Στον Γιώργο Χουλιάρα
Στριμωγμένο ανάμεσα σε πολυκαταστήματα, νοσοκομεία, σουπερ μάρκετ έστεκε το μικρό μαγαζί. Μια φωτεινή επιγραφή με καλλιγραφικά γράμματα δήλωνε την ταυτότητά του ‘’Aρτολιχουδιές’’
Μπαίνω μέσα
― Παρακαλώ ένα καρβέλι ψωμί
― Αμέσως. Ποιο θα θέλατε;
Στο ράφι κάθε λογής επιλογές. Πιτυρούχα, ένζυμα, άζυμα, μακρόστενα, στρογγυλά με σπόρους, τετράγωνα με χαρακιές στην κρούστα.
Δείχνω ένα στην τύχη και τότε βλέπω το πρόσωπο με το χαμόγελο της,
―Αυτό είναι κι έμενα το αγαπημένο μου, λέει
Μια απρόσμενη ανάσα ζωής με καταλαμβάνει. Η ανοίκεια φράση διακόπτει τον εκκωφαντικό θόρυβο της πόλης. Τα μηχανάκια, τα ασθμαίνοντα λεωφορεία, τα ασθενοφόρα, μονομιάς σιγούν.
Αυτό είναι κι έμενα το αγαπημένο μου. Το τυλίγει με προσεκτικές κινήσεις μαμάς που φροντίζει νεογέννητο βρέφος.
― Ορίστε. Δικό σας.
Κάποια στιγμή, μέσα στο χαμό της ζωής, έρχεται αιφνίδια και πάλι στο μυαλό μου το μαγαζάκι με τις αρτολιχουδιές. Τα βήματα μου με οδηγούν ξανά εκεί.
―Παρακαλώ ένα καρβέλι ψωμί
― Μα ναι! βέβαια
Δίχως να με ρωτήσει ετοιμάζει να μου δώσει ένα ίδιο καρβέλι με εκείνο που είχα κάποτε διαλέξει. Πάει καιρός. Ισως και χρόνια. Το χαμόγελο της διαπερνά το περίβλημα μου.
―Ορίστε
― Δε θέλω να το τυλίξετε
Δεν παραξενεύεται. Απλώνει στα χέρια μου το μικρό καρβέλι, σαν να μου δίνει δώρο τη φροντίδα ενός γνώριμου από παλιά γυμνού μωρού.
― Προσοχή μη θρυμματιστεί, μου κάνει
Με μια έγνοια που δεν έχω ξαναδεί.
Το αγγίζω με μια ταραχή, Η κρούστα του, τραγανή, κρύβει μέσα του έναν πυρήνα απαλότητας, σύννεφο που ταξιδεύει στον ουρανό. Ένα άρωμα ζεστό, μια ανοίκεια, θαλπωρή απελευθερώνεται στον αέρα.
Αίφνης αντιλαμβάνομαι όλα τα απόντα της ζωής μου.
Σκιές. Ένα πλήθος σκιών που έρχονται να με συναντήσουν στο μικρό αρτοποιείο. Η ζωή μου όφειλε αυτή την τελευταία συνάντηση.
―«Δεν οφείλει κανείς τίποτα σε κανέναν».
Είναι η φωνή της που αρνείται να πάρει το αντίτιμο του εμπορεύματος της
― Δεν χρειάζεται, Δεν οφείλει κανείς τίποτα σε κανέναν,
Ποιος μιλάει;
Eκείνη; Εγώ;
Ποιος λέει «Ευχαριστώ»;
Ποιος προλαβαίνει πριν το τέλος να ζήσει μια τέτοια συνάντηση;
Ένα κομμάτι ζεστό ψωμί ατύλιχτο.
Tο γαντοφορεμένο, καχύποπτο χέρι μου λίγο πριν το τέλος γυμνώνεται αγγίζοντας με ανακούφιση το δώρο
που μαλακώνει το τέλος
ΔΕΝ ΟΦΕΙΛΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ