Το ροκ των προγερόντων

«Αισθηματοποίηση» χαρακτήρων του «Θεόπαιδου». Σχέδιο Π.Θ. 1982
«Αισθηματοποίηση» χαρακτήρων του «Θεόπαιδου». Σχέδιο Π.Θ. 1982

Οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής ότι «Πάνος Θεοδωρίδης» δεν είναι στην πραγματικότητα ένα φυσικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, αλλά διακριτική επωνυμία, δηλαδή το συνοπτικό όνομα μιας αστικής εταιρείας (άλλοτε ομόρρυθμης, άλλοτε ετερόρρυθμης αλλά, συνήθως, περιορισμένης ευθύνης), εταιρεία η οποία συγκροτείται από διάφορες μη κερδοσκοπικές πλην κερδοφόρες προσωπικότητες των ελληνικών αγραμμάτων και τεχνών.
Το διοικητικό της συμβούλιο περιλαμβάνει έναν ιδιόρρυθμο αρχιτέκτονα (πού ειδικεύτηκε επί βρετανικού εδάφους στις αναστηλώσεις ηθικού και υπηρέτησε τόσο τον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα –κυριότερη δε εργασία του θεωρείται η εμπεριστατωμένη μελέτη του για λειτουργικά κλουβιά φιλοξενίας δικεφάλων αετών)· στο συμβούλιο συμμετέχει επίσης ένας λαμπρός ιστορικός της τοπογραφίας με πλουσιότατο ερευνητικό έργο, ένας δεινός παίκτης στρατηγικών όσο και τυχερών παιγνίων, ένας επιδέξιος χορευτής του τσάρλεστον (μη σας ξεγελά το λοφώδες της εικόνας) καθώς και ο δημοφιλής στιχουργός επικολυρικών τραγουδιών (μελοποιίας Γιάννη Μαρκόπουλου κυρίως).
Να μην παραλείψουμε και τον λαλίστατο συντάκτη και εκφωνητή εκατοντάδων ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών πολιτιστικού, ιστορικού και υπερρεαλιστικού περιεχομένου, έναν χαλκέντερο μεταφραστή χιλιάδων ιστορικών σελίδων συμπεριλαμβανομένης της μνημειώδους μεταγλώττισης του Στράβωνα σέ δεκαεπτά τόμους.

Το ροκ των προγερόντων



Ποιήματα που θα χαθούν στην ομίχλη
(;)

Παρόλη τη θρυλική βραδυγλωσσία του, ο Πάνος Θεοδωρίδης ή Πετεφρής (1948-2025) αποδείχθηκε ευφραδής άνκαι καταδιώχθηκε απηνώς από το νεανικό του δέος πως όσα ισχυρίζεται ότι νιώθει «θα μείνουν ανέκφραστα» ες αεί. Από την πρώτη στιγμή έβαλε «ψηλά τον πήχη», όπως λένε σε κοπτοραπτική ορολογία οι εκφωνητές των αθλητικών: Xαρακτηριστικά, γράφει εικοσαετής στο Mανιτάρι:

Είμαι στην κορφή
το ζήτημα είναι να κατέβω

και με αυτογνωσία και διορατικότητα παρατηρεί: «Δεν ξέρω κανέναν άνθρωπο που ν᾽ αντέχει την ευφυία. Όλοι τη θαυμάζουν ή την περιφρονούν». Ενώ διαπιστώνει έντρομος κοιτώντας στην κρυστάλλινη σφαίρα του μυαλού του ότι:

δε με λένε Kρυστάλλη,
αυτό που σαπίζει εντός μου λέγεται εγώ.

Το Mανιτάρι εκδόθηκε το 1969. Οκτώ χρόνια αργότερα, επιλέγει μερικά του ποιήματα στη σειρά τού περιοδικού Tραμ (του οποίου διατέλεσε συνιδρυτής και τακτικός συνεργάτης) και τα δημοσιεύει υπό τον τίτλο Προσπέκτους. Ο μακαριστός Γιάννης –Ρέμιγκτον– Πάνου χαρακτηρίζει το βιβλίο αυτό σαν μια «επικίνδυνη κρεμαστή γέφυρα, πάνω απ᾽ το χάος της ελληνικής πραγματικότητας, που δεν είναι πια η θάλασσα, τα πεύκα, ο καυτός ήλιος κι οι μελαχρινές, η λαϊκή τέχνη, η λαϊκή παράδοση, τα νησιά, οι αγνοί χωρικοί που αποστομώνουν διανοούμενους, αλλά η λάσπη, τα ποτάμια, τα χωριά με τα βαριά ονόματα, οι άνθρωποι που δε θέλουν φωτογραφίες... Η γέφυρα δε ρίχτηκε για να γεφυρώσει το χάσμα της σημερινής ποίησης με την προηγούμενη, της σημερινής ιδεολογίας με την προηγούμενη. Περιμένει να τιναχτεί στον αέρα σε χιλιάδες κούνιες στους κήπους με τις ιτιές όπου ο κοσμάκης ακούει μουσική».
Tρία χρόνια μετά, Οκτώβριο του ᾽80, ο Γιάννης Πάνου και πάλι, ανοίγει την εύχυμη Αγκαλιά της Nτεζιρέ, της οποίας επίσης διατέλεσα εκδότης, με τα λόγια: «Φίλε αναγνώστη, που με αγάπη σκύβεις πάνω στην ποίηση του Π. Θ., μην παρασυρθείς διαβάζοντας στίχους του για τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Pίτσο και του καταλογίσεις ζήλια, φθόνο ή άλλο ταπεινό. Ό,τι περισσότερο ποθούσε στη ζωή του ήταν να τους μοιάσει».
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Θεοδωρίδης εκδίδει το τρίτο ποιητικό βιβλίο του: Ποιήματα που θα χαθούν στην ομίχλη (εκδ. Ιστός 2001), θελλώδη ποιήματα που επιδιώκουν να κερδίσουν το χαμένο έδαφος στη λεωφόρο της πεζογραφίας που τον έχει κατακλύσει.

Το ροκ των προγερόντων


O
δοιπορικό πεζόφραστο.

Επιστρέφουμε αισίως στο 1992, όταν κυκλοφορεί Το Θεόπαιδο, ένα βιβλίο που έχει ήδη προεξαγγείλει δώδεκα χρόνια νωρίτερα και το οποίο συντάχθηκε όλο αυτό το διάστημα με υπομονή και αφοσίωση· είμαι της γνώμης δε ότι, αν εκδιδόταν εγκαίρως και με τις δέουσες εκδοτικές προδιαγραφές, θα προκαλούσε εκπλήξεις και εντυπώσεις ανάλογες με το ―μεταγενέστερο― Όνομα του ρόδου του Ουμπέρτο Έκο, του οποίου ούτως ή άλλως αποτελεί, πρωθύστερα, το ανατολικό ομόλογο. Αλλά, εφόσον προηγήθηκε η κυκλοφορία τού ιταλικού βιβλίου, ο Π. Θ. ανέκρουσε πρύμναν και οδηγήθηκε σε μια συμπύκνωση της ογκώδους μυθιστορίας του· περιορίστηκε δηλαδή στο να εκδώσει το σενάριο, ας πούμε, την κεντρική πλοκή του, σε μόλις 120 σελίδες. Πρόκειται για μεσαιωνική περιπέτεια με όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά: ραδιουργίες, συνωμοσίες, ιππότες και καλόγερους, πάθη και έρωτες, μυστήρια και θαύματα, επιδημίες, γλέντια, μάχες. Πρωταγωνιστεί ο Δημήτριος Σπαρτηνός, το παιδί που το δέρμα του έμοιαζε «με λερωμένο χιόνι», «το θεόπαιδο που υψώθηκε τα μεσάνυχτα της Πεντηκοστής τού 1339 πάνω από το μεσοπύργιο στο ημιτελές κάστρο της Αλεκτορούπολης, για να λυτρώσει το λαό του από το αναίτιο αίμα». Στο κλίμα αυτό γράφτηκε και το σενάριό του για την θρυλική ταινία «Δοξόμπους» που γύρισε το 1987 ο Φώτος Λαμπρινός.

Αλλά ο συγγραφεύς είναι και γνωστός μακεδονομάχος. Έχει βαδίσει σπιθαμή προς σπιθαμή σχεδόν ολόκληρη τη μακεδονική γη, έχει υπομνηματίσει με λυρισμό σχετικά φωτογραφικά λευκώματα, έχει αρθρογραφήσει και έχει αναφερθεί στη Mακεδονία κατά κόρον. Σε κρίσιμες μάλιστα για το έθνος στιγμές, οι εφημερίδες έγραψαν ότι απείλησε να διχοτομήσει τη χώρα με «νέα Xαιρώνεια».
Έτσι, όταν το ᾽94 καταπιάνεται με το Ηχομυθιστόρημα του καπετάν Άγρα, εργάζεται σε οικείο έδαφος. Συγκέντρωσε υλικό από παλαιότερες ραδιοφωνικές του εκπομπές, υλικό το οποίο μεταγράφει στο χαρτί προσπαθώντας να κρατήσει μια κατακερματισμένη αφηγηματική γραμμή, παράλληλη με τα προφορικά ηχοχρώματα. Είναι ένα βιβλίο συγγενικό αλλά εκ διαμέτρου αντίθετο με τα Mυστικά τού Bάλτου της Πηνελόπης Δέλτα ― την οποία, βεβαίως, δραματουργικά προϋποθέτει. Το βιβλίο του Θεοδωρίδη, όπως επιτάσσει και ο τίτλος του, περικλείει ένα κείμενο που γίνεται δραστικότερο αν το διαβάζουμε προφορικά, με καθαρή φωνή και πεντατονικά ποικίλματα στους τόνους. Bρίθει ερωτηματικών, θαυμαστικών και άλλων εμφαντικών σημείων στίξεως, καθώς και παύσεων, διαλόγων, έντεχνων μαρτυριών, γλωσσικών ιδιωμάτων, χρονικών αλμάτων κ.λπ., τόσο πού ο χώρος του τυπογραφικού χαρτιού και της σιωπηρής ανάγνωσης να του πέφτει στενός.
Το θέμα του είναι η αποστολή αυτοκτονίας του νεαρού ανθυπολοχαγού Σαράντου Αγαπηνού στους μακεδονικούς βάλτους μέσα στο ευρύτερο πεδίο συμφραζομένων της βαλκανικής αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.

Κατόπιν, ο Π. Θ., κατοικώντας σ᾽ ένα αγροτικό σπίτι στην Αγροσυκιά της γενέθλιας περιφέρειάς του, των Γιαννιτσών, ανακαλύπτει τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τα διαδραστικά παίγνια και εργάζεται ως επαγγελματίας συγγραφέας. Δημοσιεύει μάλιστα «μικρή αγγελία» όπου δηλώνει πως αναλαμβάνει την επί παραγγελία και με το στρέμμα συγγραφή. (Παραδόσεις κατ᾽ οίκον και επί αντικαταβολή.) Παράλληλα, κυκλοφορεί ένα χρονικό 170 σελίδων, στο οποίο διερωτάται προκλητικά: Tι εφύλαγεν αυτος ο Xαμαιδράκων;
Mε αφορμή την παραθαλάσσια και λαοφιλή, κάποτε, ταβέρνα του «Xαμόδρακα», όπου συχνά καταθέσαμε το φοιτητικό μας υστέρημα προς τέρψιν υπεροπτικών δεσποινίδων, πριν τις οδηγήσουμε με το λεωφορείο της γραμμής στα παρακείμενα χορευτικά κέντρα για τα (φαντασιακά) περαιτέρω, ο συγγραφεύς αφυπνίζει τη θρυλική μορφή κάποιου εικονικού πολέμαρχου Xαμαιδράκοντος. Εδώ επιδιώκει να συνδυάσει τη βυζαντινογνωσία και την προσφιλή του ιστορική τοπογραφία της μεσαιωνικής Θεσσαλονίκης με ένα επίχρισμα ψευδοεπιστημονικής φαντασίας, επιστρατεύοντας μια χρονομηχανή η οποία τον διακινεί με άνεση από το μέλλον στο παρελθόν. Tα ρομπότ και οι υπολογιστές συμπλέουν με βυζαντινούς ταβουλάριους, ζηλωτές, ταβερνιάρηδες και στρατηλάτες, αγίους και θαυματοπώλες, αλλά και με πρόσωπα οικεία, που πρωτοσυναντήσαμε ήδη στο Θεόπαιδο και αλλού. Η αφορμή υπήρξε και πάλι ραδιοφωνική, τα κείμενα όμως έχουν ρυθμική επιφυλλίδων ή διηγημάτων. Στο βιβλίο αυτό υποδύεται τον προσφιλή του «ποιητή τής Nομαρχιακής μας» ο οποίος επινοεί και παρουσιάζει την «περιπετειώδη και εύθυμη και επιστημονικοφαντασιώδη» ομότιτλη σειρά. «Kρατούσα ένα σκελετό σε μια σελίδα και έριχνα τραγούδι μόλις στέρευα», προσθέτει ο ίδιος.

Ο συγγραφέας συμπυκνώνει επιγραμματικά μια τριακονταετία πλάνητος βιβλιογραφικού βίου ως εξής: «Ο βελούδινος Πέρι Kόμο το ᾽50, η ανακάλυψη του Mάρκου Bαμβακάρη και του “Tiger twist“ το ᾽60 είχαν ως αποτέλεσμα να σκοτώσουν οι δικοί μας το γελαστό παιδί του ᾽70 και να επιστρέψουν στις ρίζες πριν χαθούμε αύτανδροι το ᾽80 κάτω από τόνους άγχους, λίπους και έρωτος. Η κωμικοτραγική ιστορία μιας γενιάς που την κυβέρνησαν οι ήχοι και οι άσχετοι. Η ιστορία των παιδιών που πηγαίναμε μαζί δημοτικό και γυμνάσιο τον καιρό που ο Έλβις και ο Στελάρας κυριαρχούσαν».

Και φτάνουμε στο τέλος τού επάρατου 20ού αιώνα. Ο Πάνος Θεοδωρίδης, πεντηκοντούτης πλέον και επιφανής, συγγράφει και εκδίδει τη Δεξιά ερωμένη. Σε αντιδιαστολή με την «Αριστερά σύζυγο» (για την οποία θα μπορούσε κανείς να επεκταθεί κατά πλάτος αρκετά), η Δεξιά ερωμένη ανακαλεί μια ιστορία πάθους, αυτοκαταστροφής και προδοσίας. Την έκδοση χαιρέτησε ο απροσμάχητος Mίμης Σουλιώτης, από τη Φλώρινα των κραδασμών του, με την προτροπή: «Όσοι θέλετε να μάθετε κάτι για τις γυναίκες, πέρα από τις ανοησίες που πιστεύατε μέχρι σήμερα, σπεύσατε».
Είναι η ιστορία της Δυναμό, όνομα που παραπέμπει εκ πρώτης όψεως σε ποδήλατα ή ποδοσφαιρικές επιδόσεις εκ Kιέβου, και περιγράφει ένα θήλυ που υπάρχει δυναμικά και δυναμιτίζει ως ονείρωξη τα έγκατα του καθεύδοντος βίου· είναι επίσης η ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, που παραμένει ανεκπλήρωτος και αφού εκπληρωθεί. Είναι «η επιδέξια, η αρμόζουσα» ερωτική φαντασίωση που ξεσηκώνει το παρελθόν του αφηγητή και δεσπόζει του μέλλοντός του. Kατά προέκταση η δεξιά είναι ίσως η ίδια η βυζαντίς, η «Παναγία δεξιά», ο ναΐσκος απέναντι από την αψίδα του Γαλερίου στη Θεσσαλονίκη, η επέλαση του ιππικού των αισθήσεων στα πεδία μιας νεότητας που παλεύει να συνδυάσει τη συντήρηση με την πρωτοπορία, την πατριδογνωσία με το διεθνισμό, να «παντρέψει την ηθική με νταούλια και βιολιά», την αβεβαιότητα με την ελευθερία. Kαι ταυτοχρόνως η δεξιά αιρομένη χειρ, το χέρι το δεξί ενός αριστερόχειρος ποιητή που πεζογραφεί, και υψώνει το δάχτυλο να δηλώσει «παρών» στην καμπή της ωριμότητας.
Υφολογικά, το μυθιστόρημα διατηρεί τα στοιχεία που εξελίσσονται από το Θεόπαιδο και εξής: αμεσότητα λόγου, πρώτο πρόσωπο, αυτοσαρκασμός μέχρι τα άκρα. Η δράση του βιβλίου εκτυλίσσεται εξωτερικά στα τοπία της μνήμης και σε ακραία σημεία της μακεδονικής ζώνης, στα απόκρημνα μέρη όπου ο παθιασμένος ερευνητής αναζητά να εντοπίσει μεσαιωνικά παραγωγικά κτίσματα.
Αλλά, «δε γράφω οδοιπορικό, ένα απλό μυθιστόρημα είναι», διευκρινίζει. «Xαντακωμένο από επαγγελματικές ενασχολήσεις, παιχνίδια στον υπολογιστή, υπηρεσιακές αναφορές και όνειρα για το μέλλον. Pημαγμένο από τον πανταχόσε εισπραττόμενο κυνισμό μου. Έτσι μου ᾽ρχεται να το μετατρέψω σε αυτοβιογραφικό, αλλά τότε ποιος θα μιλήσει για τη Δυναμό;».
Kαι γι᾽ αυτό μιλά, αυτοβιογραφούμενος ακατάπαυστα, για την υπέροχη Δυναμό, το κορίτσι-έλασμα, το κορίτσι-πάνθεον που ζει εντός και εκτός και επί τα αυτά μέρη στο θολό εκμαγείο του λόγου.
Η Δυναμό είναι το θεόπαιδο του έρωτα που αναφύεται μέσα από το λογισμικό του συγγραφέα σαν τοξικό και ευώδες συνάμα μανιτάρι μαζί με συναφείς παθογόνους μύκητες της καθημερινότητας που περιγράφονται αναλυτικά σε ειδικό, πολύχρωμο προσπέκτους· η Δυναμό είναι από μια άλλη πλευρά το θεόπαιδο που εμφωλεύει και πάλι νοσταλγικά στην πανδέγμονα θαλπωρή, στη χειμέρια αγκαλιά της Nτεζιρέ. Είναι ο εξάγγελος μέσα στα σκοτεινά νερά του καπετάν Άγρα, που επιλύει πρωθύστερα το οιδιπόδειο αίνιγμα της γενέθλιας γης ως ερωτικής μητέρας, αποκαλύπτοντας τι ακριβώς εφύλαγεν αυτός ο Xαμαιδράκων, ενώ λικνίζεται ξυπόλυτη (Ξυπολύτη), σε μιαν αφύλακτη, ερημική αμμουδιά καταιγιστικού μακεδονίτικου ροκ, «λιχνίζοντας τον αιθέρα με τα ακροδάχτυλα», η άελλα, η ακιδωτή, η αλλοτρία αμπελόνα, η θύελλα, η σκηνή του μαρτυρίου, η σκέπη, η ελπίδα, η φλεγομένη, η καταφυγή: Η Δεξιά ερωμένη.

Κλείνοντας τον αιώνα, ο Π.Θ. εκδίδει έναν πυκνό τόμο απομαγνητοφωνημενων αυτοβιογραφικών (κατά βάση) ραδιοφωνικών εκπομπών του με τίτλο Το ροκ των Μακεδόνων (εκδ. Ιανός 1998). Τα σχόλια που έγραφε καθημερινά στην εφ. Θεσσαλονίκη (1998-2000) συγκεντρώθηκαν σ' ένα τόμο από τις εκδ. Ιστός με τίτλο Επέτειοι ή τα πράγματα, όπως θα μπορούσαν να 'χουν γίνει (2000). Ένα βιβλίο σπαρταριστό σαν πέστροφα εγκεφαλικού παροξυσμού, σχηματισμένο από εγκάρσιες ψηφίδες ψευδοϊστορίας.
Με την (προσωρινή) κάθοδό του στην Αθήνα, εκδίδει από τα Ελληνικά Γράμματα την Αναφορά στον άγγελο (2002), ένα αυτοαναφορικό (ως συνήθως) οδοιπορικό στην ποιητική του διαδρομή υπό τύπον επιστολών στη Μούσα. Στο πνεύμα των «παραγγελιών» ακολουθεί το 2003 η Αιγυπτιακή νουβέλα (Μεταίχμιο) ενώ η αυτοβιογραφική πεζοπόρος διαδρομή του ολοκληρώνεται εκδοτικά με το Ύμνοι εναντίον γυναικών (Ιανός 2011), συλλογή κεφάτων κειμένων γύρω από τη μυθολογία της αναχώρησης και με επίκεντρο πάντοτε τη δεκαετία του '60 κυρίως.

Μετέωρο σε ατραπούς του διαδικτύου μένει το χαώδες μυθιστόρημα Εσπανιόλα που επεξεργαζόταν πολλά χρόνια, ενώ κεφάλαια ή αποσπάσματά του δημοσίευε κατά καιρούς σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. Γράφει (13 Ιουλίου 2006):


«Ήθελα διακαώς να εισβάλει στον βίο μου ένα κλασικό mainstream μυθιστόρημα, κι επειδή για την ώρα παράγονται κώδικες Νταβίντσι και παρόμοια τηλεοπτικά, ξεκίνησα ένα αυτοχείρως. Ιδιοχείρως θα το παρατούσα, βαριέμαι. Οι δοκιμές άρχισαν το 1992. [...] Μόλις εγκαταστάθηκα στην Κέρκυρα, ευθύς ξεκίνησε η χαμαλοδουλειά. Το θέμα ήταν διακριτό: η ανακάλυψη της Αμερικής από τους Μογγόλους μέσω του Ειρηνικού ωκεανού. Και να συναντούσαν οι εξερευνητές, ανάμεσά τους πόντιοι, οποσδήποτε, τους εξερευνητές του Κολόμβου. Κι όλα να στηρίζονται σε μία τραγική παρεξήγηση: να βολτάρουν δηλαδή μετά από ασύλληπτες περιπέτειες στην Αμέρικα, νομίζοντας ότι πατούν τα χώματα της Αφρικής. Το χώρισα σε έξη μέρη, έξη κεφάλαια μεγάλα το καθένα, σύνολο τριανταέξη συν ένα επίμετρο. Προϋπολογισμός, διακόσιες χιλιάδες λέξεις. Ήταν άλμα που ήθελε μεγάλη φόρα, γι ́αυτό και ξεκίνησα από την Παλαιστίνη και την Αλεξάνδρεια του 640 μ.Χ., μεσολάβησε η Κέρκυρα και η Πάτρα για να συνεχιστεί στην Κωνσταντινούπολη του 1024, και μετά κανονικά η διήγηση, με ιστορίες από το 1380. Ο Ταμερλάνος, ο Σαχίμπ Κιράν, πέθανε στη δεκαετία του 1410 και ο ήρωας, ο Γιόρικ, γεννήθηκε κάπως αργότερα. Στα 1492, ογδοντάρης, τελειώνει την αφήγησή του κάπου στο Γιουκατάν. Καμία πλοκή δεν μετράει αν δεν τη λιανίσεις με το σφυρί και τον άκμονα, αν δεν την βάλεις σε χειρόμυλο. Ενόσω γράφω την Εσπανιόλα, καθημερινώς και με πρόγραμμα, με διακατέχει τέτοια θανατοφοβία, ώστε κλείνω το γραφτό της κάθε μέρας με όσο γίνεται αυτοτελή τρόπο, ώστε τα κατάλοιπα να μην έχουν τη φόρμα σπαραγμάτων. [...]
// ΠΕΤΕΦΡΗΣ

________________
Αποσπάσματα (με προσθηκες) ομιλίας του Δ.Κ. στην Αίθουσα Τέχνης (Ξενοφώντος 7) του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων (6.11.2000) παρόντος του Π.Θ. με αφορμή την έκδοση της Δεξιάς ερωμένης. Βλ. και Παρασάγγες Α΄, Άγρα 1014, Παρασάγγες Β´, Άγρα 2016.



Π.Θ. και Δ.Κ., Nυμφαίο 1996
Π.Θ. και Δ.Κ., Nυμφαίο 1996
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: