Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ψοφάς να πιάσεις κουβέντα μαζί τους και όταν έρχεται μια στιγμή και βρίσκεται σε απόσταση συνομιλίας μπλοκάρεις και δεν μπορείς να αρθρώσεις λέξη, λες κάποια κοινοτυπία κουταμάρας (και αργότερα χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο μέχρι να βγει καρούμπαλο· έχω πολλά τέτοια στο κεφάλι μου) ή ανοίγεις το στόμα σου και ο συνομιλητής σου δεν σε αφήνει να αρθρώσεις λέξη. Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία ανήκε και ο Πάνος Θεοδωρίδης, ο γνωστός Πετεφρής που πριν λίγες μέρες πήρε τον δρόμο ψηλά για το blue cloud.
Για μένα ήταν ένα από τα μυθικά πρόσωπα, τους ηρωικούς τραμβαγέρηδες της Θεσσαλονίκης που τους διάβαζα και τους θαύμαζα από μακριά. Να βρεθούμε σε κάποια ταβέρνα, να πιούμε κανένα κρασί μαζί, δεν συνέβη ποτέ, γιατί δεν έτυχε οι τροχιές μας να συναντηθούν, αλλά κάπου κάπως νομίζω ότι μερικοί γνώριζαν την ύπαρξή μου και χαιρετιόμασταν αν έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλο, στο στιλ κάπου σε ξέρω κάπου με ξέρεις. Δεν θυμάμαι ακριβώς με ποια ευκαιρία και ποια χρονιά άκουσα τον Πάνο να διαβάζει το ποίημά του για το ζεστό νερό ή πού το είχα πρωτοδιαβάσει, αλλά θυμάμαι πολύ καλά την αίθουσα, ήταν το φιλόξενο αμφιθέατρο στο Ε.Ι.Ε. και ήταν σε μια από τις διαλέξεις/εκδηλώσεις/συνέδρια/ημερίδες που οργάνωνε η Εταιρεία Σπουδών της Σχολής Μωραΐτη. Εκεί σχολίασε τους στίχους του Σεφέρη «Το ζεστό νερό μού θυμίζει κάθε πρωί/ πως δεν έχω τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου» από τη συλλογή Σχέδια για ένα καλοκαίρι, και σαν ιεροσυλία αναρωτήθηκε: τί εννοούσε ο Σεφέρης με το ζεστό νερό το πρωί, ήταν σαν το νερό που ζέσταινε ο πατέρας του κάθε πρωί στο καμινέτο για να ξυριστεί; Και συνέχισε… συνέχισε… να κάνει τις υποθέσεις του. Ήταν σαν μια πνοή δροσερού αέρα μετά από τις βαρύγδουπες αναλύσεις «ο καημός της Ρωμιοσύνης», «οι χαμένες πατρίδες» και άλλα ηχηρά παρόμοια. Πήγα να τον συγχαρώ και να του πω πόσο διασκέδασα με την ανάλυσή του να έχουμε έναν καθημερινό Σεφέρη, αξύριστο, με παντούφλες, αλλά καθώς προχωρούσα προς το μέρος του με ένα πλατύ χαμόγελο είδα έναν άλλο γνωστό να χαμογελά ― που όμως με προσπέρασε και χαιρέτησε κάποια άλλη που ήταν πιο πίσω μου. Ήταν η εποχή μετά την επιστροφή της ξενιτεμένης, που ήμουν σαν αόρατη στην Αθήνα, κανένας παλιός γνωστός δεν με αναγνώριζε ούτε μου μιλούσε, έτσι είπα: άστο, θα του μιλήσω μια άλλη φορά.
Ίσως η άλλη φορά ήταν όταν ο Μανόλης Σαββίδης με πρότεινε και δέχτηκα να γίνω «εταίρα» στο Συμβούλιο του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού και συμμετείχα στις συνεδριάσεις του. Εκεί συμμετείχε και ο Πετεφρής, δεν ξέρω αν ήταν έτερος εταίρος ή σαν διευθυντής του Σπουδαστηρίου. Έκανα απόπειρες συνομιλίας μαζί του χωρίς αποτέλεσμα. Πήγαινα να ανοίξω το στόμα μου να πω για την Ροτόντα και εκείνος άρχιζε να λέει για εκείνη την ψηφίδα στο φτερό του αγγέλου. Πήγαινα να του πω για ένα παράπονο που είχα για την Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Θεσσαλονίκης και εκείνος εξηγούσε για κάποιο συγκεκριμένο τιμολόγιο και πώς έγινε η πληρωμή. Άνοιξα το στόμα μου για έναν πολιτικό που ήταν στα νέα εκείνη την εποχή και η απάντηση ήταν πώς όταν τον ξενάγησε την κοτσάνα που τον ρώτησε. Δοκίμασα να του μιλήσω για τις περιπέτειές μου με την πολεοδομία και εκείνος απάντησε ότι το Βυζάντιο είχε έναν και μόνο πολεοδόμο και δεν του είχε ξεφύγει ούτε εκατοστό από όλη την επικράτεια. Προσπάθησα να του πω για τις μετακομίσεις μου, και εκείνος ανέφερε για τις 50 μετακομίσεις που είχε κάνει μέχρι τότε. Καταλαβαίνετε τι εννοώ, λέξη δεν σταύρωνα. Όταν ήθελα να συμβουλευτώ κάτι από την βιβλιοθήκη του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού, όταν είχε μετακομίσει στην Πλατεία Αιγύπτου 1 (ήταν η εποχή που με την Κατερίνα Γκίκα κυνηγούσαμε μια αδημοσίευτη επιστολή του Καβάφη η οποία είχε λανθασμένα καταλογραφηθεί και καταχωνιαστεί σε μια βιβλιοθήκη στο 'Οστιν του Τέξας), τον έβλεπα να κάθεται μέσα στο γραφείο και να εργάζεται. Η Κατερίνα Γκίκα μου έκλεινε ραντεβού να πάω κάποια ώρα που τελείωνε την εργασία του, γιατί ήθελε ησυχία για να δουλέψει. Ήταν η εποχή που έγραφε ο Πετεφρής καθημερινά «χρονογραφήματα» στο Cloud. Ήταν πολλοί που μόλις άνοιγαν τον υπολογιστή τους το πρώτο πράγμα που διάβαζαν ήταν ο Πετεφρής και μού έστελναν μήνυμα αν ήδη τα είχα διαβάσει, συμφωνώντας ή διαφωνώντας με όσα έγραφε. Μα πού και πώς τα γνώριζε όλα αυτά. Θαύμαζα αλλά και όγκωνα με τις γνώσεις του. Τελευταία φορά νομίζω που τον είδα και πήγα να ανοίξω το στόμα μου να του πω για το μπαστουνάκι με την ασημένια λαβή που κρατούσε, άρχισε να μου λέει για τους προηγούμενους κατόχους του και πώς κατέληξε σε αυτόν και λέξη για το πρόβλημα της καρδιάς του, τον διαβήτη, το πέσιμο και το χτύπημα στο πόδι. Κατεβαίναμε τις σκάλες από τον ημιώροφο του ξενοδοχείου, όπου ο Μανόλης Σαββίδης είχε αναγγείλει τη διάλυση του ΣΝΕΛ, προσφέρθηκα να τον κρατήσω, πώς δεν κουτρουβαλήσαμε και οι δυο μας τις σκάλες ήταν θαύμα. Τότε θα είχε προστεθεί και μια ακόμη ημερομηνία στο βιογραφικό του, όπως εκείνη όταν τον εγκατέλειψε η ποίηση, ή η αγγελία του θανάτου του το 2016, που όμως πραγματοποιήθηκε εννιά χρόνια αργότερα στις 14 Φεβρουαρίου 2025.
Ελπίζω πια ο τάφος του στο Νεκροταφείο της Θέρμης ―να είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει― και η τελευταία του, οριστική μετακόμιση.
[ Χολαργός, 24.2.2025 ]