
Εισαγωγή
Ο Δημήτρης Βούλγαρης έχει γράψει τα εξής βιβλία: Ερασιτέχνες εμπρηστές (Απόπειρα, 2017), το μυθιστόρημα Κονστάνς (Απόπειρα, 2015), Η αρχή του τέλους (Ars Poetica, 2015) και Οι ένοικοι των ημερών (Σμίλη, 2023).
Η αρχή του τέλους και η Κονστάνς εκδίδονται όταν ο Βούλγαρης είναι σε ηλικία μόλις 22 ετών και πρέπει να γράφτηκαν αρκετά νωρίτερα, ωστόσο ήδη φανερώνουν ότι ο ποιητής συγκροτεί έναν δικό του προσωπικό λόγο και μια ξεχωριστή ποιητική ταυτότητα. Η αρχή του τέλους είναι ένα βιβλίο που προκαλεί το ενδιαφέρον του Δήμου Χλωπτσιούδη (2016). Ο Χλωπτσιούδης τονίζει ότι ο Βούλγαρης «εκφράζει τον ψυχισμό των νέων που αισθάνονται να ματαιοπονούν σε μία κοινωνία που οδηγεί κομφορμιστικά στην αγχόνη τα ―ανήλικα σχεδόν― όνειρα των ανθρώπων, μία κοινωνία αδικίας». Ο κριτικός προσθέτει: «Η ποίησή του είναι κοινωνική στη ρίζα της με φυλλώματα υπαρξιακής αγωνίας. Το κοινωνικό συνδέεται με την υπαρξιακή αγωνία. Το άτομο δε στέκεται μακριά από την κοινότητα, δεν είναι απομονωμένο κυριολεκτικά, αλλά μόνο συναισθηματικά. Το κοινωνικό περιβάλλον διαμορφώνει τις αγωνίες του, τη μελαγχολία του».
Η Κονστάνς είναι ένα ποιητικό πεζό, που αποτελείται από σύντομες σημειώσεις-ποιήματα. Εκφράζει την ερωτική απουσία, την υπαρξιακή αγωνία, την πάλη με τις σκιές του εαυτού. Η Κονστάνς είναι σύμφωνα με τον επεξηγηματικό υπότιτλο του βιβλίου «71 σημειώσεις, απόπειρες συμφιλίωσης με τον χώρο, τον χρόνο και σένα που όλο φεύγεις». Στην Κονστάνς είναι έντονο το στοιχείο της εικαστικότητας όπως παρατηρεί η Ειρήνη Σταματοπούλου (2016), «η οποία γίνεται ανάγλυφη στα άυλα σχεδόν φασματικά, αλλού εκστατικά μορφώματα των εικόνων του».
Το 2017 εκδίδονται οι Ερασιτέχνες εμπρηστές. Το βιβλίο αυτό εστιάζει στην απώλεια των παιδικών ονείρων, στις διαψεύσεις μιας εποχής, στο αίσθημα μελαγχολίας και διάλυσης που διαπερνά το κοινωνικό υποκείμενο αλλά και ο υπαρξιακός τρόμος κάποτε βιωμένος και προσωπικός. Όπως σημειώνει ο ποιητής είμαστε «Ρακοσυλλέκτες μιας εποχής που έδυσε στα σκουπίδια/…/ Τίποτα δε γεννιέται πια». Ο Βούλγαρης μιλά για ένα είδος ήττας, προσωπικής ή και πολιτικής: «μετά τη φωτιά το σώμα ίδρωνε ξεχασμένα συναισθήματα/ εξιστορούσε τον πόλεμο/ επιβεβαίωνε την ήττα/ γυάλιζε τις πληγές χρόνων» και καταλήγει «δεν υπήρχαν επιλογή/ Μονάχα ο συμβιβασμός». Στους Ερασιτέχνες εμπρηστές ο Βούλγαρης πέρα από την υπαρξιακή θλίψη μιλά για την σύγχρονη εποχή των τεράτων όπου τίποτα καινούργιο δε γεννιέται, οι άνθρωποι εξιστορούν την ήττα, μετρούν τις πληγές τους και πολλοί συμβιβάζουν τα ιδανικά τους με τη σκληρή πραγματικότητα. Στη συνέχεια, θα εστιάσουμε στο καινούργιο βιβλίο του Βούλγαρη, τους Ένοικους των ημερών στο οποίο δείχνει σημάδια ποιητικής ωρίμανσης.
Οι ένοικοι των ημερών
Στους Ένοικους των ημερών συναντούμε 33 ποιήματα. Το βιβλίο αποτελείται από σπονδυλωτά ποιήματα που δημιουργούν μέσα από τις αναφορές, την ατμόσφαιρα και το θέμα τους την αίσθηση της ενότητας. Οι τίτλοι των ποιημάτων περιλαμβάνονται σε αγκύλες, γεγονός που δείχνει ότι θα μπορούσαν να παραληφθούν. Στο βιβλίο περιλαμβάνονται ποιήματα που εκτείνονται από μία ως τέσσερις σελίδες. Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμείται από έργο του Δημήτρη Βούλγαρη που αναπαριστά τη θέα μιας πολυκατοικίας μέσα από ένα παράθυρο ενός χώρου σκοτεινού. Ίσως το παράθυρο στο εξώφυλλο του βιβλίου να αποτελεί για τον αναγνώστη ένα σημείο θέασης της αστικής πραγματικότητας, ένα σημείο όπου ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει σιωπηλά τους ένοικους των ημερών.
Το βιβλίο αφιερώνεται σε ό,τι μένει, χωρίς να προσδιορίζει περισσότερο τι είναι αυτό που μένει, ενώ ως μόττο ο ποιητής ενσωματώνει ένα σύντομο απόσπασμα από τον Φερνάντο Πεσόα. Το βιβλίο ξεκινά με το ποίημα, [Γέννα], θέλοντας να δώσει την αίσθηση μιας απαρχής. Το ποίημα [Ένοικοι των ημερών], που δίνει και τον τίτλο του βιβλίου, τοποθετείται περίπου στο μέσον του βιβλίου, αποτελώντας το κέντρο του. Τέλος, το βιβλίο ολοκληρώνεται με το ποίημα [Υστερόγραφο], τονίζοντας την αίσθηση της ολοκλήρωσης. Στο βιβλίο μπορεί κανείς να εντοπίσει επιρροές από τον Καρυωτάκη, από τον Γκίνσμπεργκ, τον Μπουκόφσκι και γενικότερα την μπιτ λογοτεχνία καθώς και από στίχους ροκ τραγουδιών.
Η Δήμητρα Διώνη (2023) υποστηρίζει ότι επίκεντρο του βιβλίου είναι η πόλη και οι άνθρωποί της. Το σκηνικό της ποίησής του βάφεται με σκούρα χρώματα καθώς η ζωή αφήνει βαρύ το φορτίο της πάνω στη σκέψη του ποιητή. Ο Βούλγαρης γράφει για σκοτεινά τοπία θέλοντας με την ποίησή του, να ξορκίσει την καταλυτική τους δύναμη, τη φθορά που φτάνει ως τα βάθη των ανθρώπων.
Η Λίνα Φυτιλή (2023) θεωρεί ότι ο Βούλγαρης, παιδί της κρίσης όπως τον ονομάζει η κριτικός, αρθρώνει στους Ένοικους των ημερών ένα λόγο διαμαρτυρίας σε έναν κόσμο δύσβατο και σιωπηλό. Επίσης, σημειώνει ότι η ποίησή του έχει κοινωνικό, πολιτικό και προσωπικό τόνο. Η Φυτιλή τονίζει ότι ο ποιητής αφουγκράζεται και μεταφέρει στο χαρτί, τα αμφίβολα όνειρα και τις δυσκολίες μιας ολόκληρης γενιάς.
Ο Γιώργος Μιχαηλίδης (2024) τονίζει ότι η ποιητική του Βούλγαρη είναι ένας υπαρξιακός τρόμος, ένας τρόμος που εδρεύει στις σύγχρονες συνθήκες της ελληνικής κοινωνίας καθώς και της Ευρώπης, η οποία ταλανίζεται από οικονομική και πολιτική κρίση, που με τη σειρά της αποτυπώνεται πλέον στους κατοίκους, στους «ενοικιαστές» της.
Ο Γιώργος Δρίτσας (2024) υποστηρίζει ότι ο Βούλγαρης δημιουργεί στο βιβλίο του ένα σύμπαν αστικό, αποπνικτικό και πάνω απ’ όλα ρεαλιστικό. Σε αυτό το δυστοπικό τοπίο που σκιαγραφεί ο ποιητής ο αργός θάνατος και η αποσύνθεση των μορφών είναι κάτι δεδομένο. Τα ποιήματα του Βούλγαρη για τον κριτικό δεν είναι παρά απαύγασμα της πάλης του ποιητή με την υπαρξιακή του άβυσσο.
Ο Άκης Παραφέλας (2024) περιγράφει τον ποιητικό κόσμο του Βούλγαρη, ως έναν κόσμο ασφυκτικό που βρίσκεται σε νανοδευτερόλεπτα πριν την ιστορική του κατάρρευση. Κι αυτό όπως παρατηρεί έχει έναν τρόμο αλλά και μια προκαταβολή πένθους που διατρέχει την ατμόσφαιρα όλου του βιβλίου.
Το μότο του βιβλίου
Κλειδί για την κατανόηση αποτελεί το μόττο στην αρχή του βιβλίου «Με σημαδεύουν οι πληγές από όλες τις μάχες που απέφυγα». Η φράση προέρχεται από το βιβλίο της ανησυχίας του Φερνάντο Πεσσόα. Η φράση αυτή πρέπει να ερμηνευτεί ως αποδοχή μιας παραίτησης, μια αποποίηση ευθυνών, μια εγκατάλειψη της προσπάθειας λίγο πριν την καίρια στιγμή. Αναφέρεται πιθανόν σε επιλογές που έπρεπε να γίνουν αλλά ο φόβος νίκησε πάλι. Πρόκειται για μια μάχη που δεν δόθηκε και βαραίνει τη συνείδηση ως βάρος και ενοχή. Είναι η αποδοχή της αποτυχίας να δοθεί η μάχη, είναι μια παραίτηση στην ουσία και όχι ήττα.
Στη συνέχεια, θα συνδέσουμε τους Ένοικους των ημερών με την έννοια της αριστερής μελαγχολίας, όπως αναπτύχθηκε από τον Βασίλη Λαμπρόπουλο ως κριτικό σχήμα για τη νέα ποίηση. Συνδεδεμένες έννοιες με την αριστερή μελαγχολία είναι οι έννοιες του παροντισμού, του μελαγχολικού υποκειμένου αλλά και του χώρου, ως τόπου μελαγχολικής αντίστασης.
Αριστερή μελαγχολία
Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος (2018) σε μια σειρά παρεμβάσεών του υποστηρίζει ότι η αριστερή μελαγχολία συνιστά μια μείζων τάση της σύγχρονης ελληνικής ποίησης που γράφεται από τη γενιά της κρίσης. Η αριστερή μελαγχολία βασίζεται στον Μπένγιαμιν και στον Φρόιντ. Όπως υποστηρίζει ο Έντσο Τραβέρσο (2017), η έννοια της αριστερής μελαγχολίας δεν είναι καινούργια, αλλά η ιστορική καμπή του 1989 την έφερε ξανά στο προσκήνιο. Η έννοια της αριστερής μελαγχολίας αναφέρεται στην προσκόλληση του υποκειμένου στην ιδέα της επανάστασης ή της εξέγερσης, ενώ αυτή είναι ήδη νεκρή. Η μελαγχολία για την ήττα της εξέγερσης από τη μία και από την άλλη η επιμονή στο να επιμένει στο πρόταγμά της συνιστά τον πυρήνα της αριστερής μελαγχολίας. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να συνδέσουμε τους Ένοικους των ημερών με την έννοια της αριστερής μελαγχολίας.
Το βιβλίο του Δημήτρη Βούλγαρη δεν αναφέρεται άμεσα στην χαμένη επανάσταση ή εξέγερση. Δεν μιλά για την ήττα του κομμουνισμού με ευθύ και άμεσο τρόπο. Ίσως μάλιστα, ο υπαρξιακός τρόμος και η άβυσσος που αντικρύζει ο ποιητής να εξέχουν παραδειγματικά στους Ένοικους των ημερών. Ωστόσο, όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε η αριστερή μελαγχολία διαποτίζει με έναν τρόπο σιωπηλό και άδηλο τους στίχους του βιβλίου. Οι ένοικοι των ημερών είναι ένα βιβλίο που δεν διατυμπανίζει τις πολιτικές θέσεις του, που δεν κάνει θέμα την ήττα της επανάστασης αλλά τρέφεται από αυτά, ριζώνει μέσα στο χώμα της αριστερής μελαγχολίας και αναφύεται ως ποίηση κοινωνικής κριτικής. Το βιβλίο αναμφισβήτητα εκτός από έναν τόνο προσωπικά μελαγχολικό έχει μια πολιτική και κοινωνική διάσταση που θα ήταν λάθος να παραβλεφθεί.
Κομβικός στίχος που συνδέει την ποιητική του Βούλγαρη με την αριστερή μελαγχολία είναι ο εξής: «Ένας Κόσμος αποσύρεται/ Μια ολόκληρη γενιά εγκαταλείπει το μέλλον» [Παρακαταθήκη]. Μια προκαταρτική παρατήρηση είναι ότι οι δύο σύντομοι στίχοι παραπέμπουν στο Ουρλιαχτό του Γκίνσμπεργκ: «Είδα τα μεγαλύτερα κεφάλια της γενιάς µου ρημαγμένα/ από την τρέλα υστερικά, γυμνά, ξελιγωµένα,/ σερνάμενα χαράματα, σε δρόμους νέγρικους,/ ζητώντας µια άγρια δύση».
Ο Βούλγαρης μέσα από τους στίχους του μιλάει για την απόσυρση ενός κόσμου, ένα βούλιαγμα στη μελαγχολία και στην παραίτηση. Μια ολόκληρη γενιά εγκαταλείπει το μέλλον τονίζει εμφατικά, πιθανόν αναφερόμενος στη δική του γενιά, τη γενιά της κρίσης. Ο Βούλγαρης αποδέχεται ότι μιλά εξ ονόματος μιας γενιάς που εγκατέλειψε τα ουτοπικά σχέδια δημιουργίας ενός καλύτερου κόσμου και μιλά για τη συντριβή των ονείρων της. Με τη χρήση του όρου γενιά, ο Βούλγαρης μιλά για μια συλλογικότητα που βιώνει ένα αίσθημα ματαίωσης μετά τη συντριβή της επανάστασης/ εξέγερσης.
Ο Βούλγαρης περιγράφει την οξειδωμένη από τον χρόνο εξέγερση: «Τα χρώματα στους τοίχους αυτοκτονούν/ Σατιρίζοντας τη ζωή που υπήρξε./ Μυρίζει σκουριά» [Θέατρο σκιών].
Ο Βούλγαρης θρηνεί για τη συντριπτική ήττα κάθε προσδοκίας για την ανάδυση ενός νέου Κόσμου: «Δεν θα λείψουμε/ Παρά μόνο στον Κόσμο/ Που γεννήθηκε για να εκκολάψει/ Τη νίκη μας» [Διάφανος].
Η μελαγχολία για την πολιτική ήττα συνδέεται με το βαρύ και αθεράπευτο αίσθημα ότι οι αγώνες ξεπουλήθηκαν και οι αγωνιστές βολεύτηκαν και συμβιβάστηκαν: «Είναι ώρες/ Που η λύπη μπορεί απλώς και να σιωπά./ Να αφουγκράζεται./ Δεν θεραπεύεται/ Μα τουλάχιστον δεν ξεπουλιέται.» [Σιωπηλοί σκηνοθέτες].
Η μελαγχολία του υποκειμένου βασίζεται σε ένα ατομικό αλλά και συλλογικό τραύμα, μια πληγή που κρατά τον ποιητή άγρυπνο τις νύχτες: «Κι έχω κάπου/ Πάνω μου/ Μιαν αδιόρατη πληγή/ που ξημερώνει τις νύχτες./ Τις ώρες που η σιωπή αφήνεται/ Να ημερέψει το δέρμα» [Αγρύπνια].
Ο Κόσμος για τον Βούλγαρη εξαιτίας του ατομικού και συλλογικού τραύματος γίνεται αφόρητος, η πραγματικότητα ξεπερνά τα όρια αντοχής: «Έτσι ο Κόσμος περικλείεται σε αφορμές/ Που εντυπώνουν πραγματικότητες/ Μήπως και καταφέρει να απορρίψει όσα δεν αντέχονται» [Αμνημοσύνη].
Ο ποιητής παρά το τραύμα, δεν βυθίζεται σε μια καταπραϋντική νάρκη ή απραξία. Βρίσκεται ακόμη πιστός στα πολιτικά προτάγματά του. Για τον Βούλγαρη το σκοτάδι της νύχτας, πολιτικό και προσωπικό δεν φέρνει ύπνο και αδράνεια. Το σκοτάδι της νύχτας συνοδεύεται από αϋπνία, από μια κατάσταση που κρατά το υποκείμενο σε διαρκή εγρήγορση. Η εγρήγορση όμως αποκτά πραγματικό νόημα για τον ποιητή όταν γίνει συλλογική, όταν καταστεί κοινή, όταν καταφέρει να μοιραστεί: «Κι έπειτα έρχεται η νύχτα/…/ Κι ένας κύκλος απίθανες σκέψεις./ Ενώ το μόνο που χρειάζεται/ Είναι κάποιος/ Να μοιραστεί στα δύο η αϋπνία.» [Το μοίρασμα].
Ο τόπος ως χώρος αναπαραγωγής της εξουσίας και ως χώρος μελαγχολικής αντίστασης
Οι ένοικοι των ημερών είναι οι κάτοικοι της μεγαλούπολης, ως χώρου αναπαραγωγής της εξουσίας αλλά και ως τόπος μελαγχολικής αντίστασης. Στο βιβλίο περιγράφεται μια αστική περιπλάνηση, πρόκειται για μια ποίηση που απαρνείται τη νοσταλγική επιστροφή στην ύπαιθρο. Η πόλη μετατρέπεται σε τόπο όπου συμπυκνώνονται συναισθήματα, σκέψεις, μνήμες. Φαρμακεία, νεκροταφεία, τράπεζες, κωλόμπαρα, ΜΕΘ, περίπτερα, πλατείες, αστικά λεωφορεία, συγκροτούν τον σύγχρονο αστικό ιστό. Οι τράπεζες αποτελούν την αιχμή του χρηματιστηριακού καπιταλισμού και γεννούν τρόμο στους δανειολήπτες («Έχω μερικές στιγμές σιωπής…/ Φοβάμαι για αυτές/ Όπως ο νοικοκύρης για τις κλήσεις της τράπεζας»). Οι πλατείες δεν αποτελούν τόπους κοινωνικών διεργασιών αλλά κοινωνικής απόσυρσης και παράδοσης στον φόβο («Ένα κοπάδι από λεχρίτες της πλατείας/ Που πίνουν και σκέφτονται και ξαναπίνουν/ Χωρίς να σκέφτονται/ Γιατί εμφανίζεται ο φόβος»). Στα σκοτεινά καταγώγια κυριαρχεί φτώχια, η μοναξιά και η έλλειψη αξιοπρέπειας (Μέχρι και τα κωλόμπαρα ζορίζονται./ Έχασε ο κόσμος την τσέπη του, λέει./ Σίγουρα δεν βρήκε την αξιοπρέπειά του/ Μήτε εξάλειψε τη μοναξιά του») Τα φαρμακεία και τα περίπτερα αργά τη νύχτα προσφέρουν ανακούφιση, φιλοξενούν μια ποίηση που γράφεται με πόνο κι απόγνωση, αποτελούν τόπους μελαγχολικής αντίστασης στον σύγχρονο καπιταλισμό («Μέσα στις φλέβες γράφεται η ποίηση…Λουφάζει στα περίπτερα/ Τη νύχτα/ Ή στους σταυρούς των φαρμακείων»).
Παροντισμός
Ένα βασικό στοιχείο της αριστερής μελαγχολίας είναι η έννοια του παροντισμού. Όπως σημειώνει ο Έντσο Τραβέρσο (2017) στο βιβλίο του, Αριστερή μελαγχολία, η μαρξιστική έννοια της ιστορίας ήταν συνδεδεμένη με μια μνημονική διάσταση: το παρελθόν ενσωματώνονταν στην ιστορική μνήμη προκειμένου να προβληθεί στο παρόν. Ωστόσο, το τέλος του κομμουνισμού ράγισε αυτή τη διαλεκτική μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Μετά το 1990 εμφανίστηκε το καθεστώς ιστορικότητας που ο Φρανσουά Αρτόγκ (2014) αποκαλεί παροντισμό. Στον παροντισμό, κυριαρχεί το διασταλμένο παρόν το οποίο απορροφά και διαλύει εντός του τόσο το παρελθόν όσο και το μέλλον. Όπως τονίζει ο Τραβέρσο (2017), ο παροντισμός έχει διπλή διάσταση: «είναι το παρελθόν πραγμοποιημένο από μια πολιτιστική βιομηχανία που καταστρέφει κάθε μεταβιβασμένη εμπειρία καθώς και το μέλλον καταργημένο από τη νεοφιλελεύθερη χρονικότητα».
Η έννοια του παροντισμού, εκφράζεται και στις συνθέσεις της ποιητικής γενιάς του 2000 όπως έχει δείξει ο Λαμπρόπουλος (2023), σε έργα του Γιάννη Δούκα, του Αλέκου Λούντζη, του Ζήση Αϊναλή, του Δημήτρη Πέτρου, του Δημήτρη Γκιούλου και του Γιώργου Πρεβεδουράκη. Στους ποιητές που μέσα από το έργο τους εκφράζεται η αριστερή μελαγχολία μέσα από την έννοια του παροντισμού μπορεί να προστεθεί ο Δημήτρης Βούλγαρης. Ο παροντισμός διατρέχει το σύνολο του έργου του, ωστόσο θα εστιάσουμε στους Ένοικους των ημερών.
Ο Βούλγαρης στο ποίημα [Αμνημοσύνη] τονίζει ακριβώς το σβήσιμο της μνήμης, του παρελθόντος, που ισοδυναμεί με σταμάτημα της ζωής: «Κι όμως πάντα το ίδιο ελάττωμα./ Η ίδια αδυναμία της μνήμης/ Και του λόγου της/ Η απαράμιλλη ζωή έξω από τη ζωή». Ο χρόνος διατρυπά το μελαγχολικό υποκείμενο σαν αιχμηρή κλωστή, μετατρέπεται σε κάτι στιγμιαίο, σε κάτι απροσδιόριστο χρονικά, σε καιρό, που τελικά ακινητοποιεί τη συνεχή ροή των γεγονότων, δημιουργώντας μια ασφυκτική αίσθηση: «Περνούσε από μέσα μου ο καιρός/ Σαν μια διάφανη κλωστή αιχμηρής ακριβείας/ Κι έραβε όλο και πιο σφιχτά τα περιθώρια». Το σταμάτημα του χρόνου, η καταναγκαστική επανάληψη του τραύματος της ήττας περιγράφεται με σαφήνεια στους Ένοικους των ημερών: «Δε βρίσκει φως/ Ο δρόμος να συνεχίσει/ Και περιορίζει τα γεγονότα σε καταναγκαστικό κύκλο». Ο δρόμος προς το μέλλον είναι φραγμένος με αποτέλεσμα οι ένοικοι των ημερών να βιώνουν τα γεγονότα ως ένα διαρκές παρόν, ως μια αέναη λούπα του επαναλαμβάνεται στο διηνεκές. Η προοδευτική αντίληψη της ιστορίας και η σιγουριά για τη νίκη του κομμουνισμού έχει αντικατασταθεί από την άρνηση της ιστορίας ως αυτής που συνδέει το παρελθόν με το μέλλον. Η ίδια αίσθηση χρονικότητας κυριαρχεί στο ποίημα [Αποδόμηση των στοιχείων]: «Η πόλη/ Σηκώνει το φόρεμά της/ Κι απομακρύνεται./ Στη θέση της/ Αιωρείται/ Μια θολή επανάληψη σκηνικών». Η πόλη αποτελεί τον τόπο της μελαγχολικής αντίστασής ενός ο χρόνος που διατρέχει τον αστικό ιστό είναι ο χρόνος που αέναου παρόντος.
Το μελαγχολικό υποκείμενο: Οι ένοικοι των ημερών
Αν η πόλη είναι ο τόπος της μελαγχολικής ποίησης του Βούλγαρη και το διαρκές παρόν ο χρόνος των ποιημάτων, τίθεται το ερώτημα: ποια υποκείμενα κατοικούν εντός των στίχων του; Ο Βούλγαρης περιγράφει με πολλούς τρόπους τους Ενοίκους των ημερών: είναι αυτοί που επιμένουν να τρέχουν με χέρια ιδρωμένα, είναι όσοι απουσιάζουν από τις μέρες και παλεύουν με τον θάνατό τους, είναι υπάλληλοι του δήμου που βρίζουν τα χαράματα, είναι καλλιτέχνες, είναι εκείνοι που ακούμε τις ζωές τους να σπάνε, είναι εκείνοι που πονά η πλάτη τους σε όλα τα σημεία από τα ελατήρια που χάσκουν στο στρώμα, είναι εκείνοι που γυρίζουν σε ένα ξέστρωτο κρεββάτι και γερνούν παρέα με τον θάνατό τους, είναι ένα κοπάδι από κοπρίτες που πίνουν και σκέφτονται και ξαναπίνουν χωρίς να σκέφτονται, είναι ο νοικοκύρης που φοβάται τις κλήσεις της τράπεζας. Οι ένοικοι των ημερών σύμφωνα με τον Βούλγαρη είναι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, άνθρωποι εύθραυστοι, αγχωμένοι, χρεωμένοι, άνθρωποι που ξεσπάν στο ποτό για να μην σκέφτονται το τραύμα, άνθρωποι που περιμένουν άπραγοι τον θάνατό τους στο κρεβάτι. Είναι κουρασμένοι και απογοητευμένοι, είναι αντιπροσωπευτικές μορφές της σύγχρονης εργατικής τάξης και των αδιεξόδων που αυτή βιώνει. Πρόκειται για ανθρώπους που βιώνουν τη μελαγχολία ως υπαρξιακό κενό και ταυτόχρονα ως πολιτική θέση και στάση. Από την άλλη, στους μελαγχολικούς ένοικους των ημερών ο Βούλγαρης αντιπαραθέτει αυτούς με το μεγάλο στόμα και τις σιδερωμένες γραβάτες. Πιθανόν, ο ποιητής αναφέρεται στους πολιτικούς ως φλύαρους ή ψεύτες, βολεμένους που πολλές φορές πρόδωσαν τις ιδέες και τα ιδανικά τους ή στους αγωνιστές που συμβιβάστηκαν με την κυρίαρχη ιδεολογία και συναίνεσαν στην παρούσα κατάσταση.
Τελικές σκέψεις
Η ποίηση του Δημήτρη Βούλγαρη ζωογονείται από το ρεύμα της αριστερής μελαγχολίας. Ο ποιητής περιγράφει στο βιβλίο του, το πώς μια ολόκληρη γενιά εγκαταλείπει το μέλλον. Η γενιά του ποιητή, η γενιά της κρίσης, έζησε τη διάψευση των προσδοκιών, την κατάρρευση της αριστεράς, την αποτυχία της εξέγερσης. Η διάψευση των προσδοκιών αποτέλεσε ένα συλλογικό τραύμα, μια πληγή που δεν αφήνει τον ποιητή να κοιμηθεί. Οι αγώνες προδόθηκαν, οι αγωνιστές ξεπουλήθηκαν, φόρεσαν γραβάτες και έμειναν στις μεγαλόστομες κουβέντες. Ο χρόνος για το μελαγχολικό υποκείμενο καθηλώθηκε σε ένα διαρκές παρόν, σβήνοντας κάθε προσδοκία για το μέλλον και παραλείποντας κάθε μνήμη του παρελθόντος. Η πόλη μετατράπηκε σε τόπο μελαγχολικής αντίστασης αλλά και αναπαραγωγής της εξουσίας. Η εργατική τάξη, δημόσιοι υπάλληλοι, καλλιτέχνες, αλήτες, ξενύχτηδες βιώνουν την μελαγχολική παραδοχή ότι ο άλλος κόσμος στον οποίο πίστευαν δεν ήρθε ποτέ. Στους Ένοικους των ημερών κυριαρχεί η μελαγχολία που ορισμένες φορές φτάνει στην απόγνωση και ο υπαρξιακός τρόμος συνοδεύεται από ένα αίσθημα συντριβής.
Η ποίηση του Βούλγαρη έχει σαφείς πολιτικές και κοινωνικές υποδηλώσεις. Η υπαρξιακή άβυσσος με την οποία έρχεται αντιμέτωπο το ποιητικό υποκείμενο συναντά την αριστερή μελαγχολία και την κοινωνική διαμαρτυρία για μια αφόρητη πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που βιώνεται ως πληγή. Το βιβλίο του Βούλγαρη είναι η έκφραση της ματαίωσης των προσδοκιών για έναν καλύτερο κόσμο, είναι η σκληρή αστική πραγματικότητα που διαπερνά την καθημερινότητα, είναι ο κόσμος των εργατών και των ξενύχτηδων που βιώνουν τη διάψευση των ελπίδων.
Μέσα από αυτή τη μελαγχολική διάθεση, ο Βούλγαρης ανοίγει μικρά παράθυρα, επιτρέπει σύντομες ανάσες, απατηλές υποσχέσεις για έναν διαφορετικό, καλύτερο κόσμο. Είναι στο ανοιχτό παράθυρο που επιτρέπει το φως να εισέλθει στο εξώφυλλο του βιβλίου, είναι στο πρώτο ποίημα, [Γέννα], όπου ο ποιητής τονίζει «Μέσα από αίμα και βλέννη/ συνεχίζεται ο Κόσμος στο σημειωτόν του». Στον στίχο αυτό, ο ποιητής μιλά για τη γέννα-απαρχή του βιβλίου αλλά σε ένα δεύτερο επίπεδο είναι έναν είδος οραματισμού ενός νέου καλύτερου κόσμου. Επίσης ο ποιητής μιλά στο ποίημα [Στο σιωπηλοί σκηνοθέτες] για «όσους επιμένουν να τρέχουν/ με χέρια ιδρωμένα», ίσως μια σύντομη αναφορά σε εκείνους που επιμένουν να αγωνίζονται. Η ποίηση αποτελεί για τον Βούλγαρη διαρκές καταφύγιο και ελπίδα. Μιλά για την ποίηση ως βίωμα, ως διαρκή υπενθύμιση της ζωής, για την ποίηση που «Ορθώνεται μέσα από ζόρικο αίμα/ κι επαληθεύεται στα γεγονότα». Ο Βούλγαρης μιλά για την ανάγκη να γίνει η κοινωνική εγρήγορση κοινή, να μοιραστεί στα δύο η αϋπνία όπως γράφει χαρακτηριστικά στο ποίημα [Το μοίρασμα]. Κλείνοντας το βιβλίο ο ποιητής δηλώνει στο [Υστερόγραφο] την πίστη του στην ανάδυση ενός νέου, μελλοντικού κόσμου μέσα από την προσδοκία για «ανάσταση ζωντανών».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αρτόγκ, Φ. (2014). Καθεστώτα ιστορικότητας. Παροντισμός και εμπειρίες του χρόνου, εκδ. Αλεξάνδρεια.
Διώνη, Δ. (2023). Οι ένοικοι των ημερών του Δημήτρη Βούλγαρη. Οδός Πανός, τχ. 199, 122.
Δρίτσας, Γ. (2024). Δημήτρης Βούλγαρης. «Οι ένοικοι των ημερών». Οδός Πανός, 204, 130-131.
Λαμπρόπουλος, Β. (2018). Η αριστερή μελαγχολία στην ελληνική ποιητική γενιά του 2000.
Ανάκτηση από https://thraca.gr/2018/12/2000_15.html
Λαμπρόπουλος, Β. (2023). Ιστορικότητα και πολιτική στις συνθέσεις της ποιητικής γενιάς του 2000, Τα ποιητικά, 48, 5-10.
Μιχαηλίδης, Γ. (2024). Νοικιάζοντας μέρες και ζωή. Ανάκτηση από https://www.efsyn.gr/nisides/431075_noikiazontas-meres-kai-zoi
Παραφέλας, Α. (2024). Για το βιβλίο του Δημήτρη Βούλγαρη «Οι ένοικοι των ημερών». Ανάκτηση από https://frear.gr/?p=36518&fbclid=IwY2xjawGDbgdleHRuA2FlbQIxMQABHaUShoSMAS0ZT_6bvYbN-rxuGGhhMpt58PhmvJb3OSxydyiDnZ15kCvmLw_aem_CzCshZJYucVpvm1x8yP5wQ
Σταματοπούλου, Ειρ. (2016). Ανασκευάζοντας τη λογοτεχνική συγγραφή. Ανάκτηση από http://www.oanagnostis.gr/anaskevazontas-ti-logotechniki-singrafi/
Τραβέρσο, Ε. (2017). Αριστερή μελαγχολία, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.
Φυτιλή, Λ. (2023). Δημήτρης Βούλγαρης. Οι ένοικοι των ημερών. Ανάκτηση από https://www.periou.gr/lina-fytili-dimitris-voulgaris-oi-enoikoi-ton-imeron-ekdoseis-smili/
Χλωπτσιούδης, Δ. (2016). 7+1 προτάσεις για τον Φεβρουάριο. Η αρχή του τέλους, ποίηση, Δημήτρης Βούλγαρης. Ανάκτηση από https://www.vakxikon.gr/71-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%84%CE%AC%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%BD%CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%86%CE%B5%CE%B2%CF%81%CE%BF%CF%85%CE%AC/