Σιγκαπούρη



Ανηφορίζω με το Γιάρις τη Μουσούρου για να στρίψω αριστερά στην Αρχιμήδους, πίσω από το Καλλιμάρμαρο, με κατεύθυνση το άγνωστο. Αν και παραμονή Πρωτοχρονιάς έχει δεκαπέντε βαθμούς, ωστόσο βρέχει ασταμάτητα από το πρωί. Κατεβάζω πρώτη για να πάρω τη στροφή και μόλις οι υαλοκαθαριστήρες ανοιγοκλείνουν για άλλη μια φορά, βλέπω στην κορυφή της ένα περιστέρι. Τσιμπολογά ένα ξεκοιλιασμένο ψάρι πάνω στην άσφαλτο. Το Γιάρις αγκομαχάει στα πρώτα μέτρα, σπινιάρει ώσπου παίρνει μπρος και συνεχίζει, την πολύ μεγαλύτερη αυτή τη φορά ανηφόρα, με άνεση. Κατευθύνομαι πρόσω ολοταχώς στο περιστέρι, το οποίο από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο περιμένω να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει ξυστά από το καπό μου, όπως συμβαίνει κάθε φορά με τα περιστέρια στην Αθήνα ανεξάρτητα από την ταχύτητά μου, αποδεικνύοντας πως ακόμα κι αν για κάποιο διεστραμμένο λόγο ήθελα να τα πατήσω δεν υπάρχει περίπτωση να προλάβω λες και έχουν υπολογίσει μέχρι το τελευταίο χιλιοστό του δευτερολέπτου πότε ακριβώς πρέπει να ανοίξουν τα φτερά τους για να σωθούν.
Το περιστέρι χάνεται από το οπτικό μου πεδίο μιας και το έχω πλησιάσει τόσο που η μουσούδα του Γιάρις το κρύβει. Αυτά τα δέκατα του δευτερολέπτου που παίζει το ρόλο της γάτας του Σρέντιγκερ καθώς είναι ταυτόχρονα και ζωντανό και νεκρό, οι υαλοκαθαριστήρες ανοιγοκλείνουν ξανά μετατρέποντας την ανηφόρα της Αρχιμήδους σε μια τεράστια επίπεδη έκταση χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων. Πάνω της, μέσα στη βροχή, βρίσκονται αραγμένα δεκάδες αεροπλάνα. Εγώ, κάθομαι σε μια θέση μπροστά από την πύλη Ε76 του αεροδρομίου της Σιγκαπούρης και αντί για τιμόνι κρατώ ένα βιβλίο περιμένοντας να επιβιβαστώ στην ανταπόκρισή μου, κατά τη διάρκεια της οποίας θα κάνω αλλαγή χρόνου. Από τα μεγάφωνα ακούγεται το «Αll I want for Christmas».
Το αεροδρόμιο μοιάζει με ένα αχανές ενυδρείο χωρίς νερό κι εμείς οι ταξιδιώτες με ψάρια που έχουν σκορπίσει από το σμάρι τους. Διαθέτει πάρα πολλά φυτά που είναι ή μοιάζουν πλαστικά -από πόες μέχρι αναρριχητικά που σκαρφαλώνουν σε κολόνες-, εξωτικά πραγματικά ψάρια με φωσφοριζέ ρίγες που χάσκουν πηγαίνοντας πέρα δώθε μέσα σε άλλα μικρότερα ενυδρεία και περιβάλλεται αποκλειστικά από γυαλί έχοντας το δικό του σταθερό μικροκλίμα, με μια θερμοκρασία γύρω στους είκοσι βαθμούς, ανεξάρτητα αν έξω έχει μηδέν ή σαράντα, βρέχει ή έχει ηλιοφάνεια.
Ακριβώς μπροστά μου βρίσκεται μια γλάστρα με ένα φυτό χωρίς άνθη, τυλιγμένο με λαμπιόνια που αναβοσβήνουν, που δεν έχω ξαναδεί και σε κάθε διάλειμμά μου από το βιβλίο το παρατηρώ προσπαθώντας να καταλάβω αν είναι ψεύτικο ή όχι. Μου θυμίζει το πλαστικό γκι που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι μου, πέρυσι τέτοια μέρα, όταν έπινα μπίρα σε ένα καφέ του Ελευθέριος Βενιζέλος πριν τον έλεγχο αποσκευών.
Λίγα λεπτά αργότερα και καθώς η αίθουσα σταδιακά γεμίζει, κάθονται απέναντί μου δύο γυναίκες με καστανές μπούκλες που μοιάζουν –και όπως θα αποδειχθεί αργότερα από τη συζήτηση τους, είναι- μάνα με κόρη. Η μία είναι γύρω στα είκοσι και η άλλη στα σαρανταπέντε. Ξεκινούν να μιλούν στα αγγλικά τόσο δυνατά λες και πρόκειται για έφηβα αγόρια στο μετρό που θέλουν να τραβήξουν την προσοχή. Ειδικά η μικρή, η οποία πέρα από το ενοχλητικό της έντασης της φωνής, μου δημιουργεί μια έντονη απέχθεια χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω τον ακριβή λόγο. Ίσως γιατί είναι άχειλη ή γιατί η επιδερμίδα της είναι τόσο λευκή που στους πήχεις της ξεχωρίζουν τα αγγεία της σαν τα ψάρια που ζουν στα μεγαλύτερα βάθη των ωκεανών, όπου δεν φτάνουν οι ακτίνες του ήλιου και είναι διάφανα, με αποτέλεσμα να φαίνονται τα σωθικά τους.
Σε μια παύση τους αναρωτιέμαι τι ώρα να είναι στην Ελλάδα. Η Αθήνα είναι έξι ώρες πίσω από την Σιγκαπούρη, άρα εκεί είναι ακόμα τέσσερις παρά το απόγευμα. Η ατάκα της μικρής πως η Ευρώπη δεν της αρέσει ιδιαίτερα και πως Παρίσι, Λονδίνο και Βερολίνο δεν μπορούν να συγκριθούν με Νέα Υόρκη και Ελ Έι με επαναφέρει στο ενυδρείο και αυξάνει την απέχθειά μου για εκείνη. Μιλά σαν ρομπότ, χωρίς να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα και χωρίς να χρωματίζει τη φωνή της ανεξάρτητα από αν αυτό που λέει είναι χαρούμενο ή λυπητερό, ενδιαφέρον ή βαρετό. Όποτε η μητέρα της προσπαθεί να μιλήσει την διακόπτει υψώνοντας ακόμα περισσότερο τα ντεσιμπέλ της. Σε μια τέτοια στιγμή καρφώνω το βλέμμα μου στο πρόσωπό της στο οποίο δευτερόλεπτα αργότερα σχηματίζεται μια αμυδρή έκφραση ικανοποίησης.
Μισή ώρα αργότερα και ενώ η φωνή της άχειλης έχει μετατραπεί σε ενοχλητικό βουητό, η μεγάλη σηκώνεται για να μιλήσει στο κινητό. Αν και το άκουσα να χτυπά είμαι σχεδόν βέβαιος ότι δεν σηκώνεται επειδή όντως την καλεί κάποιος, αλλά επειδή την είχε ζαλίσει η μικρή. Η άχειλη κυρτώνει την πλάτη και σαν ξεκουρδισμένο ρομπότ μένει να κοιτάζει το κενό. Παρατηρώντας το τζάμι πίσω της συνειδητοποιώ για πρώτη φορά πόσο πολύ βρέχει. Οι σταγόνες, αν και ορμητικές, σκάνε βουβά πάνω του. Τα φώτα από τους προβολείς απέναντί μας έχουν θολώσει και διασταλεί όπως τα βλέπω μέσα από το βρεγμένο τζάμι μοιάζοντας πλέον με πελώριους φακούς που κρατούν γίγαντες που πλησιάζουν για να μας ταΐσουν ή να μας χαζέψουν.
Έχει πάει έντεκα παρά πέντε και τα πάντα στο αεροδρόμιο κινούνται γρηγορότερα. Οι ταξιδιώτες, οι εργαζόμενοι ακόμα και οι οθόνες που ανακοινώνουν τις πύλες νιώθω ότι εναλλάσσουν πιο γρήγορα τις πτήσεις λες και ακόμα και αυτές βιάζονται για να προλάβουν να κάνουν ρεβεγιόν με τους δικούς τους. Η πύλη της πτήσης μου ανοίγει στις έντεκα και κλείνει στις έντεκα και μισή.
Η μεγάλη επιστρέφει και κάθεται αφήνοντας μια θέση κενή ανάμεσα στην ίδια και την μικρή. Η μικρή ξαναπαίρνει μπρος, καλύπτοντας με τη φωνή της τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια, λες και κάποιος της έριξε ένα νόμισμα στο στόμα που τόση ώρα έχασκε και συνεχίζει να αραδιάζει εκνευριστικές πληροφορίες για τα ταξίδια της. Η μεγάλη από όταν γύρισε κρατά ένα ασημόχαρτο σαν αυτά που περιέχουν τα πακέτα τσιγάρων το οποίο παίζει νευρικά στα χέρια της. Μία το τυλίγει σε ρολό και μία το ξετυλίγει και πάλι από την αρχή. Δεν κοιτά καθόλου την μικρή ούτε το ασημόχαρτο. Κοιτά το φυτό ανάμεσά μας λες και προσπαθεί να εντοπίσει τον ακριβή ρυθμό με τον οποίο αναβοσβήνουν τα λαμπιόνια. Η μικρή τον χαβά της. «Και εμείς οι Αμερικανοί το ένα και εμείς οι Αμερικανοί το άλλο». Μου έρχεται να σηκωθώ και να της φωνάξω να σκάσει.
Ώσπου ξαφνικά, λες και παίρνει ενέργεια από τα λαμπιόνια, η μεγάλη υψώνει το βλέμμα προς την άχειλη και της ψελλίζει «Πέγκυ». Η Πέγκυ –πόσο αηδιαστικά ταιριαστό όνομα για την μικρή- αυξάνει τα ντεσιμπέλ της, αλλά η μεγάλη συνεχίζει. Στο τρίτο «Πέγκυ» -η μικρή δεν σταματά να μιλά- η μεγάλη της λέει «ο μπαμπάς σου δεν ζει πια» τόσο χαμηλόφωνα που χρειάζεται να διαβάσω τα χείλη της για να καταλάβω τι λέει. Η Πέγκυ δεν ακούει και συνεχίζει να κομπάζει για το πόσο ανώτερος λαός είναι Αμερικάνοι. Πριν η μεγάλη επαναλάβει την τελευταία της φράση, τινάζομαι από τη θέση μου και με ένα σάλτο σχεδόν πετάω προς αυτές, στέκομαι μπροστά τους και λέω στην μικρή «έχεις απόλυτο δίκιο. Οι Αμερικάνοι είναι ο σπουδαιότερος λαός στον πλανήτη». Σταματά για λίγο, μένει για δευτερόλεπτα και πάλι ξεκούρδιστη να προσπαθεί να καταλάβει τι της έχω μόλις πει και συνεχίζω «σκέψου πως εγώ μην αντέχοντας τους Ευρωπαίους έφυγα, μόνος μου, από την Ελλάδα για να περάσω τα Χριστούγεννα στη Σιγκαπούρη και τις πρώτες μέρες του χρόνου στις ΗΠΑ». Γέρνει λίγο αριστερά το κεφάλι σαν να έπαθε κάποια προσωρινή βλάβη, στενεύει τα μάτια, στη συνέχεια χαμογελά και αρχίζει να μου μιλά για την πατρίδα της. Κάθομαι ανάμεσα σε εκείνη και την μητέρα της, στην οποία ψιθυρίζω «περίμενε να αλλάξει ο χρόνος». Εκείνη, παγώνει για λίγο, με κοιτά εξεταστικά, στρέφει ξανά το βλέμμα στο φυτό και ο πατέρας της μικρής μένει για ένα ακόμα χρόνο, ταυτόχρονα, και ζωντανός και νεκρός. Τα λαμπιόνια μπροστά μας, συνεχίζουν να αναβοσβήνουν.
Οι υαλοκαθαριστήρες ανοίγουν για άλλη μια φορά και στο κλείσιμο τους το ράμφος του περιστεριού εμφανίζεται μπροστά αριστερά, χιλιαστό πάνω από το καπό. Το περιστέρι μαζεύει τα πόδια, σαν αθλητής άλματος εις ύψος που προσπαθεί να μην αγγίξει τη δοκό, για να αποφύγει το αμάξι και χάνεται από το οπτικό μου πεδίο πετώντας στα αριστερά μου. Όταν πια ολοκληρώνω την ανηφόρα, κοιτάζω τον αριστερό μου καθρέφτη και το βλέπω να έχει σταθεί πάνω σε ένα περβάζι. Έχει ακουμπήσει εκεί ένα κομμάτι ψάρι και συνεχίζει να το τσιμπολογά με μικρές, κοφτές, στακάτες κινήσεις.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: