Πώς η ελληνοπαγανιστική κοσμοθεωρία μεταμορφώθηκε σε νεοελληνοχριστιανική αντίληψη

Αλεξάνδρεια. Έξω από το σπίτι του Καβάφη (φωτ. Κωστής Σταμπολής 1982))
Αλεξάνδρεια. Έξω από το σπίτι του Καβάφη (φωτ. Κωστής Σταμπολής 1982))

Μιχάλης Τσιανίκας, «Καβάφης: Το τελευταίο τανγκό στην Αλεξάνδρεια», εκδ. Βιβλιόραμα 2023



Ο Καβάφης είναι ένας από τους λίγους Έλληνες λογοτέχνες για τον οποίον έχουν γραφτεί πολυάριθμες μελέτες σε Ελλάδα κι εξωτερικό, έχουν εκπονηθεί πολλές μεταπτυχιακές εργασίες, καθώς και διδακτορικές διατριβές και πιστεύαμε πως είχαν=ν όλα σχεδόν ειπωθεί για τον Αλεξανδρινό ποιητή και το έργο του. Ωστόσο, διαβάζοντας το πυκνογραμμένο πόνημα, του Μιχάλη Τσιανίκα, νεοελληνιστή καθηγητή, που επί 30 χρόνια δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Φλίντερς, στη Νέα Αδελαϊδα της Αυστραλίας, με τίτλο: Καβάφης: Το τελευταίο τανγκό στην Αλεξάνδρεια, ξαφνιαστήκαμε καθώς από τη 2η παράγραφο της «Εισαγωγής» του, μας προειδοποιεί ότι το έργο του έχει «άποψη» που «θα φέρει σε δύσκολη θέση και θα ενοχλήσει πάρα πολλούς, αλλά θα ικανοποιήσει και κάποιους ολίγους» συμπληρώνοντας πως: «σε αυτούς κυρίως απευθύνομαι» (σ. 15).
Ανατρέχοντας λοιπόν στα έξι, άνισα σε μέγεθος κεφάλαια που απαρτίζουν τη μελέτη του, διαπιστώνουμε πως απαλλαγμένος από τον πανεπιστημιακό «καθωσπρεπισμό», ο Μ. Τσιανίκας τόλμησε να μελετήσει και να αναλύσει το καβαφικό έργο, σε μια εποχή όπου καθημερινά προβάλλονται νέες θεωρίες, ακολουθώντας την ιστορική μέθοδο. Δεν δίστασε να εξετάσει με διαφορετική προσέγγιση την καβαφική δημιουργία, ξεφεύγοντας από την παραδοσιακή «καβαφολατρεία» του γνωστού ποιητή που ταυτίζει την προσωπική φθορά με αυτήν της γενέτειρας πόλης του, στερεότυπα που καθιερώθηκαν μεταπολεμικά από σχεδόν όλους τους ερευνητές του έργου του. Ωστόσο ο Μ. Τσιανίκας μια σειρά από νέα ερωτήματα: γιατί ο Καβάφης καταπιάστηκε με την ιστορία της πόλης του, γιατί θέλησε να μελετήσει την πτώση και τη φθορά της, γιατί επικεντρώθηκε στον μικρόκοσμο της Αλεξάνδρειας και μάλιστα σε ορισμένα χρονικά επεισόδια; Μήπως επειδή την εποχή που έζησε, κυριαρχούσε ένα πνεύμα απαισιοδοξίας που δεν ήταν σε θέση να δώσει διεξόδους πνευματικής ανάτασης, ή γιατί επηρεάστηκε από την οικονομική καταστροφή της οικογένειάς του, ή πάλι επειδή συνειδητοποίησε πως ο ίδιος αποτελούσε με τη συμπεριφορά του, μια ειδική περίπτωση μες στην ανερχόμενη πολυπολιτισμική αστική κοινωνία της πόλης όπου ζούσε;

Επειδή η απάντηση δεν είναι εύκολη ο Μ. Τσιανίκας επέλεξε να επικεντρωθεί και να αναλύσει σε ποιους χρόνους κι εποχές ή σε ποια σημαντικά γεγονότα αναφέρεται η δράση, το περιεχόμενο δηλαδή των καβαφικών ποιημάτων, για να διαπιστώσει πως εστιάζονται στο χρονικό διάστημα της δραματικής εποχής της μετάβασης από τον αρχαιοελληνικό τρόπο ζωής στο νέο εβραϊκό-χριστιανικό, όταν δηλαδή όλα άλλαζαν σταδιακά και «τα υποκείμενα μετατρέπονται σιγά σιγά σε φορείς νέων πρακτικών και ιδεών, (…) σχεδόν πρωτόφαντα στο εύρος τους για την ανθρώπινη ιστορία, με συνταρακτικά αποτελέσματα» (σ. 23), σημειώνει ο συγγραφέας του βιβλίου.
Οπότε ο μελετητής αναλύει όλα τα αποκαλούμενα «ιστορικά» ποιήματα του Καβάφη κι όχι μόνο, τα συνδέει με τη μετάλλαξη στον τρόπο ζωής και σκέψης, μεταξύ του 4ου και του 15ου αιώνα μ.Χ., μιας χιλιετίας που ονομάστηκε Μεσαίωνας και που στη Δύση, σταδιακά ανατράπηκε από την αναδυόμενη Αναγέννηση, ενώ στην Ανατολή ―την ίδια περίοδο την αποκαλούμε «Βυζάντιο»― όπου κάθε απόπειρα αλλαγής καταπολεμήθηκε, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε τελικά στην οθωμανική βαρβαρότητα, με όλες δυστυχώς τις συνέπειες οι οποίες μας ταλανίζουν ακόμη και σήμερα. Αυτήν τη «διαμάχη», ο Μ. Τσιανίκας την προσλαμβάνει, θεωρώντας της σαν ένα ταγκό, όπου δύο κοσμοθεωρίες, η ελληνικοπαγαναστική και η νεοελληνοχριστιανική, πορεύονται μαζί και χορεύουν στην Αλεξάνδρεια, με τον Καβάφη, μέσω του ποιητικού του λόγου, να αναδεικνύει κάθε τόσο τις καλά κρυμμένες όψεις αυτής της ιστορικής κοσμογονίας, που με γλαφυρό ύφος παρουσιάζει, υπενθυμίζοντάς στον αναγνώστη πως ο φιλοσοφικός ελληνικός στοχασμός κι ο τρόπος ζωής άλλαξε ανεπιστρεπτί την εποχή εκείνη. Ο συγγραφέας λοιπόν αυτής της μελέτης, παρουσιάζει τον Καβάφη, να καταγράφει την κοσμοϊστορική δραματική πολιτισμική μετάλλαξη της κοινωνίας, αρχίζοντας τις αναφορές του από το 340 μ.Χ., με το ποίημα «Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.» και να κλείνει τον κύκλο αυτής της σημαντικής μεταστροφής, το 1438 μ.Χ., με το ποίημα, «Στην εκκλησία». Καλύπτει δηλαδή μια περίοδο 998 χρόνων ακριβώς, όταν η ατομική υπόσταση του ανθρώπου πέρασε από τον παγανισμό στον χριστιανισμό, από τη μια αντίληψη στην άλλη. Και το πέρασμα αυτό, εκφράζεται από τον Καβάφη μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο, όπως αναφέρεται στο ποίημα, «Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.»:

Αισθανόμουν που ενώθη, Χριστιανός,
Με τους δικούς του, και που γενόμουν
Ξένος εγώ, ξένος πολύ· ένοιωθα κιόλα
Μια αμφιβολία να με σιμώνει: μήπως κ’ είχα γελασθεί
Από το πάθος μου, και πάντα του ήμουν ξένος. (σ. 35)

ενώ στο ποίημα, «Στην εκκλησία», που κατά τον Μ. Τσιανίκα κλείνει τον κύκλο της η αντιπαράθεση παγανισμού-χριστιανισμού, ο Καβάφης διατυπώνει με τρόπο ειρωνικό:

ο νους μου πηαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,
στον ένδοξο μας Βυζαντινισμό (σ. 191)

με το χαρακτηρισμό «ένδοξο» να προσδίδει μια «υφέρπουσα ειρωνεία» προκειμένου να αποδοθεί όλη η «αφέλεια» του απλού νεοέλληνα ακόμη και στις μέρες μας. «Αφέλεια» που συμπληρώνεται κατά τον Μ. Τσιανίκα κι από το νόημα ενός άλλου καβαφικού ποιήματος, το «Μετά το κολύμβημα», όπου ο αλεξανδρινός ποιητής εκτός του ότι επιστρέφει σε θέσεις και ιδέες παγανιστικές, εξυμνεί έμμεσα τον Πλήθωνα, τον τελευταία φιλόσοφο που επιχείρησε κατά την ύστατη βυζαντινή περίοδο να «επαναφέρει» κάπως το ενδιαφέρον γύρω από τον στοχασμό των αρχαίων φιλοσόφων, διωκόμενος ωστόσο από το πολιτειακό-κοινωνικό σύστημα της εποχής του:

Στην νεολαίαν τότε επιρροή πολλή
είχε η διδασκαλία του Γεωργίου Γεμιστού,
που ήταν σοφότατος και λίαν ευφραδής·
και της Ελληνικής παιδείας κήρυξ (σ. 195-196).

Συνεπώς το εγχείρημα του Μ. Τσιανίκα, να αναλύσει τα μεγάλα διακυβεύματα μιας χιλιετίας που άλλαξαν την κοινωνική, αισθητική, θρησκευτική και ατομική υπόσταση του ανθρώπου, πρέπει να κατανοηθεί όχι σα μια απλή διαμάχη ανάμεσα στο ελληνικό αρχαίο μοντέλο σκέψης (τον παγανισμό) και τη νέα χριστιανική αντίληψη (με ρίζες από τον εβραϊσμό) που επικράτησε τελικά, -κάτι που διατυπώνεται εκτενώς στις 206 σελίδες του πρώτου μέρους- αλλά και ως μια ενεργοποίηση του κριτικού στοχασμού, στην ενδυνάμωση της ατομικής ελευθερίας μετά τον καταθλιπτικό ενταφιασμό της επί σειρά ετών.
Γι' αυτό το λόγο και στα υπόλοιπα πέντε μέρη, ο νεοελληνιστής ερευνητής ασχολείται με τις φιλοσοφικές όψεις του καβαφικού έργου, προσδίδοντάς του έναν ανθρωπιστικό οικουμενισμό, διευκρινίζοντας το ρόλο των εννοιών της ηθικής και του μοραλισμού στο καβαφικό σύμπαν και πως διαμορφώνονται οι «παθολογικές λογοπάθειες» του καβαφικού έργου· εξετάζεται επίσης η αρνητική στάση του αλεξανδρινού ποιητή σε πολλά πολιτικοκοινωνικά θέματα, προβάλλοντας τη θέση του απέναντι στα «αντικείμενα και τα πράγματα», ενώ υπογραμμίζει στο τέλος πως κρίνει την έννοια της ηδονής στην προσπάθειά του να παρουσιάσει την «ανάσταση» του σώματος στους σύγχρονους καιρούς. Στην ουσία τα υπόλοιπα πέντε κεφάλαια που ακολουθούν, φωτίζουν ιδεολογικές, αισθητικές και γλωσσικές αλλαγές που υπέστη η ανθρωπότητα, στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Κι όλα αυτά αποδεικνύονται όχι μόνο με το ποιητικό έργο αλλά και με τα πεζά του Καβάφη και κυρίως με τα χειρόγραφά του, με τις διάφορες διορθώσεις που ο ίδιος ο ποιητής επέφερε κατά καιρούς. Παρακολουθείται δηλαδή η πορεία όχι μόνο της γραφής αλλά και της σκέψης του Καβάφη-δημιουργού.

Όλες αυτές οι ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις του Μ. Τσιανίκα, όχι μόνο αναδεικνύουν ένα πρωτότυπο επιστημονικό έργο, αλλά φωτίζουν και το καβαφικό οικοδόμημα, προβάλλοντας την ποίησή του ως μια συνεχή υπαρξιακή αγωνία για την προσωπική ελευθερία του ατόμου, ως μια διαρκή διαπάλη με τα ιστορικά δρώμενα, τις ιδεολογικές αντιλήψεις, τα αισθητικά ρεύματα, τις φιλοσοφικές θεωρίες και τις φιλολογικές διαμάχες, αλλά κυρίως, κατά τη γνώμη μας, ως ένα κορυφαίο και κομψό «ρέκβιεμ» της αποκαθήλωσης, εκ των έσω όμως, του αρχαίου ελληνικού λόγου και σκέψης, μετά τη θριαμβευτική επικράτηση του Χριστιανισμού επί του παγανισμού, με την ταυτόχρονη επιδίωξη του Καβάφη να αναστηλώσει, μέσω των ιαμβικών αναπαλμών, τον ερωτισμό του σώματος που σηματοδοτεί κι εκπροσωπεί την ελευθερία του ατόμου.
Με την εργασία αυτή, ο Μ. Τσιανίκας παρουσιάζει διεξοδικά στους αναγνώστες του καβαφικού έργου, έναν άγνωστο Καβάφη, ανατρέπει πολλές από τις κυρίαρχες προσεγγίσεις του έργου του, και το πιο σημαντικό, επαναφέρει μια νέα εξερεύνηση της ποίησής του, όχι αναγκαστικά με καινούριες θεωρίες, αλλά λαμβάνοντας υπόψη και την Ιστορία, που πιθανόν σκόπιμα μέχρι σήμερα, να αγνοήθηκε. Γι αυτό το λόγο κι ο συγγραφέας αυτού του καθαρά «πολιτικού» βιβλίου, τονίζει ξεκάθαρα, στη σύντομη «Εισαγωγή» του, πως τα συμπεράσματά του είναι απόρροια της απλής ανάγνωσης του καβαφικού έργου, από μια νέα ριζοσπαστική άποψη, ακολουθώντας πιστά αυτά που με τρόπο απέριττο, διατύπωσε ο αλεξανδρινός ποιητής :

(…) στόχος του «μεγάλου ανδρός», Καβάφη, δεν ήταν να γράψει συμπεράσματα, αλλά να μας εκθέσει μια ευρεία ποικιλία από αισθητικά στιγμιότυπα: δουλειά δική μας είναι να «ποιήσουμε» συμπεράσματα· δουλειά δική μας είναι να ανιχνεύσουμε το μονοπάτι εκείνο το οποίο το έχει καλά κρυμμένο ο ποιητής. Πιστεύω ότι για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει αρχικά να αποφευχθεί η ταυτολογική αναπαραγωγή των ποιημάτων του, «προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά»: αυτό είπε, αυτό συλλαβίζω, αυτό κατανοώ (σ. 16).

αναφέρει ο συγγραφέας αυτού του έργου,

Kι απ’ αυτήν την απλή κατανόηση προέκυψε το ενδιαφέρον πόνημα του Μ. Τσιανίκα, το οποίο πέρα από το γεγονός ότι αναδεικνύει την ικανότητα του Καβάφη να παρατηρεί και να περιγράφει την αρνητική εξέλιξη ή την παρακμή της αρχαίας ελληνικής σκέψης και την αντικατάστασή της από τη νέα χριστιανική ελπιδοφόρα κατάσταση, μέσω του ποιητικού λόγου, με γλώσσα σχεδόν «προφορική». Ταυτόχρονα επισημαίνεται πως η κοινωνία, με τους διάφορους θεσμούς και σκοπούς της, κτίζει και δημιουργεί αναγκαστικά κάθε φορά, τη συλλογική κι ατομική ταυτότητα. Και στο σημείο αυτό ο Μ. Τσιανίκας δε λησμονεί να μας υπογραμμίσει πως με τον τρόπο αυτό προκύπτει η ακύρωση του δημοκρατικού πλουραλισμού, κάτι που τελικά συνέβη στο χώρο όπου είχε επικρατήσει ο ελληνικός λόγος και η σκέψη του, ενώ έμμεσα, παρουσιάζει τη σχέση του «εγώ» με το συλλογικό «ιδανικό». Στην ουσία φωτίζεται η ηρωική σκέψη της προσωπικής αντίστασης στο κοινωνικό συνονθύλευμα, και προβάλλεται η μαγεία της «προφορικής» καβαφικής γλώσσας έναντι της πλαστής δημιουργικής διατύπωσης. Πρόκειται για αρετές που προσδίδουν στο καβαφικό έργο, όπως αναλύεται από τον Μ. Τσιανίκα, μια ευκαιρία αυτοστοχασμού του ελληνισμού, μια προτροπή για αφύπνιση από μια σειρά ιδεολογικών παγιδεύσεων. Το έργο αυτό μας παρακινεί να μελετήσουμε ήρεμα και συνειδητά, ανοίγοντας καινούριους ορίζοντες και με περισσότερο θάρρος, το τεράστιο παλίμψηστο της ελληνικότητας, για να δούμε και να αναγνωρίσουμε με τη δύναμη του λόγου και της σκέψης, τη γενεαλογία του σημερινού «νεοέλληνα».

Πώς η ελληνοπαγανιστική κοσμοθεωρία μεταμορφώθηκε σε νεοελληνοχριστιανική αντίληψη
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: