Το θεόπαιδο ― Ωδή στον Πάνο που διοικούσε τις λέξεις

Π.Θ. Σχέδιο (Αρχείο Δ.Κ.)
Π.Θ. Σχέδιο (Αρχείο Δ.Κ.)



Ο Πάνος Θεοδωρίδης ήταν τρομοκρατικά ευφυής, ανελέητα παιγνιώδης, δημιουργικός έως τελικής πτώσεως, πραγματικός φωτεινός παντογνώστης. Δεν υπήρχε θέμα για το οποίο δεν είχε εμβριθή γνώση, από την καλλιέργεια των ζαχαρότευτλων, το κουρασάνι και τη χρήση του στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, έως την πιο απρόοπτη κίνηση στο πόκερ και την ποίηση του Φρανκ Ο’ Χάρα.

Τον Πάνο Θεοδωρίδη, τον Πετεφρή όπως τον φώναζαν οι φίλοι του, τον διάβαζα εμπαθώς προτού να τον γνωρίσω. Μελετούσα την ποίησή του: εκείνη την ανεξίτηλη «Ωδή στα πουλιά» με το αιφνίδιο πέταγμα στο τελευταίο δίστιχο. Την πεζογραφία του: με Το Θεόπαιδο όπου η χωνεμένη γνώση γινόταν αφήγηση και πλοκή, το Ηχομυθιστόρημα του Καπετάν Άγρα, την Δεξιά ερωμένη και τόσα άλλα. Κάθε βιβλίο του και ένα αφηγηματικό επίτευγμα. Το μυαλό του γεννούσε ακατάπαυστα καινούρια πράγματα. Έγραφε τα πάντα: άρθρα, σχόλια, μελέτες, σενάρια, θέατρο, στίχους, ποίηση, πεζογραφία ― και πάντα αναζητούσε την επόμενη συγγραφική πρόκληση.

Τον Πάνο Θεοδωρίδη και τη Νατάσα του, τη Φαραώνα όπως την αποκαλούσε, τους γνώρισα και τους έζησα σε τρία σπίτια (από τα σαράντα ή πενήντα που άλλαξε), στην Περαία της Θεσσαλονίκης, στην Κέρκυρα και στο πρώτο τους σπίτι, αμέσως μετά, στην Αθήνα. Ζήσαμε μαζί ολοήμερα τραπέζια με ατελείωτες συζητήσεις που περνούσαν από το υψηλό στο ευτελές και τούμπαλιν χαριέντως, εκδρομές, μύχιες συζητήσεις που αλάφραιναν αίφνης, γιατί τα πιο σοβαρά και τα πιο ζόρικα λέγονταν πάντα ανακατεμένα με γέλια.

Στο τρέιλερ της μνήμης μου έχουν καρφωθεί δύο καρέ που τα κρατώ στο κουτί με τα πολύτιμα.

#1. Φλώρινα, καλοκαίρι. Είμαστε οι τέσσερις μας, ο Πάνος, η Νατάσα Φωκιανίδου, ο Σάκης Σερέφας κι εγώ. Μόλις φτάσαμε στην Φλώρινα, το πρώτο τηλεφώνημα ήταν στον Μίμη Σουλιώτη. Αρχαίοι φίλοι οι δυο τους, συντονίζονταν σαν αντένες. Είχαμε καθίσει σε ένα εξοχικό κέντρο (θυμάμαι τα δέντρα, τα πυκνά κλαδιά τους, πώς ρούφαγαν το φως του μεσημεριού) και καταβροχθίζαμε κεμπαπάκια, ώσπου να 'τος και ο Μίμης. Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλο, φίλοι που συνεννοούνταν με τα μάτια, ο ένας έκοβε, ο άλλος έραβε, το χιούμορ τους ξύριζε, ανίερο και ανελέητο, δεν άφηνε όρθιο τίποτα. Γελούσαμε με φωνή. Δεν παίρναμε ανάσα, πονούσαν τα σαγόνια μας, κάναμε μία μέρα να συνέλθουμε, το σώμα μας δεν άντεξε τόσα ηχηρά κι ασυγκράτητα γέλια.

#2. Πρέσπα, καλοκαίρι. Κι εμείς πάνω στην πλάβα, να περνάμε ανάμεσα από τα βούρλα, να ακούμε τον Πάνο με τη ραδιοφωνική του φωνή και το αφηγηματικό του μπρίο να εξιστορεί, να λέει για γεωγραφία, για ιστορία, για λίμνες, ψάρια, φυτά, να τραγουδάει στα ντόπια και να μας τάζει χορούς και πανηγύρια με τα χάλκινα.

Ο Πάνος Θεοδωρίδης ήταν μια απαστράπτουσα ιδιοφυία. Γνώριζε σχεδόν τα πάντα και μάλιστα τα γνώριζε σε βάθος. Δεν καταδεχόταν την επιφάνεια, ήταν εμμονικός με τη γνώση. Μπορούσε να ανεβοκατεβαίνει ύφος, από το δημώδες στο λόγιο, με τον πλέον εγκαιροφλεγή τρόπο μέσα στην ίδια φράση. Ο Πετεφρής κεντούσε τις λέξεις του. Ήταν ένας αναγεννησιακός δημιουργός παλαιάς κοπής.

Ένας Μακεδόνας άρχοντας.

Αγάπη και σέβας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: