Ακράδαντα

Ακράδαντα

Όσα γρά­φτη­καν στο ξε­κί­νη­μα του προη­γού­με­νου αιώ­να, και με τον τρό­πο που γρά­φτη­καν, εξη­γούν επι­τυ­χώς ό,τι συμ­βαί­νει στις αρ­χές του πα­ρό­ντος αιώ­να. Μό­νη δια­φο­ρά: ο βαθ­μός επι­τά­χυν­σης προς το τέ­λος του και το γε­γο­νός πως οι απο­κα­λού­με­νες σύγ­χρο­νες θε­ω­ρί­ες και πρα­κτι­κές αντί να δη­μιουρ­γούν τα από­το­κά τους τα προ­ε­τοι­μά­ζουν. Στην έντυ­πη και την ψη­φια­κή πα­σα­ρέ­λα της ποί­η­σης κά­νουν την εμ­φά­νι­σή τους αμέ­τρη­τοι Μπά­ουμ­γκαρ­τεν κι ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ροι στι­χι­κοί κοι­νω­νιο­λό­γοι, δια­μορ­φω­τές εσω­τε­ρι­κο­ποί­η­σης και εξω­τε­ρι­κο­ποί­η­σης λει­τουρ­γιών με βά­ση τις οποί­ες απο­κτούν αυ­το­τέ­λεια και κοι­νω­νι­κή χρη­σι­μό­τη­τα, δε­δο­μέ­νου μά­λι­στα πως όσο κα­νο­νι­κο­ποιού­νται τό­σο τε­λε­σφο­ρούν. Κα­νο­νι­κο­ποι­η­μέ­νη μη κα­νο­νι­κό­τη­τα, κα­νο­νι­κά ακα­νό­νι­στη. Μπο­ρεί να παί­ζει κα­νείς αστα­μά­τη­τα με τους προ­σα­να­το­λι­σμούς των λέ­ξε­ων, άπαξ κι έχει λύ­σει όλα του τα προ­βλή­μα­τα.

Η δυ­σκο­λία (προς υπερ­πή­δη­ση, υπό άλ­λες συν­θή­κες και δια­θέ­σεις) δεν δια­πι­στώ­νε­ται στο κα­τά πό­σο οι δια­στά­σεις ερ­μη­νεί­ας ή κα­τα­νό­η­σης εί­ναι δι­φυ­είς, τρι­φυ­είς ή πο­λυ­φυ­είς, μα το πως σχε­δόν όλοι πλέ­ον δεν δια­κρί­νουν γνώ­ρι­σμα, στοι­χείο και πτυ­χή που δεν εμπί­πτει σε πρό­ο­δο κα­νο­νι­κο­ποί­η­σης. Ετού­τη δη­λα­δή η εφι­κτό­τη­τα φέ­ρει επι­ζή­τη­ση ή άρ­νη­ση υπο­σχέ­σε­ων και προ­σαρ­μο­γών, όρα­μα κα­ταλ­λη­λό­λη­τας και ακα­ταλ­λη­λό­τη­τας, έχει αντι­πά­λους και συμ­μά­χους, εξυ­πη­ρε­τεί την εξέ­τα­ση των πά­ντων διό­τι η δι­κή της εξέ­τα­ση απο­κλεί­ε­ται.
Δεί­χνει πέ­ρα, πο­λύ μα­κριά, τό­σο μα­κριά όπου έχει ήδη φτά­σει, στο από­λυ­το εκεί απ’ το οποίο διαρ­κώς επι­στρέ­φει ώστε να μπο­ρεί σε κά­ποιον να το δεί­χνει, να το εξη­γεί.
Στην ποί­η­ση όταν πε­ρι­λαμ­βά­νει ή δια­φο­ρο­ποιεί κα­νείς, πράτ­τει πρω­τί­στως ένα πράγ­μα: δεν μι­μεί­ται, διό­τι εάν μι­μεί­ται (εδώ δεν εν­νοώ απλώς τη μι­μη­τι­κή αντι­γρα­φή μα την ανά­πτυ­ξη ει­δι­κής ή μη ει­δι­κής μι­μη­τι­κής σε γλώσ­σα και μο­τί­βα που συμ­βάλ­λουν στη δια­χεί­ρι­ση επι­δρά­σε­ων), υπο­λεί­πε­ται.
Κα­τ’ αυ­τό λοι­πόν στην ποί­η­ση τί­πο­τα δεν ορ­γα­νώ­νε­ται, δεν πε­ρι­πτω­σιο­ποιεί­ται, μα υπό­κει­ται.
Προς τι να θέ­τει κα­νείς ζή­τη­μα τι­μή­μα­τος ακό­μα και στο πε­δίο της κα­τα­λη­πτό­τη­τας; Της επι­θυ­μί­ας να με­τα­τρέ­πε­ται σε θε­α­μα­τι­κή δή­λω­ση αξιο­πρό­σε­κτου υπο­κει­μέ­νου που αμ­φι­σβη­τεί τα όρια του αντι­κει­μέ­νου του;
Στα εί­δη ποι­η­τι­κής επι­κοι­νω­νί­ας συ­γκα­τα­λέ­γε­ται και η νοη­μα­τι­κή κα­τα­λη­ψία. Η γλώσ­σα της κα­θη­με­ρι­νής ζω­ής και η γλώσ­σα της ποί­η­σης δεν απο­τε­λούν μέ­ρη μιας ίδιας, κοι­νής, γλώσ­σας η οποία πτυ­χώ­νε­ται ανά­λο­γα, κα­τάλ­λη­λα. Του­να­ντί­ον, το φαι­νό­με­νο γλώσ­σα κα­θί­στα­ται διεκ­δι­κού­με­νο για εί­δη συ­νέ­χειας ή ασυ­νέ­χειας, για εί­δη αρ­χών και τε­λών.
Μό­νο ανά­με­σα σ’ αυ­τούς που επι­κοι­νω­νούν μέ­σω της φα­ντα­σί­ω­σης που κα­τα­σκευά­ζει μια «ποι­η­τι­κή γλώσ­σα» βρί­σκο­νται όσοι υπο­στη­ρί­ζουν πως επι­κοι­νω­νούν μέ­σω «ποι­η­τι­κής γλώσ­σας».
Το κα­τά πό­σο και πώς κά­θε μη εθι­μι­κή σύ­να­ψη εί­ναι ή δύ­να­ται να εί­ναι απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νη από τον ορι­σμό της συ­γκε­κρι­μέ­νης της πε­ρί­πτω­σης, το κα­τά πό­σο και πώς, δη­λα­δή, ορί­ζε­ται και συ­ντο­νί­ζε­ται η ση­μα­σία, το αλη­θές ή το ψευ­δές της εθι­μι­κό­τη­τας και της μη εθι­μι­κό­τη­τας -ακό­μα και το κα­τά πό­σο και πώς κι οι δυο πράγ­μα­τι υφί­στα­νται- απο­τε­λεί θέ­μα κρί­σης μιας κά­ποιας εξαί­ρε­σης ή αφο­μοί­ω­σης. Του­λά­χι­στον.
Όταν μια γλώσ­σα ορί­ζει έναν κό­σμο δεν εί­ναι βέ­βαιο πως συμ­βαί­νει και το αντί­στρο­φο. Κά­τι από­λυ­τα ου­σιώ­δες εξα­κο­λου­θεί απρό­ο­πτο, απρό­βλη­το, κι αυ­τό επι­τρέ­πει ή όχι αλη­θι­νή σύ­να­ψη της γλώσ­σας με την ποί­η­ση και τού­μπα­λιν. Η ποί­η­ση, λοι­πόν, όσο εί­ναι ικα­νό­τη­τα πε­ριε­χο­μέ­νου εί­ναι και πε­ριε­χό­με­νο ικα­νό­τη­τας. Κα­τά την, ανα­λυ­μέ­νη σε πα­λαιό­τε­ρο κεί­με­νο, ολι­γό­τη­τα, η επί­δο­ση αν­θρώ­που δη­μιουρ­γεί την ποί­η­ση όσο η επί­δο­ση ποί­η­σης δη­μιουρ­γεί τον άν­θρω­πο.
Τι απο­μει­νά­ρια εξ ου­ρα­νών, τι εξ ίδί­ων.
Μια πλά­ση γε­μά­τη πα­ρί­ες, μια κοι­νω­νία γε­μά­τη αντι­φρο­νού­ντες κι εκλε­κτούς εκ­φρα­στές, κρύ­βο­νται πί­σω από πα­πα­ρού­νες όπως οι ελέ­φα­ντες.
Πά­ει να βρα­διά­σει, με μό­νο φως αυ­τό της οθό­νης του υπο­λο­γι­στή. Ξε­σκαρ­τά­ρω δί­χως τε­λειω­μό. Τα μαλ­λιά μου άσπρι­σαν, εμ­βέ­λεια. Το κρύο από την Πλας Πι­νέλ ως το βο­ρειο-δυ­τι­κό άκρο του Κρουλ­μπάρμπ κά­νει πιέ­τες.
Συλ­λαμ­βά­νω τον εαυ­τό μου να επι­μέ­νει σε μια αρά­δα του '06 γραμ­μέ­νη στο Μετς, κά­τω απ’ τις μου­ριές της Ανα­παύ­σε­ως: «το λοι­πόν, εάν έκα­να σχέ­δια, αν εί­χα προσ­δο­κί­ες, θα ετοί­μα­ζα ένα σε­νά­ριο για τον Foghorn Leghorn».

Παρίσι 2/1/2025

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: