ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΗΣ
ΜΑΙΡΗ ΜΑΚΑΡΘΙ
ΠΡΟΣ ΤΗΝ
ΧΑΝΑ ΑΡΕΝΤ
Pensao Bella Vista / 9 Rua Ataide / Lisbon, Portugal
Ιανουάριος 1954
Αγαπημένη μου Χάνα
Εδώ χιονίζει ασταμάτητα, για πρώτη φορά, καθώς λένε, μετά από εκατό ή από δέκα χρόνια ― δεν μπορώ να καταλάβω ποιο από τα δύο. Ως εκ τούτου, το απόγευμα αυτό είναι αφιερωμένο στην επιστολογραφία – όλες τις άλλες μέρες, μετά το μεσημεριανό γεύμα, περπατάμε οργώνοντας την πόλη. Έχουμε δει τις περισσότερες εκκλησίες, το Alfame,1 τους Βοτανικούς Κήπους οι οποίοι είναι μαγευτικοί, νομίζω την ― πραγματικά εθνική έκφραση― Αμερικανική Βιβλιοθήκη, την Αγγλική Βιβλιοθήκη, καταστήματα, ξενοδοχεία, καφενεία. Το πρώτο βράδυ περπατήσαμε μέχρι το Rossio και προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε το καφενείο όπου θα είχατε πιει καφέ μαζί με τον Χάινριχ. Δεν νομίζω όμως ότι το καταφέραμε.
Μένουμε σε μια πανσιόν, στην οποία ίσως να είμαστε οι μόνοι φιλοξενούμενοι, αν και αναφέρονται και άλλοι πελάτες. Η προηγούμενη ιδιοκτήτρια, την οποία μας είχε συστήσει ο Leonid2 ο ζωγράφος, μάλλον τρελάθηκε πριν από μερικά χρόνια και το μέρος έχει νέα διεύθυνση. Φοβούμαι ότι πρόκειται για ένα πλοίο που βυθίζεται. Όμως έχουμε δύο δωμάτια, το ένα πολύ μεγάλο, με μπαλκόνι και υπέροχη θέα στο λιμάνι. Η νέα Μαντάμ είναι κάποια δεσποινίς Καρόλ, στα προχωρημένα τριάντα, με ένα τσιγάρο μονίμως στο στόμα, που φοράει ένα κόκκινο σακάκι μπολερό και μια αγγλική μπλούζα κουμπωμένη μέχρι τον λαιμό. Έχει μια κάποια μελαγχολική χάρη αλά Μάρλεν Ντίτριχ που νομίζω αποτελεί ένδειξη ότι πρόκειται να καταστραφεί οικονομικά.
Είναι μισή Γαλλίδα, μισή Σουηδέζα, με μια χοντρή Γαλλίδα maman με μαύρο φόρεμα και όψη πουδραρισμένης παραίτησης. Ακούνε συνεχώς γαλλικό ραδιόφωνο και συνεννοούνται σε τέσσερις γλώσσες: γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά και πορτογαλικά. Περιφρονούν και φτάνουν σε απόγνωση με τους Πορτογάλους, δηλαδή με το βοηθητικό προσωπικό. Το φαγητό είναι πολύ ασταθές και μεταβλητό, όπως ο καιρός· όταν μαγειρεύει ο Πορτογάλος μάγειρας είναι πολύ μέτριο˙ όταν μαγειρεύει η Μαντάμ, είναι καλό· όταν μαγειρεύει η Maman, είναι υπέροχο. Φαίνεται ότι έχουν και την ικανότητα να διαβάζουν τη σκέψη, όπως όλοι οι άνθρωποι που ζουν σε ανασφάλεια. Αντιλαμβάνονται αμέσως τη στιγμή που έχουμε αποφασίσει να δοκιμάσουμε κάποιο άλλο μέρος και τότε η Maman πάει στην κουζίνα: το δείπνο ένα τέτοιο βράδυ είναι αντάξιο του La Pérouse.3 Την ατμόσφαιρα όμως την βαραίνουν κάποιοι πιστωτές, βοηθοί που φεύγουν, σύγχυση, βλάβες του ηλεκτρικού. Αυτό, εν ολίγοις, εγώ προσωπικά το βρίσκω πολύ συμπαθητικό και ο Bowden4 έχει πλέον ηρεμήσει μετά από ένα γύρο στις άλλες πανσιόν και η τοποθεσία εδώ είναι απίστευτα βολική, ψηλά, ακριβώς επάνω και δυτικά του Chiado.5 Φυσικά, μας χρεώνουν υπερβολικά, για τα πορτογαλικά δεδομένα, αλλά μας παρηγορεί το γεγονός ότι αρκεί να εκφράσουμε μια επιθυμία για να κινητοποιηθεί όλη η πανσιόν. Κι αυτό γίνεται, το ξέρω, επειδή είμαστε Αμερικανοί. Και οι Αμερικανοί, γι' αυτούς τους ανθρώπους, είναι κάτι σαν κάποια πρωτόγονη θεότητα, ένα σύμπλεγμα απρόβλεπτων και μυστηριωδών Θέλω που πρέπει οπωσδήποτε να ικανοποιούνται και, ει δυνατόν, να προλαμβάνονται. Έχουν κάποιες πολύ παράξενες ιδέες ως προς το τι μπορεί να είναι αυτό που θα επιθυμούσαμε, ντροπαλές, ελπιδοφόρες ιδέες, σαν αναθήματα. Τη στιγμή αυτή έχουμε στο δωμάτιό μας μια θερμάστρα υγραερίου, αλλά το αγόρι μας φέρνει συνεχώς μια ηλεκτρική θερμάστρα, παρόλο που είναι η μόνη στο σπίτι και εμείς δεν την έχουμε καθόλου ανάγκη.
Δεν ξέρω πόσο ακόμα θα μείνουμε εδώ. Λένε ότι το Algarve, στο νότο, όπου σκοπεύουμε να πάμε τελικά, είναι εντελώς σκεπασμένο με χιόνι, αν και η μιμόζα υποτίθεται ότι έχει ανθίσει. Σου είπα ότι ο New Yorker μού ζήτησε να γράψω ένα Γράμμα από την Πορτογαλία; Πήγα χθες να δω τον Ακόλουθο Τύπου μας, ο οποίος φαίνεται αρκετά αξιοπρεπής και μίλησε για τον Πλάτωνα. Για μένα, το πιο εντυπωσιακό πράγμα εδώ είναι το φαινόμενο της αμερικανοποίησης. Τα αμερικανικά επιχειρηματικά συμφέροντα, Ford, Buick, International Telephone, TWA, είναι πολύ δραστήρια· στους δρόμους υπάρχουν χιλιάδες νέα αυτοκίνητα και στις βιτρίνες των καταστημάτων ραδιόφωνα, ψυγεία, χύτρες, παιδικά μπάνια, πολλά απ’ αυτά αμερικανικής κατασκευής. Το πιο παράξενο πράγμα που μπορεί να αντικρύσει κανείς κατά μήκος της Rua Garrett ―του κυριότερου εμπορικού δρόμου― είναι κουτιά με κράκερς Ritz τοποθετημένα πάνω σε κόκκινο βελούδο, μια ολόκληρη βιτρίνα αφιερωμένη σε αυτά ― και μια άλλη βιτρίνα αφιερωμένη στα Tootsie Rolls. Υπάρχει ένα είδος παιδικού ή πρωτόγονου πάθους σε αυτό· τα δικά τους γλυκά και κέικ είναι τόσο γοητευτικά ― θα το θυμάσαι. Και παντού, στα προάστια, ακόμα και μέσα στην ίδια την πόλη, ξεπροβάλλουν προγράμματα στέγασης. Πρέπει να πω ότι τα κάνουν καλύτερα από εμάς.
Ακόμα δεν γνωρίζω τίποτα για την πολιτική κατάσταση στη χώρα. Φαίνεται αρκετά περίπλοκη στο οικονομικό επίπεδο, ένα περίεργο μείγμα ευημερίας και φτώχειας. Η ευημερία πρέπει να είναι αρκετά γενικευμένη στη μεσαία τάξη της πόλης, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω από πού προέρχεται. Τα μέρη όπου σερβίρουν τσάϊ και καφέ είναι γεμάτα από καλοντυμένους άνδρες και γυναίκες, τους οποίους στις ΗΠΑ θα τους θεωρούσες επιχειρηματίες ή ίσως γραμματείς και πωλητές. Όλα τα νεότερα άτομα της μεσαίας τάξης δείχνουν πολύ σαν Αμερικάνοι, σαν να έχουν αντιγράψει τις χειρονομίες και τις εκφράσεις τους από τις ταινίες ― μόνο η αριστοκρατία και οι φτωχοί μοιάζουν με αυτό που εγώ αποκαλώ Πορτογάλους. (Αυτό το βρίσκω πολύ διαφορετικό απ’ ό,τι στην Ιταλία ή στη Γαλλία.) Από την άλλη, τα εργοστασιακά προϊόντα στις βιτρίνες των καταστημάτων, ακόμη και στους καλύτερους δρόμους, είναι φτηνιάρικα ― εννοώ τα παπούτσια, οι τσάντες, τα φορέματα, τα ανδρικά πουκάμισα. Τα πάντα δείχνουν σα να είναι από το υπόγειο του Gimbel's6 ή από ξεπουλήματα λόγω πυρκαγιάς. Και δεν φαίνεται να υπάρχουν καθόλου χειροτεχνήματα – παρά μόνο κάτι πολύ φτηνά φανταχτερά χωριάτικα πράγματα, καθόλου αυθεντικά, το είδος των πραγμάτων που μπορεί κανείς να αγοράσει στον σιδηροδρομικό σταθμό για σουβενίρ. Στους πίσω δρόμους και στο Alfame, βασιλεύει μια μεσαιωνική φτώχεια, σαν της Αφρικής, όπως λέτε, ή όπως στις πιο παραστατικές σελίδες των Αθλίων ή της Παναγίας των Παρισίων.
Εδώ πρέπει να σταματήσω. Αρχίζει να σκοτεινιάζει και ένα πράγμα που δεν κατάφερα να εξασφαλίσω σε αυτή τη πανσιόν είναι καλό φως για διάβασμα ή γράψιμο. Θα σου στείλω σύντομα περισσότερα νέα. Αν έχεις λίγο χρόνο, γράψε μου δυο λόγια. Και οι δυο μας εδώ μιλάμε συνέχεια για σας. Αναρωτιέμαι πού μείνατε στη Λισαβόνα. Σε ποια συνοικία;
Αύριο θα δω τον νούμερο δύο του Υπουργείου Προπαγάνδας. Ο μόνος άλλος ντόπιος που έχουμε συναντήσει είναι ένας άνδρας χορευτής μπαλέτου, που επίσης μας τον σύστησε ο Leonid, ο οποίος θα μας πάει αύριο το βράδυ να ακούσουμε φάντο στο Alfame.
Πολλή, πολλή αγάπη και στους δύο σας,
Μαίρη
1.Το Alfame ή Alfama είναι πολύ παλιά γειτονιά της Λισαβόνας.
2. Πρόκειται για τον Ρώσο ζωγράφο Leonid Berman (1896-1976).
3. Αναφέρεται προφανώς στο διάσημο εστιατόριο στο Παρίσι.
4. Πρόκειται για τον Bowden Broadwater, τρίτο σύζυγο της Μακάρθυ.
5. Κεντρική ιστορική γειτονιά της Λισαβόνας
6. Πασίγνωστο πολυκατάστημα της Νέας Υόρκης. Υπήρχε από το 1842 έως το 1987.