Ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου έμαθα ότι στέγνωσε η μελάνη σε μία από τις πιο υδροφόρες πένες της ελληνικής γραμματείας, αν και η αναγνώριση αυτή δύσκολα ξεπερνά τα όρια της Μακεδονίας. Σε τράπεζα έχουν κατατεθεί τα οστά του – του Βαλεντίνου, όχι του Πάνου. Κάτω από την Αγία Τράπεζα, στη Φραγκοκκλησιά, στην οδό Ερμού, βρίσκονται λείψανα, που είχαν πάει βόλτα και στη Λέσβο. Αν ζούσε ο Γιάννης Μπουτάρης, νομίζω θα συμφωνούσε αχειροποίητα να ανεγερθεί στη Θεσσαλονίκη από μηχανής άθεος ναός, βυζαντινού ρυθμού, στη μνήμη του Πάνου Θεοδωρίδη. Βοηθώντας να σταθούν στα πόδια τους, πολλά μνημεία αναστήλωσε. Αρχιτέκτονας, συντηρητής, σκιτσογράφος, προαγωγός ραδιοτηλεοπτικών παραγωγών, πολιτιστικός κομισάριος, στιχουργός, μεταφραστής, μνημειογράφος γαρ.
«Ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, δοκίμια, ρητά, ημερολογιακές σημειώσεις, ταξιδιωτικά, ερμηνείες αρχαίων και μεσαιωνικών κειμένων, στατιστικοί πίνακες, σπαράγματα διατριβών και μονογραφιών, επιστολές, ομιλίες, δεκάρικοι λόγοι, άρθρα και επιφυλλίδες, θεατρικά, σενάρια, νεκρολογίες, αναφορές, δημοσιοϋπαλληλικά κείμενα, απολογίες και αρχαιολογικά ανάλεκτα με τον ιδιώνυμο τίτλο varia minora.» Αυτή η συσσώρευση λέξεων, πολύτιμα μέταλλα και σκωρίες, καταχωρημένα όχι ανά είδος, αλλά ανά εποχές κυριάρχων γυναικών, συνιστά το Μεταλλείο, όπως από εικοσιέξι ετών το φαντάστηκε και περιέγραψε στο ηλ-ευλόγιο του Πετεφρή αργότερα. Αν και «το πράγματι χρυσάφι ήταν μέσα στο μυαλό». Χρειάζεται τύχη, αλλά η Νατάσα ίσως βρει τα άτομα, που με καναρίνι στο κεφάλι στις στοές θα μπουν.
Θα εντοπίσουν άραγε οι ανθρακωρύχοι και μεταλλειολόγοι αυτοί κορυφαίο χειρόγραφο, από το οποίο εκατοντάδες σελίδες μού διάβασε ο συγγραφέας του ένα απόγευμα στη Θεσσαλονίκη, όπου για λίγο είχα βρεθεί από το Όρεγκον; Αχνό ίχνος του αποτελεί Το θεόπαιδο. Το Βυζάντιο δεν ήταν ακόμη της μόδας, αλλά γνωρίζαμε ότι απέφευγαν τον ηλεκτρισμό. Ο διαφωτισμός καθυστερούσε. Η ανάγνωση διεκόπη για πάντα, καθώς σουρούπωνε. Κερί στο μπόι του κειμένου δεν είχαμε. Βγήκαμε αναζητώντας υγρό πυρ.
Σκάστε πουλιά, η αγάπη μου κοιμάται. Ηχοπαραμυθητική ανθολογία της ελληνικής ποίησης θα άνθιζε με έναυσμα τον στίχο αυτόν του Θεοδωρίδη, στον οποίο εκ των υστέρων είχα αφιερώσει ποίημα για τον Αισχύλο. Φαλακρός, μυταράς, ξεδοντιασμένος. Ήταν ακριβώς όπως τον έχεις φανταστεί, επέμενε. Μαζί αναζητήσαμε συμβουλές για τη νομική μορφή που θα έπρεπε να πάρει χειροτεχνία, που θέλαμε να ξεκινήσουμε, με σκοπό να παράγει κλουβιά για δικέφαλους αετούς.
Ο Πάνος ήταν σπουδαίος υποκριτής. Στην αμμουδιά άρχισε να παίζει, μεταφράζοντας από στήθους χορικά, μόλις χωρικό πάνω στο ζώο του είδε να προβάλλει στο μονοπάτι, που έβλεπε στην ερημική παραλία, που η παρέα μας είχε καταλάβει στη Λέσβο. Ρεαλισμός πάντοτε γείωνε τις μυθοπλασίες. Η τρισαλίωση των οιμωγών απηχούσε άμμο τόσο καυτή, που καουμπόικες μπότες, καθώς παπούτσια δεν είχα, φορούσα με το μαγιό για να φέρω μπουκάλια νερό από το αυτοκίνητο. Μέχρι να ολοκληρώσει τη διαδρομή ο χωρικός, είχαμε όλοι μπει στην πρόβα, με τον Πάνο να προτείνει σκηνοθετικές διορθώσεις. «Ήρθαν οι ηθοποιοί», ψιθύριζαν στα διπλανά τραπέζια, όταν το βράδυ πήγαμε στην ταβέρνα.
Πριν από πολλά χρόνια, σε κείμενο σε τόμο, όπου ανατυπώθηκαν τα πρώτα τεύχη του Τραμ, αναφέρθηκα σε συλλογικές αναγνώσεις που κάναμε, με τον Θεοδωρίδη ιδίως, στο δωμάτιο τού Δημήτρη Καλοκύρη. Σε περιβάλλον κατ’ αντιπαράθεσιν πρόσληψης, διαβάζαμε ό,τι είχαμε γράψει πριν από τη συνάντησή μας. Με προεξάρχοντα τον Δημήτρη, από τη σύντηξη προέκυψε το περιοδικό, για την έκδοση του οποίου βάλαμε από 300 δραχμές ο Καλοκύρης, ο Μίμης Σουλιώτης και εγώ. Ο Θεοδωρίδης ισχυρίστηκε στον Κωστή Μοσκώφ ότι μικρή σχέση είχε. Ο Βασίλης Ηλιόπουλος έχει ζητήσει από τον Καλοκύρη ένα κολάζ με φιγούρες όσων επέβαιναν στο Τραμ. Ας μην υπήρχε τότε. Πριν γεννηθούμε, αν πράγματι υπήρξε τέτοια εποχή, ένα τραμ, όπως του Εγγονόπουλου ίσως, περνούσε μέσα από την Καμάρα. Η Αψίδα του Γαλερίου επιβεβαίωνε τον θρίαμβο της απώλειας της ευθείας γραμμής.
Ένα βράδυ, έχοντας έρθει από τη Νέα Υόρκη, έκρυβα τον Πάνο στο δωμάτιό μου σε ξενοδοχείο στη Βασιλίσσης Όλγας. Φοβόταν ότι τον έψαχναν για οφειλή, την οποία είχε καθυστερήσει, γιατί δεν είχε πληρωθεί. Θα προλάβεις, του έλεγα. Όλοι χάνονται στη Θεσσαλονίκη. Δεν είμαστε στα Γιαννιτσά. Αργά κατάλαβα ότι άγγιξα σημείο δυσανεξίας, που μόνον ο Σουλιώτης μπορούσε να διαισθανθεί. Ομολόγησα τότε ότι, όσο και αν τον αγαπούσα, ποτέ δεν είχα υποκύψει στη γοητεία της παρουσίας του, όπως συνέβαινε με συνομηλίκους του στην εδεμική συντροφιά. Μην ξεχνάς, πρόσθεσα, ότι ήμουν ο μικρότερος, μαθητής ακόμη, ενώ εσείς ήσασταν φοιτητές. Ερχόμουν από αλλού.
Ας μην το ξέρει. Κάθε Έλληνας στη ζωή του διατρέχει όλες τις περιόδους της ελληνικής φιλοσοφίας. Από Επικούρειος καθίσταται Στωικός. Περιπατητικά ακολουθεί Πλατωνικές σκιές, πριν εμφανιστούν οι πραγματικοί διάδοχοι του Σωκράτη, οι Κυνικοί. Στη γενέτειρα του Αριστοτέλη με τον Δημήτρη πήγαμε να δούμε τον Πάνο. Γάλλους αρχαιολόγους συμβούλευε, που σκάβανε στα Στάγειρα. Είχαμε καιρό να βρεθούμε. Το πρώτο βράδυ οι υπόλοιποι μας άφησαν και πήγαν για ύπνο. Θα έχουν πολλά να πουν, πρέπει να σκέφτηκαν. Αλλά τι να πούμε; Μέχρι τα ξημερώματα παίζαμε πέτρα, ψαλίδι, χαρτί. Αλλάζοντας συνεχώς τους κανόνες, αναζητούσαμε τρόπους, που θα επέτρεπαν σε τρία άτομα να παίζουν ταυτόχρονα. Στο τέλος όμως η πέτρα, την οποία τύλιγε το χαρτί, στα δύο θα έσπαζε το ψαλίδι.
(15.2.25)
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Τότε στου Τόττη (Κάβα Σουλιώτη) / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης
Aντίο, Βασίλη / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης