Είναι πολλές φορές που νοσταλγώ κάτι βροχερές ανοιξιάτικες μέρες, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, τότε που κάναμε με τον Πάνο Θεοδωρίδη τρεις ή τέσσερις μεγάλες περιοδείες στο Νομό για αρχαιολογικές εξερευνήσεις. Σε υπηρεσιακά πλαίσια. Με τρένο που μας άφηνε σε κάποιο χωριό και, κυρίως, με τα πόδια, αφού μάταια προσπάθησε να μου μάθει ποδήλατο μπροστά στο Λευκό Πύργο και έγινα περίγελως του κοσμάκη. Ο Πάνος, εκείνο τον καιρό θεωρούνταν, ―ύστερα από τις εξοντωτικές περιοδείες που τους έστελνε ο Μουτσόπουλος και από την φοβερή και τρομερή διπλωματική του στην Αρχιτεκτονική για την Εγνατία Οδό, εννοώ την αρχαία―, κατεξοχήν ειδικός για τα της μακεδονικής και θρακικής υπαίθρου. Ιδίως για ζητήματα χαρτογραφίας, εξακρίβωσης πληροφοριών των αρχαίων πηγών, εντοπισμού αρχαίων κ.λ. Έτσι τον σύστηναν οι καθηγητές του. Και έτσι ήταν. Μου προξενούσε δέος, αλλά και σεβόταν απόλυτα την, από την πλευρά μου, αρχαιολογική τεκμηρίωση των όσων βρίσκαμε. Ήταν ένα είδος «πρωτόγονων» επιφανειακών ερευνών που τώρα πλέον έχουν εξελιχθεί σε απίστευτο βαθμό με την τεράστια συμβολή βέβαια και της σύγχρονης τεχνολογίας.
Εκείνος, λόγω καταγωγής, ήξερε από ενδοχώρα. Για μένα όμως ήταν η ανακάλυψη ενός σχεδόν άγνωστου κόσμου, όπως και θα ήταν για τους περισσότερους, τότε και τώρα, μπαγιάτηδες Θεσσαλονικείς. Κανείς Θεσσαλονικιός δεν σκέφτηκε ποτέ να κάνει …διακοπές (!), ίσως και απλές βόλτες, στο Νομό, ενώ στη Χαλκιδική… Ιδίως μετά που άνοιξαν δρόμους.
«Η ζωή στα χωριά», όπως κάπου λέει ο Πάνος, δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή. Παππούδες και γιαγιάδες έβλεπες, κρυμμένους πιο πολύ στα σπίτια. Οι άλλοι στη Γερμανία. Τα σπίτια χαμοκέλες τα περισσότερα. Καμία σχέση βέβαια με τα σημερινά. Σπάνια βλέπεις πια κάποια ξυλοδεσιά, ή σαχνισί, ή τοίχο με πλίνθους από πηλό ξεραμένους στον ήλιο, ή τσατμά. Μια δυό φορές κοιμηθήκαμε σε κάτι παππούδες.
Η άνευ προηγουμένου, μετά τη μεταπολίτευση κυρίως, τάση για την αναζήτηση του παρελθόντος, εκτός βέβαια του απώτερου, αφορούσε καταρχάς την κατοχή, τον εβραϊκό κυρίως αλλά και τους λοιπούς πληθυσμούς, τον Εμφύλιο κ.ε. Θέματα της απόλυτης σχεδόν άγνοιας της γενιάς μου. Και δεν ξέραμε και δεν ρωτούσαμε. Δεν είχαμε το θάρρος ίσως. Αλλά μήπως θα μας απαντούσε κανείς; Ιδιαίτερα και ειδικότερα όμως για την περιοχή, αφορούσε τα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1914-1918). Ένα μεγάλο μέρος από αυτά αφορά την συμπεριφορά των στρατευμάτων, αγγλικών και γαλλικών, στον υλικό πολιτισμό της περιοχής από την προϊστορική κ.ε. εποχή. Ερευνώντας τον, ολόκληρος ο πρώην άξενος και άχαρος Νομός άρχισε να «αισθηματοποιείται» για μένα, κυρίως αργότερα, κοιτάζοντας στα πεταχτά έγγραφα υπηρεσιακά και αναφορές εκείνης της εποχής. Ή διαβάζοντας στη βιβλιοθήκη της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην οδό Σουηδίας, ανάμεσα στις μυρωδιές του κήπου και των ξύλων των επίπλων, παλιά αγγλικά αρχαιολογικά περιοδικά ―αριστουργηματικά δείγματα τυπογραφικής τέχνης― για τις ανασκαφικές και επιφανειακές έρευνες των Άγγλων συμμάχων στην περιοχή. Ο Πάνος ήταν προϊδεασμένος για τις έρευνες αυτές, ενώ ο απόηχος από τις περιοδείες μας είναι έντονος στη συλλογή του Προσπέκτους (1977) και, πολύ αργότερα, στο Θεσσαλονίκη, Διήγηση ενός αιώνα, «Αγγελιοφόρος της Κυριακής», 2012 (κείμενα τηλεοπτικών εκπομπών της ΕΡΤ 3 με αφορμή τον εορτασμό).
Ο αστικός χώρος είχε βέβαια και τη δική του θεματολογία : κινηματογράφος, λογοτεχνία, πολιτική, ρεμπέτικο, κ.λπ. κ.λπ. Ένας καταιγισμός εκδόσεων, εκδηλώσεων και εκθέσεων με αφορμή επετείους, τον Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης «Θεσσαλονίκη ΄97» κ.λπ.,[1] άρχισε να εμφανίζεται πολύ δυναμικά.
Για να επανέλθουμε όμως στα του Α΄Παγκοσμίου πολέμου. και της «αρχαιολογίας των μετόπισθεν»: είναι μία περίοδος, τόσο ο χώρος όσο και ο χρόνος της, με πολύ, θα την έλεγα, ισχυρή ποιητική δυναμική.[2]
Για να μεταβληθεί σε λόγο η «ποιητική του χώρου» αυτής της περιόδου σε αυτή την περιοχή και όχι μόνο, θέλει να την ανακαλύψει κανείς και, πολλές φορές, όχι πάντα, απαιτεί βάθος χρόνου Δεν γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη. Ο Πάνος στο Προσπέκτους φαίνεται να την «εκθέτει» με ποιητικό λόγο άμεσα και γρήγορα. Είχε ήδη την υποδομή. Αλλά κι εμένα με δέσμευσε σταδιακά και διά βίου η ―κατά Gaston Bachelard― ποιητική του χώρου αυτού, αλλά και, κυρίως, εκείνης της εποχής.
[ Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2024 ]