Σκιά

Σκιά

Ήταν το δεύτερο παιδί της προγιαγιάς μου. Από την πλευρά του πατέρα μου. Στην Μάνη. Αρχές του περασμένου αιώνα. Βγήκε ανάπηρη από το πόδι και από το χέρι. Παρόλ’ αυτά αεικίνητη. Δεν περπατούσε αλλά κούτσαινε, σκυφτή. Δεν έβαζε γλώσσα μέσα της. Το στόμα της δεν σταματούσε, κυρίως στις κατάρες και τα μοιρολόγια. Αυτοσχεδίαζε. Κατέβαινε κρυφά στο υπόγειο του σπιτιού και έπινε από το στόμιο του βαρελιού κρασί. Μετά έβγαινε έξω και άρχιζε τα σχόλια εναντίον όλων. Ο πατέρας της ήταν ευκατάστατος και δεν άργησε να την προξενέψει σε έναν ψαρά από το κοντινό παραθαλάσσιο χωριό. Της έδωσε και ένα σπίτι. Ο γαμπρός ήταν καλόβολος, εκείνη θηρίο. Την ανεχόταν. Όταν η Λούκα, έτσι την έλεγαν, ετοίμαζε το φαγητό, αργούσε και ο άντρας της παραπονιόταν: « Ήλθε η μπερζίνα…», εννοώντας το σκάφος που ερχόταν αργά το μεσημέρι από την Καλαμάτα. Aυτή τον έβριζε. Ήταν ένα παραθαλάσσιο μέρος με φοβερή θέα στο πέλαγος. Εκεί κατέβαιναν οι συγγενείς από το ορεινό χωριό για ξεκούραση. Η Λούκα τους περιποιόνταν. Ο πατέρας μου γνώρισε και τον μεγάλο έρωτά του, μια κοπέλα που δούλευε ένα γύρω. Ο ψαράς τραυματίστηκε με δυναμίτη. Έχασε το ένα του χέρι και το μάτι του. Τον μετέφεραν στην Αθήνα και γύρισε μισός. Τώρα ήταν εντελώς υπό την εξουσία της Λούκας. Υπέφερε κοντά της. Εκείνη μισότρελη έκανε ό,τι της κατέβαινε. Ο πατέρας μου τους βοηθούσε όσο μπορούσε. Ώσπου ο ψαράς πέθανε αφήνοντας μόνη τη γυναίκα: η οποία είχε αποκτήσει ένα όνομα άσχημο στο χωριό. Ήταν και ερωτομανής. Την έπαιρναν διάφοροι. Είχε αποκτήσει και μια μπανανιά την πρώτη στην περιοχή. Την είχε φυτέψει η οικογένειά μου και περιμέναμε πότε θα καρπίσει. Έβγαλε ανθούς και μετά χειμώνα καιρό ευδοκίμησε. Ένα μεγάλο τσαμπί μπανάνες. Τότε η Λούκα το πρόσφερε σε ένα σέμπρο εραστή της. Το δέντρο δεν ξαναέδωσε καρπούς. Ο πατέρας το σχολίαζε συνέχεια άσχημα. Τους χειμώνες δεν έκανε πολύ κρύο στην περιοχή. Η Λούκα ξαπλωμένη σ’ ένα από τα δωμάτια του σπιτιού μονολογούσε. Ίσα που σηκωνόταν. Το καλοκαίρι ερχόμαστε και είχε παρέα. Καθόταν τις νύχτες με την μητέρα στην ταράτσα και κοιτούσαν τ’ αστέρια, ψάχνοντας για δορυφόρους. Στο τραπέζι έτρωγε προσεκτικά και με κοίταζε ερευνητικά. Μου έκανε συστάσεις: να έχω στητό το κορμί, να μην μασάω γρήγορα. Ο πατέρας μισογελούσε. Καθόταν ύστερα στην βεράντα σε μια πολυθρόνα και κοίταζε τη θάλασσα. Ήταν πεντακάθαρη. Καθώς με κοιτούσε έντονα, από τα μάτια της ένιωθα να περνούν νοσταλγίες του παρελθόντος της. Είχε καταπέσει και η μητέρα σκέφθηκε να την πάρουμε στην Αθήνα. Ήλθε και καθόταν στην κουζίνα με τα μάτια της να παρακολουθούν με ενδιαφέρον τις δουλειές του σπιτιού. Ήθελε φροντίδα. Η μητέρα κουραζόταν πολύ. Η Λούκα τότε είπε: «Να με κλείσετε στο Αλεξανδράκειο της Καλαμάτας». Ήταν ένα φροντισμένο γηροκομείο. Ο πατέρας το σκέφθηκε. Και την οδήγησε εκεί. Από τότε την επισκεπτόμαστε ταξιδεύοντας για το χωριό. Μισοξαπλωμένη σ’ ένα κρεβάτι έραβε και ξήλωνε.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: