Ροκ στην καθαρεύουσα & στη δημοτική

Ροκ στην καθαρεύουσα & στη δημοτική

«Τώρα υπάρχει σκηνή. Πολύ ξεκάθαρα. Είναι βέβαια πολύ περισσότερα τα αγγλόφωνα συγκροτήματα. Εμένα μου λείπει να ακούσω στα ελληνικά κάτι που να με συνταράξει. Αλλά επίσης νομίζω ότι σιγά σιγά βγαίνουν πράγματα τα οποία ίσως σε λίγο καιρό θα ξεχωρίσουνε». Τάδε έφη Παύλος Παυλίδης σε μια πρόσφατη συνέντευξη του στο Vice Greece.
Από τα λόγια του συνθέτη απουσιάζει, αν μη τι άλλο, οποιαδήποτε ονομαστική αναφορά στα εν λόγω «πράγματα» (πρβλ. Miranda Presley). Άλλη μια χαμένη ευκαιρία να γίνει στάχτη το κατεστημένο του μέσου εγχώριου ροκ καναπεδοκέφαλου. «Scorpions, Metallica και Βασίλη φίλε». Άντε μετά να λύσεις και να ξεκινήσεις.
Ας κρατήσουμε όμως δυο σημαντικά στοιχεία : Πρώτον, υπάρχει μια πολλά υποσχόμενη σκηνή. Δεύτερον, ελληνικός στίχος βρε παιδιά ! Αλλά… ο τωρινός δεν συνταράσσει. Μπα ;

Όσον αφορά στο πρώτο στοιχείο, (πολύ) λίγα λέει ο Παύλος. Η σκηνή βράζει.
Βράζει με όλη τη σημασία της λέξης : Pirates City, Oldschool Rednex, Psychobreak Punk, Red Light, Άλλος Κόσμος, N’ Cheezed, Τσέρρυ Μπράντυ, Chlorini, The Coreys, Κούρο Σίβο, ΚΡΑΑΚ, Πλήγμα, Άφλικτο, Άμοιροι, Ενδορφίνες, Φυγή, The ingredients, Nurse of War, Marionnetes, Latérna, Φιέρα, Πέμπτη Κάστα, Concordia, Ανώμαλα Ρίμματα, Drifting Clouds, 90s Fatkid, Citizen Jim άλλοι…
Ασφαλώς, οι αυτοαποκαλούμενοι ροκ σταθμοί της πρωτεύουσας και της επαρχίας — αυτοί που θάψανε τους Ενδελέχεια, τελικά — επιμένουν να κλείνουν ερμητικά τα αυτιά μπροστά στο εγχώριο προϊόν, στηρίζοντας με περίσσια δειλία ένα αποικιοκρατικό πολιτισμικό καθεστώς. Και δώστου καμιά δεκαριά «wind of change» την ίδια μόλις μέρα — και να θυμάστε : το τοίχος έπεσε. Και τελικά, βολεύεται ο ακροατής και συνηθίζει να ακούει την (ίδια) μουσική και ποτέ τον στίχο. Μα τέλος πάντων ! «Ροκ» είναι ο συνδυασμός απαιτητικού ήχου από τη μια και απογυμνωμένου στίχου από την άλλη. Μορφή και περιεχόμενο, ένα. Υπάρχουν και ραδιοφωνικά τσακάλια εδώ κι εκεί, όπως η Θέκλα Τσελεπή και ο Γιάννης Σημαντήρας, που αντιστέκονται. Αλλά για πόσο ακόμη ;

Όσον αφορά, τώρα, στο δεύτερο στοιχείο, το μείζον θέμα του ελληνικού στίχου…
Πράγματι, είναι πολλά τα αγγλόφωνα συγκροτήματα — δεν γίνεται λόγος για τη μέταλ σκηνή, ετούτη είναι αλλουνού παπά Ευαγγέλιο. Από τους σύγχρονους, θα ξεχωρίζαμε τις Hiraeth, τους Noiz Ritual, Vodka Juniors, Overjoyed, The Sexy Christians και όσους τέλος πάντων δεν συντηρούν μια αποικιοκρατούμενη λογική με την οποία συχνά συνεπάγεται ο αγγλικός στίχος.
Γιατί ναι… υπάρχουν καινούργια ελληνικά ροκ και ποστ-ροκ συγκροτήματα που θα ήθελαν να έχουν γεννηθεί αλλού και με κάθε ευκαιρία κουνούν το δάχτυλο στους υπόλοιπους σαν αμόρφωτοι μάνατζερ. Βλέπουν ίσως κάτι υποδεέστερο στον ελληνικό στίχο, κάτι χαμηλό, ανάξιο λόγου. Είναι οι ίδιοι που κρύβονται πίσω από ανούσιους αγγλικούς στίχους, ντυμένοι αποικιοκράτες βρετανοί και αρέσκονται ίσως να μην χωράνε «σε μια άδεια πατρίδα, σε μια ελπίδα τυφλή». Τι κρίμα.

Έτσι κάνανε και οι καθαρευουσιάνοι. Και καλά ο Κοραής που ανατρεπτικά κάποτε πρότεινε τη «μέση οδό», δηλαδή μια γλώσσα καθαρισμένη, απαλλαγμένη από τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς και υποτέλειας. Εκείνοι, όμως, που την υιοθέτησαν θα προτιμούσαν στην πραγματικότητα να μιλάμε στα αρχαία (πρβλ και Ισραήλ) και μάλιστα αντάλλαξαν τον τουρκικό ζυγό με τον Δυτικό και την κ-όψη τους σε καθρέπτισμα της Δύσης : απογόνοι των αρχαίων, ε ;
Έτσι, έβαλε πενήντα χρόνια να αναγνωριστεί ο Διονύσιος Σολωμός και η Επτανησιακή Σχολή, δηλαδή η αξία της δημοτικής γλώσσας, μιας πραγματικά ελεύθερης λαλιάς, η ταπειφροσύνη του μορφωμένου μπροστά στην αναρχία (χωρίς αφέντες) της λαϊκής σκέψης : δημιουργική πρόσληψη όσων της δίνουν ζωή και της εξασφαλίζουν μια συνέχεια στον χρόνο.
Πείσμωσε ο Ιάκωβος Πολυλάς, μαθητής του Σολωμού, μάζεψε τα χειρόγραφα του δασκάλου, τα εξέδωσε, και ύστερα ήρθε στην Αθήνα, έπιασε τον ημικαθαρευουσιάνο Παλαμά από τον γιακά (ή κάτι τέτοιο) και τον ανάγκασε να ενσκύψει πάνω στο άγνωστο έργο του Σολωμού. Έτσι, ο Παλαμάς της Αθηναϊκής σχολής ανακάλυψε έναν ολότελα καινούργιο κόσμο και ένα λογοτεχνικό μεγαλείο χωρίς προηγούμενο : ο επτανήσιος δάσκαλος είχε καταφέρει να αντλήσει από όλη την κλασική, αναγεννησιακή αλλά και σύγχρονη του ντόπια και ξένη λογοτεχνία, από τόνους γερμανικού ιδεαλισμού και κυρίως από το δημοτικό και λαϊκό στοιχείο και να το ανασυνθέσει σε κάτι απολύτως πρωτοποριακό. Γνωρίζοντας πως κανείς αστός δεν μπορεί να μιμηθεί και μόνο, με τρόπο γνήσιο δηλαδή, τους λαϊκούς τρόπους, δήλωσε υποταγή στη γλώσσα του λαού. «Κι αν είσαι αρκετός, κυρίεψέ την» ως ισότιμος της — αλλιώς, κατάληγε λαϊκιστής. Κατακτώντας από την αρχή την ελληνική, τη μητρική, έφτασε μακριά, όπου δηλαδή δεν έφτασε γράφοντας στην ιταλική γλώσσα των επτανήσιων μεγαλοαστών. Δημιούργησε από τα κάτω προς τα πάνω μια ποίηση ασύλληπτης ομορφιάς, αν και ανολοκλήρωτη, αποσπασματική.

Απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου
Δ. Σολωμός, «Ο πόρφυρας»


Ας σημειωθεί πως η λογοτεχνία (η καλή τέχνη ευρύτερα) λειτουργεί και οφείλει να λειτουργεί ανοικειωτικά, όπως και υπερτονίζουν οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας. Το οικείο δηλαδή, το καθημερινό, οφείλει να ανασυντίθενται μέσα από μια εξαιρετικά καλοδουλεμένη άποψη πάνω στο μέσο κατάκτησης του κόσμου που έχουμε : τον λόγο. Η ανοικείωση δηλαδή εμφανίζει ως ξένο το ήδη γνωστό μέσα από την καλλιέργεια του μέσου με το οποίο αυτό δίνεται στον αποδέκτη ενός μηνύματος και σπρώχνει τον αναγνώστη στην επανεξέταση του κατά τα άλλα γνώριμου και συνηθισμένου σε αυτόν κόσμο πχ «απόκοσμο μονοπάτι, οι ξεβαμμένες ζέβρες της ασφάλτου» αντί για «διαβαίνω τη διάβαση πεζών». Αν μη τι άλλο ο «εθνικός ποιητής», στον οποίο αναγνωριζόταν μόνο ο Ύμνος στην Ελευθερία — ανάθεμα κι αν τον είχε διαβάσει κανείς — έμοιαζε ξένος, γλωσσικά ασυνεπής και ασήμαντος ποιητής στους καθαρευουσιάνους.
Γεγονός είναι πως χωρίς τον Επτανήσιο δεν θα υπήρχε ούτε συμβολισμός, ούτε γενιά του '30, ούτε Νομπέλ, ούτε Α' μεταπολεμική, ούτε Β', ούτε σύγχρονη, ούτε Σιδηρόπουλος, ούτε Σαββόπουλος, ούτε Αγγελάκας — όπως τα γνωρίζουμε σήμερα τουλάχιστον. Αλλά και τι θα τραγουδούσε από το ραδιόφωνο και τα μεγάφωνα του Πολυτεχνείου στον εν δυνάμει αδελφοκτόνο, ο Μήτσος, τη νύχτα εκείνη… με αγάπη και διάθεση ενωτική, υπερβατική, εγκαλώντας τον πολιορκητή στην λογική της συνύπαρξης, όπως άλλοτε στο Έργα και Ημέραι ο Ησίοδος εγκαλούσε τον αδερφό του, Πέρση (< πέρσις = άλωση) : αδέρφια μας… αδέρφια μας στρατιώτες, δεν θα σηκώσετε το χέρι πάνω στα αδέρφια σας. Αναρωτιέται κανείς… όσοι «γράφουν μόνο στα αγγλικά», έρχονται καθόλου αντιμέτωποι με τον Σαίξπηρ, τον Γκίνσμπεργκ, τον Jim Morisson; Ή μήπως «δεν είναι ανάγκη» ;

Μα δυο λεπτά. Προκειμένου να γράψεις καλό ελληνικό στίχο πρέπει να αντιμετωπίσεις στιχουργικά και λογοτεχνικά μεγαθήρια. Και την Κατερίνα Γώγου. Το πράγμα, δε, έγινε ακόμη πιο δύσκολο από όταν ο Θεοδωράκης και ο Ξαρχάκος μέθυσαν με υψηλή ποίηση το λαϊκό τραγούδι. Και βλαστημάνε κάποιοι συχνά : μα γιατί δεν γράφετε στα ξένα ; Μα καλά… αναρωτιέται η σιωπηλή και επιδραστική μορφή της εγχώριας ροκ‘ν’ρολ και πανκ σκηνής ονόματι Παυλίδης Γιώργος, σε ποια γλώσσα νομίζει πως σκέφτεται ο φυσικός ομιλητής της ελληνικής ;

Μα εγώ ξέρω ένα παγκάκι                             Κι έτσι τα βράδια αποζητάς                                                      Μες στα χόρτα, τα λουλούδια,
γνωρίζω τον περιπτερά.                          προστασία, σε μπαρ                                                            το ποτήρι δεν βαστώ·
Πίνω την μπύρα απ' το κουτάκι                    
κοσμοπολίτικα ψαρεύεις σεβασμό…                                    φιλελεύθερα τραγούδια
κι είμαι από τα καλά παιδιά.                 Ξέρεις, εκεί δε ζητιανεύω αξία.                                         
σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.
Εσύ κυρία θες να μείνεις.                                    Θα μείνω απ' αυτούς στις γειτονιές
Κι εγώ απλά περαστικός                                      που σπέρνουν άγριο χορό
εσύ απλά έχεις και τα δίνεις
Κι εγώ καρμίρης και φτωχός                   Γράψε για μένα αποστροφή
                                                                                     κι ένα κλουβί σαν φυλαχτό

                                                                         μέσα να μπαίνω λίγο
                                                                                      μέχρι να αρχίσω να πετώ

«Ταξικό», Χατζηφραγκέτα, 2012              «Ό,τι αγαπώ είναι για λίγο»,                                «Ύμνος εις την ελευθερίαν» 
                                                                                        Γιώργος Παυλίδης-Χάσμα, 2003                        Διονύσιος Σολωμός, 1823


Ανεξαρτήτως, άλλωστε, του πολύγλωσσου περιβάλλοντος στο οποίο ζει κανείς (πρβλ και Καβάφη), η «μητρική» γλώσσα μέσω της οποίας έρχεται κανείς αντιμέτωπος με τον πλούτο των άλλων γλωσσών, αντιπαραθετικά και στο επίπεδο της διαφωράς, είναι το όργανο μιας άλλης : το λέμε ασυνείδητο, αλλοτρίωση στον κυρίαρχο πολιτικό, πολιτισμικό και κοινωνικό λόγο. Το λέμε και Άλλον. Σε κάθε περίπτωση η γλώσσα είναι η προϋπόθεση για την καλλιέργεια της σκέψης, ένα κατοπτρικό όργανο αναδιπλασιασμού της θέσης του έλλογου ζώου σε αυτόν τον κόσμο. Το μέσο δηλαδή, με το οποίο τα πολιτίκ ζωντανά μπορούν και επαναπροσδιορίζουν τη σχέση με τους με τα έμβια ή τα μη έμβια αντικείμενα που τα περιβάλλουν.
Και ίσως η υπερβολική κυριολεξία — πλην ελαχίστων εξαιρέσεων — της ραπ και χιπχοπ στιχουργικής (απουσία συμβόλων, μεταφορών, ισχυρών ανοικιωτικών στοιχείων), παρότι αξιοσημείωτη, να μην ενεργοποιεί τον ακροατή της όπως θα ήθελε. Μάλλον τον παθητικοποεί, εφόσον κιόλας δεν αφήνει περιθώριο για ένα δεύτερο και τρίτο ανα-γνωστικό επίπεδο. Αν και εγκαλεί τον ακροατή στη δράση δεν στοχεύει στον πυρήνα της ιδίω δράσης, στην καλλιέργεια δηλαδή μιας δυνατής ή πιθανής ερμηνείας του λόγου, ενός αντι-λόγου ακόμη και λανθασμένου από μεριάς του ακροατή — ταυτίσου ή δρόμο.

Αναρωτιέμαι αλήθεια, πόσο δύσκολοι, παρεξηγήσιμοι και ακαταλαβίστικοι θα ήταν στην απλή ανάγνωση οι στίχοι των Panx Romana, Πίσσα και Πούπουλα, Αρνάκια, Γενιά του Χάους, Bad Movies, Χατ Τρικ, Kill the Cat και φυσικά των Χάσμα για όποιον έχει εξ ολοκλήρου αφεθεί στην ατελείωτη ρυθμική ανάγνωση περγαμηνών κυριολεκτικής κυριολεξίας ;

Φαντάζομαι ήδη την αντίδραση του εν λόγω ακροατή-αναγνώστη : μα ποιανού είναι αυτό το ποίημα τέλος πάντων ; Μα τι λέω… εδώ κάποιους τους μπερδεύει ακόμη το

                        πέφτω και κυλιέμαι σαν ζάρι

Τέλος πάντων.

Διάβασα κάπου, πως όσοι παρεβρέθησαν (αλλά και όσοι δεν κατάφεραν να παρεβρεθούν) στο ιστορικό Gagarin στις 19 Οκτώβρη 2024 στο ΑΠΟ ΚΑΤΩ ΦΕΣΤ, «ζουν στην Αναγέννηση… — όπα κάτσε, τι ; — …της ελληνικής ανεξάρτητης ροκ σκηνής». Και είναι γεγονός — ήμουν κι εγώ εκεί, σε ένα κυριολεκτικά (!) κατάμεστο Gagarin.

Οι τέσσερις μπάντες του ΑΠΟ ΚΑΤΩ (προς τα πάνω;) ΦΕΣΤ έζησαν μια αξέχαστη βραδιά παρέα με ένα κοινό που γνώριζε τους καλοκουρδισμένους στίχους τους σχεδόν απ’ έξω κι ανακατωτά. Κι ένιωθες καταμεσής στην παγωμένη ερημιά των εξελίξεων εντός και εκτός της μικρής μας αποικίας, γωνιά μιας γωνιάς που από θαύμα και σε πείσμα σχεδόν όλων καταφέρνει να υπάρχει… πως κάτι αναπάντεχο συμβαίνει. Η μουσική εξαιρετική, οι μπάντες δεμένες, ο ήχος άπταιστος. Έπνεε αέρας αλλαγής, όχι κούφιο θέαμα και λεία προς εμπορευματοποίηση για την κοινωνία του θεάματος. Αγάπη και αδελφικότητα. Γνωστοί και άγνωστοι στο κοινό. Κόσμος που δεν αγόραζε μπλούζες με στάμπες απλά και μόνο για μόστρα, παρά στήριζε, ένιωθε κομμάτι της στιγμής. Και θα μου πεις… καλά ντε ! Πάντα υπήρχαν μπάντες. Σιγά το πράγμα. Κι όμως, κάτι έχει αλλάξει.

Θες οι χρόνιες μάχες ορισμένων προκειμένου να γίνει η ανεξάρτητη εγχώρια ροκ σκηνή ανταγωνιστική ; Θες το ερευνητικό έργο του Νικόλα Σούζα στο Πολιτικής Επιστήμης της Αθήνας πάνω στην ιστορία και στα προβλήματα των ανταγωνιστικών κινημάτων στην Ελλάδα ; Θες το Spotify και το σόσιαλ μίντια ; Θες η ευκολότερη πρόσβαση σε καλύτερης ποιότητας ηχογραφήσεις και η μείωση του κόστους παραγωγής ενός δίσκου ; Θες η τεχνογνωσία ; Θες ότι πήραμε τα μέσα παραγωγής… — καλά και σε μας δε λέτε τίποτα;
Ακόμη κι αν ισχύει καθένα από τα παραπάνω, ο υπότιτλος-σύνθημα του φεστιβάλ ήταν ξεκάθαρος. Ό,τι και να γίνει «δε θα 'ρθει ξεκούραση για τους καταραμένους» (ποιητές;): Junkheart, Στράφι, Πεθαίνουν στο Τέλος, Κροταλίας. Όλες μπάντες τετραμελείς. Κάθε μια κοντεύει τα δέκα χρόνια ύπαρξης. Δουλεύουν μαζί, ανταλάσσουν και τροφοδοτούν η μια την άλλη.

Junkheart: Παίζουν ελληνικό ροκ με ακουστικά στοιχεία. Έχουν έντονο το ερωτικό στοιχείο ως σημείο απελευθέρωσης από τα δεσμά της καθημερινότητας αλλά και από το ιδεολογικό αναμάσημα. Μελική και σύγχρονη ποιητική. Άλλωστε, ο Τζίμης έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές. Αλλά τον συντρέχει και ο Νίκος Σούζας, για τον οποίο μιλήσαμε πιο πάνω. Από κοντά και ο Μητσαμόκ που ερμηνεύει, «μαγειρεύει» ή σχολιάζει με ευφυή τρόπο στην lead κιθάρα. Πρόσφατα άλλαξαν ντράμερ. Μια κοπέλα, η Μανταλού, επιτέλους στην ελληνική ροκ σκηνή ! Στην αρχή, δεν το πιστεύεις ότι ακούς ντόπιο ροκ. Μπορεί κάτι τόσο δουλεμένο και εξωστρεφές να ανθίζει στη γωνιά του παρακάτω δρόμου ; Ο στίχος μάλλον μινιμαλιστικός. Η επιλογή απλών λέξεων μοιάζει φυσική. Αποδεικνύεται, σε μια δεύτερη και τρίτη ανάγνωση, στοχευμένη. Το ύφος συντίθεται μέσα από καίριες επαναλήψεις, αντιθετικά σχήματα, παύσεις, υπαινιγμούς, ηχητικές εικόνες, υπερβατά. Το θαυμαστό — ο πλούτος — έγκειται στο ότι όλα αυτά συμβαίνουν στα όρια που θέτει μια σύντομη κειμενική έκταση : συχνά δεν ξεπερνά εκείνη ενός λεπταίσθητου επιμύθιου.

Είναι στιγμές, που η νύχτα σιωπά
Κατάρες κι ευχές, απλά προσπερνά
Μα εκείνη στις φλέβες μου, ακόμα κυλά
Εκεί που δεν διάλεξα, η καρδιά μου χτυπά
[…]
Κλείνω τα μάτια μου και βλέπω ξανά
Μες το σκοτάδι, να αφήνεις κρυφά
στις νότες μου χρώματα, πνοή στα φιλιά


«Η καρδιά μου χτυπά», Junkheart

Στράφι: Τα παιδιά από τη Λάρισα που το περασμένο καλοκαίρι συνόδεψαν τους κουρσάρους Pirates City σε μια επεισοδιακή καλοκαιρινή περιοδεία σε όλα τα νησιά του Αιγαίου. Μελωδικό πανκ, ιαμβικό μέτρο, πολυσύλλαβος στίχος, γροθιά στο στομάχι, που κάθε που προσεγγίζει τα όρια της πρόζας ή κάποιο απαιτητικό τρισύλλαβο μέτρο, δένει μουσικά με πραγματικά απροσδόκητους τρόπους και τρομακτικά ευφάνταστους. Δύσκολοι ρυθμοί, γρήγορες εναλλαγές, σπάσιμο της παραδοσιακής στιχουργομετρικής λοιπόν και σταθερή άρθρωση. Ψάξε ψάξε, ούτε αυτό θα το βρεις αλλού. «Αντιγράφουμε τους κλασικούς, με το να μην τους αντιγράφουμε» λέγανε οι ρομαντικοί. Το ίδιο το όνομα της μπάντας του Βασίλη και του Θάνου, παρέα με τον Χρήστο και τον Γιάννη, ξορκίζει την κατάρα των ελληνικών μπαντών : τόσες και τόσες μπάντες πάνε στράφι, με άλλα λόγια αυτοκτονούν. Σαν τον Αίαντα του Σοφοκλή, σαν τον σπασμένο του μονόλογο κι οι Στράφι :

Ξυπνάς μια μέρα κι έχεις χάσει μια ζωή
Πως γίνεται να κοιμηθείς ενώ όλα γύρω σου φωνάζουν ;
Να πάρεις χρόνο να πατήσεις λίγο γη
Εκεί όπου κατοικείς όλα σιγά σιγά βουλιάζουν […]
Κάποια στιγμή νυχτώνει
Δε θα μπορείς να δεις
Που απλώνεται μπροστά σου
ευθεία μαγική

«Νυχτώνει», Στράφι

Πεθαίνουν στο τέλος: Από τότε που υπάρχουν, γράφουν ένα άλμπουμ που ποτέ του δεν ολοκληρώνεται. Ευτυχώς βγάζουν τα κομμάτια σε single και EP. Και τι να πεις ; Μαζεύτηκε το απόλυτο μουσικό ντριμ-τιμ να πειραματιστεί : Ντούβας στα ντραμς, Διαμαντόπουλος στην κιθάρα, Μακρής στο μπάσο, Γιώργος Παυλίδης στα φωνητικά. Αναφερθήκαμε πιο πάνω στον τελευταίο ως «επιδραστικό». Δεν πρόκειται εδώ για φιλοφρόνηση. Η στιχουργική του Γιώργου δεν κρύβει τις ποιητικές της καταβολές, την εσωτερικότητα της — όχι εσωστρέφεια. Είναι στιχουργική έκδηλα απαιτητική ενώ συχνά προϋποθέτει μια βιωματική τριβή με το αντικείμενο αναφοράς της. Σύγχρονη φρασεολογική γλυπτική (αφαίρεση, ένταση, αφαίρεση) που εξωθεί στίχο το στίχο στα όρια τους τις συντακτικές και σημασιολογικές δομές της ελληνικής. Με άλλα λόγια, θυμίζει ενισχυτή ηλεκτρικής κιθάρας on the edge of breakup, λίγο πριν «σπάσει» και αρχίσει να παραμορφώνει ολοκληρωτικά το ηχοσήμα του οργάνου.

Ο παλιός είναι αλλιώς: Έδωσα πρόσφατα σε πανεπιστημιακούς του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης (έναν αρχαιοελληνιστή, μια νεοελληνίστρια) να διαβάσουν του στίχους μιας σύνθεσης των Πεθαίνουν στο Τέλος που τιτλοφορείται «Ορφέας». Μοιράστηκαν ο καθένας τους το κρυφό μυστήριο του κειμένου και από ένα χαμόγελο που μαρτυρούσε διανοητική έξαψη, ξάφνιασμα και περιέργεια. Άντε τώρα να γράψεις με τον δικό σου τρόπο — overdrive ύφος.

Και σε κοιτάν στο δρόμο σα νά 'ρθες από αλλού
γυάλινα πρόσωπα και μάτια του κενού.
Πίσω απ' τις κρύες πόρτες κι έξω απ' το σταθμό
που είδες τους φίλους να πουλάνε την ψυχή τους,
θυμάσαι τα όνειρα που γίναν για το καλό σας (;)
και φτύνεις πίσω, πριν σηκώσεις τη γροθιά στον ουρανό.
Τώρα πονάς κι ας μη σ' αγγίζουν.
Μικρός κι αμήχανος, τους λές "θα φύγω πέρα κι από δω".

[…]
Και πίσω απ' τις φωτιές, πίσω απ' το ουρλιαχτό
κάτω απ' τη θάλασσα κι απέναντι στο γκρίζο,
χρόνια αυτό που ζω μυρίζει θάνατο, κι εγώ:
Ή στη γωνία, ή κερδίζω.
Ή στη γωνία, ή κερδίζω.
Τους λές "θα φύγω πέρα κι από δω".

«Μυρίζει θάνατο», Πεθαίνουν στο Τέλος

Κροταλίας: Πανζουρλισμός στο Gagarin αλλά και πίσω στα παρασκήνια, ενώ βρέθηκε και ξέμπαρκο ένα παπούτσι μάρκας Converse στα μπροστινά κάγκελα. Ο Κροταλίας είναι ίσως η πιο συναυλιακή μπάντα από όλες τις παραπάνω. Χαρακτηριστική η στάμπα στις μπλούζες της : το απόλυτο σύμβολο της ανανέωσης, ο ουροβόρος όφις. Παίζει «πανκ της ερήμου». Ελληνικό μάλιστα. Ενορχήστρωση, απαιτητική μίξη (οι εν λόγω έχουν και το Από Κάτω Στούντιο στον Κολωνό όπου και ηχογραφεί όλη η παραπάνω Τετράς) και ασυναγώνιστος ρυθμός. Σκέφτομαι, έχουμε να κάνουμε με κάποιου είδους κόνσεπτ εδώ.
Αναρωτιέμαι δε : ειλικρινά, γιατί να κάνεις πανκ της ερήμου στην Ελλάδα ; Πως τους ήρθε ; Είναι καμιά άγονη γη η Ελλάδα μας ; Είναι έρημη χώρα η Ελλάδα ; Και το μυαλό μου αναπόφευκτα πάει στον Έλιοτ και στον Σεφέρη. Στο ποίημα-πείραμα του Έλιοτ, σταθμό στην παγκόσμια ποίηση, το οποίο και μεταφράζει ο Σεφέρης. Πρόκειται για κείμενο προφητικών διαστάσεων, όπου ζητείται πυρπόληση και ανανέωση του κόσμου εφόσον η προσωπική και συλλογική ερήμωση δεν αφήνει περιθώρια ύπαρξης σε τίποτε άξιο λόγου.

Ίσως ο αναγνώστης, διαπιστώσει κάποιο προβάδισμα του συγκειμένου έναντι του κειμένου… και ίσως ανακαλύψει ένα είδος δήλωσης στο τραγούδι «Δαίμονας»

Σαν καταιγίδα
τη νύχτα ξεσπάς
Σαν τυφλή ελπίδα
καταραμένος γυρνάς
Σε διψασμένη γη,
μια λυσσασμένη βροχή
γυρεύοντας
Σαν οπλισμένο παιδί,
σαν δαίμονας
Κάτω από το δέρμα,
μια καρδιά από πέτρα
Δε σταματά να χτυπά

«Δαίμονας», Κροταλίας

Αργότερα, ο Βασίλης, ο Αλέξανδρος, ο Ζάχος, ο Κώστας, οι Κροταλίας, συνεχίζουν με το ίδιο πείσμα να καλλιεργούν τη θεματική τους

Είμαι ένας έφηβος που αιμορραγεί
Είμαι ό,τι καταναλώνει
Ένα κανίβαλος μπροστά σε μια οθόνη
Είμαι η στιγμή που γίναμε όλοι δολοφόνοι
Κι αν είσαι εσύ ο τελευταίος άνθρωπος στη γη
Θα 'σαι γροθιά στον αέρα ή αδέσποτη σφαίρα
Και πάλι από την αρχή

«Ο τελευταίος απάνθρωπος στη γη», Κροταλίας

Και η απάντηση στην ερήμωση και στο θάνατο, στο σκοτάδι, στους διττούς λόγους, στο γνωστό «άλλα λένε, άλλα εννοούνε, άλλα κάνουνε και τελικά οι ελεύθερες καρδιές μας καταλήγουν άδοξα αποξενωμένες, άδειες φυλακές»;
Το ήθος, αδιόρατο σήμερα, ακαθόριστο την επομένη — θα δούμε ποιοι θά ‘μαστε όταν θα σβήσουν τα φώτα. Αντίστοιχα, σε μορφή ερώτησης-απάντησης φαίνεται να δομείται και το προγραμματικό split LP των Κροταλίας και Junkheart. Δυο μεριές : μια έρημος, μια έρωτας.

Πως μπορείς με δάκρυα να ξεπλένεις οργή ,
να ζητιανεύεις αποφάγια, απ' τα κοράκια τροφή ;
Είμαι το σκιάχτρο στη γιορτή, μη με μισείς για αυτό
Με τις καλύτερες προθέσεις στο ζητώ.

«Με τις καλύτερες προθέσεις», Κροταλίας

Θέλω σεντόνια ιδρωμένα από έρωτα […]
Αστέρια να σκάνε, να φωτίζουν με χρώματα
τη νύχτα και την καρδιά μας
Θέλω να θες να αναδυθούμε μαζί
αγκαλιά με την κόλαση

«Αγκαλιά με την κόλαση», Junkheart

Ένα μονάχα βινύλιο από δαύτο απέμενε, εκεί στο σταντ του Gagarin. Άκουσα πως κάποιος το έκλεψε. Τι είναι η ιδιοκτησία ; Άλλοι είπανε πως για χάρη του παίξανε δυο πάνκιδες ξύλο έξω από το Gagarin, ύστερα τα βρήκανε κατά το παράδειγμα της Περσεφόνης, έξι μήνες εσύ έξι μήνες εγώ και πήγαν για μπιλιάρδα. Άκουσα και μια τελευταία εκδοχή : κάτι παιδιά λέει βρήκαν τον έρωτα στη μέση του πουθενά. Νίκησε το ανεξάρτητη ελληνικό ροκ. Μα, όπως έλεγε κάποιος, κάποτε, σε κάποια απονομή κάποιου λογοτεχνικού βραβείου, σε κάποια χώρα μακρινή, «έχουμε πολλά τέρατα ακόμη να καταστρέψουμε».

Πρέπει να τελειώσει αυτός ο κόσμος
που δεν με αφήνει να σε ονειρευτώ

«Μέχρι το τέλος του κόσμου», Junkheart

Και αυτές οι μπάντες τα βάζουν με τα τέρατα της εγχώριας μουσικής βιομηχανίας, κομμάτι της γενικότερης κατεστημένης ιδιοσυγκρασίας μιας αποικιοκρατούμενης χώρας που ξεπουλάει αρχαιότητες, παραλίες, δημόσια αγαθά, βουνά σε ανεμιστήρες και διαμερίσματα σε δωσίλογους και ξένους μνηστήρες στο κέντρο της Αθήνας. Δεν τα βάζουν άμεσα μαζί τους. Ούτε και έμμεσα. Τα βάζουν με μεγαλύτερα τέρατα από εκείνα των άλλων.

Θέλω […] να κατεβαίνουμε του μέσα μας τις σκάλες
[…] σαν μια σκιά να ακολουθούμε την αλήθεια

«Στράφι», Στράφι

Με άλλα λόγια, τα βάζουν με τον προσωπικό ξένο, τον δαίμονα, το φάντασμα. Σε πείσμα της άγνοιας, πηγής δυστυχίας και ιδεολογικής ανίας, μιζέριας των φοιτητικών κύκλων, εν-ηλικιωμένου τσιτάτου· δημιουργούν με της συνθέσεις τους χώρους επαφής με το έτερο.

Βαπτιστήκανε στα δάκρυα ο ένας του άλλου […]
Αμέσως είπανε ‘Να παν να γαμηθούν όλοι
Εμείς θα γίνουμε αυτό που μας μαθαίναν να
φοβόμαστε από παιδιά’ […]
κι είδαν στα μάτια τους φαντάσματα που
νόμιζαν πως είχαν κρυφτεί

«Φαντάσματα», Junkheart

Κι ας σκεφτούμε και λίγο πόσο δύσκολο είναι να είσαι σε μπάντα : συγκρούσεις, διαφωνίες, στιγμές όμορφες, χαμόγελα, δημιουργικότητα, νευρικότητα, σκληρή δουλειά, κλάμα, αγωνία, προσωπικές και απρόσωπες δυσκολίες, αποτυχίες, επιτυχίες, λάιβ, έχουμε, δεν έχουμε χρήματα, συγκυρίες ιστορικές, κοινωνικές, πολιτικές, διεθνείς και εγχώριες.
Κι όλα αυτά θα τα βρεις σε κάθε πρόβα απέναντι σου. Και «αρκεί» η πίστη σε κάτι απροσδιόριστο που ξεπερνά το κάθε ένα εγώ για να βγει κάτι καλό απ'όλο αυτό — την ίδια στιγμή όλο αυτό προϋποθέτει την συν-ύπαρξη διαφορετικών υποκειμένων, χαρακτήρων. Απαιτεί συλλογικότ… — Ωχ αδερφέ… τι κάθεσαι και σκας, αφού ο κόσμος δεν πιστεύει πια στο εμείς.

Έτσι κ αλλιώς, δε βγάζουμε τα γράμματα πια,
Δε μας αφήνουμε καν.
Έτσι κ αλλιώς, δε περιμένουμε κάτι να βγει,
Δε μας σηκώνει το κλίμα.

«Έβαλε κρύο», Στράφι

Πράγματι, στα μουσικά τσαρτς βλέπεις ατομικότητες, με το ζόρι δυάδες· ηγετίσκους της κακιάς ώρας.

Κάτι χειρότερο από τον ήλιο
μιας στερνής αυγής να σε χαϊδεύει
Κάτι πιο δύσκολο από της μάνας σου
την αγκαλιά που λιγοστεύει
[…]
Και στα υπόγεια
τα ηλεκτροσόκ σκεπάζουν τη φωνή
που περισσεύει

«Κατοπτρικό», Πεθαίνουν στο Τέλος

Όμως, οι μπάντες αυτές επιχειρούν και πετυχαίνουν κάτι πραγματικά ασύλληπτο. Και όχι, όπως λέγεται συχνά «για τα ελληνικά δεδομένα» — αρκετά με το αφήγημα του καναπεδοκέφαλου. Έχουμε πολλά τέρατα ακόμη να καταστρέψουμε… ας στηρίξουμε την προσπάθεια της ελληνικής ανεξάρτητης ροκ (και πανκ) σκηνής, ας σκύψουμε δίπλα από τα κείμενα της — όπως κάποτε ο Παλαμάς έσκυψε πάνω από αυτά του Σολωμού — και τότε αυτή θα μας συνταράξει και θα μας συνταράσσει για πολύ ακόμη.

Θα ψάχνεις,
θυμήσου δεν είμαι εχθρός σου
— μα σε κυνήγησα
[…]
είναι αλήθεια, σε αυτά τα ξενύχτια,
σε αναζήτησα

«Ντελίριο», Pirates City, Red Light

… με χορούς σπαρτούς, στο άνθος του ροκ, του μέλλοντος μας.



Ροκ στην καθαρεύουσα & στη δημοτική
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: