Άνοιξη 1970 στην Ολυμπία, σε μια χορταριασμένη άκρη της αρχαιολογικής ανασκαφής, ο Χαράλαμπος Μπούρας με τριτοετείς φοιτητές της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το σημείο παράμερο, ήσυχο, με λιγοστά λείψανα αρχαίων θεμελίων, ευκαιριακά χρήσιμα ως καθίσματα σε επάλληλες σειρές, με εκ συμπτώσεως σχεδόν θεατρική διάταξη. Ακροατήριο υψηλού επιπέδου. Πρόγραμμα πολύωρο και απαιτητικό. Και όμως, παρά την κούραση όλοι παρακολουθούν με εμφανώς τεταμένη προσοχή, προσοχή που δεν διαταράσσεται ούτε καν από τη διαδικασία της φωτογράφισης*. Ο χαρισματικός καθηγητής ακόμη πολύ νέος, η ροή των πληροφοριών καλά σταθμισμένη, οι εξηγήσεις σύντομες και διαφωτιστικές. Με χαρακτηριστική απουσία χειρονομιών, και φωνητικών τονισμών, ο λόγος του Μπούρα, με λεξιλόγιο πολύ πλουσιότερο του κοινού προφορικού, τέλεια γραμματική δομή, και ιδανική σύνταξη, έρεε ηχητικά ευκρινής και συνεχής, χωρίς κομπιάσματα, ως εάν ήταν ήδη ετοιμασμένος σε έντυπο, ορατό μόνο στον ομιλητή, προκαλώντας θαυμασμό όχι μόνον για τον απέριττο πλούτο, αλλά ίσως ακόμη περισσότερο για την ήρεμη ετοιμότητα. Βλέποντας τη φωτογραφία, όποιος ακόμη θυμάται αυτά τα πρόσωπα, ασφαλώς αναγνωρίζει ή βασίμως υποθέτει ορισμένες διαθέσεις πίσω από τις εκφράσεις. Κάποιοι, ως φαίνεται, είναι συγκεντρωμένοι μόνον με τα αυτιά σε ό,τι λέγεται, άλλοι, οι περισσότεροι, παρακολουθούν απορροφημένοι έχοντας σταθερά προσηλωμένο το βλέμμα στον ομιλητή. Περισσότερο, ίσως, ο Πάνος ― στην πρώτη σειρά με πολύχρωμο πουκαμισάκι. Μόλις είκοσι δύο ετών, είχε ήδη αποκρυσταλλωμένες προσωπικές αξίες και έναν τρόπο σκέψης καλώς γνωστό σε φίλους και συνομιλητές. Εκείνη την εποχή (όπως σχεδόν πάντοτε), για λόγους κατανοητούς κυρίως στις επιστήμες της γλωσσολογίας (και ακόμη περισσότερο της ψυχολογίας) ουκ ολίγοι, αντί να χρησιμοποιούν έτοιμες, ήδη δοκιμασμένες και καλώς λειτουργικές μορφές διατύπωσης του λόγου, προφορικού και γραπτού (τις οποίες υποτιμούσαν απλώς επειδή αποτελούσαν την ήδη επίσημη, βασισμένη σε «συνταγές» γραμμή) δοκίμαζαν, αυθορμήτως, σχεδόν ασυνείδητα, δικούς τους τρόπους, χωρίς να είναι πάντοτε σε θέση επαρκώς να κατανοούν και να αποτιμούν τις υποκείμενες λογικές δομές, έστω και κάποιων κατά την αντίληψή τους απλών λέξεων. Σε ένα τέτοιο κλίμα, μέτριοι γνώστες του λόγου, της επιστήμης, ή των τεχνών με υπεραναπληρωτική ιδεολογική προκατάληψη, προσπερνούν ατυχώς την ευκαιρία μάθησης μέσω της συνάντησης με κάποιους μάστορες του είδους. Τούτο συνέβαινε πάντοτε, πολύ περισσότερο όμως σε εποχές νεοτεροποιίας και αμφισβήτησης, ιδίως στις τάξεις εκκολαπτόμενων καλλιτεχνών και άλλων δημιουργικών επαγγελματιών. Παρά ταύτα, κάπου βαθύτερα, χάρις στην ικανότητα της μνήμης να συγκρατεί ακόμη και μη αμέσως επιλέξιμο περιεχόμενο, πλείστοι εξ ημών επιστρέφουμε κάθε τόσο στα περασμένα παρακινούμενοι και από μια διάθεση επανεκτίμησης.
Ο Πάνος, χάρις σε ένα χρονικό προβάδισμα των εντός του διεργασιών ωρίμανσης και συνειδητοποίησης, συνδύαζε από ενωρίς την επικρατούσα επιρρέπεια αμφισβήτησης με μια διάθεση ή και ετοιμότητα αναστοχασμού και εκλεκτικής έστω αναγνώρισης του άξιου και χρήσιμου, του ενυπάρχοντος στο επίσημο πρότυπο. Εκτός αυτού, λόγω έμφυτης φιλομάθειας έτρεφε πάντοτε αισθήματα αγάπης για τα προσφιλή του αντικείμενα γνώσης και για όλους, όσοι τα θεράπευαν, έστω και με τρόπους που ο ίδιος δεν μπορούσε, ή δεν επέλεγε. Ως φοιτητής της Αρχιτεκτονικής φανέρωνε άφοβα τις εμμονές του και την έντονη επιλεκτικότητα της ενασχόλησής του με τα αντικείμενα των σπουδών του. Αν και ανορεκτικός για το αυστηρώς τεχνικό πεδίο (το δυσφημιστικώς αποκαλούμενο «τεχνοκρατικό») ήταν πάντοτε έτοιμος να αγκαλιάσει ακόμη και κάτι από αυτό, εάν και εφόσον ανεκάλυπτε μια σχετική συναρπαστική εξιστόρηση. Τούτο κυρίως επειδή είχε μεγάλη αγάπη για την Ιστορία, αρχικά χάρις στην εγγενή γοητεία της. Με αυτό το μέγα κίνητρο ο Πάνος εισχωρούσε κάθε φορά σε κάποιο δωμάτιο του πολυώροφου οικοδομήματος της Ιστορίας και το εξερευνούσε εκτιθέμενος στη γοητεία εξωτικών ονομάτων και την λογική των χρονολογιών. Η συνεχόμενη άθροιση τέτοιων πληροφοριών έχει ως πιθανότερο σταθμό την επίτευξη μιας κρίσιμης μάζας, η οποία συνεργεία της ηλικίας και της υπέρβασης των αρχικών κινήτρων οδηγεί σε ωριμότερη επιστημονική κατανόηση και αντίστοιχη εμφάνιση ενδιαφέροντος για την ιστορική ύλη, ασχέτως αφηγηματικής γοητείας. Ο προσηλωμένος στα λεγόμενα του Μπούρα Πάνος δεν είχε ακόμη φθάσει σε αυτή την κρίσιμη μάζα και ηλικία, είχε όμως προ πολλού περάσει τη φάση των εύκολων αμφισβητήσεων και ήδη είχε συμφιλιωθεί με ό,τι δάσκαλοι όπως ο Μπούρας ή ο Μουτσόπουλος προσέφεραν. Αυτοί αγαπούσαν τα ίδια, αλλά και διαφορετικά πράγματα, τα μελετούσαν, καθ’ ένας με τον δικό του τρόπο και εν τέλει κατάφερναν να μεταδίδουν στους φοιτητές τους μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντος και της σκέψης τους. Η διαδρομή του Πάνου μετά από την «ανέμελη» εποχή της φωτογραφίας μας, είναι αρκετά γνωστή, ώστε να παρέλκει η εξιστόρησή της στο παρόν σύντομο σημείωμα. Ο Πάνος έγινε ένας από εμάς τους ασχολούμενους με τη μελέτη και τη συντήρηση των ιστορικών μνημείων. Ταυτοχρόνως έγινε ένας από τους πρωταγωνιστές της πνευματικής ζωής με συμμετοχή σε τομείς τόσο διαφορετικούς, όσο ο συντονισμός επίσημων ή κρατικών προγραμμάτων πολιτισμού, η στιχουργική τραγουδιών και η απασχόληση σε θεατρικούς θιάσους. Εν τούτοις η πολυπραγμοσύνη του δεν τον αποπροσανατόλισε. Δεν του ανέκοψε την κίνηση προς τον κύριο σκοπό. Έγινε ένας άξιος συγγραφέας, επαγγελματίας, όπως ενίοτε του άρεσε να τονίζει, προσθέτοντας το εξής σχόλιο: αληθινός συγγραφέας είναι εκείνος που η συγγραφική του τέχνη μπορεί να τον ζήσει. Με δεδομένη πλέον αυτή την τοποθέτησή του η ενασχόλησή του με τη δημιουργική γραφή κατελάμβανε ολονέν και περισσότερο την σκέψη και τον χρόνο του. Ωστόσο η παλιά σχέση του με τα μνημεία και την Ιστορία δεν παρήκμασε. Αντιθέτως διατήρησε την κεντρική της θέση, ασχέτως του διαθέσιμου χρόνου. Τούτο έγινε πράξη με την επί έτη μετάφραση των Απάντων του Στράβωνος (σε 17 τόμους) και την συγγραφή μελετών για ποικίλα θέματα μεσαιωνικής Ιστορίας, Ιστορικής τοπογραφίας, ιστορικής αρχιτεκτονικής και προστασίας μνημείων. Το πολύ θεματικό εύρος, κατά κανόνα δεν ευνοεί την αυστηρή επιστημονική εμβάθυνση, όμως, σε τελευταία ανάλυση αυτό ακριβώς είναι που περισσότερο από κάθε τι ευνοεί την κατανόηση της Μεγάλης εικόνας. Αυτή η εικόνα, που ο Πάνος πλησίαζε με διάφορους τρόπους, του επέτρεπε να σκαρώνει δικά του αποφθέγματα ή συνειδητά να υιοθετεί θεωρητικές θέσεις Τρίτων, όπως, π.χ.: κάθε προσπάθεια εναρμονισμού του αρχαίου και του μεσαιωνικού πολιτισμού, είναι προβληματική (ασυμβίβαστες αξιακές αντιθέσεις). Χάρις στην επαγγελματική εμπειρία του σε θέματα χρήσεως των ιστορικών μνημείων, ο Πάνος διέκρινε καλώς τις περιπτώσεις κακής μεταχείρισης, συμπεριλαμβανομένων των αφανών αιτίων. Ωθούμενος λοιπόν μόνον από την ευαισθησία και τον σεβασμό του για τα μνημεία ήταν ενίοτε βασίμως και δικαίως επικριτικός. Χαρακτηριστικά τα πικρά σχόλιά του για την σκηνογραφική κακομεταχείριση της Ακρόπολης με φωτιές, καπνούς και Δυτικούς ρασοκουκουλοφόρους, την Πρωτοχρονιά του 2000 (η οποία Πρωτοχρονιά κατά παγκόσμια εθελοτυφλία εορτάσθηκε ως αρχή τάχα της τρίτης χιλιετίας ―Millenium― ενώ απλώς ήταν η αρχή του τελευταίου έτους της προηγούμενης χιλιετίας).