Πώς η ελληνοπαγανιστική κοσμοθεωρία μεταμορφώθηκε σε νεοελληνοχριστιανική αντίληψη

Αλεξάνδρεια. Έξω από το σπίτι του Καβάφη (φωτ. Κωστής Σταμπολής 1982))
Αλεξάνδρεια. Έξω από το σπίτι του Καβάφη (φωτ. Κωστής Σταμπολής 1982))

Μιχάλης Τσιανίκας, «Καβάφης: Το τελευταίο τανγκό στην Αλεξάνδρεια», εκδ. Βιβλιόραμα 2023



Ο Κα­βά­φης εί­ναι ένας από τους λί­γους Έλ­λη­νες λο­γο­τέ­χνες για τον οποί­ον έχουν γρα­φτεί πο­λυά­ριθ­μες με­λέ­τες σε Ελ­λά­δα κι εξω­τε­ρι­κό, έχουν εκ­πο­νη­θεί πολ­λές με­τα­πτυ­χια­κές ερ­γα­σί­ες, κα­θώς και δι­δα­κτο­ρι­κές δια­τρι­βές και πι­στεύ­α­με πως εί­χαν=ν όλα σχε­δόν ει­πω­θεί για τον Αλε­ξαν­δρι­νό ποι­η­τή και το έρ­γο του. Ωστό­σο, δια­βά­ζο­ντας το πυ­κνο­γραμ­μέ­νο πό­νη­μα, του Μι­χά­λη Τσια­νί­κα, νε­ο­ελ­λη­νι­στή κα­θη­γη­τή, που επί 30 χρό­νια δί­δα­ξε στο πα­νε­πι­στή­μιο του Φλί­ντερς, στη Νέα Αδε­λαϊ­δα της Αυ­στρα­λί­ας, με τί­τλο: Κα­βά­φης: Το τε­λευ­ταίο ταν­γκό στην Αλε­ξάν­δρεια, ξαφ­νια­στή­κα­με κα­θώς από τη 2η πα­ρά­γρα­φο της «Ει­σα­γω­γής» του, μας προει­δο­ποιεί ότι το έρ­γο του έχει «άπο­ψη» που «θα φέ­ρει σε δύ­σκο­λη θέ­ση και θα ενο­χλή­σει πά­ρα πολ­λούς, αλ­λά θα ικα­νο­ποι­ή­σει και κά­ποιους ολί­γους» συ­μπλη­ρώ­νο­ντας πως: «σε αυ­τούς κυ­ρί­ως απευ­θύ­νο­μαι» (σ. 15).
Ανα­τρέ­χο­ντας λοι­πόν στα έξι, άνι­σα σε μέ­γε­θος κε­φά­λαια που απαρ­τί­ζουν τη με­λέ­τη του, δια­πι­στώ­νου­με πως απαλ­λαγ­μέ­νος από τον πα­νε­πι­στη­μια­κό «κα­θω­σπρε­πι­σμό», ο Μ. Τσια­νί­κας τόλ­μη­σε να με­λε­τή­σει και να ανα­λύ­σει το κα­βα­φι­κό έρ­γο, σε μια επο­χή όπου κα­θη­με­ρι­νά προ­βάλ­λο­νται νέ­ες θε­ω­ρί­ες, ακο­λου­θώ­ντας την ιστο­ρι­κή μέ­θο­δο. Δεν δί­στα­σε να εξε­τά­σει με δια­φο­ρε­τι­κή προ­σέγ­γι­ση την κα­βα­φι­κή δη­μιουρ­γία, ξε­φεύ­γο­ντας από την πα­ρα­δο­σια­κή «κα­βα­φο­λα­τρεία» του γνω­στού ποι­η­τή που ταυ­τί­ζει την προ­σω­πι­κή φθο­ρά με αυ­τήν της γε­νέ­τει­ρας πό­λης του, στε­ρε­ό­τυ­πα που κα­θιε­ρώ­θη­καν με­τα­πο­λε­μι­κά από σχε­δόν όλους τους ερευ­νη­τές του έρ­γου του. Ωστό­σο ο Μ. Τσια­νί­κας μια σει­ρά από νέα ερω­τή­μα­τα: για­τί ο Κα­βά­φης κα­τα­πιά­στη­κε με την ιστο­ρία της πό­λης του, για­τί θέ­λη­σε να με­λε­τή­σει την πτώ­ση και τη φθο­ρά της, για­τί επι­κε­ντρώ­θη­κε στον μι­κρό­κο­σμο της Αλε­ξάν­δρειας και μά­λι­στα σε ορι­σμέ­να χρο­νι­κά επει­σό­δια; Μή­πως επει­δή την επο­χή που έζη­σε, κυ­ριαρ­χού­σε ένα πνεύ­μα απαι­σιο­δο­ξί­ας που δεν ήταν σε θέ­ση να δώ­σει διε­ξό­δους πνευ­μα­τι­κής ανά­τα­σης, ή για­τί επη­ρε­ά­στη­κε από την οι­κο­νο­μι­κή κα­τα­στρο­φή της οι­κο­γέ­νειάς του, ή πά­λι επει­δή συ­νει­δη­το­ποί­η­σε πως ο ίδιος απο­τε­λού­σε με τη συ­μπε­ρι­φο­ρά του, μια ει­δι­κή πε­ρί­πτω­ση μες στην ανερ­χό­με­νη πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κή αστι­κή κοι­νω­νία της πό­λης όπου ζού­σε;

Επει­δή η απά­ντη­ση δεν εί­ναι εύ­κο­λη ο Μ. Τσια­νί­κας επέ­λε­ξε να επι­κε­ντρω­θεί και να ανα­λύ­σει σε ποιους χρό­νους κι επο­χές ή σε ποια ση­μα­ντι­κά γε­γο­νό­τα ανα­φέ­ρε­ται η δρά­ση, το πε­ριε­χό­με­νο δη­λα­δή των κα­βα­φι­κών ποι­η­μά­των, για να δια­πι­στώ­σει πως εστιά­ζο­νται στο χρο­νι­κό διά­στη­μα της δρα­μα­τι­κής επο­χής της με­τά­βα­σης από τον αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό τρό­πο ζω­ής στο νέο εβραϊ­κό-χρι­στια­νι­κό, όταν δη­λα­δή όλα άλ­λα­ζαν στα­δια­κά και «τα υπο­κεί­με­να με­τα­τρέ­πο­νται σι­γά σι­γά σε φο­ρείς νέ­ων πρα­κτι­κών και ιδε­ών, (…) σχε­δόν πρω­τό­φα­ντα στο εύ­ρος τους για την αν­θρώ­πι­νη ιστο­ρία, με συ­ντα­ρα­κτι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα» (σ. 23), ση­μειώ­νει ο συγ­γρα­φέ­ας του βι­βλί­ου.
Οπό­τε ο με­λε­τη­τής ανα­λύ­ει όλα τα απο­κα­λού­με­να «ιστο­ρι­κά» ποι­ή­μα­τα του Κα­βά­φη κι όχι μό­νο, τα συν­δέ­ει με τη με­τάλ­λα­ξη στον τρό­πο ζω­ής και σκέ­ψης, με­τα­ξύ του 4ου και του 15ου αιώ­να μ.Χ., μιας χι­λιε­τί­ας που ονο­μά­στη­κε Με­σαί­ω­νας και που στη Δύ­ση, στα­δια­κά ανα­τρά­πη­κε από την ανα­δυό­με­νη Ανα­γέν­νη­ση, ενώ στην Ανα­το­λή ―την ίδια πε­ρί­ο­δο την απο­κα­λού­με «Βυ­ζά­ντιο»― όπου κά­θε από­πει­ρα αλ­λα­γής κα­τα­πο­λε­μή­θη­κε, με απο­τέ­λε­σμα να οδη­γη­θού­με τε­λι­κά στην οθω­μα­νι­κή βαρ­βα­ρό­τη­τα, με όλες δυ­στυ­χώς τις συ­νέ­πειες οι οποί­ες μας τα­λα­νί­ζουν ακό­μη και σή­με­ρα. Αυ­τήν τη «δια­μά­χη», ο Μ. Τσια­νί­κας την προ­σλαμ­βά­νει, θε­ω­ρώ­ντας της σαν ένα τα­γκό, όπου δύο κο­σμο­θε­ω­ρί­ες, η ελ­λη­νι­κο­πα­γα­να­στι­κή και η νε­ο­ελ­λη­νο­χρι­στια­νι­κή, πο­ρεύ­ο­νται μα­ζί και χο­ρεύ­ουν στην Αλε­ξάν­δρεια, με τον Κα­βά­φη, μέ­σω του ποι­η­τι­κού του λό­γου, να ανα­δει­κνύ­ει κά­θε τό­σο τις κα­λά κρυμ­μέ­νες όψεις αυ­τής της ιστο­ρι­κής κο­σμο­γο­νί­ας, που με γλα­φυ­ρό ύφος πα­ρου­σιά­ζει, υπεν­θυ­μί­ζο­ντάς στον ανα­γνώ­στη πως ο φι­λο­σο­φι­κός ελ­λη­νι­κός στο­χα­σμός κι ο τρό­πος ζω­ής άλ­λα­ξε ανε­πι­στρε­πτί την επο­χή εκεί­νη. Ο συγ­γρα­φέ­ας λοι­πόν αυ­τής της με­λέ­της, πα­ρου­σιά­ζει τον Κα­βά­φη, να κα­τα­γρά­φει την κο­σμοϊ­στο­ρι­κή δρα­μα­τι­κή πο­λι­τι­σμι­κή με­τάλ­λα­ξη της κοι­νω­νί­ας, αρ­χί­ζο­ντας τις ανα­φο­ρές του από το 340 μ.Χ., με το ποί­η­μα «Μύ­ρης· Αλε­ξάν­δρεια του 340 μ.Χ.» και να κλεί­νει τον κύ­κλο αυ­τής της ση­μα­ντι­κής με­τα­στρο­φής, το 1438 μ.Χ., με το ποί­η­μα, «Στην εκ­κλη­σία». Κα­λύ­πτει δη­λα­δή μια πε­ρί­ο­δο 998 χρό­νων ακρι­βώς, όταν η ατο­μι­κή υπό­στα­ση του αν­θρώ­που πέ­ρα­σε από τον πα­γα­νι­σμό στον χρι­στια­νι­σμό, από τη μια αντί­λη­ψη στην άλ­λη. Και το πέ­ρα­σμα αυ­τό, εκ­φρά­ζε­ται από τον Κα­βά­φη μ’ ένα ιδιαί­τε­ρο τρό­πο, όπως ανα­φέ­ρε­ται στο ποί­η­μα, «Μύ­ρης· Αλε­ξάν­δρεια του 340 μ.Χ.»:

Αι­σθα­νό­μουν που ενώ­θη, Χρι­στια­νός,
Με τους δι­κούς του, και που γε­νό­μουν
Ξέ­νος εγώ, ξέ­νος πο­λύ· ένοιω­θα κιό­λα
Μια αμ­φι­βο­λία να με σι­μώ­νει: μή­πως κ’ εί­χα γε­λα­σθεί
Από το πά­θος μου, και πά­ντα του ήμουν ξέ­νος. (σ. 35)

ενώ στο ποί­η­μα, «Στην εκ­κλη­σία», που κα­τά τον Μ. Τσια­νί­κα κλεί­νει τον κύ­κλο της η αντι­πα­ρά­θε­ση πα­γα­νι­σμού-χρι­στια­νι­σμού, ο Κα­βά­φης δια­τυ­πώ­νει με τρό­πο ει­ρω­νι­κό:

ο νους μου πηαί­νει σε τι­μές με­γά­λες της φυ­λής μας,
στον έν­δο­ξο μας Βυ­ζα­ντι­νι­σμό (σ. 191)

με το χα­ρα­κτη­ρι­σμό «έν­δο­ξο» να προσ­δί­δει μια «υφέρ­που­σα ει­ρω­νεία» προ­κει­μέ­νου να απο­δο­θεί όλη η «αφέ­λεια» του απλού νε­ο­έλ­λη­να ακό­μη και στις μέ­ρες μας. «Αφέ­λεια» που συ­μπλη­ρώ­νε­ται κα­τά τον Μ. Τσια­νί­κα κι από το νό­η­μα ενός άλ­λου κα­βα­φι­κού ποι­ή­μα­τος, το «Με­τά το κο­λύμ­βη­μα», όπου ο αλε­ξαν­δρι­νός ποι­η­τής εκτός του ότι επι­στρέ­φει σε θέ­σεις και ιδέ­ες πα­γα­νι­στι­κές, εξυ­μνεί έμ­με­σα τον Πλή­θω­να, τον τε­λευ­ταία φι­λό­σο­φο που επι­χεί­ρη­σε κα­τά την ύστα­τη βυ­ζα­ντι­νή πε­ρί­ο­δο να «επα­να­φέ­ρει» κά­πως το εν­δια­φέ­ρον γύ­ρω από τον στο­χα­σμό των αρ­χαί­ων φι­λο­σό­φων, διω­κό­με­νος ωστό­σο από το πο­λι­τεια­κό-κοι­νω­νι­κό σύ­στη­μα της επο­χής του:

Στην νε­ο­λαί­αν τό­τε επιρ­ροή πολ­λή
εί­χε η δι­δα­σκα­λία του Γε­ωρ­γί­ου Γε­μι­στού,
που ήταν σο­φό­τα­τος και λί­αν ευ­φρα­δής·
και της Ελ­λη­νι­κής παι­δεί­ας κή­ρυξ (σ. 195-196).

Συ­νε­πώς το εγ­χεί­ρη­μα του Μ. Τσια­νί­κα, να ανα­λύ­σει τα με­γά­λα δια­κυ­βεύ­μα­τα μιας χι­λιε­τί­ας που άλ­λα­ξαν την κοι­νω­νι­κή, αι­σθη­τι­κή, θρη­σκευ­τι­κή και ατο­μι­κή υπό­στα­ση του αν­θρώ­που, πρέ­πει να κα­τα­νοη­θεί όχι σα μια απλή δια­μά­χη ανά­με­σα στο ελ­λη­νι­κό αρ­χαίο μο­ντέ­λο σκέ­ψης (τον πα­γα­νι­σμό) και τη νέα χρι­στια­νι­κή αντί­λη­ψη (με ρί­ζες από τον εβραϊ­σμό) που επι­κρά­τη­σε τε­λι­κά, -κά­τι που δια­τυ­πώ­νε­ται εκτε­νώς στις 206 σε­λί­δες του πρώ­του μέ­ρους- αλ­λά και ως μια ενερ­γο­ποί­η­ση του κρι­τι­κού στο­χα­σμού, στην εν­δυ­νά­μω­ση της ατο­μι­κής ελευ­θε­ρί­ας με­τά τον κα­τα­θλι­πτι­κό εντα­φια­σμό της επί σει­ρά ετών.
Γι' αυ­τό το λό­γο και στα υπό­λοι­πα πέ­ντε μέ­ρη, ο νε­ο­ελ­λη­νι­στής ερευ­νη­τής ασχο­λεί­ται με τις φι­λο­σο­φι­κές όψεις του κα­βα­φι­κού έρ­γου, προσ­δί­δο­ντάς του έναν αν­θρω­πι­στι­κό οι­κου­με­νι­σμό, διευ­κρι­νί­ζο­ντας το ρό­λο των εν­νοιών της ηθι­κής και του μο­ρα­λι­σμού στο κα­βα­φι­κό σύ­μπαν και πως δια­μορ­φώ­νο­νται οι «πα­θο­λο­γι­κές λο­γο­πά­θειες» του κα­βα­φι­κού έρ­γου· εξε­τά­ζε­ται επί­σης η αρ­νη­τι­κή στά­ση του αλε­ξαν­δρι­νού ποι­η­τή σε πολ­λά πο­λι­τι­κο­κοι­νω­νι­κά θέ­μα­τα, προ­βάλ­λο­ντας τη θέ­ση του απέ­να­ντι στα «αντι­κεί­με­να και τα πράγ­μα­τα», ενώ υπο­γραμ­μί­ζει στο τέ­λος πως κρί­νει την έν­νοια της ηδο­νής στην προ­σπά­θειά του να πα­ρου­σιά­σει την «ανά­στα­ση» του σώ­μα­τος στους σύγ­χρο­νους και­ρούς. Στην ου­σία τα υπό­λοι­πα πέ­ντε κε­φά­λαια που ακο­λου­θούν, φω­τί­ζουν ιδε­ο­λο­γι­κές, αι­σθη­τι­κές και γλωσ­σι­κές αλ­λα­γές που υπέ­στη η αν­θρω­πό­τη­τα, στη διάρ­κεια αυ­τής της πε­ριό­δου. Κι όλα αυ­τά απο­δει­κνύ­ο­νται όχι μό­νο με το ποι­η­τι­κό έρ­γο αλ­λά και με τα πε­ζά του Κα­βά­φη και κυ­ρί­ως με τα χει­ρό­γρα­φά του, με τις διά­φο­ρες διορ­θώ­σεις που ο ίδιος ο ποι­η­τής επέ­φε­ρε κα­τά και­ρούς. Πα­ρα­κο­λου­θεί­ται δη­λα­δή η πο­ρεία όχι μό­νο της γρα­φής αλ­λά και της σκέ­ψης του Κα­βά­φη-δη­μιουρ­γού.

Όλες αυ­τές οι εν­δια­φέ­ρου­σες προ­σεγ­γί­σεις του Μ. Τσια­νί­κα, όχι μό­νο ανα­δει­κνύ­ουν ένα πρω­τό­τυ­πο επι­στη­μο­νι­κό έρ­γο, αλ­λά φω­τί­ζουν και το κα­βα­φι­κό οι­κο­δό­μη­μα, προ­βάλ­λο­ντας την ποί­η­σή του ως μια συ­νε­χή υπαρ­ξια­κή αγω­νία για την προ­σω­πι­κή ελευ­θε­ρία του ατό­μου, ως μια διαρ­κή δια­πά­λη με τα ιστο­ρι­κά δρώ­με­να, τις ιδε­ο­λο­γι­κές αντι­λή­ψεις, τα αι­σθη­τι­κά ρεύ­μα­τα, τις φι­λο­σο­φι­κές θε­ω­ρί­ες και τις φι­λο­λο­γι­κές δια­μά­χες, αλ­λά κυ­ρί­ως, κα­τά τη γνώ­μη μας, ως ένα κο­ρυ­φαίο και κομ­ψό «ρέκ­βιεμ» της απο­κα­θή­λω­σης, εκ των έσω όμως, του αρ­χαί­ου ελ­λη­νι­κού λό­γου και σκέ­ψης, με­τά τη θριαμ­βευ­τι­κή επι­κρά­τη­ση του Χρι­στια­νι­σμού επί του πα­γα­νι­σμού, με την ταυ­τό­χρο­νη επι­δί­ω­ξη του Κα­βά­φη να ανα­στη­λώ­σει, μέ­σω των ιαμ­βι­κών ανα­παλ­μών, τον ερω­τι­σμό του σώ­μα­τος που ση­μα­το­δο­τεί κι εκ­προ­σω­πεί την ελευ­θε­ρία του ατό­μου.
Με την ερ­γα­σία αυ­τή, ο Μ. Τσια­νί­κας πα­ρου­σιά­ζει διε­ξο­δι­κά στους ανα­γνώ­στες του κα­βα­φι­κού έρ­γου, έναν άγνω­στο Κα­βά­φη, ανα­τρέ­πει πολ­λές από τις κυ­ρί­αρ­χες προ­σεγ­γί­σεις του έρ­γου του, και το πιο ση­μα­ντι­κό, επα­να­φέ­ρει μια νέα εξε­ρεύ­νη­ση της ποί­η­σής του, όχι ανα­γκα­στι­κά με και­νού­ριες θε­ω­ρί­ες, αλ­λά λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη και την Ιστο­ρία, που πι­θα­νόν σκό­πι­μα μέ­χρι σή­με­ρα, να αγνο­ή­θη­κε. Γι αυ­τό το λό­γο κι ο συγ­γρα­φέ­ας αυ­τού του κα­θα­ρά «πο­λι­τι­κού» βι­βλί­ου, το­νί­ζει ξε­κά­θα­ρα, στη σύ­ντο­μη «Ει­σα­γω­γή» του, πως τα συ­μπε­ρά­σμα­τά του εί­ναι απόρ­ροια της απλής ανά­γνω­σης του κα­βα­φι­κού έρ­γου, από μια νέα ρι­ζο­σπα­στι­κή άπο­ψη, ακο­λου­θώ­ντας πι­στά αυ­τά που με τρό­πο απέ­ριτ­το, δια­τύ­πω­σε ο αλε­ξαν­δρι­νός ποι­η­τής :

(…) στό­χος του «με­γά­λου αν­δρός», Κα­βά­φη, δεν ήταν να γρά­ψει συ­μπε­ρά­σμα­τα, αλ­λά να μας εκ­θέ­σει μια ευ­ρεία ποι­κι­λία από αι­σθη­τι­κά στιγ­μιό­τυ­πα: δου­λειά δι­κή μας εί­ναι να «ποι­ή­σου­με» συ­μπε­ρά­σμα­τα· δου­λειά δι­κή μας εί­ναι να ανι­χνεύ­σου­με το μο­νο­πά­τι εκεί­νο το οποίο το έχει κα­λά κρυμ­μέ­νο ο ποι­η­τής. Πι­στεύω ότι για να γί­νει κά­τι τέ­τοιο θα πρέ­πει αρ­χι­κά να απο­φευ­χθεί η ταυ­το­λο­γι­κή ανα­πα­ρα­γω­γή των ποι­η­μά­των του, «προ­σέ­χο­ντας με δέ­ος τες κλί­σεις και την προ­φο­ρά»: αυ­τό εί­πε, αυ­τό συλ­λα­βί­ζω, αυ­τό κα­τα­νοώ (σ. 16).

ανα­φέ­ρει ο συγ­γρα­φέ­ας αυ­τού του έρ­γου,

Kι απ’ αυ­τήν την απλή κα­τα­νό­η­ση προ­έ­κυ­ψε το εν­δια­φέ­ρον πό­νη­μα του Μ. Τσια­νί­κα, το οποίο πέ­ρα από το γε­γο­νός ότι ανα­δει­κνύ­ει την ικα­νό­τη­τα του Κα­βά­φη να πα­ρα­τη­ρεί και να πε­ρι­γρά­φει την αρ­νη­τι­κή εξέ­λι­ξη ή την πα­ρακ­μή της αρ­χαί­ας ελ­λη­νι­κής σκέ­ψης και την αντι­κα­τά­στα­σή της από τη νέα χρι­στια­νι­κή ελ­πι­δο­φό­ρα κα­τά­στα­ση, μέ­σω του ποι­η­τι­κού λό­γου, με γλώσ­σα σχε­δόν «προ­φο­ρι­κή». Ταυ­τό­χρο­να επι­ση­μαί­νε­ται πως η κοι­νω­νία, με τους διά­φο­ρους θε­σμούς και σκο­πούς της, κτί­ζει και δη­μιουρ­γεί ανα­γκα­στι­κά κά­θε φο­ρά, τη συλ­λο­γι­κή κι ατο­μι­κή ταυ­τό­τη­τα. Και στο ση­μείο αυ­τό ο Μ. Τσια­νί­κας δε λη­σμο­νεί να μας υπο­γραμ­μί­σει πως με τον τρό­πο αυ­τό προ­κύ­πτει η ακύ­ρω­ση του δη­μο­κρα­τι­κού πλου­ρα­λι­σμού, κά­τι που τε­λι­κά συ­νέ­βη στο χώ­ρο όπου εί­χε επι­κρα­τή­σει ο ελ­λη­νι­κός λό­γος και η σκέ­ψη του, ενώ έμ­με­σα, πα­ρου­σιά­ζει τη σχέ­ση του «εγώ» με το συλ­λο­γι­κό «ιδα­νι­κό». Στην ου­σία φω­τί­ζε­ται η ηρω­ι­κή σκέ­ψη της προ­σω­πι­κής αντί­στα­σης στο κοι­νω­νι­κό συ­νον­θύ­λευ­μα, και προ­βάλ­λε­ται η μα­γεία της «προ­φο­ρι­κής» κα­βα­φι­κής γλώσ­σας ένα­ντι της πλα­στής δη­μιουρ­γι­κής δια­τύ­πω­σης. Πρό­κει­ται για αρε­τές που προσ­δί­δουν στο κα­βα­φι­κό έρ­γο, όπως ανα­λύ­ε­ται από τον Μ. Τσια­νί­κα, μια ευ­και­ρία αυ­το­στο­χα­σμού του ελ­λη­νι­σμού, μια προ­τρο­πή για αφύ­πνι­ση από μια σει­ρά ιδε­ο­λο­γι­κών πα­γι­δεύ­σε­ων. Το έρ­γο αυ­τό μας πα­ρα­κι­νεί να με­λε­τή­σου­με ήρε­μα και συ­νει­δη­τά, ανοί­γο­ντας και­νού­ριους ορί­ζο­ντες και με πε­ρισ­σό­τε­ρο θάρ­ρος, το τε­ρά­στιο πα­λίμ­ψη­στο της ελ­λη­νι­κό­τη­τας, για να δού­με και να ανα­γνω­ρί­σου­με με τη δύ­να­μη του λό­γου και της σκέ­ψης, τη γε­νε­α­λο­γία του ση­με­ρι­νού «νε­ο­έλ­λη­να».

Πώς η ελληνοπαγανιστική κοσμοθεωρία μεταμορφώθηκε σε νεοελληνοχριστιανική αντίληψη
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: