Το περιστατικό καταμαρτυρείται από τον Σεφέρη: Συζητώντας με Έλληνα διανοούμενο του ανέφερε ότι μεταγράφει το Άσμα Ασμάτων. Εκείνος σχολίασε πως αυτά είναι Εβραϊκά πράγματα και πως δεν καταλαβαίνει το ενδιαφέρον που μπορεί να έχουν για σήμερα. Ο Σεφέρης, τότε, του είπε ότι με αυτά τα πράγματα είμαστε ζυμωμένοι πάνω από δυο χιλιάδες χρόνια.
Παραθέτουμε την μικρή αυτή ιστορία, σκοπίμως. Το γιατί, βεβαίως, η νεοελληνική συνείδηση απομακρύνεται από μιάν υπαρκτή σχέση με τα βιβλικά κείμενα, ζωντανή μέχρι την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, αλλά και το γιατί απομακρύνεται από την εμπειρική παράδοση, την οποία τα κείμενα αυτά προϋποθέτουν, και φανερώνουν (χωρίς να την εξαντλούν στην διατύπωσή τους) – αυτό το γιατί είναι αντικείμενο άλλης συζητήσεως, που κάποτε, εάν θέλουμε να είμαστε αληθινοί, θα πρέπει να γίνει με όρους σοβαρότητος.
Από τον Νοέμβριο του 2005, η γλώσσα μας και η βιβλιογραφία μας, πλουτίστηκαν με μια νέα μετάφραση του Άσματος των Ασμάτων. [Προλαβαίνουμε τις ενδεχόμενες παρεξηγήσεις: νομίζουμε ότι το ζήτημα του γυρίσματος – χρησιμοποιούμε την λέξη του Λορεντζάτου – κειμένων από παλαιότερες φάσεις της γλώσσας μας στην σημερινή της εκδοχή, το έχει ονοματοδοτήσει με ακρίβεια ο Σεφέρης. Στην σημείωσή του, της έκδοσης του «δικού του» Άσματος, ο Σεφέρης χρησιμοποιεί την λέξη Μεταγραφή. Και εξηγεί: «Από καιρό συλλογίζομαι πως όταν μεταφράζω ελληνικά κείμενα στη σημερινή μας γλώσσα, και όταν μεταφράζω ξένες γλώσσες, κάνω δύο διαφορετικές δουλειές. Μου χρειάζουνται λοιπόν δύο διαφορετικές λέξεις για να δηλώσω αυτή τη διαφορά. Ώσπου να βρεθεί κάποια περισσότερο ικανοποιητική, υιοθέτησα τη λέξη «μεταγραφή» για τον μεταγλωττισμό των αρχαίων κειμένων. Η λέξη, μ’ αυτή την έννοια, έχει την παράδοσή της, αφού απαντά λ.χ. στον Θουκυκδίδη ή στον Λουκιανό». (πρβλ. Άσμα Ασμάτων – Μεταγραφή
Γιώργος Σεφέρης, Ίκαρος 1965). Τον όρο Μετάφραση, επομένως, για λόγους γενικής οικονομίας, τον χρησιμοποιούμε.] Μια νέα μετάφραση, λοιπόν, στο κείμενο του Άσματος. Αυτή του ποιητή Μιχάλη Γκανά, (εκδ. Μελάνι), στην συνέχεια των όσων έχουν προηγηθεί. Δηλαδή, του ιατρού Κ. Φριλίγγου (1912), του Ελληνοεβραίου Γιοζέφ Ελιγιά (1939), του Σεφέρη (1965), του Νίκου Παπακωνσταντίνου, του Λευτέρη Παπαδόπουλου (1994), για να αναφερθούμε στις πιο πρόσφατες. Αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων, ότι στην νεοελληνική ποιητική δημιουργία δεν υπάρχει η ευθυγράμμιση – και στην περίπτωση των Βιβλικών κειμένων, όπως και σε άλλα από την συλλογική μας παρακαταθήκη, κεφαλαιώδη – με τις κυρίαρχες, στον νεώτερο βίο μας, κατευθύνσεις. (Άλλωστε, τα κείμενα των Γραφών, – και δη εκείνα της Παλαιάς Διαθήκης –, διατρέχουν την νεωτερική μας ποίηση, ως ρείθρα χάριτος, σε μιάν ανθοφορούσα συνομιλία: Από τον Σεφέρη και τον Ελύτη μέχρι τον Σινόπουλο των Ασμάτων (1953), τον Καρούζο στα Ποιήματα
(1961), και αλλού, μέχρι και άλλους νεώτερους). Ο Μιχάλης Γκανάς, ανάβει το δικό του κερί, με απόλυτα προσωπικό, και εντεταγμένο στην ποιητική του περιοχή, τρόπο. Ο Γκανάς χαρακτηρίζει την μετάφρασή του στο Άσμα Ασμάτων «Ελεύθερη Απόδοση», καθόλου τυχαία, όπως θα δούμε.
Μιλούμε για ένα κείμενο – αυτό της μετάφρασης των εβδομήκοντα, μαζί με «άπαντα τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης» ως «τοῦ ἁγίου νόμου μεταγραφή» (πρβλ. Κ. Οικονόμου του εξ Οικονόμων, Περί των Ο΄ ερμηνευτών, τόμ. Δ΄, Αθήναι 1849), η οποία ολοκληρώνεται, ως συνολική «μεταφορά», της Παλαιάς Διαθήκης, στην ελληνική γλώσσα της εποχής, όχι νωρίτερα από το 130 π.Χ. – εντεταγμένο στον κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Άρα – με όρους της εκκλησιαστικής εμπειρίας – μιλούμε για ένα Ιερό κείμενο, με εσχατολογική διάσταση του ερωτικού του περιεχομένου. Για την εκκλησιαστική ζωή, το βίωμα και η σχέση με το Θεό, προϋπάρχει και έπεται των κειμένων. Οι, κατά χάριν, έχοντες την εμπειρία της σχέσεως με τον Θεό, είναι οι Άγιοι. Η κοινωνία της αγιότητας του Θεού, είναι εκείνη που δίνει στους Αγίους την δωρεά της ερμηνείας των κειμένων, ως σηματωρών της σχέσεως Θεού-ανθρώπου. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, οι Πατέρες της Εκκλησίας, ως «σκεύη εκλογής» και κατά χάριν ισόθεοι στην εμπειρία και την συνείδηση του λαϊκού σώματος, ερμηνεύουν τα κείμενα. Ο Θεοδώρητος, από τους παλαιότερους των ερμηνευτών, τονίζει ότι το Άσμα των Ασμάτων, ο έστι Σαλωμών, «οὐκ ἐπινίκιον, οὐδέ ὄρθριον, ἀλλ’ ἐπιθαλάμιον ᾆσμα [...]». Για τον Θεοδώρητο, ο σοφός Σολομών γράφει ένα άσμα συγκεφαλαιωτικό όλων των άλλων ασμάτων της Παλαιάς Διαθήκης. «Καλεῖται δ’ ἀκριβῶς τό βιβλίον τοῦτο ᾆσμα ᾀσμάτων, διότι τά ἄλλα ἐκεῖνα ἄσματα τῆς Π. Διαθήκης «διά τοῦτο το ᾆσμα γεγένηται κάκεῖνα προς τοῦτο ἄγει. Τοῦτο γάρ ἔστι τό κεφάλαιον τῶν ἀγαθῶν καί τῆς θείας φιλανθρωπίας ὁ κολοφών». (πρβλ. Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το Άσμα Ασμάτων, εκδ. Ο Σωτήρ). Το Άσμα Ασμάτων, για την Εκκλησιαστική ζωή, προτυπώνει την ενανθρώπιση του Θεού, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, που κατά την πατερική ορολογία, είναι «το όλον του έρωτος» και το «πλήρωμα της αγάπης». Ο Χριστός – αναμενόμενος Μεσσίας στην Παλαιά Διαθήκη – «δι’ ὑπερβολήν ἐρωτικῆς ἀγαθότητος», αναλαμβάνει κενούμενος την ανθρώπινη σάρκα για να την ανακαινίσει στην αφθαρσία της Χάριτός Του. Ο Νυμφίος του Άσματος, ενώνεται με την Νύμφη – Εκκλησία στην δυναμική πραγματικότητα της Θεανθρωπότητας του Χριστού.
[...]
Έχουμε την βάσιμη εντύπωση ότι στην προσέγγιση του Άσματος από τους ποιητές μας, η πνευματική εμπειρία που γέννησε και συνοδεύει το κείμενο, διαποτίζει τελικώς και την δική τους μεταφραστική εκδοχή.

Ο Μιχάλης Γκανάς στον επίλογο που παραθέτει στην έκδοση της δικής του ελεύθερης απόδοσης (όπου, παρατίθενται – σκοπίμως – πρώτα η απόδοσή του, κατόπιν το πρωτότυπο κι ύστερα ο επίλογος), γράφει: «Με όλο το σεβασμό σε όσους ασπάζονται αυτή την άποψη, (σ.σ. εννοεί την θεολογική παράδοση), είδα το Άσμα Ασμάτων σαν ένα ερωτικό τραγούδι που η ένταση των συναισθημάτων μπορεί κάλλιστα να αποκαλύψει τη δισυπόστατη φύση μας, σαν ουράνιο τόξο, ‘‘φωτίζοντας σε κάθε σώμα τον ουρανό του και το χώμα’’». Μπορεί, επομένως, ο Γκανάς, να μην ασχολείται με «την ενοχλητική παρέμβαση του δογματισμού», όπως έγραφε ο Σεφέρης – και καλά κάνει. Όπως φαίνεται όμως από το προπαρατεθέν απόσπασμα του επιλόγου του, κινούμενος μέσα στην αύρα της δικής του ποιητικής ατμόσφαιρας, άμεσα επηρεασμένης από τα συλλογικά σημαινόμενα, επιτυγχάνει ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα. Καταφέρνει, δηλαδή, να μας χαρίσει ένα παλίμψηστο ποίημα, εντεταγμένο στην δική του ποιητική επικράτεια αφ’ ενός και αφ’ ετέρου ένα ποίημα που διασώζει την βαθεά αντι-μεταφυσική, αλλά συνάμα υπέρλογη πραγματικότητα του αρχετύπου Άσματος. Ο Γκανάς ξεκαθαρίζει στον Επίλογό του, ότι πρόκειται για «μια προσωπική ανάγνωση του άσματος με περισσότερες ελευθερίες», ώστε συμπληρώνει «να προτείνω στον σημερινό αναγνώστη ένα εκτενές ερωτικό ποίημα – που ίσως ήθελα να γράψω – από αυτά που δεν γράφονται στις μέρες μας». Οι ελευθερίες που παίρνει – θα μπορούσαμε να πούμε οι καλώς νοούμενες αυθαιρεσίες – υπακούουν στους εσωτερικούς ρυθμούς του πρωτοτύπου, αξεδιάλυτα δεμένους με την υλικότητα των ευρύτερων ποιητικών του σημάνσεων. Ως ποιητής, στον οποίον κατ’ εξοχήν, έχει εγκεντριστεί και καρποφορήσει η μουσική και η χρωματική κλίμακα της συλλογικής έκφρασης – (ο Γκανάς απέδειξε στο ποιητικό του έργο ότι το δημοτικό τραγούδι και τα απηχήματα της αγροτοποιμενικής ελληνικής πραγματικότητας, μπορούν να λειτουργούν αποτελεσματικώτατα και στο βιαίως αστικοποιημένο νεοελληνικό τοπίο σήμερα) – αξεδιάλυτα δεμένης με την λαϊκή ευσέβεια και θρησκευτικότητα σε διαρκή αλληλοτροφοδοσία, μας χαρίζει ένα δικό του ποίημα το οποίο όμως αντιστοιχίζεται με το πρωτότυπο κείμενο, ουσιαστικώτερα και οργανικώτερα από την όποια κατά λέξη μετάφραση. Ο Γκανάς, μπόρεσε να μας αποκαλύψει στην συγκαιρινή γλώσσα και στην θορυβώδη συγχρονία μας, τα καθρεφτίσματα ενός συλλογικού εκφραστικού κατόπτρου, όπως είναι το κείμενο του Άσματος, στο οποίο εξισορροπούνται και ισοζυγιάζονται η δίψα της αγάπης και η πλημμυρίδα των ερωτικών σκιρτημάτων, σκεπασμένα με την διαφάνεια της ιερότητας και ριζωμένα στην ύλη των απλών πραγμάτων που εξυφαίνουν την πράξη της ζωής. «Φωτίζοντας σε κάθε σώμα τον ουρανό του και το χώμα». Σ’ αυτόν τον στίχο του Μιχάλη Γκανά, τον οποίον επικαλείται στον επίλογό του, νομίζουμε ότι εγκιβωτίζεται η αίσθησή του από το Άσμα Ασμάτων (και επί του Άσματος). Κι αυτός ο στίχος του, θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί για την απόδοση της Θεανθρωπότητας του Άσματος.
Ο Γκανάς, ενδιαφερόμενος πρωτίστως, για ένα αποτέλεσμα που κρατά την εσώτερη μουσική δομή του κειμένου – παιγμένη όμως στον δικό του αυλό, με τα δικά του χείλη και δάχτυλα – παραλείπει τα εβραϊκά ονόματα των βουνών και των τόπων, κι έτσι κατορθώνει την μέγιστη δυνατή ομοιογένεια και λειτουργικότητα στην απόδοσή του. Έτσι το «αἳ ἀπεκαλύφθησαν ἀπὸ τοῦ Γαλαάδ» (IV, στίχ. 1), γίνεται «που κατεβαίνουν στις πλαγιές». Οι στίχοι «Ὡς πύργος Δαυΐδ τράχηλός σου, / ὁ ᾠκοδομημένος εἰς Θαλπιώθ» (IV, στίχ. 4), αποδίδονται «Ο λαιμός σου περήφανος σαν πύργος, / που ’ναι χτισμένος με βασιλικές κορώνες». Κι ο στίχος «ἀπὸ κεφαλῆς Σανεὶρ καὶ ᾿Ερμών»: «κατέβα απ’ τις ψηλές κορφές» (IV, στίχ. 8). Με στέρεες δε και ταυτόχρονα λυρικές δραστικά επινοήσεις, φέρνει το δημοτικό τραγούδι και την γλώσσα του Σολωμού, αρωγούς στην λυσιτέλεια της στοχοθεσίας του: «ἕως οὗ διαπνεύσῃ ἡ ἡμέρα καὶ κινηθῶσιν αἱ σκιαί» διαβάζουμε στο πρωτότυπο (II, στίχ. 17) και ο Γκανάς: «ώσπου να βασιλέψει η μέρα / και να θολώσουν τα νερά».
Έχοντάς μας κομίσει ποιητικά επιτεύγματα που απέδειξαν την ενάργεια και την ζωτικότητα της ομοιοκαταληξίας και των ρυθμικών κανόνων στο σήμερα, μέσω της μοντερνιστικής εμπειρίας από τα Μαύρα Λιθάρια (1981), μέχρι και τον Ύπνο του Καπνιστή (2003), ο Γκανάς, με μεγάλα σχολεία του την δημοτική παράδοση και την πλατύτητα του λαϊκού αισθήματος, εισάγει στην απόδοσή του του Άσματος, την πλούσια ικανότητά του, όπου θεωρεί ότι η κρυφή μουσική του κειμένου το απαιτεί, ώστε να περάσει η ανταύγεια των ήχων στο δικό του ποίημα. Πάλι τα αποτελέσματα είναι απροσδοκήτως σαγηνευτικά. Στο Άσμα (III, στίχ. 6) διαβάζουμε: «Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα ἀπὸ τῆς ἐρήμου, / ὡς στελέχη καπνοῦ τεθυμιαμένη / σμύρναν καὶ λίβανον ἀπὸ πάντων κονιορτῶν μυρεψοῦ;». Εδώ ο Γκανάς, κι αφού, αναδεικνύοντας και την δραματική πτυχή του κειμένου (την οποίαν, άλλωστε δέχονται και οι πατερικές ερμηνείες αλλά και οι μεταγενέστεροι μελετητές, όπως λόγου χάριν ο Godet, ο οποίος μιλά για την μορφή του Άσματος, ως κράμα ειδυλλίου και δράματος) δομεί την απόδοσή του τρίφωνα (τραγουδούν, σκηνικώ τω τρόπω ο Άντρας, η Γυναίκα και ο Χορός), – φανερώνει τις προθέσεις του και τα αποτελέσματά τους. Τραγουδά, λοιπόν, ο Χορός: «Ποιά είν’ αυτή που έρχεται / και σαν καπνός προβαίνει / με σμύρνα, μοσχολίβανο / και μύρα τυλιγμένη; / Ποιά είν’ αυτή που φάνηκε / σαν ήλιος σαν φεγγάρι / και σαν ασκέρι άγριο / που κάστρο πάει να πάρει; Ποιά είν’ αυτή που πέρασε, / την έρημο και νάτη, / με τον αγαπημένο της / περνούν στο ίδιο άτι;». Λειτουργεί, παράλληλα, συνεπικουρικά στην κατάκτηση του ζητουμένου – που δεν είναι άλλο παρά η αναδιατύπωση του ποιητικού κόσμου του Άσματος και των πνευματικών αναφορών του, μέσα από τα υλικά και τον κόσμο μιας άλλης ποιητικής φωνής τόσο σωματικά δεμένης με τα καθολικά σινιάλα κοινότητας ζωής ενός ολόκληρου κόσμου – η προώθηση των «αυθαιρεσιών» στην ανάδυση τοπωνυμίων ή λεκτικών αναφορών με ειδικό βάρος συμβολισμών, οι οποίοι φέρνουν στο προσκήνιο την αίσθηση από μνήμες ολόκληρων ιστορικών περιόδων. «᾿Αδελφιδός μου κατέβη εἰς κῆπον αὐτοῦ / εἰς φιάλας τοῦ ἀρώματος, / ποιμαίνειν ἐν κήποις καὶ συλλέγειν κρίνα», ψάλλει η Νύμφη του Άσματος. Και ο Γκανάς: «Κατέβηκε στον κήπο του ο καλός μου / μέσα στου Γκιούλμπαξε τα κρίνα / κι όσο βοσκούν τα γίδια του / θα πλέξει ένα στεφάνι». Πρόκειται για μιαν ελεύθερη απόδοση, η οποία όμως φανερώνει με τις πρωτοβουλίες της (που οικονομούνται στην προοπτική της διακονίας ενός ποιητικού οράματος αλλά και της διακονίας του συγκεκριμένου ποιητικού μεγαλουργήματος, του Άσματος, δηλαδή), – απείρως σεβαστικώτερη από την ξηρότητα θεολογικών μελετών ή την επιφυλακτικότητα της σχολαστικής «ακρίβειας». Χωρίς αυτό, βεβαίως, να σημαίνει περιφρόνηση στα φιλολογικά σύνεργα, και τις σημασιολογικές σταθερές, τις εκφέρουσες τα νοήματα. Και μας δίνει αληθινά διαμάντια, αφού βρίσκει ο τολμητίας αυτουργός της, ο Μιχάλης Γκανάς, στην φωνή του Άσματος, φλέβες από εκείνες που έχουν δροσίσει την δική του φωνή. Όπως αυτά του ογδόου μέρους του ποιήματος. Για να αντιληφθούμε τι επέτυχε ο Γκανάς, παραθέτουμε πάλι πρωτότυπο και απόδοση:
«Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα λελευκανθισμένη, / ἐπιστηριζομένη ἐπὶ τὸν ἀδελφιδόν αὐτῆς; Ὑπὸ μῆλον ἐξήγειρά σε· ἐκεῖ ὠδίνησέ σε ἡ μήτηρ σου, / ἐκεῖ ὠδίνησέ σε ἡ τεκοῦσά σε. / Θές με ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὴν καρδίαν σου, / ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὸν βραχίονά σου· / ὅτι κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη, / σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος· / περίπτερα αὐτῆς περίπτερα πυρός, φλόγες αὐτῆς· / ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην, / καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν. / Ἐὰν δῷ ἀνὴρ πάντα τὸν βίον αὐτοῦ ἐν τῇ ἀγάπῃ, / ἐξουδενώσει ἐξουδενώσουσιν αὐτόν. / Ἀδελφὴ ἡμῶν μικρὰ καὶ μαστοὺς οὐκ ἔχει. / Τί ποιήσωμεν τῇ ἀδελφῇ ἡμῶν / ἐν ἡμέρᾳ ᾗ ἐὰν λαληθῇ ἐν αὐτῇ;». Ο Γκανάς αποδίδει, με δραματικό επιμερισμό της λυρικής φωνής του πρωτοτύπου, και δίνει στην νεώτερη προσωδία μας ένα άρτιο αποτέλεσμα:
«ΧΟΡΟΣ: Ποιά είν’ αυτή που φάνηκε / σαν τη μηλιά με τ’ άνθη / και τώρα με το ταίρι της / περνούν στο ίδιο άτι; ΑΝΤΡΑΣ: Στον ίσκιο της μηλιάς κοιμάσαι / και κάνεις πως δεν με θυμάσαι. / Στην ίδια τη μηλιά από κάτω / σε ξύπνησα ένα Σαββάτο, / εκεί που πήγε να πεθάνει / η μάνα σου για να σε κάνει. / ΓΥΝΑΙΚΑ: Βάλε με σαν σφραγίδα στην καρδιά σου / και τατουάζ στο μπράτσο κέντησέ με. / Έρωτα εσύ τον θάνατο πατώντας, / στην κόλαση του πόθου ανάστησέ με. / Αγάπη που σαν φλόγα δυναμώνεις, / με σπίθες και σπαθιά με περιζώνεις. / Δεν βρέθηκε ποτάμι να σε σβήσει / και κύμα της θαλάσσης να σε πνίξει. / Τα πλούτη στην αγάπη δεν μετράνε, / ποιός είδε την αγάπη να πουλιέται, / χαρίζεται μονάχα όπου θέλει / και σαν χρυσή βροχούλα σπαταλιέται. ΧΟΡΟΣ: Έχουμε αδελφή μικρή, / ο κόρφος της δεν έδεσε λεμόνια. / Σαν τι θα κάνουμε γι’ αυτή / όταν την κουβεντιάσουν;».
Στον Επίλογό του ο Γκανάς μιλά για «παλιούς λογαριασμούς» με το Άσμα Ασμάτων. Κατέγινε με την μετάφραση, μας λέει, όντας φοιτητής της Νομικής, το καλοκαίρι του 1968. «Έχω ακόμη το σπιράλ τετράδιο εκείνης της εποχής με το Άσμα καθαρογραμμένο και την ένδειξη: Καμίτσανη 15/7/68 - 1/9/68», εκμυστηρεύεται. Εκεί κοντά στο Μοναστήρι της περιοχής του, που στην μνήμη του στοιχειώνει με νοτισμένα τα δάχτυλα του Παντοκράτορα. Με το κερί και το λιβάνι της παράδοσης, ψηλαφητά στην ποίησή του, όπου ο κόσμος των καταβολών σκαρφαλώνει σαν κισσός ενός ψυχικού τρόπου, ανεβαίνοντας το πλατάνι της φωνής του με «ένρινα βυζαντινά». Ο Γκανάς δεν απώθησε ποτέ του αυτούς τους φθόγγους που έδεσαν το συλλογικό μας πρόσωπο – κατά τα ειωθότα της νεοελληνικής μοδός. Κι είναι αυτοί οι φθόγγοι που λειαίνουν και τεντώνουν το δέρμα της φωνής του, σαν παλίμψηστη διφθέρα πάνω στο τύμπανο από ξύλο κέδρου του Λιβάνου, πάνω στο αρχέτυπο του Άσματος. Η γλώσσα της απόδοσής του γίνεται «κορμί που λαχτίζει σαν αγριμάκι».
Ο Θεοδώρητος, από τους παλαιότερους ερμηνευτές στην πατερική χορεία, «ἀρχόμενος τῆς ἑρμηνείας αὐτοῦ προβαίνει ἐπί τοῦ πρώτου στίχου τοῦ ᾌσματος τῶν ᾀσμάτων εἰς [...] παρατηρήσεις: Πρωτίστως προβάλλει την ἑπομένην διάφορον γραφήν. ᾎσμα ᾀσμάτων ὅ ᾔσθη τῷ Σολομῷντι (ἐψάλη ὑπό τοῦ Σολομῶντος) ἀντί τῆς συνήθους «ὅ ἔστι Σολομών», λέει ο Τρεμπέλας (ό.π.). Μπορούμε να καυχώμαστε, γιατί στην ποίηση και στην γλώσσα μας έχουμε πλέον απόκτημα και το «Άσμα ασμάτων ο ήσθη τω Μιχαήλ Γκανά». Κι είναι αυτό, σπουδαίο.