Ο Angelus Silesius και ο «χερουβικός οδοιπόρος» του

Ο Angelus Silesius και ο «χερουβικός οδοιπόρος» του

Ο Angelus Silesius, το πραγ­μα­τι­κό όνο­μα του οποί­ου ήταν Johann Scheffler, υπήρ­ξε για­τρός, θε­ο­λό­γος κα­θώς και ποι­η­τής με θρη­σκευ­τι­κή έμπνευ­ση. Ήταν προ­σω­πι­κός για­τρός του δού­κα του Βί­ντε­μπεργκ-Ελς, μέ­χρι που γνώ­ρι­σε τον Άμπρα­αμ φον Φράν­κεν­μπεργκ, με­τέ­βη από τον Προ­τε­στα­ντι­σμό στη Ρω­μαιο­κα­θο­λι­κή Εκ­κλη­σία (1653) και ύστε­ρα από τα δει­νά του πε­ρί­φη­μου Τρια­κο­ντα­ε­τούς Πο­λέ­μου, έγι­νε μο­να­χός και ανα­ζή­τη­σε την άμε­ση ένω­ση με το θείο. Το 1657 εξέ­δω­σε μια συλ­λο­γή ύμνων προς τον Νυμ­φίο Χρι­στό, με τί­τλο Η αγία χα­ρά της ψυ­χής, κά­ποιοι από τους οποί­ους επι­βιώ­νουν ακό­μη στο υμνο­λό­γιο της Ρω­μαιο­κα­θο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας, κα­θώς και τη συλ­λο­γή έμ­με­τρων ρη­τών και απο­φθεγ­μά­των Πνευ­μα­τώ­δεις έμ­με­τρες σκέ­ψεις και συ­μπε­ρά­σμα­τα, η οποία το 1675 με­το­νο­μά­στη­κε σε Χε­ρου­βι­κό οδοι­πό­ρο (Cherubischer Wanderer). Ως προ­με­τω­πί­δα του βι­βλί­ου, ο Silesius βά­ζει το χω­ρίο από τον Από­στο­λο Παύ­λο: «Ἡμεῖς δὲ πά­ντες ἀνα­κε­κα­λυμ­μένῳ προ­σώπῳ τὴν δό­ξαν Κυ­ρί­ου κα­το­πτρι­ζό­με­νοι τὴν αὐτὴν εἰκό­να με­τα­μορ­φού­με­θα ἀπὸ δό­ξης εἰς δό­ξαν, κα­θά­περ ἀπὸ κυ­ρί­ου Πνεύ­μα­τος». Στα έξι κε­φά­λαια του βι­βλί­ου συ­μπυ­κνώ­νο­νται οι βα­σι­κές αρ­χές του Silesius, ακο­λου­θώ­ντας την απο­φα­τι­κή πα­ρά­δο­ση, από τον νε­ο­πλα­τω­νι­σμό ως το μυ­στι­κι­σμό των δα­σκά­λων του, Meister Eckhart και Jacob Boehme: ο Θε­ός εί­ναι το μη ον και συ­νά­μα τα πά­ντα βρί­σκο­νται μέ­σα Του, υπάρ­χει πα­ντού και που­θε­νά, αλ­λά και εί­ναι απρό­σι­τος στη γνώ­ση σε όλους, εκτός από αυ­τούς που Τον ανα­ζη­τούν εντός τους. Το προ­σω­νύ­μιο «χε­ρου­βι­κός οδοι­πό­ρος» ται­ριά­ζει στον άν­θρω­πο που, ακο­λου­θώ­ντας την εντο­λή του Χρι­στού, εξα­γνί­ζει την ψυ­χή του και ανε­βαί­νει ως τα Σε­ρα­φείμ, το ανώ­τα­το αγ­γε­λι­κό τάγ­μα για να υμνεί και ν’ απο­λαμ­βά­νει τη δό­ξα του Θε­ού ατε­λεύ­τη­τα. Αδια­φο­ρώ­ντας για τις δογ­μα­τι­κές δια­φο­ρές και τους κοι­νω­νι­κούς τύ­πους, ο Silesius συμ­βου­λεύ­ει την αντί­στα­ση στις ηδο­νές με γυ­ναί­κες, πο­τό και δια­σκε­δά­σεις, προ­τρέ­πει σε ασκη­τι­κό τρό­πο ζω­ής και σε μο­να­χι­κή πε­ρι­συλ­λο­γή που εξυ­ψώ­νει τον άν­θρω­πο ως την πλή­ρη ένω­ση με το θείο, που δεν πε­ρι­γρά­φε­ται πα­ρά μο­νά­χα υπο­νο­εί­ται. Όπως και άλ­λοι μυ­στι­κι­στές, ο Silesius εί­ναι πα­ρα­δο­ξο­λό­γος: ο Θε­ός, λέ­ει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, δεν υπήρ­ξε πο­τέ κι ού­τε πο­τέ θα εί­ναι. Κι όμως θα’ ναι και με­τά απ’ τον κό­σμο, όπως ήταν και πριν. Ο Θε­ός εί­ναι όλα και τί­πο­τα. Και εδώ, σ’ αυ­τή τη γη, μπο­ρού­με να έρ­θου­με κο­ντά στον Θεό. Όλα σ’ αυ­τόν τον κό­σμο εί­ναι τέ­λεια:

Άν­θρω­πε, όλα εί­ναι τέ­λεια: μ’ ένα ρου­μπί­νι μοιά­ζει το χα­λί­κι
Κι ο βά­τρα­χος εί­ναι τό­σο ωραί­ος όσο οι άγ­γε­λοι τα Σε­ρα­φείμ
.

Αλ­λά δεν αρ­κεί να εί­μα­στε άν­θρω­ποι, για να φτά­σου­με κο­ντά Του. Πρέ­πει να γί­νου­με «θε­οί» κι εμείς. Για να γί­νει αυ­τό, υπάρ­χουν συ­γκε­κρι­μέ­νες προ­τρο­πές:

Παι­δί μου, φυ­λά­ξου, φύ­γε μα­κριά απ’ τη γυ­ναί­κα, τη νύ­χτα, το κρα­σί:
Πολ­λοί έχα­σαν για χά­ρη τους και σώ­μα και ψυ­χή
.

Ο άγιος άν­θρω­πος αγα­πά­ει τον Θεό με αγνή αγά­πη και γι’ αυ­τό δεν έχει ανά­γκη της εντο­λές για να αγα­πή­σει. Διό­τι μέ­σα στις αγνές καρ­διές κα­τοι­κεί ο Θε­ός. Ο άν­θρω­πος εί­ναι μια μι­κρή «στα­γό­να». Μέ­σα του όμως «κα­τοι­κεί», σαν πε­λώ­ρια θά­λασ­σα, ο Θε­ός. Μέ­σα στο μι­κρό­τε­ρο βρί­σκε­ται κρυμ­μέ­νο το πιο με­γά­λο απ’ όλα. Όταν ο άν­θρω­πος απεκ­δυ­θεί την πολ­λα­πλό­τη­τα, φτά­νει στον Θεό, που εί­ναι η υπέρ­τα­τη ενό­τη­τα. Ο Θε­ός εί­ναι σαν τη φω­τιά και ο άν­θρω­πος σαν το κάρ­βου­νο. Αν ενω­θεί μα­ζί Του, γί­νε­ται και αυ­τός φω­τιά. Αν μεί­νει μα­κριά Του, πα­γώ­νει και σβή­νει. Μέ­σα στο θείο πρέ­πει όλοι μας να «βυ­θι­στού­με» και να ξε­χά­σου­με τον εαυ­τό μας. Πρέ­πει να γί­νου­με όπως ένα μι­κρό παι­δί. Ο Silesius δεν εκτι­μά ιδιαί­τε­ρα τη συσ­σώ­ρευ­σης πολ­λών γνώ­σε­ων και εγκό­σμιας σο­φί­ας γε­νι­κό­τε­ρα. Τα πολ­λά βι­βλία εί­ναι βά­ρος. Μό­νο το βι­βλίο του Χρι­στού εί­ναι αυ­τό που μας χρειά­ζε­ται. Κα­λύ­τε­ρα λοι­πόν ένας τρε­λός, μας λέ­ει, πα­ρά ένας σο­φός δί­χως αγά­πη μέ­σα του. Δεν εί­ναι τυ­χαίο που πα­ρα­κά­τω εγκω­μιά­ζει τον Φρα­γκί­σκο της Ασί­ζης, πα­ρο­μοιά­ζο­ντάς τον με άγ­γε­λο. Στό­χος εί­ναι η αμέ­ρι­μνη και αδιά­κο­πη εξύ­μνη­ση του Θε­ού, σαν ο άν­θρω­πος να εί­ναι ένα μι­κρό σε­ρα­φείμ. Το να σε πε­ρι­φρο­νούν οι γύ­ρω σου προ­σφέ­ρει αγαλ­λί­α­ση και, απ’ όλες τις αρε­τές, μία εί­ναι η ανώ­τε­ρη, η οποία τις πε­ρι­λαμ­βά­νει όλες εντός της. Εί­ναι η δι­καιο­σύ­νη. Η ψυ­χή, μας λέ­ει, έχει δύο «μά­τια», από τα οποία το ένα κοι­τά τον χρό­νο και το άλ­λο εί­ναι στραμ­μέ­νο προς την αιω­νιό­τη­τα:

Αν ακό­μα πιο πο­λύ απ’ τον χρό­νο σου φαί­νε­ται η αιω­νιό­τη­τα
Μάλ­λον μι­λάς για πό­νο κι όχι για μα­κα­ριό­τη­τα
.

Στο τέ­λος, ο Silesius μας απο­χαι­ρε­τά λέ­γο­ντας

Φί­λε, αρ­κε­τά ως εδώ. Αν θέ­λεις να δια­βά­σεις πιο πο­λύ
Πή­γαι­νε και γί­νε ο ίδιος η ου­σία κι ο ίδιος η γρα­φή
.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: