Η ΠΕΤΡΑ
του Πέτρου και της Μαρίκας
Όσο κι αν την έστυψες, πατέρα
στεγνή η πέτρα
Στο τέλος με τη μάνα τη σκεπάστηκες
Οι απέξω τάζουν δάκρυα
Σε ένα είδος ψεύτικης μετάνοιας
μαζί της σας καταναλώνουν
σαν κροκόδειλοι
ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΕΝΩΣΗ
Απ’ την οικοδομή γυρνούσες κατακόκκινος
Ώσπου να δράσει η μελανίνη
αναδύθηκες σ’ ένα λευκό σακί
Χώρο στη μάνα έκανες
πλάι σου να ξαπλώσει
Μετά από χρόνια δέκα
πάτησε την Ιθάκη
Τα στάδια αναγνώρισης
δεν κρίνονται απαραίτητα
Ο ήλιος σού μαύριζε το δέρμα
και η σκιά τα κόκαλα
ΧΑΛΚΙΝΟ ΑΝΘΟΔΟΧΕΙΟ
Χάλκινο το χρώμα στο κορμί
Βόμβα με σμιλεμένο κάλυκα
στην ξύλινη κλίνη σου επάνω
οδύρονται οι συγγενείς
Σ’ ανθοδοχείο μια τελευταία φορά
πασχίζουν να σε μετατρέψουν
Οδύρεται και το μηδέν
Τρεφόταν χρόνια απ’ τα λουλούδια
Σε λίγο που θα εκραγείς
τα ολόλευκα ομοιώματά του
Τίποτα δεν θ’ αφήσουν
ΕΝΝΕΑ ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΥΛΙΚΑ
Σιτάρι βρασμένο
Σταφίδες ξανθές
Αλεύρι, σουσάμι καβουρντισμένα
Τρεις οι σταυροί
Άχνη, καρύδια να το στολίσω
Κανέλα κι αλάτι
Για ρεύμα το δάκρυ
Αρμολογώ σαν τη Σέλεϊ
Το τέρας προσμένω να με συγχωρήσει
ΕΝΑ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΑΝΟΙΧΤΟ
Το παράθυρο ανοιχτό
δεν άφησες για να πετάξω
Ένα κλαδί σε άμμο κινούμενη
πριν βουλιάξω να πιαστώ
Πνίγομαι εδώ
κι εσύ γελάς από το υπερπέραν
Συγχώρεση όσο δεν σου δίνω
ξέρεις πως κάποτε μαζί
στο ίδιο θα βράσουμε καζάνι
ΖΩΗ Σ' ΕΣΑΣ
Μετά από σένα σβήσανε όλα
Καμιά Σοφία του Θεού δεν επικράτησε
Στη μετρημένη αναπνοή δίνει ρυθμό
Το ξόρκι αυτό με κρατά στη ζωή
ΜΑΝΑ
Η φοβερή κι αν πλησιάζει ώρα
με χαλασμένο στόμα με φιλάς
Θέλει το σώμα σου ν’ αγγίξει το δικό μου
που ’χει απ’ την κούραση πεθάνει
Πόρνη, εγώ, χωρίς φωνή
τη μετρημένη αγκαλιά επιτρέπω
Μήπως ξεκουραστούν η θλίψη κι η ασκήμια
Μυρμήγκιασμα η τύψη που έσπερνες στα μάτια μου
Πρόσφατα η αθλιότητα φάνηκε στα δικά σου
7 Ιουνίου 2024