Σας παρακολουθώ από το ταβάνι

Ξυλογραφία του Seiichiro Konishi (1930-1983)
Ξυλογραφία του Seiichiro Konishi (1930-1983)

Δανάης Σιώζιου, «Επιστολές». εκδ. Αντίποδες 2024





Διαβάζοντας την προσωπική αλληλογραφία δημόσιων προσώπων, αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα τους λόγους για τους οποίους τα κείμενα αυτά αποτελούν ιδιαίτερα αγαπητό ανάγνωσμα ανά τους αιώνες. Πέρα από το ενδιαφέρον που βρίσκει κανείς στην αποκάλυψη πληροφοριών γύρω από την προσωπική ζωή των εμπλεκόμενων, οι επιστολές αποτυπώνουν την άμεση απεύθυνση στον καθημερινό πλην φροντισμένο λόγο, το χιούμορ στην επαφή με τον άλλο, αλλά και τις ιδιωτικές αγωνίες ειπωμένες με τρόπο προσωπικό που έχει, συνάμα, το βάρος ενός ιστορικού τεκμηρίου. Καθένας, σήμερα ακόμη, μπορεί να ταυτιστεί με τον Ένγκελς στην επιστολή του προς την Τζένι Μαρξ και τα λεγόμενά του για το υπερβολικό φαγητό και το χάσιμο χρόνου στα μεγάλα χριστουγεννιάτικα τραπέζια, μπορεί να συναντήσει το πάθος του στα ερωτικά σημειώματα του Ναπολέοντα προς την Ιωσηφίνα ή τέλος, να βρει τα λόγια της απόγνωσης ή της πίστης του στα γράμματα της Ντίκινσον προς τον Κύριο.
Ίσως και με αυτό το σκεπτικό μεταξύ άλλων, εύστοχα και επιδέξια η Δανάη Σιώζιου επιλέγει στο τρίτο ποιητικό της βιβλίο, Επιστολές, την αλληλογραφία ως μορφή για να αναπτύξει την μυθοπλασία της. Σταθερός αποδέκτης, ο κύριος Κ., δέχεται γράμματα, των οποίων οι αποστολείς διαρκώς αλλάζουν. Οι συνομιλητές του είναι πλάσματα, φυσικά φαινόμενα, αλλά και αφηρημένες έννοιες· μια επιστολογραφία με ανιμιστική διάσταση και εικαστικό πνεύμα που πλαισιώνεται κατάλληλα από το σκούρο εξώφυλλο που παραπέμπει σε εκκλησιαστικά κείμενα, αλλά και από τα λεπτά σχέδια που επιμελήθηκε ο Στέφανος Ρόκος.

Ο ΠΑΓΕΤΩΝΑΣ

Αγαπητέ κύριε,

περπατήσατε πολύ
μέσα στην κοιλότητα της απουσίας μου
αγγίξατε το παλιό χιόνι και τον πάγο
ξέρετε, πολλοί με μπερδεύουν με ποτάμι
φταίνε τα γηρατειά μου
κάποτε κάλυπτα τα πάντα εδώ πέρα
τίποτα δεν ανέπνεε
είμαι πολλών χιλιάδων ετών και πεθαίνω
καμιά φορά αφουγκράζομαι τα ζώα
καθώς τρέχουν και κυνηγούν
πού και πού ξεδιψούν πολύ κοντά μου
κοιτάζω τα βουνά κι αναρωτιέμαι
αν εγώ τους έδωσα το σχήμα τους
αναρωτιέμαι σε πόσες χιλιάδες χρόνια
θα πέσει ένα κομμάτι τους
δεν θα υπάρχουμε τότε πια εσείς κι εγώ
και καμία γλώσσα δεν θα μας περιγράφει.

Φιλικά,
ο παγετώνας


Αγαπητέ παγετώνα,

δεν βρήκα ποτέ τον κόσμο αξιοθαύμαστο
μερικές φορές αισθάνομαι πως τίποτα δεν κινείται
μόνο κάτι ελκύει τα πράγματα
ή τα παρασύρει σε ρεύμα
κι εγώ ακολουθώ την αντίστροφη πορεία
την επόμενη εβδομάδα θέλω να ξαπλώσω κοντά σας
και να δω μια βροχή από μετεωρίτες
με τα πόδια μου απλωμένα στο σκοτάδι
σκέφτομαι την αντοχή ορισμένων φυτών
και πόσο γρήγορα πεθαίνουν οι άνθρωποι
θα ήθελα να μείνω κοντά σας
ωστόσο ο κόσμος με καλεί
να κολυμπήσω προς αυτόν
μέσα από φωτιές και μέσα από πάγους.

Δικός σας,
Κ.

Στον αναγνώστη φανερώνονται συνολικά δεκαπέντε αποστολείς, οι οποίοι συναρθρώνουν το περιβάλλον του Κυρίου Κ.
Προχωρώντας βαθύτερα στη γλώσσα των μηνυμάτων που στέλνουν μεταξύ άλλων η αράχνη, το τραπέζι της κουζίνας, η ομίχλη, το φωτεινό σημείο, η προφητεία, τα άλογα ή το δάσος, αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη για πυκνότητα στον λόγο· είναι επιτακτικό με λίγα λόγια να ειπωθούν πολλά, αν όχι όλα, για την κατάσταση έξω και μέσα. Ο κύριος Κ., ο καθένας ή η μοναξιά του καθενός, ή ακόμη ο άνθρωπος ως είδος, απαντά στα σήματα του περιβάλλοντος σύντομα, σχεδόν απολογιστικά. Μοιράζεται με τους συνομιλητές του την νοσταλγία για το παρελθόν

“όταν κατεβαίνω στη θάλασσα βρίσκω εκεί/ την μουσική άθικτη, την ανάμνηση του σπιτιού μου” (η φωνή)

την συγκατάβαση και την εγκαρτέρησή του στο παρόν,

“σέβομαι την απόφαση του καθρέφτη. Δεν στήνω πια παγίδες στα πουλιά,/ όρθιος στην όχθη πυροβολώ τα νερά” (η αράχνη)

ή

“στους αντίποδες του ύπνου βρίσκεται η πραγματικότητα. Πείτε/ μου, πού είναι τάφος μου;” (ο ύπνος)

Στις ίδιες επιστολές βρίσκεται ωστόσο και η απόλαυση που γνώρισε στ’ αλήθεια ο κύριος Κ. πλάι σε ό,τι του τραβά την προσοχή, σε ό,τι τον συγκινεί

“την επόμενη εβδομάδα θέλω να ξαπλώσω κοντά σας/ και να δω μια βροχή από μετεωρίτες/ με τα πόδια μου απλωμένα στο σκοτάδι” (ο παγετώνας)

καθώς και η απόλαυση που γνώρισαν τα ίδια τα αντικείμενα, στα οποία ο Κ. έχει εμπιστευθεί τον εαυτό του, το βάρος του και επιστρέφει σε αυτά

“Μου αρέσει ιδιαιτέρως όταν τρίβετε με τα δάχτυλά σας το αλάτι και όταν χρησιμοποιείτε το γουδί. Θυμάμαι με πόσο κόπο με δημιουργήσατε” (το τραπέζι της κουζίνας)

Στις Επιστολές βρίσκει κανείς το άνοιγμα του βλέμματος στην απέραντη φύση, στους μικρόκοσμους και στους μακρόκοσμους του ιδιωτικού και του δημόσιου χώρου. Με σύγχρονη γλώσσα που παραπέμπει ταυτόχρονα σε μια παλιά και γνώριμη επιστολογραφία, διατυπώνεται το αίτημα του ανθρώπου για μια απάντηση που φτάνει από την άλλη μεριά και βεβαιώνει ρητά πως ο ίδιος είναι ορατός, η ύπαρξή του έχει νόημα.
Μέσα από τον πεζόμορφο ποιητικό λόγο, ο κύριος Κ. απευθύνεται σε ό,τι τον περιβάλλει. Η ποιήτρια χτίζει μια θεατρική σκηνογραφία μέσα στην οποία ο κεντρικός ήρωας καταφάσκει στα σήματα που του στέλνει ο γύρω κόσμος. Σε καθένα από τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα-υποκείμενα που του απευθύνονται απαντά χωριστά, αφιερώνει χρόνο και προσοχή, σαν να κρατούν στο εσωτερικό τους ένα κομμάτι από το σώμα του, σαν να γνωρίζουν την κρυφή του σκέψη, σαν να αποτελούν, καθένα από αυτά, το μεταβατικό αντικείμενο που τον παραδίδει προστατευμένο από την γαλήνια αγκαλιά της ανυπαρξίας στο αχαρτογράφητο δάσος της ζωής. Με αυτή τη σκέψη επέλεξα το σύντομο αυτό κείμενο να κλείσει με το καταληκτικό ζευγάρι επιστολών που κλείνει και το ίδιο το βιβλίο.
Το δάσος, μια περίτεχνη αναδρομή στο γενεαλογικό δέντρο του κυρίου Κ. στους διαγενεακούς φόβους που αποκαλύπτονται μέσα από την ιστορία της μητέρας όταν εκείνη ήταν ακόμη μικρό κοριτσάκι, εκεί όπου το ποιητικό παράδοξο και η χειροτεχνία καταφτάνουν ως από μηχανής απάντηση στην υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου.

ΤΟ ΔΑΣΟΣ

Αγαπητέ κύριε,

είδατε τους λύκους να κατεβαίνουν, τις πατημασιές της άρκτου,
ξέρατε τα ονόματα κάθε πλαγιάς και αρχαία μυστικά επιβίωσης
στο βουνό. Περπατήσατε
μέσα από δύσβατα μονοπάτια και κάποια
τ’ ανοίξατε μόνος σας. Το είδος σας πέρασε πολλές δοκιμασίες.
Μέσα μου διευρύνατε τα όριά σας. Οι άνθρωποι τώρα πια
με αποφεύγουν. Κανείς δεν ζει εδώ. Κι εγώ δεν έχω πια επιθυμίες.
Παρατηρώ τις σκιές όσων με κατοικούν ακόμα, το φως που
μερικές φορές μοιάζει σαν να κολυμπάει μέσα μου. Τι σας έκανε να
επιστρέψετε εδώ;

Φιλικά,
το δάσος

Αγαπητό Δάσος,

Όταν η μητέρα μου ήταν εφτά χρονών, έβγαλε τα κατσίκια για
βοσκή.
Επειδή τους άρεσε να τρώνε κλαδιά από βελανιδιές και
ιτιές, προχώρησε βαθύτερα
μέσα στα δέντρα και χωρίς να το καταλάβει
βρέθηκε στον δασότοπο ενός τσιφλικά. Τρομαγμένη
τράβηξε το δάσος από μια άκρη και το ξήλωσε
ολόκληρο. Εκεί
στο κουτί που φυλούσε τα κουβάρια, τα νήματα για να πλέκει,
φυλούσε
διπλωμένο,
κεντημένο στο χέρι, ένα ολόκληρο δάσος.
Φάσκιωσε μ’ αυτό όλα της τα παιδιά.

Δικός σας,
Κ.


______________
Ο τίτλος του κειμένου είναι ταυτόχρονα στίχος από το πρώτο ζευγάρι επιστολών του βιβλίου με τίτλο: η αράχνη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: