμο και χτυπά το ρόπτρο της πόρτας ενός σκοτεινού καταστήματος.

___________


Η πόρτα ανοίγει από μέσα και βγαίνει ο ιδιοκτήτης, τυλιγμένος στον μανδύα του, κρατώντας την πίπα του και ρουφώντας ταμπάκο. Η σκυφτή φιγούρα λέει χαμηλόφωνα στον ιδιοκτήτη:

―Έχω το χειρόγραφο αυτού του χάρτη της Υφηλίου- σας ενδιαφέρει, Μονσινιόρ;

Ο ιδιοκτήτης του αφήνει χώρο να περάσει, κοιτάζει αριστερά και δεξιά και κλείνει εσπευσμένα την πόρτα πίσω τους κατεβάζοντας τα ρολά.

―Πoιανού είναι; λέει χωρίς να τον κοιτάξει.
―Eίναι του Χουάν Πόνθε δε Λεόν!
―Πώς φτιάχτηκε; Ποιος πλήρωσε;
―Έχει κάποια σημασία αυτή η πληροφορία Μονσινιόρ;
―Για να σας ρωτώ...
―Έ, λοιπόν, απ’ ό,τι ξέρω πήρε mecenazgo ο χαρτογράφος![1]
―Aλήθεια; Πολύ ενδιαφέρον. Και ποιος είναι ο μαικήνας του;
―Νομίζω ο καρδινάλιος Γιαχουέγιο.
―Ενδιαφέρον! Έχει επιρροή σ’όλη τη Λουζιτάνια! κάνει με ένα ηχηρό γέλιο ο έμπορος και αμέσως συμπληρώνει: Για ανοίξτε τον, σας παρακαλώ.
―Ευχαρίστως, Μονσινιόρ.

Ο άνθρωπος με την κουκούλα σκύβει πάνω από το τραπέζι και ξετυλίγει με φροντίδα τον χάρτη, υπό το διεισδυτικό βλέμμα του εμπόρου.

―Αλήθεια, από πού είστε; Πώς λέγεστε;

Ο άνθρωπος με την κουκούλα κατεβάζει την κουκούλα και απλώνει το χέρι για να συστηθεί:

―Είμαι Γάλλος. Λέγομαι Νικολά Σαντερέν και είμαι γλύπτης.

Ο έμπορος μάλλον θεωρεί περιττό να ανταποδώσει τις συστάσεις - η φίρμα του φαίνεται στο τζάμι του καταστήματος, φαρδιά-πλατιά.

― Γλύπτης, ε; Και πού; Εδώ; Στην Κοḯμπρα;
―Δουλεύω για την Κάζα δε Άμπις.[2]
―Σοβαρά μιλάτε; Στο Παλάθιο Ρεάλ; Πιντόρ δε Κόρτο;[3]
―Εσκουλπτόρ δε Κόρτο,[4] Μονσινιόρ!
―Σωστά, εσκουλπτόρ! Τα συγχαρητήριά μου! Και...αν επιτρέπετε... πού τον βρήκατε τον χάρτη αυτόν;
―Αν δεν ενοχλείται η ευγένειά σας...

Ο έμπορος παίρνει τώρα ένα σαρδόνιο χαμόγελο:

―Καταλαβαίνω. Δεν θέλετε να αποκαλύψετε τις πηγές σας.
― Σας ευχαριστώ για την κατανόηση, Μονσινιόρ.

Ακολουθεί ενός λεπτού σιωπή. Ακούγεται μόνο το ρούφηγμα του ταμπάκο και ένα ελαφρό ρουθούνισμα του εμπόρου. Ο χάρτης είναι απλωμένος στο ξύλινο τραπέζι, ελαφρά τσαλακωμένος και φθαρμένος στις άκρες, με την πυξίδα πάνω αριστερά και την κλίμακα ζωγραφισμένη σε άψογη τεχνική παλιού πορτολάνου. Στη δεξιά του άκρη έχει χειρόγραφη εικονογράφηση με το βασιλικό στέμμα στη μέση και τους δύο Αρχαγγέλους, από ‘δω κι από ‘κει. Επίσης, διαθέτει μια καλλιγραφημένη παραπομπή από τη «Σπουδή για την Υδρόγειο» του Πέδρο Νούνες. Ψηλά αναπαριστά τον αρκτικό κύκλο, την άγνωστη ακόμα στους νοτιοευρωπαίους Τerra Septentrionalis[5] και τον Βόρειο Ωκεανό. Πολύ μεγάλη έκταση καταλαμβάνει η Ινδία, ευδιάκριτη είναι η Αραβική Έρημος και η Ευδαίμων Αραβία, η Αργεντινή και η Θάλασσα της Βραζιλίας με τους εμπορικούς της δρόμους, ενώ ο Τροπικός του Καρκίνου διασχίζει την περιοχή της Μπαρμπαριάς[6]. Τέλος, στο κάτω δεξί μέρος του, ο χάρτης διαβαθμίζει τις κλιματικές ζώνες, περνώντας ευδιάκριτα από την Κεκαυμένη στην Εύκρατη και από την Εύκρατη στην Παγωμένη Ζώνη.

Ο χάρτης που πούλησε εκείνη την ημέρα ο Σαντερέν ήταν φιλοτεχνημένος στην εποχή του, δηλαδή στον 16ο αιώνα, έργο του Lopo Homem, και είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία του Δημοτικού, ενός φοιτητή της Φιλοσοφίας ελληνικής καταγωγής που έχει μόλις αποφοιτήσει. Πριν απ’αυτόν, όμως, ο χάρτης ανήκε στην παρ’ολίγον μνηστή του, την Ενυδρίδα.

Πώς έγιναν τα πράγματα.
Στην τελετή της αποφοίτησης, στο τέλος του τελευταίου μαθήματος, υπάρχει το έθιμο οι φοιτητές να καίνε χρωματιστές κορδέλες στο προαύλιο, κοντά στο συντριβάνι. Καθένας έχει και το δικό του χρώμα γιατί η κορδέλα του δεν συμβολίζει μόνο την καριέρα που έχει διαλέξει και το αντικείμενο που έχει σπουδάσει- σημαίνει, επίσης, και το τέλος των ερώτων που είχε καθόλη τη διάρκεια των σπουδών του.
Γιόρταζαν, λοιπόν, ένα χρόνο πριν, οι φοιτητές το τέλος των σπουδών τους και μαζί έκαιγαν και τους έρωτες που είχαν ζήσει τα τελευταία τρία χρόνια. Ο Δημοτικός (Demotico τον φώναζαν οι συνομήλικοί του) εκείνη τη σημαντική μέρα είχε αποφασίσει να κάψει μια ολοκίτρινη κορδέλα, γιατί το αντικείμενό του- η Φιλοσοφία- του υπέβαλλε το χρώμα αυτό, και επίσης γιατί κίτρινο ήταν το φουστάνι που φορούσε η Ενυδρίς κάτω από τον καφέ μανδύα της.
Η Ενυδρίς ήταν κόρη του Έλληνα επιτρόπου του Πενεπιστημίου και είχε γνωριστεί με τον Δημοτικό στο πρώτο έτος, στο μάθημα του Quadrivium, όπου κατ’εξαίρεσιν –ως κόρη του πρώτου πολίτη της περιοχής- της είχε επιτραπεί να παρακολουθεί τις παραδόσεις ως ελεύθερη ακροάτρια και μόνον. Και με την προϋπόθεση να είναι σεμνά ντυμένη και ν’ακολουθεί την εθιμοτυπία, το μεσημέρι να επιβαίνει σε μιαν άμαξα με καλυμμένο το κεφάλι και να επιστρέφει στο σπίτι της, την ώρα που οι συμφοιτητές της έπαιρναν το γεύμα τους στην τραπεζαρία της Σχολής. Η Ενυδρίς δεν είχε πολλές επιλογές, οπότε είχε συμμορφωθεί προς την «ετικέτα» του Πανεπιστημίου: έτσι κι αλλιώς η Αριθμητική και η Αστρονομία δεν θα της χρησίμευαν στη ζωή της, που ήταν από τον πατέρα της προδιαγεγραμμένη. Κατά τα λοιπά, είχε διδαχθεί κείμενα των Κλασικών, Λατινικά και Γαλλικά υπό την επίβλεψη της γκουβερνάντας της, της δόνια Ελβίρα. Ο Δημοτικός είχε εντυπωσιαστεί από τη διακριτική παρουσία της Ενυδρίδος, την είχε προσεγγίσει και είχαν κάνει μαζί κρυφά κάποιους περιπάτους στους κήπους του Πανεπιστημίου. Επιπλέον, είχε δει στο πρόσωπό της μια πιθανή σύζυγο. Όμως, ποτέ δεν την ερωτεύθηκε, κι έτσι τα πράγματα πήραν διαφορετική τροπή, ήδη από το δεύτερο έτος των σπουδών τους.

___________

Ο χάρτης της υφηλίου προκαλούσε αφόρητη θλίψη στην Ενυδρίδα. Το τέλος των ωκεανών, το όριο των ηπείρων, η κλίμακα η μαθηματική που υποδείκνυε τις αναλογίες ανάμεσά τους, η απεικόνιση του τότε γνωστού κόσμου ως ενός πεπερασμένου σύμπαντος μέσα στο οποίο ο άνθρωπος είναι προορισμένος να περάσει όλη του τη ζωή, όλη αυτή η σύλληψη, αντί να της διανοίγει ορίζοντες και να εξάπτει τη φαντασία της για μέρη εξωτικά, για περιπέτεια και για ανακάλυψη, αντίθετα έπεφτε βαριά ταφόπλακα στην καρδιά της και γκρέμιζε τη βαθιά ριζωμένη πεποίθησή της πως οι θεοί στρέφουν την προσοχή τους στον άνθρωπο, πως τον ακούν, πως αφουγκράζονται το μεγαλείο του. Ο χάρτης υπενθύμιζε στην Ενυδρίδα τη ματαιότητα των εγκοσμίων.[7] Γι’ αυτό τον χάρισε, την ημέρα του χωρισμού τους, στον Δημοτικό: απ’ τη μια γιατί διέκρινε το εξημμένο ενδιαφέρον του νέου κι απ’ την άλλη για να μην συνεχίσει να κολλά το βλέμμα της στις ακτογραμμές και στα νησιά του πορτογαλικού θριάμβου. Ο έρωτας του Δημοτικού ήταν πολύ βραχύβιος, το ζευγάρι έκλεισε τον ρομαντικό του κύκλο με μια τελευταία βόλτα στο ποτάμι.
Ο Δημοτικός το ίδιο βράδυ γύρισε στο δωμάτιό του με τον χάρτη στα χέρια. Τις επόμενες μέρες τον κοίταζε με καμάρι και εκστασιαζόταν. Σιγά-σιγά ο χάρτης αποσυνδέθηκε στη συνείδησή του από την παρ’ολίγον αρραβωνιαστικιά του και άρχισε να αποκτά τη δική του, αυτόνομη ζωή, στη μισοφωτισμένη κάμαρα. Κάποια εσωτερική φωνή υπαγόρευε στον νεαρό φοιτητή να τον δείξει σε πιο έμπειρα μάτια, ώσπου μια μέρα τον τύλιξε και τον πήρε μαζί του στο Πανεπιστήμιο. Εκεί τον άπλωσε μπροστά στα έκπληκτα μάτια κάποιων έμπιστων συμφοιτητών του, το πράγμα συζητήθηκε και τελικά έφτασε στ’αυτιά ενός γάλλου δασκάλου Γλυπτικής. Ο Νικολά Σαντερέν προσέγγισε τον Δημοτικό, του ζήτησε να δει τον χάρτη και μετά από δυο μέρες προσφέρθηκε να πληρώσει μεγάλο αντίτιμο προκειμένου να τον αγοράσει.
Με βαριά καρδιά, και επειδή είχε ανάγκη τις πεσσέτες, ο Δημοτικός αποχωρίστηκε το αποχαιρετιστήριο δώρο της Ενυδρίδας. Ο νέος ιδιοκτήτης μετέφερε κρυφά τον χάρτη στο εργαστήριό του. Τον έστησε απέναντι από το studiolo[8] του και καθημερινά τον περιεργαζόταν με τις ώρες. Σταδιακά μια βαθειά θλίψη άρχισε να τον καταλαμβάνει κι αυτόν. Μια θλίψη ανεξήγητη, όμως συγκεκριμένη και απτή, μια θλίψη που γεννιόταν από την ανελέητη χαρτογράφηση της πορτογαλικής εξάπλωσης ανά την υφήλιο, από το ικρίωμα που υψωνόταν ανάμεσα στην ανθρώπινη συνείδηση, τη συνείδηση του καλλιτέχνη και το θαύμα βίας και κατάκτησης που αποτυπωνόταν στο έργο του χαρτογράφου. Να ήταν, αυτή η παραποιημένη εικόνα του πλανήτη, μια ακόμη αποτύπωση της θνητότητας; Να ήταν απόρροια της βούλησης του μαικήνα;
Ο γλύπτης άντεξε την παρουσία του χάρτη για δεκαπέντε μέρες. Μετά, κατέβηκε ανυπόμονα στο λιμάνι και ζήτησε να μάθει πού υπήρχαν πιθανοί αγοραστές, αργυραμοιβοί, κλεπταποδόχοι, άνθρωποι της πιάτσας που θα εκτιμούσαν ίσως την πραγματική αξία αυτού του έργου και θα πλήρωναν όσο-όσο για να το αποκτήσουν. Οι πληροφορίες του τον οδήγησαν στην άλλη άκρη της πόλης, στο κατάστημα του εβραίου αγοραστή.

___________

Κι ενώ τα καράβια σάλπαραν για μακρινές θάλασσες, ενώ οι πυξίδες και οι εξάντες έπαιρναν τη θέση των αστρολάβων, τα παραμύθια για ημίγυμνους ιθαγενείς με δυο κεφάλια και τέσσερα πόδια καταλάμβαναν την αγορά, οι πόθοι των Πορτογάλων κορυφώνονταν και οι μυρωδιές των μπαχαρικών πλημμύριζαν τις κουζίνες τους, ενώ τα κρατικά θησαυροφυλάκια ξεχείλιζαν από χρυσό και οι άνθρωποι σέρνονταν σιδηροδέσμιοι στα κάτεργα, η Κοḯμπρα αντανακλούσε το φως του ήλιου με μια περίεργη μεταλλική λάμψη.
Ο χάρτης της ιστορίας μας, όσο κι αν αυτό ακούγεται απίθανο και συναρπαστικό, τελικά κατέληξε εκ νέου στο παρθενικό δωμάτιο της Ενυδρίδας. Γιατί η εμπορία χαρτών ήταν μια άκρως απαγορευμένη ενέργεια σ’εκείνη την εποχή και γιατί η απόλυτη μυστικότητα ήταν εξαρχής μια απαίτηση του μαικήνα: ο κόσμος ώφειλε να κρατά ως επτασφράγιστο μυστικό τις ανακαλύψεις των νέων χωρών, η Πορτογαλία έπρεπε να διαφυλάσσει ως κόρην οφθαλμού τα μυστικά της θαλασσοκρατορίας της. Το να εμπορευθείς έναν τέτοιον χάρτη εκείνη την εποχή ισοδυναμούσε με εσχάτη προδοσία.
Ο Εβραίος είχε κάνει το λάθος να εμπορευθεί τον περιζήτητο αυτόν χάρτη. Είχε υποπέσει στο σφάλμα να τον εκθέσει σε δημόσια θέα, να τον δουν τα λάθος μάτια. Οι ψίθυροι για τον περίφημο χάρτη προηγήθηκαν της αγοραπωλησίας και όλα έπεσαν στο κενό. Το μαγαζί του σφραγίστηκε και ο ίδιος εξορίστηκε δια παντός από τη χώρα. Από τα βασανιστήρια που του έκαναν οι ιεροεξεταστές βρήκαν και το όνομα του γάλλου γλύπτη, που επίσης πλήρωσε ένα τεράστιο πρόστιμο, δημόσιο ραβδισμό και οριστική απέλαση από το Πανεπιστήμιο και από τα σύνορα της χώρας. Με τη σειρά του εκείνος εξαναγκάστηκε να υποδείξει το όνομα του νεαρού φοιτητή, του Δημοτικού, που συνελήφθη και εξορίστηκε επίσης, δηλώνοντας ανάμεσα στα δάκρυα μετανοίας του την ταυτότητα της κοπέλας που τού τον είχε δωρίσει. Ο μαικήνας προερχόταν από τις τάξεις των υψηλά ιστάμενων κληρικών και γρήγορα τα βήματα των ιεροεξεταστών και της κρατικής μηχανής έφτασαν ως την έπαυλη του πατέρα της Ενυδρίδας. Ο χάρτης επεστράφη ακέραιος και έγινε αυστηρή επίπληξη στον έλληνα επίτροπο για την προχειρότητα κατά τη διαφύλαξή του. Καλύπτοντας την επιπόλαιη ενέργεια της κόρης του, εκείνος την προφύλαξε από τις ανακρίσεις και τον βασανισμό και τοποθέτησε και πάλι τον χάρτη του Χουάν Πόνθε δε Λεόν στο δωμάτιό της.
Η θλίψη εγκαταστάθηκε για πάντα στο δωμάτιο της Ενυδρίδας. Τα αποκαḯδια της κίτρινης κορδέλας αποφοίτησης του Δημοτικού, αφανισμένα από τους ανέμους και σκορπισμένα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, δήλωναν τελεσίδικα το τέλος όλων των ερώτων της παλιάς εποχής.





 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: