«Έκλεισε νομίζω οριστικά το εξώφυλλο της Εσπανιόλας,
τουτέστι του μυθιστορήματος που ετοιμάζω από το 2004. Ιστορείται ένας
Μογγόλος σαμάνος που μοιάζει εκπληκτικά με τον Στρεττίστα φίλο και
αρχαίο γείτονα της περιοχής Σχολής Τυφλών Σάκη, τον επιλεγόμενο
Πλουμπίδη». ― Π.Θ., στο ΦΒ (7 Ιουλίου 2012)
Κείμενα / Χειρόγραφα















Εσπανιόλα


Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α Τ Α
Ο Σταρόβας ήταν πιό λιτοδίαιτος άνθρωπος από τον Λίβερι,ίσως και τριάντα χρόνια µεγαλύτερος και η προσωπική του αποχή από το φαγητό είχε κάποτε ξεπεράσει τις εννιά ηµέρες χωρίς να του πέσουνε τα δόντια γι΄αυτό. Λοιπόν, δεν είχε το κίνητρο του νέου φίλου του στην αναζήτηση λύσης, τουλάχιστον γιά εκατό ώρες ακόµη.Του απαντά : «Ακόµη κι αν τα καταφέρουµε στην πρώτη φάση, και βρεθούµε τριγυρισµένοι από λαµπροντυµένους µαγνάτους, που βρωµάει το χνώτο τους από χορτασµό και κρεωφαγία,δύσκολα θα τους πείσουµε ότι είµαστε ειδικοί σε οτιδήποτε πνευµατικό, έτσι που είµαστε ντυµένοι. Μας χρειάζονται ρόµπες εξωτικές, κάτι ανατολίτικο και µακρυνό, αλλά όχι αγαρηνό. Αν µπορούσαµε να παραστήσουµε τους Αρµένηδες ή τους Ίβηρες, τους Πέρσες καλύτερα, ελαφρώς φίλους του σταυρού, αλλά δίνοντας την εντύπωση πως έλκουµε καταγωγή από πυρολάτρες ή δενδρόβιους, κι αν ξέραµε κάποιο µαγικό, µπορεί και να µας πίστευαν.Αν και όλοι τους έχουν συµβούλους ρασοφόρους φανατικούς και εχθρούς των λόγων. Η ιδέα σου σκοντάφτει στο αναλώσιµο του είδους µας. Θα προτιµήσουν να βρούν µόνοι τους τις άκρες µε τον Ίβαν, παρά να µας εµπιστευτούν».
Ο Λίβερις δεν το έβαλε κάτω. Ήταν ικανός να παραδώσει τους Πλάτωνές του αµαχητί σε όποιον του έφερνε µια µουχλιασµένη κόρα από κριθαρόψωµο.
«Οι καλές σου ιδέες, Σταρόβα, σκοντάφτουν όχι σε ρούχα που δεν έχουµε, αλλά σε εκπαίδευση που δεν θα αποκτήσουµε ποτέ. Εγώ πεινάω και θα βγω από εδώ µέσα».
Οι δύο συγκάτοικοι έµειναν σιωπηλοί για λίγο, τόσο ακριβώς ώστε να καταλάβουν ένα σύρσιµο που ξεπέρασε τον τριγµό τής βουβής φωτιάς στην αυλή. Κοίταξαν µε τρόπο από το παράθυρο και είδαν κάποιον που έµοιαζε το ίδιο χαµένος µε αυτούς. Φορούσε ρούχα που δεν είχαν ξαναδεί,µιά σταχτιά ρόµπα µε κουκούλα από γιδόµαλο, αβάσταχτη τέτοια εποχή του χρόνου, κολλητό παντελόνι µαύρο που έµπαινε σε στενές µυτερές µπότες και κρατούσε ένα σκαλισµένο χοντρό ραβδί που τον ξεπερνούσε στο µπόι. Τα γένεια του ήταν µαύρα και κατσαρά, ενώ στο κρανίο του γυάλιζε η περιφέρεια µιας µεγαλόπρεπης φαλάκρας, που την σκέπαζε το πιο τρελό καπέλο που µπορούσε να διανοηθεί και ο πλέον εξεζητηµένος καπελάς µιας πρωτεύουσας του πολιτισµού. Δεν το περιγράφω αµέσως, για να καλύψω κάποιο άλλο κενό της διήγησης. Σηµασία είχε πως δεν ήταν µήτε Φράγκος, µήτε Βενετσιάνος και δεν έµοιαζε µε ρωµιό πρωτευουσιάνο. Έβγαλαν το µισό τους σώµα έξω από το παράθυρο και τον πρόσταξαν να φύγει µε χειρονοµίες και ένα απότοµο «ουστ!». Εκείνος τους κοίταξε τροµαγµένος και τότε πρόσεξαν τα µατωµένα του µάγουλα,θαρρείς από νύχια θηρίου. Δεν έδειξε σηµεία φυγής.Απεναντίας σήκωσε το ραβδί µε τα δυο του χέρια και τους είπε:
«Διψάω, πεινάω, υποφέρω, µόνος µου µατώνω» και µετά τους κοίταζε σαν χαµένος. Ο Σταρόβας γύρισε στον Λίβερι. «Έχεις κανένα µαχαίρι;» «Έχω ένα αρβανίτικο, για το ψωµί» «Αν του το πετάξεις, τον πετυχαίνεις;» «Δεν ξέρω να καρφώνω από µακριά, µόνον λαιµούς κόβω καλά». «Τότε φώναξέ τον επάνω, αυτόν τον παράξενο, επειδή αν τον αφήσουµε να φύγει, µπορεί να µας καρφώσει στον όποιον, για να µη διψάει, για να µη πεινάει, για να µη υποφέρει, για να µη µόνος του µατώνει».
Ο Λίβερις έδειξε στον άνθρωπο µε νεύµατα πώς να ανέβει κοντά τους. Ήρθε στο δωµάτιο, δεν τους πλησίασε, κράτησε τη µαγκούρα µε τα δυο του χέρια µπροστά και σφηνώθηκε σε µια γωνιά. Έµπειρος, ήξερε πώς να προστατευτεί από δύο αντιπάλους. Ρώτησε αν υπάρχει φαγητό και νερό. Όταν του ένευσαν αρνητικά, άφησε την πλάτη του να γλιστρήσει στον τοίχο, και κάθησε µάλλον απελπισµένος στο πάτωµα.
Τον έλεγαν Λίτσο και ήταν από την Τραπεζούντα. Ταβουλάριος στην επισκοπή Χαλδίας, απεσταλµένος για υποθέσεις της στον Πατριάρχη, µέλος µιας επιτροπής. Βρισκόταν λίγες εβδοµάδες στην πόλη, ακριβώς αυτές που συνέβη το ανεπανόρθωτο. Έχασε τους συντρόφους του µέσα στην χλαλοή και τριγυρνούσε άσκοπα στις ρηµαγµένες γειτονιές, άφραγκος και άοπλος,
περιµένοντας να περάσει η αντάρα και να βρει τρόπο να γυρίσει στην πατρίδα του.Ήταν µορφωµένος, όσο µπορεί να µορφωθεί κάποιος στα όρη στ΄ άγρια βουνά και έξω από τα νερά του. Πρωτάκουσε για σταυροφόρους και εµφυλίους µόλις ήρθε εδώ. Το µόνο γνωστό σηµάδι που έβρισκε, εκτός τους Ρωµαίους, ήταν µερικές βενετσιάνικες στολές, κι αυτό πριν µπει στην πόλη. Στα µέρη τους δεν είχαν άλλους ξένους, αφού οι λίγοι Χάζαροι που κατέβαζαν εµπορεύµατα και καλούδια από τον βορρά ήταν από καιρό εξαφανισµένοι. Μόνον βενετσιάνοι ήρχονταν στα λιµάνια, και είχαν µάλιστα εγκαινιάσει, ένα χρόνο πριν ταξιδέψει, καλές αποθήκες που είχαν απ' όλα τα καλά στην Τραπεζούντα. Έφερναν όπλα, ρούχα και στολίδια, έπαιρναν σκλάβους, σιτάρια, γούνες και επιβάτες. Αναλάµβαναν επίσης, µε σοβαρό διάφορο, να µεταφέρουν εµπορεύµατα τρίτων στις δυτικές πολιτείες. Αυτά τους είπε σε πρώτη φάση, κι αν ήταν ταϊσµένος, µπορεί και να τους µιλούσε ακόµη, µετά από οχτακόσια τόσα χρόνια ― τέτοια φλυαρία τον έζωνε. Αλλά
πεινούσε και βρόµαγε το χνώτο του.Κάθε τόσο σιωπούσε και έπεφτε σε µαύρη απάθεια. Μήτε να φανταστείτε ότι τα λόγια του είχαν την συνοχή µε την οποία σας τα παρουσιάζω. Η πρόταση, λόγου χάρη «έφερναν όπλα, ρούχα και στολίδια», στα χείλη του Λίτσου ήταν «έφερα φέρα τε φεράτα οι Ουενετοί, πόλλα, πολλά και αρίφνητα, δεν λέγω µόνον άρµατα, δεν µολογώ τα ρουχικά, αλλά εµµένω, γούρπαν, στα λιλία, στα νινία και στις τιάρες, όπου οι κυράδες, όχι άρµατα επεθύµουν, µηδέ τα σκαραµαγγικά, µονονουχί των παιδάντων τα στρουθία, πάρεξ και µόνον λιλία εκυνήγουν, τα ΄φερε ο καιρός, µολογάω το, χάσον-χάσον». Έκανα τις σχετικές συντµήσεις και µετατροπές, για να µη φτάσει τούτη η ιστορία στις µύριες σελίδες.
Μόλις η ρίζα «βενετ―» έκαµε την εµφάνισή της στο λερό δωµάτιο, τα µάτια του Σταρόβα τρεµόπαιξαν και τα αφτιά του Λίβερι τεντώθηκαν.Κοιτάχτηκαν πάλι µε νόηµα, οι πρόσφατοι συγκάτοικοι της ζωής, οι ενωµένοι µόνον χάρη στην κόλλα ενός χαλαρού συγγραφικού ήθους. Ξεκίνησαν λοιπόν τις διευκρινιστικές ερωτήσεις. Δεν ξέρω, ακόµη και σήµερα, αν είχαν την ίδια ιδέα στο µυαλό τους, αλλά από τα ερωτήµατα που έκαναν στον Λίτσο, κάτι τέτοιο θα ήταν λογικό.
'Ωστε ήρθες µε βενετσιάνικο σκαρί; Πώς το έλεγαν; Πώς λέγανε τον καπετάνιο; Πού σας άφησε; Ήταν σε σκάλα της πόλης ή αντίπερα; Γιατί δεν γύρισες εκεί, µήπως και τον έβρισκες, να φεύγατε; Τι ζητάς στις στεριές µε τόση αιµατοχυσία; Κονάκι, στασίο και κάθισµα δεν έχετε χαλδικό µέσα στην µεγαλόπολη; Και που βρίσκεται αυτό; Πώς θα το έβρισκες; Έχεις γνωστούς στα µέρη αυτά; Τι υποθέσεις θα ξεκαθάριζες; Οι σύντροφοί σου πώς χάθηκαν;
Μέσα από τις λυρικές απαντήσεις του Λίτσου, διαµορφώθηκε µια άλλη διήγηση.Το καράβι είχε ένα λατινικό όνοµα, κι αυτός ήξερε µόνο τούρκικες γλώσσες και µπορούσε να συνεννοηθεί σχετικά καλά µε Ίβηρες και Αρµενίους. Η σκάλα ήταν αντίπερα, στον Γαλατά. Οι σύντροφοί του έµειναν εκεί, αλλά αυτός κίνησε µε τα πόδια και µπήκε στην πόλη, περπατώντας τρεις µέρες όλη την παραλία του στενόµακρου κόλπου, επειδή έπρεπε να δει τον εξάδελφό του στο κάθισµα της Χαλδίας, που είχε περιώνυµο ναό στο όνοµα του Αγίου Αρτεµίου. Έπρεπε να συγκεντρώσει την προηγούµενη αλληλογραφία των υποθέσεων που ανέλαβε να παρουσιάσει στο συνοδικό δικαστήριο (κληρονοµικά ευγενών και ένα διαζύγιο µπερδεµένο, καθώς και µία κήρυξη σε αφάνεια) ώστε να είναι έτοιµος. Στο κάθισµα δεν έφτασε ποτέ, επειδή βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης, στα χερσαία τείχη, κοντά στην Χρυσεία, δηλαδή µέσα στον πόλεµο. Μπαίνοντας από τα Ορµίσδου, τον έγδυσαν, τον χτύπησαν, αλλά τον άφησαν να µπει στις γειτονίες. Έκτοτε φροντίζει να µένει σε οπτική επαφή µε τον Γαλατά, κατεβαίνοντας καµιά φορά στις ψαρόσκαλες, µήπως και βρει σκαφίδι να τον βγάλει αντίπερα,αλλά εδώ και τρεις µέρες σάπισαν ακόµη και οι πατηµένες σαρδέλες που ήταν το φαγητό του όλο αυτό το διάστηµα.Από τότε ψάχνει να κλέψει κάτι, να πορευτεί. Αλλά είναι ταβουλάριος κι όχι ικανός σε τέτοια.Κι επιπλέον, δεν έχει δει, επί τόσο διάστηµα που ταλαιπωρείται, µήτε έναν βενετσιάνο, να γλιτώσει.
«Γιατί να σε γλιτώσει ο Βενετσιάνος;» ρώτησαν µε ένα στόµα οι δυο τους. Ο Λίτσος έβγαλε από τον κόρφο του και τους έδειξε µια σφραγίδα.
«Είµαι, εκτός από ταβουλάριος, και εκπρόσωπός τους γιά τις εισαγωγές που κάνουν από τα βουνά. Ξέρω τις γλώσσες των εθνών και βοηθά που πηγαίνω παντού για δουλειές του επισκόπου. Αλλιώς πώς θα µας έφερναν εδώ; Νοµίζετε ότι η Μαύρη θάλασσα είναι γεµάτη φελούκες και πανιά που κυκλοφορούν ελεύθερα;» Με τους Βενετσιάνους εξήγησε ότι η συνεννόηση γινόταν µε την διεθνή γλώσσα του εµπορίου, δηλαδή µε γκριµάτσες και τα δάχτυλα και το κατάλληλο τρίψιµο αυτών των συστατικών µεταξύ τους ή αυτόνοµα.
Μετά, ο Λίτσος ξεθάρρεψε και ζήτησε να δει τις ταυτότητες των δυο τους, δήθεν από περιέργεια. Ο Λίβερις του έδειξε την εικονίτσα της Χάρµαινας και ο Σταρόβας ένα παράξενο ασηµένιο πλακίδιο, που παράσταινε έναν πύργο, που τριγύρω του πετούσαν τρία πουλιά. Καθώς δεν σήµαιναν τίποτε γι΄αυτόν δεν επέµεινε άλλο. Αλλά τώρα η έξαψη βρισκόταν στα χείλη του Σταρόβα.
«Εσύ, ο Λίτσος, θέλεις να βρεις Βενετούς. Εµείς ξέρουµε που βρίσκονται. Θα σε πάµε σ΄ αυτούς. Είναι κάπως µακριά, αλλά θα βοηθήσει ο ένας τον άλλον. Και σε αντάλλαγµα, θα µας κάνεις µια χάρη: θα ζητήσεις να µας ταϊσουνε κι εµάς, που δεν τραβήξαµε λιγότερα. Κατέβα να βιγλίσεις από την εξώθυρα και κάνε µας σήµα, αν είναι όλα καθαρά, να κατέβουµε κι εµείς»
«Σύµφωνοι». απάντησε ο Λίτσος κι έφυγε.
Ο Λίβερις µουρµούρισε: «Και πού ξέρεις που είναι οι Βενετσιάνοι;» «Δεν ξέρω» είπε ο Σταρόβας. «Αλλά ξέρω και ξέρεις που είναι οι σταυροφόροι και οι Γερµαναράδες. Σε αυτούς θα πάµε κατευθείαν. Η ταυτότητα τούτου του µυστήριου, είναι το διαβατήριο της ζωής µας. Καθώς δεν του έχουµε πει τίποτε για εµάς, θα τον αφήσουµε να πει την ιστορία του καθώς το επιθυµεί, κι έτσι κανένα ψέµµα δεν θα θολώσει την λογική του. Μετά, είναι η σειρά µας να παίξουµε το παιχνίδι που προφητικά µου είπες ότι µπορούµε να παίξουµε. Βρισκόµαστε δίπλα σε έναν µάλλον ελαφρόµυαλο βουνήσιο που έχει καλές συστάσεις και µιλάει εξωτικές γλώσσες, ενώ οι Βενετσιάνοι θα του µιλάνε µε σπασµένα ρωµέικα. Τι είµαστε λοιπόν εµείς; Οι µεταφραστές του και οι µύστες ενός άλλου κόσµου. Βρες κάποιον τρόπο να το βουλώνει ενόσω εµείς θα µιλάµε και όλα θα πάνε καλά». Είδαν το σήµα του Λίτσου και κατέβηκαν κοντά του. Ο Λίβερις του λέει: «Θα περπατήσουµε σε δύσκολους δρόµους, θα µιλάµε µε νοήµατα και ίσως χαθούµε στην διαδροµή. Εµείς, να ξέρεις, είµαστε πιο σπουδαίοι από σένα στην εκτίµηση των Βενετσιάνων. Γι΄ αυτό, αν τους συναντήσουµε θα µιλήσεις µόνο για λογαριασµό σου και δεν θα έχεις γνώµη για τίποτε, εκτός αν λες «ναι» σ΄ό,τι κι αν σε ρωτήσουν». Ο Λίτσος σίγουρα δεν κατάλαβε, αλλά συµφώνησε.
Γειτονιά τού Αντιφωνητή, µια µεγάλη στέρνα µε εξώστη που αντίκρυζε το καµµένο παλάτι του Καλαµάνου, µε τις δύο εκκλησίες και την τοξωτή αυλή, κολλητά σε έναν κατηφορικό νερόδροµο που έβγαζε στην πόρτα του Νεωρίου, µε τις κλειστές σιδερένιες θύρες, και τα ξύλινα παραπήγµατα των εµπόρων να φτάνουν στα µισά του θαλασσινού τείχους. Οι τρεις τους πήραν τον ανήφορο, που οδηγούσε µε ελικωτά στενάκια στον ζυγό ανάµεσα δεύτερο και τρίτο λόφο,κάτω από µιά µεγάλη πλατεία, όπου διακρίνονταν δυτικά οι τρούλοι των Δώδεκα Αποστόλων και η πόλη στα νότια, που αντί για τη γραµµή του ορίζοντα, ήταν βουτηγµένη στην αχλύ της θάλασσας της Προποντίδας.Κρύφτηκαν στον µεγάλο βάσταγα της πλατείας,περιµένοντας να περάσουν αποσπάσµατα ενόπλων που κατέβαιναν στο Μίλι και ήρεµα έκοψαν έως το ρείθρο του µεγάλου βασιλικού δρόµου.Τον διέσχισαν πολύ προσεκτικά και έφτασαν σε άλλα στενάκια, που οµολογουµένως δεν είχαν καθόλου φωτιές και υπήρχε αραιός κόσµος, κάτι γερόντια που περίµεναν ποιος ξέρει τι στον αυλόγυρο ενός ναού, ρωµαίοι µε τα χαρακτηριστικά τους πουκάµισα, στο χρώµα της ώχρας και στο χρώµα του κεραµιδιού, µε τελειώµατα γαϊτάνια και εκείνα τα άβολα ποδήµατα από µαύρο πετσί και κορδόνια. Ρώτησαν τον πιο συσταζούµενο «πού οι αρχές και πού οι άρχοντες» κι εκείνος τους έδειξε µε το χέρι και την γουβωµένη παλάµη, πίσω από την πλάτη του, σα να πετούσε µια πέτρα. Δυο τρεις πετάχτηκαν και είπαν «στο φυλάκιο, στο φυλάκιο».Ο Λίβερις ξεφορτώθηκε τον σάκο του και τον έδωσε στον Σταρόβα, λέγοντάς του «περιµένετε εδώ να δω την κίνηση κι έρχοµαι να σας πάρω».
Βρήκε όντως πίσω από το ιερό ένα ξεπατωµένο πρόθυρο ενός αρχοντικού, όπου τεµπέλιαζε µια µάγκα από ένοπλα ξενάκια. Είχαν ρίξει στο κοίλο µιας τενεκεδένιας ασπίδας ξερά κρεµµύδια και παξιµάδι κι έτρωγαν.Πλησίασε µε φλογισµένο µάτι και έντονη ναυτία την παρέα, τους χαιρέτησε µε ψυχρότητα, ενώ αυτοί τον κοίταζαν απαθώς. Χωρίς να διστάσει,πήρε ένα κοµµάτι παξιµάδι και άρχισε να το καταπίνει χωρίς να δείχνει την αφαγία του, όπως θα έκανε αν ήταν σταυραδελφός µε όλους. Ταυτόχρονα είπε, πάλι µε επίτηδες υπηρεσιακή φωνή «λάγκαρος αµίδος, τούτι ζέχνα κορτάει» κι έδειξε µε το χέρι αόριστα προς µιά κατεύθυνση, κι όταν έδειξαν να µη καταλαβαίνουν, εξήγησε σε δήθεν σπασµένα ελληνικά «έσπασε ο σωλήνας µε τα λύµατα στην επάνω ρούγα και βροµάει». Ένας από όλους κάτι κατάλαβε και εξήγησε στους άλλους στα φράγκικα.
Καθώς οι σταυροφόροι ήταν σε ξένο τόπο και έξω από τα νερά τους, µαθηµένοι να τους φέρεται κάθε ύποπτος και ντόπιος µε δουλικότητα και κωλοτούµπες, δεν διανοήθηκαν ότι είχαν µπροστά τους έναν απατεώνα από την θάλασσα της δύσης.Του µίλησαν λοιπόν φυσιολογικά, σα να ήταν από κάποια διπλανή µάγκα αλλογλώσσων, πλην οµοφρόνων. «Νε πα λαρµόρ», δεν βλέπω όπλα, σχολίασε ένας. «Μόι κολέγκι άουλα οκουπάντες», οι σύντροφοί µου είναι στην διπλανή αυλή,τους εξηγεί. «Σέρσο τρανσλάτιο φασίλιταµ», αναζητώ µεταφραστή. «Έκο βιλάνο αντ δόκανο», κρατώ κακούργο στο δόκανο. «Έους γκένις Αρµένικους», αρµενικής καταγωγής. «Βοντ σπρέχε Βενίτε», πλην µιλά βενέτικα. «Ούτις;», µήπως κανένας εδώ; Του έδειξαν µια κατηφόρα και ένα χρυσό φλάµπουρο κρεµασµένο από έναν εξώστη.Εκεί ήταν ο ποτεστάτος, οι δραγουµάνοι και η φρουρά του. Εκεί ήταν οι µελοδραµατικοί, στιλάτοι Βενετσιάνοι.Τους ευχαρίστησε, πήρε δήθεν αδιάφορα δυο κοµµατάκια παξιµάδι κι ένα σπάσµα κρεµµυδιού (πορ αγκιάρε, για το δρόµο, τους εξήγησε γελώντας) και γύρισε στους συντρόφους του.
Πίστευε πως είχε δει πολλά στην ζωή του, αλλά έπαψε να το πιστεύει όταν πρόσφερε µια ξερή µπουκιά στον Σταρόβα και τα υπόλοιπα στον Λίτσο που έζεχνε. Δε χρειάστηκε να απλώσει τα χέρια, επειδή του κράτησαν από ένα απαλά και άρπαξαν την τροφή µε το στόµα, µέσα από την χούφτα του, µασώντας χωρίς να βγάλουν το µούτρο από την γούβα της, ρεζιλεµένοι µπροστά σε άθλιους Ρωµαίους που κάτι περίµεναν πάλι από κάποιον άγιο µάλλον, στην αυλή εκείνη. Μετά τους εξήγησε πως βρήκε τους ποτεστάτους, πως έπρεπε να περάσουν από µια ουδέτερη µάγκα και πως ο Λίτσος έπρεπε να παραστήσει τον αιχµάλωτό τους, πράγµα που έγινε αστραπιαία, δίνοντας στον Σταρόβα το θηριώδες ραβδί του και αφήνοντας τον Λίβερι να του δέσει πίσω τα χέρια µε τη δεύτερη ζώνη του,που ήταν όλη η µαγκιά του ρούχου του. Μετά προχώρησαν στα ίδια βήµατα του Λίβερι κι όταν έφτασαν στην αργόσχολη µάγκα, όλοι ενδιαφέρθηκαν και ανασηκώθηκαν, επειδή τους εντυπωσίασε το καπέλο του Λίτσου.Είχε µιά βάση που µεταβίας ξεπερνούσε την έκταση µιας παπαλήθρας, απ΄ όπου ξεκινούσαν τέσσερα µαύρα λουριά που έδεναν περίτεχνα ανα δύο κι όλα µαζί κάτω από τα δύο αυτιά, σαν γαϊτανάκι, δεµένα µε δύο περίτεχνους κόµπους που από την καρδιά τους ξεπήδαγε µια ουρά σκίουρου.Πάνω στην βάση ήταν ένα µατσούκι από έβενο, λεπτό και διάτρητο, απ΄όπου περνούσαν αναρίθµητες κερωµένες χοντρές κλωστές και σύρµατα σε πολλά χρώµατα, συνθέτοντας µια ανάερη κρεµαστή φωλιά από ίνες, σα να έντυσες µια κολοκύθα µε σύρµα και µετά την έβγαλες τεχνικά από µέσα, οπότε να µένει µόνον ο σκελετός.Φλογάτες και καταπράσινες µεταξωτές κορδέλες ανέµιζαν δεµένες παντού στον σκελετό.Κι ολόγυρα, κουδουνάκια, που όµως δεν ηχούσαν, επειδή ο Λίτσος τα είχε στουµπώσει µε µπάµπακο. «Ίκα, χόµους ινφέρνους» είπε ο Λίβερις δείχνοντας τον Χάλδο. Οι σταυροφόροι σταυροκοπήθηκαν και τους ξανάδειξαν το χρυσό φλάµπουρο. Στην κατηφοριά ο Λίβερις πρόλαβε να πει στον Σταρόβα «δείχνει αυτός ταυτότητα, µετά µιλάς µόνον εσύ, κι εγώ σε βοηθάω». Στο µεταξύ απάλλαξε τον άνθρωπο από τα δεσµά του και ξαναφόρεσε τη ζώνη του.
Οι βενετσιάνοι φρουροί, δεν παραξενεύτηκαν ιδιαίτερα, αλλά έδειξαν να αναγνωρίζουν το σήµα του Λίτσου. Ο Σταρόβας εξήγησε πως είναι ο µεταφραστής του Σοφού από την Ανατολή και τους έστειλαν στις πολιτιστικές υποθέσεις, στον εκλαµπρότατο ιµπρεσάριο Όλµο Μαρκεζάνο. O άνθρωπος ήταν ευγενικός, αν και µπορούσες να τον χαρακτηρίσεις αφηρηµένο. Ο Λίτσος του εξήγησε την θέση του και την αποστολή του, του εξήγησε που βρίσκεται η Χαλδία,περιοχή που ο Μαρκεζάνος είχε ακουστά σαν µια νέα, αναπτυσσόµενη αγορά, κι αυτό διευκόλυνε το αίτηµα του Σταρόβα (που προσποιήθηκε ότι µετέφραζε µια χαζή έκφραση του Λίτσου) για να θυµίσει την πείνα και την δίψα των τριών, έτσι καθώς ταλαιπωρούνταν επί µέρες σε ύποπτες γειτονιές που δεν γνώρισαν το χνουδωτό γάντι της στοργής τής Γαληνοτάτης. Αµέσως η συζήτηση συνεχίστηκε στο µαγειρείο του κτηρίου, όπου ένας βοηθός τους έφερε από ένα καρβέλι ψωµί και ένα τσουµπλέκι µε παστά ψάρια, παλαµίδες και τονάκια µε µαύρη ράχη, κι από µία ευλογία µε κρασί ξυνούτσικο, ρετσινωµένο. Ο Μαρκεζάνος τους υποσχέθηκε συνοδεία για να περάσουν απέναντι, στον Γαλατά, για να βρουν το σκαφίδι τους, οπότε, χαλαρός, ο Σταρόβας ξεκίνησε την αποστολή του.Το ταξίδι τους ήταν άχρηστο, αλλά ίσως όχι τελείως. Μεταξύ των σκοπών τους, ήταν να διαπραγµατευτούν την πώληση σπουδαίων έργων του πνεύµατος και της επιστήµης, για να αγοράσουν άλλα χρήσιµα βιβλία, κυρίως λειτουργικά και δογµατικά, που σπάνιζαν στις ερηµίες τους. Περίµενε την αντίδραση του ιµπρεσάριου. Δηλαδή να ρωτήσει, δήθεν αδιάφορα «τι έχουµε εδώ;». Οι Πλάτωνες βγήκαν από το δισάκι και παρέµειναν χωρίς καν ένα ξεφύλλισµα, επειδή τα µάτια του Μαρκεζάνου έπηξαν επί εβδοµάδες σε τέτοια µεταφυσικά, αφού ήταν ένας από τους υπεύθυνους της µεταφοράς κωδίκων και συγγραµάτων στα βιβλιοστάσια που ο ίδιος είχε στήσει, ώστε να είναι καταγεγραµµένα προς διανοµήν. Αλλά όταν βγήκε ο 'Ιβαν από το ύφασµα, και ο Σταρόβας µε θεαµατικό τρόπο του τον ξεφύλλισε µπροστά του, εξηγώντας του ότι εδώ έχουµε καθαρόαιµη, ακατανόητη, ευεργετική, πολύγλωσση, εικαστική και πρακτικότατη δουλειά της αρχαίας πιάτσας, που ανοίγει δρόµους στις εξερευνήσεις και µας γνωρίζει λαούς και αγορές που δεν κατέχουµε, αρκεί να µπορούµε να διαβάσουµε αυτήν την πλίνθο, ο Μαρκεζάνος τσίµπησε. Περιεργάστηκε τον κώδικα, µένοντας κυρίως στα σχέδια και στους χάρτες, κοίταξε µε περιέργεια τα ενδότερα της Ινδίας και τις πηγές του Βόλγα και του Νείλου και τον έκλεισε ευχαριστηµένος, κοιτάζοντας το καπάκι και ρωτώντας: «Και ποιός ξέρει να διαβάσει αυτό το ΛΙΒΩΝ;»
Λίβων; Τότε Λίβερις και Σταρόβας πρόσεξαν το µεγάλο Λάµδα που σαν στέγη από σπιτάκι βρισκόταν πάνω από το ΙΒΩΝ, ανηφορίζοντας από το γιώτα και καταλήγοντας στην δεξιά κεραία του νι. Τότε κατάλαβαν ότι το άλφα του Ίβαν δεν ήταν ένα παχουλό άλφα, αλλά ένα ωµέγα κάπως εξίτηλο. «Εµείς µπορούµε» απάντησαν µε ένα στόµα κι ο Λίβερις συνέχισε . «Γι΄αυτό ήρθαµε εδώ. Σε περίπτωση που κάποιος ενδιαφέρονταν να το αγοράσει, θα καθόµασταν ένα µήνα και θα το γράφαµε στην γλώσσα του αγοραστή, ή τουλάχιστον σε µία γλώσσα που θα µπορούσε να την καταλάβει.»
Ο Μαρκεζάνος δήλωσε: «Ενδιαφέροµαι.Ο Λίβων κατάσχεται. Και τα υπόλοιπα φυσικά. Θα αποζηµιωθείτε όταν µε το καλό µεταφράσετε στην γλώσσα µου, όχι τα ελληνικά, αλλά αυτά τα δαιµονικά παράξενα σύµβολα. Θα µείνετε εδώ και θα τρώτε µία φορά τη µέρα, και θα συµπληρώνετε µια ντουζίνα φύλλα ηµερησίως. Εποµένως έχετε δίκιο: θα φύγετε πίσω στην πατρίδα σας σε κανένα µήνα,πρώτα ο Θεός».
Τους έβαλαν σε ένα κελλάκι δίπλα στους στάβλους, τους έφεραν γραφίδα και καλαµάρι, κι άρχισαν την δουλειά. Η «δουλειά» ήταν µιά υπέροχη οφθαλµαπάτη. Ο Σταρόβας έγραψε όπου έβρισκε κενό, δικές του σκέψεις και εντυπώσεις από αυτό που µάθαινε µια ζωή πως ήταν η Ανατολή, ο Λίβερις συµπλήρωνε µε ό,τι θυµούνταν και χαίρουνταν από περιγραφές λιµανιών της Αδριατικής και ενίοτε ρώταγαν τον Λίτσο καµία παραξενιά, πώς είναι στα τούρκικα φερ΄ειπείν, η λέξη άρχοντας ή η λέξη χιονόνερο, εκείνος απαντούσε κατά προσέγγιση και ο Λίβων σκεπάζονταν εσωτερικώς από δύο γραφικούς χαρακτήρες µε αλλοπρόσαλες εκφράσεις.Αλλά πάνω στο δεκαήµερο, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. Ήρθαν καναδυό φρέρηδες και λοξοκοίταξαν τους τρεις τους, στην διάρκεια της ξενάγησης που τους έκανε ο Μαρκεζάνος, ο ίδιος πήρε φύλλο πορείας γιά την Βενετία, αφού δεν κρίθηκε σκόπιµη η υπηρεσιακή παραµονή του στην Κωνσταντινούπολη και σύντοµα έγινε αντιληπτό από τους πάντες πως δεν επρόκειτο να υπάρξει καµία σταυροφορία προς τους Αγίους Τόπους. Βούλγαροι και Βλάχοι έδεναν την ύπαιθρο µε την αλυσίδα τους, ο νέος αυτοκράτορας ετοιµαζόταν να εκστρατεύσει στην χώρα του, στην Ρωµανία, να µοιράσει τις επαρχίες και τα κάστρη στους ιππότες του, ώσπου ένα βράδι ο Μαρκεζάνος ήρθε στην θύρα τους και τους είπε «να τελειώνουµε, να τελειώνουµε» και σχολίασε τα θαµπωµένα πλέον ρούχα του Λίβερι ως «καλή δουλειά της Απουλίας», σηµείο µέγα πως άρχισε να µη πιστεύει το παραµύθι τους. Ο Πατρινός και ο Εβραίος κατάλαβαν ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν το κέντρο του κόσµου και να δοκιµάσουν την τύχη τους αλλού.Το ίδιο βράδυ, περίµεναν να κοιµηθεί ο Λίτσος και άνοιξαν τις καρδιές τους, δηλαδή το κεµέρι τους. Ο Λίβερις ξήλωσε τον κατηφέ και έδειξε στον Σταρόβα µερικά νοµίσµατα της Χάρµαινας, ο Σταρόβας πήρε το ν Λίβωνα και άνοιξε το πίσω καπάκι του,που το είχε µετατρέψει αριστοτεχνικά σε κρύπτη άλλων νοµισµάτων.Το µόνο που τους έλειπε ήταν µιά ταυτότητα αρεστή στους Βενετσιάνους. Και ένα µέρος να ριζώσουνε. Ποιο ήταν άραγε καλύτερο, πάρεξ η ερηµική πατρίδα του Λίτσου, νέα και αναπτυσσόµενη αγορά κατά τα λεγόµενά τους; Πού δεν θα τους έψαχναν ποτέ οι δυνατοί και οι πρωτευουσιάνοι; Εκεί, στην Χαλδία.Περίµεναν να κοιµηθεί ο Λίτσος, τον χτύπησαν µια στο δοξαπατρί µε την δική του µαγκούρα και τον άφησαν στον τόπο. Το παχύ ραβδί έσπασε στην άκρη του από την βία του χτυπήµατος και έτρεξαν από µέσα άλλα χρυσά νοµίσµατα, που είχε κρύψει ο Λίτσος για κάθε ενδεχόµενο. Πήραν µαζί τους τον Λίβωνα,πήραν και την σφραγίδα από τον λαιµό του πεθαµένου, του άφησαν το καπέλο και λαφροπατώντας, πέρασαν από τα πέταυρα του στάβλου και κατηφόρισαν προς την σκάλα της Ικανατίσσης. Ξύπνησαν έναν βαρκάρη, του µόστραραν πέντε χρυσά νοµίσµατα για να περάσουνε στον Γαλατά, αυτός δέχτηκε, στη µέση του στενού του έκοψαν το λαρύγγι και τον πέταξαν στο νερό, κωπηλάτησαν µισή ώρα ώσπου να βγουν σε µια ξυλόσκαλα. Πριν ξηµερώσει, είχαν περάσει τις Πηγές και έφτασαν στο έσω λιµάνι του Βοσπόρου, έξω από την αλυσίδα, στις αποθήκες του λαδιού. Περίµεναν να ξηµερώσει, πήγαν στα λουτρά του Σκαµπαρδώνη, ένιωσαν ξαλαφρωµένοι, αγόρασαν ρουχικά από τον τέως οθονοποιό Κασσυµατά, δείχνοντας παντού την βενετσιάνικη ταυτότητα, αναζήτησαν πλεούµενο για την Ανατολή, έφευγε ένα φορτωµένο µε τσουκάλια και περσυνό πετιµέζι, αγόρασαν τρόφιµα, πλήρωσαν γερά τον καπετάνιο και απέπλευσαν, 3 του Σεπτέµβρη του έτους 1204, αποχαιρετώντας οριστικά την Ευρώπη, οι τέσσερίς τους, Λίβερις, Σταρόβας, ο Λίβων και ο χρονογράφος
τους.
// Δηµοσιεύτηκε 17/5/2007 από τον χρήστη ΠΕΤΕΦΡΗΣ

Στην δική µου λογοτεχνία, η λέξη µπήκε µε την έννοια του ράφτη στον ράφτη του Παναµά. Ιστορώντας έναν µεσάζοντα, σκεφτόµαστε συνήθως έναν τύπο όχι νεαρό, όχι υπέργηρο. Και ανώνυµο, στην θεσµική του λειτουργία. Εποµένως, αυτή η λέξη µου ταίριασε από τον καιρό που έπλαθα επιφυλλίδες, είναι καλό επίτιτλο, συγκινεί τους βιαστικούς. Και η Σαµαρκάνδη; Όλος ο τίτλος εµφανίστηκε σε µία επιφυλλίδα µου, την εξής:
Ο µεσάζων της Σαµαρκάνδης
«Ο Ταµερλάνος ανέθεσε στο Που-γιν, που εφοδίαζε µε ζωοτροφές τους ίππους των Μογγόλων, να οργανώσει τελετές υποδοχής των προγόνων του στον δίσκο της σελήνης, µε λαµπρούς αγώνες. Ήταν µία αναβίωση, επειδή ο Αττίλας είχε απαγορεύσει τις γιορτές και ο Τζένγκις Χαν τις ξανάρχισε. Ο Που-γιν, λογάριασε τα έξοδα στα εκατό χιλιάδες γαλόνια ξινόγαλα φοράδας. Ήταν ζάπλουτος, αλλ ΄όχι ηλίθιος. Συγκέντρωσε τους προµηθευτές του, τον υπέρτατο των πεταλωτών και τον έξαρχο των σαµαριών, και τους πρότεινε να γίνουν χορηγοί των Αγώνων. Σε αντάλλαγµα, θα είχαν δικαίωµα να διαφηµίζουν την τέχνη τους, βάφοντας µε τα εταιρικά χρώµατα τις ουρές των κελήτων. Κλείστηκε η συµφωνία και ξεκίνησε η προετοιµασία. Ο Ταµερλάνος ήθελε στίβους καθαρούς από καβαλίνες, θεωρεία για τους πρεσβευτές των ξένων κρατών που έπρεπε να θαµπωθούν και νέες γιούρτες υπερπολυτελείας για να διαµένουν. Ο Μεσάζων θύµωνε µε τους εργολάβους που καθυστερούσαν τα µογγολικά overlays.Kι όταν ήρθαν οι ξένες αποστολές,οι Τουρκµένοι µε λαµπρά άλογα, οι Αβαροσκύθες µε κοντούτσικα και µαλλιαρά που έτρεχαν σαν πυραυλάκια βυζαντινού υγρού πυρός και οι Χάζαροι µε κάτι ούντρες περιποιηµένες, οι χορηγοί τον πίεσαν είτε να του δώσουνε λιγότερο ξινόγαλα φοράδας, είτε τα µογγολικά άλογα να λάβουν µέρος σε µια έξτρα παρέλαση, µε πολύ στολίδι, γιά να ανεβάσουν την δηµοφιλία της ουράς τους.
Οι αυτοκράτορες των Κινέζων, είχαν καθορίσει από αιώνες τι σανό και τι τριφύλλι πρέπει να τρώνε τα αγωνιστικά άλογα. Ο µεσάζων ήξερε ότι οι Χάζαροι θα κέρδιζαν τους Αγώνες, επειδή άλεθαν µέσα στο χορταρικό βούτυρο από γιακ του Θιβέτ. Αλλά ήξεραν τις αναλογίες και οι επόπτες δεν τους έπιαναν. Ενώ ο Μεσάζων, είχε κανονίσει να είναι τα άλογά του «καθαρά», την Πέµπτη νύχτα της Πετραίας Πανσελήνου. Η τελετή όµως ήταν µια εβδοµάδα πριν. Δοκίµασε λοιπόν να τα φέρει λαθραία, πράγµα που κατάλαβαν οι αγρυπνούντες Χάζαροι και κατήγγειλαν τα πάντα στους Κινέζους αυτοκράτορες.
Ο Ταµερλάνος ήρθε σε δεινή θέση. Πήγαινε για δόξα και περιπτύξεις µε την αιωνιότητα και κόντευε να θαφτεί σε ένοχες καβαλίνες.Κάλεσε τον Που-Γιν και τον µάλωσε.Ο µεσάζων µοίρασε άφθονο ξινόγαλα, βουτούρτα και στεγνό κρέας καµήλας σε ειδικούς, σε αρµοδίους, σε καλλιτέχνες και σχετικούς. Αυτοί ξαµολύθηκαν στις γειτονιές της Σαµαρκάνδης, ζητώντας από τον λαό να λυπηθούν τα µογγολικά άλογα και την µεγάλη προσπάθεια του Ταµερλάνου που κινδύνευε.»
Αυτή είναι η ιστορία. Ευχαριστώ τους θεούς της στέππας που µε ξαναβάζουν στο επάγγελµα του συγγραφέα...
Το έγραψα στο Παγκράτι, 16 Αυγούστου 2004, επί Ολυµπιακών Αγώνων, δηµοσιεύτηκε την άλλη µέρα. Με πήρε ο διευθυντής της εφηµερίδας γιά να µε ρωτήσει άν αυτά ήταν από την κοιλιά µου, ή είχαν ιστορική βάση. Παλιός συνασπιστής, κολλητός του αρχαίου Καστούρα, ενός ετοιµόλογου που τον θα τον θυµάµαι πάντοτε ως φοιτητή κι ας εγέρασε ως λύκος του απογεύµατος. Οι λέξεις µου είχαν βέβαια βάση, την ιστορία του Κεντέρη και της Θάνου, που εγώ θεώρησα ότι παρασύρθηκαν από την Γιάννα Αγγελοπούλου ή τους χορηγούς τους, να εµφανιστούν πρίν στεγνώσουν στο Ολυµπιακό χωριό, για να µπορέσει ο Κεντέρης να ανάψει την φλόγα, πράγµα που θα έδινε στην
χορηγική του οικογένεια λαµπρές διαφηµιστικές προοπτικές. Κατ΄αυτά, ο µεσάζων Που-Γιν ήταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ενώ ο Ταµερλάνος η γυναίκα του. Παροµοίως οι Χάζαροι ήταν οι αµερικάνοι αθλητές ενώ οι Κινέζοι ήταν η ΔΟΕ. Οι «ειδικοί, οι αρµόδιοι, οι καλλιτέχνες και οι σχετικοί» δεν χρειάστηκε να µετονοµαστούν, αφού διατηρούνται απείραχτοι είτε στην
Σαµαρκάνδη, είτε στην Αθήνα. Ολα αυτά ήταν µία επινόηση, συνδυασµός του ανόητου κουτσοµπολιού που κυκλοφορούσε εκείνες τις µέρες στην πιάτσα και της συνήθους δηµοσιογραφικής τερατολογίας που υπάρχει πάντοτε. Και την επινόηση την επινοείς. Συνήθως µε µία ψευδοϊστορική βαριάντα. Το ΄κανα παλιότερα σε πολλές περιπτώσεις. Το κειµενάκι ήρθε και χάθηκε αλλ' όχι ο τίτλος, που µου καρφώθηκε. Αρχισα να διαβάζω γιά τον Ταµερλάνο και το σόι του, έβλεπα χάρτες της κεντρικής Ασίας, ενδιαφερόµουνα, ο όλεθρος ξεκίνησε. Αρκετά γιά σήµερα. Τώρα αναλαµβάνω να διαχειριστώ την σιωπή του µυθιστορήµατος. [2005]
// Δηµοσιεύτηκε 4/11/2006 από τον χρήστη ΠΕΤΕΦΡΗΣ

ΕΣΠΑΝΙΟΛΑ ― Αληθοφανές ψευδολόγηµα/απόσπασµα 1
Οι φίλοι µου ήταν επί πολλά χρόνια οι πραγµατικοί µου δάσκαλοι,εάν δάσκαλος είναι ο ανιχνευτής του σώµατος.Μαζί αφοσιωθήκαµε στην παθιασµένη ενατένιση και ονειροπόληση θηλυκών υπάρξεων.Αν και τα γεννητικά µας όργανα δεν είχανε αλλάξει όψη, παθιαζόµασταν παίζοντας µαζί τους,πράγµα που µας έφερνε µεγάλη αναστάτωση και ευτυχία.Πρώτος ο Κόµπο πρόσεξε ότι στα αµέτρητα παιχνίδια και ανακαλύψεις µας στις γειτονιές, που έφερναν συχνή ενούρηση, ενώ ο ίδιος, ο Άντζος κι εγώ το κάναµε αµέσως παιχνίδι ποιός θα στείλει το κάτουρο µακρύτερα, ο Λιάνος πάντοτε έβρισκε τρόπους να πηγαίνει παράµερα, και ενίοτε να κάθηται.Ήρθε µιά ηµέρα που µεταξύ αστείου και σοβαρού, τον πιάσαµε και απαιτήσαµε άµεση αυτοψία της τσουτσούνας του.Αρνήθηκε και αντιστάθηκε σαν σκορπιός που του ετοιµάζαµε φωτιά να τον κάψουµε, κι αυτό µας έφερε ακόµη µεγαλύτερη όρεξη.Στο τέλος τον γδύσαµε και είδαµε µε µεγάλη έκπληξη ότι ο Λιάνος ήταν κορίτσι,είχε δηλαδή τον ίδιο κόλπο που είχαµε ανιχνεύσει στο βραδυνό κοριτσάκι.Δεν υπήρχε θέµα µετονοµασίας ή έξωσης από την οµάδα µας.Ήταν ένας φίλος.Μαζί µας στις δυσκολίες και στα βάσανα της παιδικής ζωής. Αλλά ήταν και κορίτσι, εποµένως διαθέσιµο στην βούληση τριών αρσενικών αρχόντων ή τριών σκυλιών που δέχονταν να συνυπάρχουν µε µιά φουντωτή γάτα. Αµέσως εξασκήσαµε πάνω στον φίλο µας τον Λιάνο όλη την δύναµη της εξουσίας µας.Τον ζουπήξαµε και τον χαϊδεψαµε, τον βάλαµε να µας γλείψει και να µας φιλάει σαλιασµένα στα απόκρυφα, τον λερώναµε µε τις ακαθαρσίες µας, τον πονούσαµε και µετά τον αγαπούσαµε.Καθώς δεν έδειξε σηµάδια ότι ήθελε να δραπετεύσει από την νέα του κατάσταση (απόδειξη ότι ξαναγύρισε στην παρέα µας την άλλη µέρα σα να µη συνέβαινε τίποτε) αυτοµάτως τον θεωρούσαµε ισότιµο συµπαίκτη και θερµό φίλο την περισσότερη ώρα που είµασταν µαζί, δεχόµασταν τις γνώµες και τις εισηγήσεις του, αλλά κάθε τόσο, ένας η περισσότεροι από µάς,
τον βάζαµε κάτω και του δείχναµε τα χάδια και τα τολµήµατα που επιθυµούσαµε.Μερικές φορές η θέλησή του να µας υπηρετήσει µας αύξαινε τόσο πολύ τον πόθο, ώστε λησµονούσαµε βασικά συστατικά του παιχνιδιού και της ανακάλυψης.
// Δηµοσιεύτηκε 8/6/2006 από τον χρήστη ΠΕΤΕΦΡΗΣ

ΕΣΠΑΝΙΟΛΑ ― Αληθοφανές ψευδολόγηµα/απόσπασµα 2
Μερικές ώρες µετά την αναχώρησή του, µετά από µία απότοµη στροφή της κοιλάδας, το έδαφος άρχισε να γίνεται έντονα κατηφορικό και φάνηκαν δέντρα στις κορυφές, ο ήλιος έλαµπε χαµηλά στον ορίζοντα και φάνηκε η θάλασσα.Ηταν ακόµη ένας ρόδινος µακρυνός καθρέφτης,χωρίς να ξεχωρίζει από τον ουρανό, χωρίς να µοιάζει µε επιφάνεια νερού, αλλά µε µεταλλική σκονισµένη έρηµο. Ο Μάρκος ήταν ο µόνος που ήξερε τι εστί θάλασσα και κατάλαβε ότι απείχε πολλές ηµέρες από την θέση που την είδε. Δεν αισθάνθηκε καµία χαρά,παρά µόνον ότι έµπαινε σε µία νέα φάση η ζωή του, όπως ένας συγγραφέας, οσµιζόµενος ότι ένα εκτενές έργο του τελειώνει, αρχίζει να αισθάνεται ότι στερεύει η περίοδος που κυµάτιζε µεταξύ χειρωναξίας και οραµάτων.Επιστρέφοντας, πάνω στο φρύδι µιάς πτύχωσης,τους περίµενε ο µογγόλος της φυλής των Τζαλαχίρ που είχε προκαλέσει τον εσωτερικό πόλεµο µε την πείνα και τα βέλη του.Φύσηξε ένα αεράκι και έφερε στα ρουθούνια την µπόχα από το ψόφιο του άλογο, που το άφησε να πεθάνει γιά να πίνει το αίµα του και να µασάει µικρά κοµµάτια από το ξυνό του κρέας.’Ολοι ήξεραν ότι ήταν καταζητούµενος και ο Ρουµπαλάι τον ήθελε πεσµένον µπρούµητα µπροστά στα πόδια του, άοπλον.Ο Μάρκος του ζήτησε να προσεγγίσει ,µιλώντας του αρτζάν και βαλγαπόγιε, διάλέκτους που είχαν εκατό λέξεις όλες κι όλες, κι αυτό τις έκανε δηµοφιλείς στους πολεµιστές της στέππας.Ο µογγόλος έµεινε σιωπηλός , µε αφανέρωτες προθέσεις.Τότε οι συµπολεµιστές του Μάρκου όπλισαν τα τόξα τους και τα έστρεψαν προς τον ανήφορο. Εκείνος τους έκανε σήµα ζλαβα τίναριτ, δηλαδή στήθι και εγκαρτέρει, κατέβηκε από το άλογό του, ξεθηκάρωσε την αριστερή κάµα του προστηθίου του και πήρε έναν ακινάκη από τον αριστερό σάκκο της σέλας.Ο µογγόλος δεν κινήθηκε.Ο Μάρκος τον πλησίασε στα δέκα βήµατα και του είπε απότοµα στου πεθαµένου την αυλή βγαίνει χορτάρι µαύρο. Τότε ο σκοτεινός πολεµιστής πετάχτηκε µε ανείπωτη δύναµη δυό βήµατα πίσω,κι όταν στάθηκε, είχε ένα γιαταγάνι στο δεξί, από ένα µαχαίρι στο αριστερό και ανάµεσα στα δόντια, ενώ από τη µέση του αναδείχτηκε µιά φαρδειά ζώνη, έως τότε κρυµµένη από τον µανδύα του, γεµάτη σιδερένια αµύγδαλα σφεντόνας, σφύρα, άκµονα, αλυσίδα, και άλλα χρήσιµα βλητικά και αγχέµαχα.Ο Μάρκος περίµενε την αντίδραση και πήρε την στάση του ηγεµόνα των όφεων: ανοιχτά και σταθερά χέρια και πόδια, µε το κεφάλι να κινείται ανεξάρτητα, ωσάν κωµική πλαγγόνα πέραν του Γάγγη.Στα µέρη της ανατολής δεν παίζουν τα άρµατα στα χέρια, δεν µονοµαχούν µε κανόνες, δεν ξιφοµαχούν και δεν σπαθίζουν όπως στον νότο και στην δύση.Χτυπούν σκληρά και στο δοξαπατρί, γνωρίζοντας ταυτόχρονα µε το υπόλοιπο σώµα τους να αντέχουν το σύγχρονο χτύπηµα του αντιπάλου.Όποιος πετύχει πρώτος τον στόχο του, νικάει.Αλλά η πολύχρονη εξάσκηση και η παράδοση πολλών αιώνων, συνήθως έδινε την νίκη στους µογγόλους,ειδικά όταν αντιµετώπιζαν πολεµιστή µε διαφορετικές αξίες. Ο Μάρκος δεν είχε πολεµική εµπειρία, αλλά η ανώτερη διάνοιά του του επέτρεπε να αντιµετωπίζει τους επίφοβους εχθρούς ωσάν γιγάντια πουλιά, γενναία πλήν κουτά.Βέβαια η διάνοια αυτή δοκιµάστηκε σκληρά όταν το γιαταγάνι του αντιπάλου φτερούγισε µαζί µε το πανάλαφρο χέρι του και του έκοψε κοντά στη λαβή την κάµα του.Έβγαλε την άλλη και την έπαιξε µε τέχνη απειλητικά στο ύψος του προσώπου εµποδίζοντας βλήµατα και µύτους.Καθώς ο µογγόλος είχε το µισό
του ύψος,ο Τραπεζούντιος δεν δυσκολεύτηκε να του µπήξει την µέσα αιχµή του ακινάκη στο δέσιµο της ζώνης του, σπάζοντας τον δεσµό της και αφήνοντας τον κοντούλη χωρίς εφεδρικά όπλα.Οι συµπολεµιστές του ανέβηκαν κοντά του και παρακολουθούσαν απαθείς.Όταν ο Μάρκος άρχισε να ιδρώνει από την πάλη, πρόσεξε ότι οι αντιδράσεις του µογγόλου ήταν σπαστικές και αναµενόµενες. Τον άφησε κάπως χαλαρό, πηγαίνοντας δυό βήµατα πίσω, και τότε πρόσεξε ότι ο άνθρωπος αιµορραγούσε µέσα από το σουσάνι του, βάφοντας µε πηχτό σκουρόχρωµο υγρό τα πλουµιστά βρακιά του. Επίσης δυσκολεύονταν να δεί, καθώς µέσα από το κράνος του, το
πλαισιωµένο µε λεπτή πλεχτή δερµάτινη καλύπτρα,τα αίµατα της κεφαλής του ξεπηδούσαν κατακόκκινα.Ήταν φανερό πως ήταν λαβωµένος από την µανία των ηµερών που προηγήθηκαν.
Ωστόσο κρατούσε την δύναµή του και την συγκέντρωνε στο επιθετικό χτύπηµα, αµελώντας να αµυνθεί,οπότε ο Μάρκος κατάφερε να τον πληγώσει κι άλλες φορές, όχι κρίσιµα, αφού ξόδευε την δική του δύναµη γιά να αµυνθεί στα δυνατά πλήγµατα του µογγόλου.Μερικές φορές που πήγε πίσω στο άλογό του, να φέρει νέο οπλισµό, ο αντίπαλος τον περίµενε ακίνητος,
σκοτεινιασµένος και άηχος. Επιτέλους, πέρασε µία ώρα και ήρθε το τέλος γιά τον µογγόλο. Επιθυµώ να σεβαστούµε όλοι µαζί τον γενναίο πολεµιστή, και δεν θα περιγράψω την σφαγή του σε καταληπτή γλώσσα, παρεκτός κι άν κάποιος από εσάς είχε πρόγονο εκ των Ασούρ και ενδεχοµένως να του αναστηθεί κάποια έκφραση. Από σεβασµό στην συνέχεια της διήγησης, τα παρακάτω λόγια αρκούν: σκορέτι ταντζάν, αφήκου λά, µουνγκάλ τερίτ σάνγκρα αβίλα. Και το αίµα του σγουντηξε, ο µυελός στρανάδος βίος νοτένα.Είτα, µοντέουν τα δάκρυα,αύθις το τέλος
Πίσω στον Ρουµπαλάι, σµερδαλέος και βρωµύλος ο Μάρκος χαµογελούσε ,ώσπου ο γέροντας να σκάσει από ανυποµονησία. Ώσπου να του ειπεί ήρεµα θάλαττα, θάλαττα, δοκίµασε όλους τους συνδυασµούς διαλέκτων. Είπε µπουγιούκβερ, µπουγιούκβερ, µίξη τουρκικών και γαλλικών
γιά την αιγυπτιακή έκφραση η µεγάλη πράσινη, χωρίς ανταπόκριση. Δοκίµασε και άγνωστες πρωτοεφευρηµένες εκφράσεις γιά το ίδιο ζήτηµα όπως βόνταλε, µπεγιάζκαλε, κούµταλα, φαρβείν, καρείν τε και καλάσπιρις.
Ματαίως.Ο καστελάνος ζήτησε να αντικρύσει το νερό.
// Δηµοσιεύτηκε 9/6/2006 από τον χρήστη ΠΕΤΕΦΡΗΣ

ΕΣΠΑΝΙΟΛΑ ― Αληθοφανές ψευδολόγημα/απόσπασμα 6
Δεν υπήρξε μέγα σημείο του καιρού, μήτε κάν μιά διαφορετική νυχιά στο δέρμα της ημέρας. Ο άνεμος φυσούσε ήπια, οι φωνές των ανθρώπων μαλακωμένες, οι ώρες κυλούσαν κατά τις συνήθειες. Στην αυλή του Ρουμπαλάι συνέβη η πρώτη ταραχή. Εμφανίστηκε ένας εξαντλημένος καβαλάρης,και σωριάστηκε καταγής ζητώντας να μη ποτίσουν το φαρί του πρίν ξαποστάσει. Τα νέα που έφερε δεν διαδόθηκαν παρά μόνον στον βαθμό που ήθελε ο άρχοντας της αόρατης κόλασης. Ένας στρατός βρισκόταν καθ΄όδόν προς την Γετολύγη, σε τακτική πορεία, όχι πολύ μεγάλος, αλλά πειθαρχημένος. Κύμβαλα, τύμπανα, κρόταλα και ξυλόφωνα του έδιναν ρυθμό. Τα μακρόστενα φλάμπουρα των Κινέζων της Μικρής Αρκούδας έλαμπαν στο φώς.Ήταν πεζοί και οι αρχηγοί τους σε φορεία. Αν κρατούσαν τον βηματισμό που μέτρησε ο ανιχνευτής, θα βρισκόταν στο χωριό σε δύο ακριβώς ημέρες. Αν ήταν ζωντανοί νεκροί, που δεν χρειάζονται ύπνο, σε μία ημέρα.
Ο Ρουμπαλάι κάλεσε τους Μογγόλους και τους έδωσε εντολές. Γελούσε μαζί τους, έτρωγε και έπινε, σα να ετοιμάζονταν όλοι γιά παιχνίδι στον στίβο.Απεναντίας στον Μάρκο έδωσε ακριβείς και λεπτομερείς διαταγές. Σε μία ώρα, τα παιδιά ήταν στο δρόμο γιά τους βάλτους, οι γυναίκες άρχισαν να μαζεύουν όπου έπρεπε το νερό, το φαγητό, πολεμικά εφόδια και να στήνουν από τα δέρματα που σκέπαζαν τις γιούρτες τρείς ενωμένους μεταξύ τους κυκλικούς περιβόλους που εμπόδιζαν το μάτι να διεισδύσει. Αν θυμάστε από το σινεμά ή τα μυθιστορήματα, από τις ιστορικές περιγραφές των χρονογράφων και τα απομνημονεύματα παλαιών πολεμιστών τι εστί ατμόσφαιρα μάχης, ξεχάστε το καλύτερα. Η Γετολύγη ήταν σχεδόν άοπλη απ όποια πλευρά και άν γινόταν η εκτίμηση. Δεν υπήρχε ζήτημα νίκης σε ενδεχόμενη μάχη. Οι Κινέζοι δεν ήξεραν πιθανώς που εβάδιζαν, αλλά δεν υπήρχε επίσης περίπτωση να άφηναν ζωντανούς μερικούς παράξενους που ζούσαν κάτω από τα βουνά της απάτης.Ποτέ ένα μυθιστόρημα δεν κινδύνεψε τόσο πολύ να καταστραφεί γιά λόγους ανωτέρας βίας, όσο το δικό μου. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω το γιατί.
Ήμουν επτά χρονών, καλοκαίρι του 1955 όταν είχα δεί στο σινεμά και είχα διαβάσει σε κλασσικά εικονογραφημένα τους Ιππότες της στρογγυλής τραπέζης. Αργότερα διάβασα και τα μεσαιωνικά κείμενα περί Κάμελοτ και ομολογώ ότι δεν με συγκίνησαν,τουλάχιστον όπως ο Τσόσερ ή οι Δανικοί Νόμοι. Αποφάσισα να κατασκευάσω μιά εικονογραφημένη ιστορία. Με εξεζητημένες λήψεις των ίππων, με φίδια μεγάλα και δράκοντες.Η ιστορία είχε τίτλο τα σχέδια και άρχιζε: Μιά φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και είχε τρείς γιούς.Μιά μέρα φωνάζει τον μικρότερο και του λέει: να πάς να φέρεις τα σχέδια που τα φυλούνε (sic)
30 δράκοι. Αλλά ο γιός δεν είχε ιδέα από εκείνα τα σχέδια. Τι να κάνει όμως, δεν μπορούσε να κάνει αλλοιώς. Έτσι, τράβηξε τους δρόμους. Αυτές οι λεζάντες κάλυψαν τρείς σελίδες, αν θυμάμαι καλά. Μετά, παρεμβάλεται μιά σελίδα όπου υπάρχει μιά ζούγκλα του Αμαζονίου ή της Αφρικής, με άγρια θηρία, ιθαγενείς και τα σχετικά. Φως φανάρι ότι είχα πάει σινεμά με παρόμοιο θέμα ή ότι το κλασικό εικονογραφημένο που έπεσε στα χέρια μου είχε εξωτικό θέμα.Έτσι, στην επόμενη σελίδα, η ιστορία συνεχίζεται και τελειώνει κακοσχεδιασμένα και βιαστικά ως εξής: στον δρόμο που πήγαινε είδε κάτι άγρια θηρία. Έβγαλε το σπαθί του μα τον σκότωσαν. Τέλος.
Επί δεκαετίες πίστευα,ψάχνοντας το γιατί και το πώς της συγγραφικής μου νεύρωσης, ότι ξεκίνησα με ενθουσιασμό, που πάγωσε όταν ανακάλυψα ότι το να ζωγραφίσεις τέσσερις φορές την ουρά ενός αλόγου ή μία πανοπλία,δεν ήταν το ίδιο με την ενατένισή της, μήτε ήταν ζήτημα έμπνευσης. Πίστευα ότι η χειρωναξία, ως δυσάρεστο αποτέλεσμα μιάς σχεδόν παρανοϊκής αφοσίωσης στην φαντασία, έπεσε πάνω στη ζωή μου καταλυτικά και εμπόδισε την ιστορία να αναπτυχθεί. Αργότερα χρησιμοποιούσα αυτό το παράδειγμα γιά να κατοχυρώσω μιά εμμονή στο non finito που υποτίθεται με κυβερνούσε. Εξάλλου με αυτόν τον αυτάρεσκο στόχο ξεκίνησα να εντάξω την παιδική ιστοριούλα μέσα στο σώμα αυτού του κειμένου. Μόλις προ δεκαλέπτου κατάλαβα ότι το μυστικό ήταν στις λέξεις αλλά ο γιός δεν είχε ιδέα από εκείνα τα σχέδια. Τι να κάνει όμως, δεν μπορούσε να κάνει αλλοιώς.Έτσι τράβηξε τους δρόμους. Καμία σχέση με τα συμπαθή αισθήματα που προκαλούνται από κάποιον που κυνηγάει την τελειότητα κι επειδή τα βρίσκει μπαστούνια, αρκείται σε ενδιαφέροντα ερείπια. Απίστευτα βουνά αλαζονείας και εγωισμού, παρέα με ένα πακέτο φοβίες με οδήγησαν στους δρόμους που τράβηξα. Χωρίς κανένα ψιμμύθιο. Επειδή το τρίτο μέρος του κειμένου μου, επιγραφόμενο Ενα χωριό πάνω σε ρόδες
σχετίζεται με συνειρμούς και της δικής μου παιδικής ηλικίας, δηλαδή πιό κοντά στη ουσία της σάρκας μου, χωρίς ρέουσες περιγραφές και χωρίς τα χαρακτηριστικά μαλακά λοφάκια της μακράς διήγησης, νομίζω ότι το φοβήθηκα,κι επειδή άρχισε να με ενοχλεί η υποχρέωση να καταγράφω «αλήθεια» και όχι «δικαιοσύνη», σκέφτηκα (μέσω του νωτιαίου μυελού, φυσικά) να στείλω μιά στρατιά πηχτών, αφοσιωμένων Κινέζων να εξαλείψει τα παιδικά μου χρόνια. Κι έτσι, θα παρατούσα την διήγηση στο αρχείο, και πιθανόν θα άρχιζα κάτι άλλο, πιό μαλακό, όπως την ιστορία γιά τον Οκτώβρη του 1944 και τους ταγματασφαλίτες, που με βασανίζει καμιά δεκαπενταριά χρόνια, αλλά πρόκειται γιά εκδορά μπροστά στον φόβο του αποκεφαλισμού που μου δημιουργεί η ανασκαφή στα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Στο δρόμο που πήγαινε, είδε κάτι άγρια θηρία. Έβγαλε το σπαθί του, μα τον σκότωσαν.
Δηλαδή ο συγγραφέας δεν είχε ιδέα που θα τον οδηγούσε το μυθιστόρημα. Ωστόσο ξεκίνησε πειθαναγκαστικά. Στην πορεία, ήρθαν ξαφνικά και τον πολέμησαν στην διήγηση κάτι Κινέζοι. Αμύνθηκε,αλλά έχασε τη μάχη και το μυθιστόρημα διακόπηκε. Δυστυχώς ή ευτυχώς, ο άρχοντας της ορατής κόλασης είχε άλλα σχέδια γιά την διήγηση.
Δημοσιεύτηκε 4/7/2006 από τον χρήστη ΠΕΤΕΦΡΗΣ
Ύμνοι εναντίον γυναικών
Αχνός
Τον Μάρτιο μήνα του 1969, απέκτησα δωμάτιο στην πόλη. Στην οδό Μακεδονίας 41, μαζί με συγκατοίκους, τον Θανάση, τον Γιώργο και έναν Τάκη. Ο Θανάσης ήταν φίλος φίλης της φίλης μου και θεοσοφιστής, ο Γιώργος αριστεριστής που διάβαζε υπέρ πάντα θνητό, που η φίλη του τον επισκέπτονταν αραιά και προγραμματισμένα και ο Τάκης, φοιτήτευε και ήταν μπάκουρας, μπεκιάρης, χαμένος στο μπετόν, ψηλός με μουστάκι, μάλλον συγκάτοικος μετά από πολλές καραμπόλες. Το μοιράδι του ενοικίου ήταν διακόσιες δραχμές και το δωμάτιο 2,70×2,90. Χωρούσε ένα μεταλλικό ντιβάνι, με στρώμα και κλαρωτό ριχτάρι, ένα στρόγγυλο τραπέζι και μιά καρέκλα κουρέα από το μπιτ παζάρ. Και μιά ντουλάπα με συρμάτινο σκελετό και πλαστικό πανωφόρι που έφτυσα αίμα να συνδέσω. Έτζι αρχίζουν συνήθως τα νατουραλιστικά διηγήματα του στύλ «αχ σπέρνε, κούδεβλο, τις αναμνήσεις σου», αλλά αναφέρω το δωμάτιο ή αναφέρομαι στο δωμάτιο επειδή τότε έσβησε μιά μοναδική αίσθηση που έτρεφε τα προηγούμενα ολίγα χρόνια. Δεν άχνιζαν πλέον οι γιακάδες των παλτών, των αδιάβροχων. Ή, σε άλλες εκδοχές, των ημίπαλτων, της βραχείας, του παρντεσού, του τρένσκοτ, του μονγκόμερι ή πως αλλοιώς αποκαλούσαμε τους χειμερινούς επενδύτες. Δεν άχνιζαν από τα φιλιά και τα κατενώπιον του προσωρινού αποχαιρετισμού, πως ως συμπλεγματα και ζευγαράκια αποδίδαμε, δίκην θυσίας συλλογικής, στην πόλη που μας φιλοξενούσε. Δεν άχνιζε τίποτε. Διότι τα ραντεβού, τα αραντεβού, τα πές μου τι ώρα και τα ρέστα, ήταν πλέον επισκέψεις στο δωμάτιο. Όχι συναντήσεις σε πάρκα, τσαΐρια, καφετέριες, γωνιές, στάσεις του ΟΑΣΘ, απόμεροι ακάλυπτοι. Το πρώτο τους μέλημα, να βγάλουν το παλτό, να δείξουν το φορεματάκι , το ανσάμπλ, το αμπιγιέ συνολάκι, το σπορτίβ ζακετάκι, το μάλλινο με τις μεγάλες βελόνες, το σκοτσέζικο πουλόβερ, το μοχαίρ απαλό επίτριχο δανεικό από την ξαδέρφη τους. Όσο κι αν το δωμάτιο δεν είχε πηγή θερμότητας, ήταν κλειστό και γεμάτο προηγούμενες ανάσες, άρα έμοιαζε καταφύγιο στην κόλαση του Στάλινγκραντ. Άρα δεν φορούσαν παλτό. Βέβαια, κρύωναν. Με κάτασπρα χειλάκια, ματιά θαμμένη σε βαρύτατα ρίμελ και πινελαρίσματα γύρω από το μάτι, συχνά με βαρύτατο υπόλευκο μέικ απ που ήταν ραγισμένο από τον πολύ μπατανά, πάνω από την κανονική στρώση, σαν μούμιες που δεν είχαν διατηρηθεί στην θέρμη της άμμου, αλλά χάλαγε η μόστρα τους στον βαρδαρίτσο και στο αγιάζι μιας θερμαϊκής μπουκαδούρας, έμπαιναν, άφηναν το παλτουδακι να γλυστρήσει στα χέρια μας και το αφήναμε πάντα κάπου αλλά ποτέ στο ντιβάνι επειδή το θέλαμε διαθέσιμο για το προσεχές μέλλον του, για την λειτουργία του ως ευνή, έμπαιναν με άσπρα χειλάκια και έτρεμαν, οπότε πάλι ταις αγκάλιαζες, αλλά δεν έβγαινε αχνός από κανέναν.
Ενώ όταν δεν υπήρχε δωμάτιο παρά μόνον υπαίθριες παγωνιές, είτε στο κυπαρισσάκι, είτε στο διαλυμένο πάρκο της Μαρτίου, είτε στο πάρκο εκεί που είναι ο Φίλιππος, είτε στο πλάι της Σχολής Τυφλών ανάμεσα στα δύο νεοκλασικά, είτε δίπλα στο Ιταλικό προξενείο, είτε πίσω από το ιερό τής Θεοτόκου του Μαστούνη, λέγε με Νέα Παναγία και είχε ένα δόντι προς τη Νικηφόρου Φωκά, είτε σε πολλές περιοχές των πάρκων της Κέννεντι που σήμερα βρίσκονται τα θεματικά, είτε στα τυλιγμένα με ληγούστρα παγκάκια της Νέας Παραλίας μεταξύ του Μακεδονία Παλάς και ώσπου να φτάσουμε στα μπλόκια της επέκτασης, δεν είχαμε συνάντηση σε δωμάτιο, αλλά ραντεβού. Συνήθως πριν σκοτεινιάσει, οπότε δεν φιλιόμασταν καν, μην τύχει ξένο μάτι ή γνωστό, και ραντεβού που έληγαν στο σκοτάδι, οπότε ο αποχαιρετισμός ήταν θερμός και άχνιζε. Μπορεί το αραντεβού να ξοδευόταν σε οικογενειακά ζητήματά της, να περιείχε μούχτι, μουντάρισμα σε γυμνά μέλη που ήταν επιτρεπτό να συμβεί, ή και πιό ζωντανά συμπλέγματα, ενίοτε με διασκεδαστική κατάληξη. Πάντως ήταν τέλος αραντεβού, δεν μπορούσα δεν μπορούσε, δεν μπορούσαμε, δεν μπορούσαν να χειριστούν τα ζευγαράκια καμιά προκάλυψη, κανέναν καπνό τσιγάρου, καμία αναζήτηση μαντιλιού στην τσέπα, και τα μάτια μας ήταν κοντά και τα τέσσερα, δεν ακούγαμε τα γειά σου, τα σ’ αγαπώ, θα σε δώ στις πέντε μετά τον «Στρατηγάκη», αλλά στέλναμε τα μάτια μας, και τα τέσσερα κοντά το ένα με το άλλο, ανεπιτήδευτα, γκιοραλίδικα, συνήθως εκείνες συχνά τα εκράταγαν μισόκλειστα για να διευκολυνθεί το φιλί τού «γειά σου» και «αντίο», αλλά δεν μένω στα μάγουλα και στον αδιάσπαστο ειρμό των πεπλεγμένων χεριών μας, παρά μόνον στο άχνισμα στην μυρωδιά και στο παγωμένο ατλάζι του αέρα όπως έβγαινε από τον γιακά τού παλτού της, του κασκόλ πάνω από την τρένσκοτ, που έδενε η άχνα με τη θερμή ανάσα μας, μοιάζοντας με ατμίζοντα ένζωδα μηχανήματα διπλά, δίπλα, διπλαρωμένα, έτοιμα να επιστρέψουν από το ενωμένο ζεύγος της διήγησης του Αριστοφάνη στο «Συμπόσιο» τού Πλάτωνα, στην κατάσταση των ηρώων του Καμύ ή του εσωτερικού μονολόγου.
Και ο κοινός αχνός βελτίωνε την αφή τού βαρέος, σκουλάτου υφάσματος, ακόμη και το διπλής πλέξης καμπαρντινέ, ακόμη και την υποψία μιας μπλούζας ζακάρ που κρύβονταν πίσω από την γιακαδούρα. Είτε ρεγκλάν, είτε φίλ φιλέ, είτε μανικετόκοψη, είτε φιλαφίλ, τα υφάσματα που γίνονταν ρούχα και μέσα στον αχνίζοντα αποχαιρετισμό δεν ήσουν σίγουρος πως αποχαιρετούσες εκείνην στο σκοτάδι ή στην έξοδο τού Παπαγιάννη, λέγαμε το αντίο τυλιγμένοι μέσα σε μυτερούς θάμνους από ορολογίες, και να έρχεται ορμητικό το 1970 με τα μοδάτα και τα σκληρά και τις χουντάρες και τον πόθο και την σάρκα και–
Αυτά τελείωσαν τον Μάρτιο μήνα του 1969 και έκτοτε αρνούμαι να περιγράψω τι άρχισε.

Φωλέα
[…]
Μια ανοιχτή πόρτα στο ανώγειο ενός τουρκόσπιτου. Ζεστά πρωτοβρόχια του 1948. Κάθομαι ήσυχος σε ένα γυμνό δωμάτιο (μυρίζει η καναζίνα στο πάτωμα), βλέπω το φύλλωμα μιας αγριομουριάς και παίζω ήσυχα με κάτι ξύλινες χρωματιστές μπάλες, περασμένες με ένα σύρμα μπροστά μου. Κάθομαι σε ένα βρεφικό σκαμνάκι, μπορώ να μπουσουλήσω, αλλά εμποδίζομαι από το σύρμα. Η νεότερη γυναίκα που αντιδρά χαμογελαστά όποτε την λέω μαμαμά, λέει το κάθισμά μου καθηκάκι. Συνδυάζω τη φωνή της με ένα ζευγάρι δόντια. Παντού στο σπίτι είναι γυναίκες. Μεγάλες, γρηές, δύο. Κάτι ενδιάμεσες.
Και το παραπέτασμα σκίζεται, η πόρτα σκιάζεται από έναν άνθρωπο άνδρα. Γυαλίζει το κεφάλι του, θυμάμαι τις επωμίδες, κρατάει καπέλο στο χέρι. Έχει κι αυτός δυο σειρές δόντια. Με πλησιάζει. Κλαίω. Είμαι επτά μηνών και δεν έχω ξαναδεί τον πατέρα μου. Κλαίω.
Υπάρχει μια λέξη στον αέρα. Μεντιχία. Ετσι λένε μια γρηά που κυκλοφορεί, αλλά δεν θυμάμαι τα δόντια της. Είναι η νοικοκυρά. Η Μεντιχία δεν είναι δική μου. Δεν είμαι δικός της. Εκείνες τις μέρες βρέθηκα να μπουσουλάω και είδα πρώτη φορά τις ξύλινες σκάλες. Η μαμαμά ήταν στην κάτω πόρτα. Μακρυά μαλλιά, αδύνατη, μεσάτο φόρεμα. Δεν με πρόλαβε. Κουτρουβάλησα και βρέθηκα στην αγκαλιά της, στο ισόγειο.
Άλλη εικόνα. Αργότερα. Μιλάω, καταλαβαίνω. Ο πατέρας μου κάθεται με τη μάνα μου στο τραπέζι, είναι με στολή και μιλάνε για έναν Βίκτωρ. Έτσι ο Βίκτωρ, αλλοιώς ο Βίκτωρ. Κάθομαι στο πομπέ ντιβάνι και γκρινιάζω. Ο πατέρας μου σηκώνεται και έρχεται καταπάνω μου, νομίζω εχθρικά. Όταν ορθώνεται τεράστιος κοντά μου, συνοφρυώνομαι και του λέω : θηρίος είμαι! Το απειλητικό σώμα αναλύεται χαλαρά, το πρόσωπό του φωτίζεται, δείχνει όλα του τα δόντια, γελάει, γυρνάει στη μάνα μου, της λέει Βαγγελιώ είπε θηρίος είναι! Προσλαμβάνω κάτι δυνατό : αν ποτέ απειληθώ, από μέσα μου να βγάζω λόγια που χαλαρώνουν τους κακούς. Θηρίος είμαι διότι.
Η χρήση λέξεων ήταν έκτοτε μεγάλη δραπέτευση από τον πόνο. Έμαθα ότι έπρεπε να είναι έμμεσος ή ρυθμικός. Αν έλεγα κουλάτηκα πάλε με τσοτσό, δηλαδή επί των ώμων σου πατέλα, δεν το έπραττε. Αν έδειχνα το καλντερίμι και του έλεγα κακός βόμος (κακός δρόμος) γελούσε και με ζαλώνονταν με υπερηφάνεια. […]
Μονωδία
Έτονε και τρωγόπιναν ένας ρήγας, ένας πρωτομάστορας κι ένας στραδιότις, τζαούσης. Πάνω στην κουρουμπουγάτσα, λέει ο ρήγας πως ξίνισε το κρασί του και κλαίει, διότι χάθηκαν έτζι μουζούρια δεκατέσσερα και πλήθος βουτζίων. Ξίδια και ξινήθρες. Ου φροντίς τού λέγει ο τζαούσης ο βασιβουζούκος, να μου τα δώκεις να ποτίσω τους λαούς που δεν κατέουν. Ο πρωτομάστορας τού λέγει πως υπάρχει γιατρικό. Να εκμετρήσει το χαμένο κρασί και να φέρει δυό καραβιές μαλακό, γλυκύ, ασθενές και ουγγαρέζικο, να τα αναμίξει και τότενες θα έχει καλό γλυκόπιοτο κρασάκι για χρεία δικιά του και των δούλων του. Εθαύμασεν ο βασιλεύς, ανέθεσεν στον πρωτομάστορα τη δουλειά και τους απέλυσεν ερευγόμενος, να κοιμηθεί μες στην τρελή χαρά. Ο τζαούσης ο τζαγκραβολιστής απόρησεν που πήρεν ο πρωτομάστορας την εργολαβίαν και τον ηρώτα πόθεν ήξερε το κόλπο με το ανακάτεμα. Δεν υπάρχει κόλπο απάντησεν ο καλός τεχνίτης. Έχω κερδίσει το διάφορον, τον λουφέν και την δεκάτην από κρασοβόλι δύο καραβιώνε. Το κρασί που εξίνισεν ευθύς θα το πετάξω, διότι το ξινόν υπερισχύει του γλυκέος ακόμη και σε αναλογίαν μία στο χιλιάρι. Μα τότενες, του λέγει ο στραδιότης ο το ροκάνι φέρων, είσαι απατεών και κούρσαρης. Είμαι καλός τεχνίτης, απάντησεν ο χήρος πρωτομάστορας, και μετά το κτίσιμον της κυράς μου στο κωλογεφύριν τού τσιμπιδομούνη τού βασιλέως, ό,τι και να πράξω άτιμον, θεμιτόν μοι φαίνεται.

Πένθος
Ξύπνησα και σκεφτόμουνα πένθος, πένθος, νηπενθές, πενθερός, πενθέκτη. Και πάλι πένθος.Το κρέμασα στο facebook και δεν απορώ που αρκετοί θεώρησαν τη λέξη πένθος, κακιά. Όπως τις λέξεις καρκίνος, ετοιμοθάνατος, μογγολάκι, aids, για τις οποίες προτιμούμε την αντικατάστασή τους με άλλους ήχους : φτούτσα, φτού κακά, ή με χειρονομημένες εκφράσεις : σταυροκόπημα, κούνημα από την θέση, φτύσιμο στον κόρφο.
Μα δεν πενθώ για τον θάνατο και τα επερχόμενα γηρατειά. Ως άνθρωπος που ξερρίζωσε τα μαλλιά του με τα χέρια για να δείχνει μεγάλος και ήθελε να τον λένε γέρο και πάππο από τα είκοσί του, ετοιμάζομαι για αυτήν την ηλικία, έστω φοβικά. Και στον τάφο μου ονειρεύομαι μιά λέξη, όπως επιτέλους
ή ουφ!.
Πενθώ επειδή γεννήθηκα σε έναν κόσμο με στεατοπυγικές γυναίκες κρεατωμένες που είχαν μικρά άκρα, στρουμπουλά, και τώρα ο κόσμος είναι γεμάτος ξυλάγγουρες με πατούσα νούμερο 43 και βάλε. Κοκκαλιάρες με κυτταρίτιδα. Οι άνδρες αυτού τού κόσμου στη γέννησή μου έμοιαζαν με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τώρα οι νέοι μοιάζουν με τα δυό παιδιά του Στράτου Διονυσίου. Από στεγνοί τρομοκρατημένοι, ευτραφείς χαβαλέδες. Εξωτερικώς, εννοώ.
Πενθώ διότι το 1970 στο λεωφορείο έκαναν το σταυρό τους δύο στους τριανταδύο, περνώντας από ναούς, σήμερα είκοσι στους πενήντα. Το 1980 άναβαν κεράκι κρυφά και διέφευγαν, τώρα είναι ουρά στα παρόδια εικονοστάσια.
Πενθώ διότι σε τόσα χρόνια, τα έργα τέχνης πρόλαβαν και ψόφησαν πάνω στο παίνεμά τους, ή πέθαναν μαζί με τους ποιητές τους. Αξέχαστοι έμειναν ελάχιστοι, κι αυτοί εξαιτίας τού τρόπου που πέθαναν.
Πενθώ επειδή τόσες δεκαετίες ανάπτυξης και οραμάτων κατέληξαν σε μιά άκεφη διαχείριση, που δεν την κυβερνά κανένας. Πενθώ επειδή η ποικιλία στη ζωή θεωρείται καθιερωμένη μαλακία.
Πενθώ επειδή είναι βολικό, οικονομικό, σταθερό και άσχετο. Πενθώ επειδή ο κόσμος ξέρει τι είναι το Ντισπαταλίν και ο αιματοκρίτης και δεν ξέρει, όπως δεν ήξερε ποτέ, γιατί έγινε γέφυρα ο Χαρίλαος Τρικούπης.
Πενθώ επειδή αυτό ήξερα να κάνω. Πένθιμη επεξεργασία πένθιμων λέξεων.
Πενθώ επειδή το πένθος είναι η πιο άσχετη με τον θάνατο κατάσταση που γνωρίζω.
Άντε τώρα έναν πενθοζάλη.
(Ύμνοι εναντίον γυναικών, Ιανός 2011)