Το ερείπιο με το ντι-εν-έι

Το ερείπιο με το ντι-εν-έι



Θλιβερή και επώδυνη δοκιμασία. Όταν, μετά από αρκετό καιρό, κάναμε το κουράγιο να την επιχειρήσουμε, βρεθήκαμε, μαζί με την αδελφή μου, αντιμέτωποι με το βιος που περιστοίχιζε την μητέρα μας μέχρι που μας άφησε στα ενενήντα της. Έπρεπε, αντικρίζοντας, αγγίζοντας, χαϊδεύοντας τα ρούχα της, τα παπούτσια της, τα καλλυντικά της, τα κουζινικά της, τα σερβίτσια της, τα διακοσμητικά της, τα έπιπλά της, τα κλειδιά της, τα γυαλιά της, τα φυλαγμένα από την ίδια αναμνηστικά της, την αποθησαυρισμένη αλληλογραφία της, τα βιβλία της, τα σημειωματάριά της, να εκτιμήσουμε πόσα και ποια θα διασώζαμε από τον αφανισμό που τους επεφύλασσε νομοτελειακά η αθώα εγκατάλειψή τους από τον ιδιοκτήτη τους.
Μου ήταν αφόρητο να αποχωριστώ άσπλαχνα όλα αυτά τα υλικά κατάλοιπα, τα τόσο βαριά φορτισμένα με άυλο πνεύμα ή, κατά σημεία, ποιος ξέρει, ακόμη και αποδέλοιπου διαλαθόντος υλικού ντιενέι. Ανέτρεξα στην αρωγή της φωτογραφίας.
Φωτογράφισα όλο το σπίτι. Αμέτρητα αντικείμενα. Πάνω από 400 φορέματα. Όλα τα παπούτσια. Το περιεχόμενο συρταριών, ερμαρίων, ντουλαπών. Παντού συνοδεία της αντίστοιχης μυρωδιάς. Που δεν μπορούσα να την καταγράψω αλλά που μπορώ, το ξέρω, να επιστρέψω όποτε θέλω για να την εισπνεύσω. Γιατί εκείνη, μόνος αέρινος μάρτυρας, επιμένει να είναι ανεξίτηλη.




Το ερείπιο με το ντι-εν-έι



Έβαλα στην άκρη και κράτησα μαζί μου κάποια επίλεκτα αντικείμενα. Δυο-τρία ρούχα. Ένα φόρεμα, μια τσάντα, αρκετές εσάρπες της· μερικές τις φορώ. Κράτησα όμως και κάποια ακόμη πολύτιμα αντικείμενα. Ανάμεσά τους κάποια του πατέρα μου που μας είχε αφήσει ακριβώς πριν πενήντα χρόνια με τον βίαιο θάνατο της μετωπικής σύγκρουσης με το αυτοκίνητο. Η μητέρα μου τα κρατούσε ζηλότυπα ―θρηνώντας τον πάντα― στην δική του ντουλάπα. Από εκεί ξεκρέμασα το γαλάζιο παντελόνι του που έμελλε να ξανασυναντήσει το φουστάνι της μαμάς όπως τότε, στην φωτογραφία που είχα τραβήξει εγώ ο ίδιος τον Αύγουστο του 1967, στο Κάπρι της Ιταλίας. Όπου, μαζί με την αδελφή μου, τους απαθανάτισα αναμνηστικά στο τελευταίο ταξίδι διακοπών που είχαμε κάνει ως οικογένεια. Η μαμά με αυτό το φόρεμα, ο μπαμπάς με αυτό το παντελόνι.

Το ερείπιο με το ντι-εν-έι



Τύλιξα αυτά τα ολίγα ρούχα στο «σιδερόπανο», όπως το έλεγε η γιαγιά μου, για να τα πάρω μαζί μου. Όταν έβγαλα από εκεί το σιελ παντελόνι του πατέρα μου, μηχανικά σχεδόν, έψαξα τις τσέπες του. Μισόν αιώνα μετά τον θάνατό του ανέσυρα εμβρόντητος από την μικρή τσέπη για τα κέρματα και τον αναπτήρα του, σπασμένη στη μέση, μια ξύλινη οδοντογλυφίδα. Κρατούσα κοκκαλωμένος στα χέρια μου ίχνη βιολογικού υλικού του. Φωτογράφισα το ερείπιο με το ντιενέι του και το ξαναέβαλα ευλαβικά στο τσεπάκι του μπλέ παντελονιού. Εκεί είναι πάντα.

Το ερείπιο με το ντι-εν-έι