Τον προπερασμένο αιώνα ένας στοχαστικός Γάλλος καθηγητής των αγγλικών που κεντούσε μια μια μεταξωτές τις γαλλικές λέξεις του, με ποικίλα σχέδια και χρώματα, όλα μα όλα του συνταιριασμένα ώς την τελευταία λεπτομέρεια, έγραφε: «Έζησα πάντα προσηλωμένη την ψυχή μου στο ρολόγι. Βέβαια, το παν έκαμα ώστε ο χρόνος που σημαινόταν να ’μενε παρών μέσα στην κάμαρη, και να γινόταν για μένα η τροφή και η ζωή…, και καθώς, για να μην αμφιβάλλω στον εαυτό μου, είμουν υποχρεωμένος άντικρυ σε τούτον να καθίσω τον καθρέφτη, μ’ ακρίβεια περισυνέλεξα τα πιο ελάχιστα μόρια του χρόνου… ‒Πολλές φορές μου ’καμε μεγάλο καλό το ρολόγι…». Ο καθηγητής σχεδίαζε, κεντούσε, έραβε, ύστερα όλα τα ξήλωνε σαν την Πηνελόπη κι άρχιζε πάλι από την αρχή να σχεδιάζει, να κεντά, να ράβει έναν λαβύρινθο, έναν ιστό από λέξεις, λέξεις, λέξεις, στο τέλος τα κατάφερνε να «δέσει» μ’ ασημένιες και χρυσές κλωστές τους ήχους πάνω στο βαρύ μπροκάρ της τέχνης του ‒ και παραδόξως κάποιοι από αυτούς τους ήχους των λέξεών του μεταμορφώνονταν σε ιπτάμενες ιδέες. Όσο εξωφρενική και να φαίνεται αυτή η εμμονή με το ρολόι, παύει να φαντάζει έτσι αν μόνο σκεφτεί κανείς ότι και το ίδιο το σύμπαν τι άλλο είναι παρά ένα καλοκουρδισμένο ρολόι ακριβείας;…
Ένας άλλος συγγραφέας, Γερμανός αυτός, έγραψε τα λόγια που του σιγοψιθύρισε ένας νεαρός τραυματίας του πρώτου από τους δύο μεγάλους πολέμους του περασμένου αιώνα, ο Έμιλ Σίνκλερ, σ’ ένα πασίγνωστο εφηβικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης, μαθητείας και διάπλασης, όταν μια ξεχωριστή γυναίκα με τ’ όνομα της πρωτόπλαστης Εύας τού έστειλε ένα φιλί να σφραγίσει τα ματωμένα χείλη του: «Η ψυχή μου μοιάζει μ’ ένα παράξενο, κλειδωμένο σπίτι. Όταν καμμιά φορά βρίσκω το κλειδί και κατεβαίνω στα κατάβαθά της, εκεί όπου σ’ εναν σκοτεινό καθρέφτη λαγοκοιμούνται οι μορφές της μοίρας μου, δεν έχω παρά να σκύψω πάνω στον σκοτεινό καθρέφτη και να δω το πρόσωπό μου που, τώρα, σου μοιάζει πέρα για πέρα, φίλε μου κι οδηγέ μου…».
Αυτά τα ίδια κι απαράλλαχτα, τα ίδια κι άλλα συλλογιέσαι κι εσύ τώρα απευθυνόμενος στον απόντα, αλλά πάντα παρόντα Κύριο Μιχάλη, τον επιλεγόμενο Μποϊλέ τον Μποϊκλή. Κάθε που βρίσκεις το κλειδί για να κατέβεις στα καταχθόνια και να τραβήξεις μια στάλα το κουρτινάκι της καρδιάς αντικρίζεις την κατοπτρική εικόνα του ίδιου του εαυτού σου σ’ έναν καθρέφτη που όσο περνά ο καιρός τόσο και πιο επίπεδος, άρα λιγότερο παραμορφωτικός γίνεται. Βγαίνεις τότε έστω και για λίγο από τα διχαλωτά μονοπάτια και τον ατελείωτο λαβύρινθο «της ποικίλης δράσης των στοχαστικών προσαρμογών» της ζωής, που τόσο πολύ σε βασάνισαν και σε βασανίζουν, και συνομιλείς με τον δικό σου οδηγό, τον ευγενικό μέντορα των νιάτων σου, τον Κύριο Μιχάλη, που καταδέχεται ύστερα απ’ όσα βασανιστήρια του έκανες να συνομιλεί ακόμη μαζί σου εξημερώνοντας με τον κατευναστικό ήχο της φωνής του ό,τι τρομακτικό λουφάζει ακόμη κρυμμένο στα σκοτεινά καντούνια της καρδιάς. Ποιος απ’ τους δυο σας κάθε φορά τώρα ομιλεί, ποιος σιωπά, δύσκολο να το πεις, αλλά δεν έχει πλέον σημασία.
― Αδέκαστος κριτής σας θα πρέπει να γίνει ο ίδιος ο εαυτός σας, το ζητούμενο είναι να μην αδικείτε τον εαυτό σας με ανόητες συμπεριφορές. Όσο δεν βλέπομε εμείς οι ίδιοι τα λάθη μας, αυτά παραμένουν διά βίου λάθη. Καμμιά φορά τα φέρνει έτσι η μοίρα, που μιας ζωής μετάνοια δεν φτάνει για να συγχωρεθεί το λάθος μιας στιγμής. Το ανάστημα το δίνουν στον άνθρωπο άλλα πράγματα στη ζωή, μοναχός σας πρέπει να τ’ ανακαλύπτετε ένα ένα ματώνοντας κάθε φορά… Η Αγάπη δεν έρχεται διότι εμείς δεν την αφήνομε να ’ρθεί, κι αν κάποτε έρθει, βιαζόμαστε να την αποδιώξομε με γροθιές και με λακτίσματα. Τυρβάζομε για πράγματα ανούσια, αλλά κάποια στιγμή έρχεται αναπάντεχο εκείνο το «κάτι», που τα σαρώνει όλα και τα σκορπίζει φτερά στον άνεμο…
Κι ύστερα:
―Η Καλοσύνη και η Ομορφιά είναι δυο ευάλωτα λουλούδια που ’χουν ανάγκη την ακοίμητη φροντίδα του ανθρώπου, για να φυτρώσουν εντός του και να ευωδιάσουν κάποια στιγμή. Τα πράγματα δεν είναι μόνο έτσι που τα βλέπουν τα μάτια, πρέπει κι η καρδιά, που ’ναι πιο συμπονετικιά, να τραβήξει το κουρτινάκι της για να τα δει. Ένα τοσοδά, ένα απειροελάχιστο, ασήμαντο κλάσμα του Χρόνου είναι το μερτικό του καθενός στη ζωή και πέραν τούτου δεν υπάρχει πολυτιμότερη για τον άνθρωπο παρακαταθήκη και προίκα. Αν μόνο ήξερε ο άνθρωπος πόσα ολίγα έχει ανάγκη στη ζωή για να ευτυχήσει… Όσο μεγαλώνει κανείς, καλύτερα να γίνεται πιο λακωνικός, κι αν το μπορεί πιο ιδιωματικός, οι πρόθυμοι κι οι άξιοι ακούν τα ολίγα και καταλαβαίνουν πολλά, όσο δυσνόητα κι αν είναι αυτά. Όσο για την Αγάπη, αχ, η Αγάπη με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα της, για να μην πω όλα τα γράμματά της, τι να πρωτοπείς γι’ αυτήν;
Σταμάτησε για λίγο και το πρόσωπό του γέμισε με μιαν αξιοθαύμαστη, μια στωική αποδοχή, μιαν ηρεμία που αποκτά το ανθρώπινο πρόσωπο όταν αναπολούμε περασμένες στιγμές, ιδιαίτερα τις στιγμές της αγάπης, ακόμη κι αν αυτές ήταν τρικυμισμένες και πικρές.
―Εψές ξανάκουσα μια μουζική, είπε, που την εγέννησε μια μεγάλη, μια παραμυθένια Αγάπη. Μού ’χε κρατήσει καλή συντροφιά κι ακλόνητο στήριγμα σε ώρες δύσκολες των νεανικών μου χρόνων αυτή η μουζική, όταν αμάθητος έπρεπε να κολυμπήσω σε βαθιά, άγνωστα νερά, όπου ο βυθός ήταν σκοτεινός, άγνωστος. Για πολύν καιρό αυτή η μουζική ήτανε το στήριγμά μου. Συγκλονίστηκα και πάλι ξανακούγοντάς την μετά από καιρό. Μου ξανάφερε με κρυστάλλινη καθαρότητα στον νου εκείνες τις δύσκολες στιγμές της νεότητός μου, όταν το σώμα διαφέντευε σκοτεινιάζοντας την κρίση, αλλά η Αγάπη, αχ, η Αγάπη γεννούσε πάντα την ελπίδα, έστω την απέλπιδα ελπίδα, που ήταν παραπάνω από αρκετή να φωτίσει την πιο σκοτεινή σκοτεινιά. Εψές ξανάζησα με απίστευτη ενάργεια όσα τότε περνούσα. Είναι τρομερό να αναγκάζεσαι να στερηθείς όποιον κι όσα πολύ ηγάπησες. Σου συνιστώ, φίλε μου, όταν σου δοθεί η ευκαιρία, να την ακούσεις με προσοχή αυτή τη μουζική. Είναι από τη Βαλκυρία, δεύτερη όπερα της περίφημης τετραλογίας του Βάγκνερ Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν, δεύτερη πράξη, τέταρτη σκηνή, το θυμάμαι καλά, διαρκεί μάλιστα κάνα εικοσάλεπτο. Είναι η σκηνή που η τρομερή Βαλκυρία Βρουγχίλδη, ο θηλυκός Αρχάγγελος Μιχαήλ της τευτονικής μυθολογίας, συναντά και αναγγέλλει στον ήρωα Ζίγκμουντ τον επικείμενο αναπότρεπτο θάνατό του κατά την απαίτηση του πατέρα των θεών Βόταν κι αυτός την ερωτά να του πει πώς είναι ο τόπος όπου είναι γραμμένο του να πάει. Η θυγατέρα του Βόταν του εκθειάζει όσα όμορφα, ποιες τιμές και ποιοι ήρωες τον περιμένουν εκεί μαζί με τον ίδιο τον αρχηγέτη των θεών, τον Βόταν, του μιλά για το νέκταρ που θα τον κερνούν οι κοπέλες της Βαλχάλα, μαθές του θεϊκού βασιλείου των Ηλυσίων, του Παραδείσου, και προσπαθεί να τον δελεάσει, να τον πείσει να δεχτεί αυτοβούλως τη μοίρα μιας μετά θάνατον αιώνιας κι αρράγιστης ευτυχίας, οπού του ορίστηκε. Ο Ζίγκμουντ ρωτά τη θεά αν θα βρίσκεται εκεί μαζί του η τρισαγαπημένη του αδελφή και σύντροφος Ζίγκλιντε κι όταν η Βαλκυρία του απαντά αρνητικά, τοτε εκείνος χωρίς δεύτερη σκέψη, στρέφεται αυθόρμητα σ’ αυτήν και βλάσφημα της απαντά ότι της τα χαρίζει όλα, μαζί και τον ίδιο τον πατέρα των θεών, γιατί ο ίδιος προτιμά πριν και πανω απ’ όλα αυτά τα δώρα την Αγάπη της Ζίγκλιντε. Ωστόσο αυτό είναι αδύνατο να γίνει, αφού ορίστηκε αλλιώς απ’ τους θεούς, κι έτσι ο Ζίγμουντ θα υποκύψει στη μοίρα του, αφήνοντας όμως οπίσω ζωντανή την παρουσία του με τον αγέννητο ακόμη γυιο του Ζίγκφριντ. Η Αγάπη να πολεμήσει τον Θάνατο δεν το ημπορεί, το γνωρίζομε κι από την εδικιά μας, την αρχαία ελληνική μυθολογία με προεξάρχοντα τον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης, μελοποιημένο κι αυτόν από το μουσικό θέατρο.
Την άκουσες πολλές φορές αυτή τη Μουζική, κι όποτε την ξανακούς θυμάσαι τα λόγια του Κυρ’-Μιχάλη, τον παλμό που δονούσε τη φωνή, τη συγκίνησή του, καθώς μιλούσε Είναι το δίχως άλλο χρειαζούμενο κι ωφέλιμο από καιρό σε καιρό να ξαναγυρίζομε σ’ όσα αγαπήσαμε, σ’ όσα κάποτε μας βοήθησαν να ξαναβρούμε τον ρυθμό της περπατησιάς μας. Όμως ας ήταν να ευδοκήσει τώρα να ξανάρθει για σένα ο καιρός να συμπληρώσεις την καταγραφή των ευλογημένων καταλόγων με τα εξαίσια, τ’ αξιοθαύμαστα πράγματα που γνώρισες κι απόλαυσες στη ζωή ‒ αρετές και ψυχικά στολίδια του ανθρώπου, μουζικές, ποιήματα, θεάματα των τεχνών, τρομακτικές μα και γλυκές στιγμές της φύσης, ηλιοβασιλέματα με την τελευταία στιλπνή μαρμαρυγή της ακίνητης, αλλά λαμπυρίζουσας ωσάν δίκοπη καλοακονισμένη μάχαιρα θάλασσας κι αυγές κροκάτες, καλοσύνες και φουρτούνες, μυρωδιές και γλεγούδια για τη μύτη και το στόμα που μας ταξιδεύουν στις νοστιμιές και στη μέθη, στα ωραία της ζωής. Η επόμενη παραλοή, ο επόμενος μαθές θεματικός κατάλογος που πρέπει ορισμένως κάποια στιγμή να καταρτίσεις, είναι αυτός με τις σοφές κουβέντες του Κυρίου Μιχάλη. Όχι μόνο σοφές, μα κι όμορφα ειπωμένες, που βοηθούν την αρμονική σύμπραξη αισθήσεων και ψυχής για να ξαναδείς, να ξαναμυρίσεις, να ξαναγευτείς, να ξανακούσεις, να ξαναγγίξεις και τέλος ανασύροντας τον χαμένο χρόνο από το βαθύ πηγάδι του, να ξαναθυμηθείς όσα πολύ αγάπησες στη ζωή, όσα σε έκαναν να πιστέψεις στην ψευδαίσθηση της Αθανασίας. Εβίβα και χαλάλι αυτής της ψευδαίσθησης, που άλλοι την ονομάζουν πίστη κι ελπίδα, δι’ αυτής τα πάντα και άνευ αυτής ουδέν, είναι ο επιούσιος άρτος της ζωής κι ας χαρίζεται απατηλά έναντι βαρυτάτης πληγής που κανένα βάλσαμο δεν δύνεται να την επουλώσει! Όταν το συνειδητοποιείς αυτό κομματιάζεσαι και φωνάζεις χωρίς ν’ ακούγεται φωνή:
― Η δαγκωματιά του πόνου για τα περασμένα με πονά, αλλά πάνε αυτά, περάσανε, παραδέχεσαι κι εσύ σαν τον Φιλοκτήτη. Άλλο είναι εκείνο που εμένα με πονεί και με σφάζει, τα όσα βλέπω μελλοντικώς ότι θα ’ρθούν ― «οὐ γάρ με τἄλγος τῶν παρελθόντων δάκνει, ἀλλ’ οἷα χρὴ παθεῖν με»…
Οι κουβέντες τού πολλαπλώς φιδοδαγκωμένου στη ζωή Κυρίου Μιχάλη πότε έμοιαζαν με μισοτελειωμένα, και γι’ αυτό πιο δραστικά, ποιήματα, πότε με θυμόσοφες παρουμίες ή δυσαπάντητα μες στην αθώα απλότητά τους μαντέματα, που με τους υπαινιγμούς και τις αμφισημίες τους οδηγούσαν ξεπιτούτου σε πονηρές (για τους πονηρούς) και χωρατατζίδικες (για τους χωρατατζήδες) σκέψεις κι απαντήσεις προκαλώντας τον απρόσκοπτο κι απροσποίητο γέλωτα. Συχνά έμοιαζαν με φιλοσοφικά αξιώματα, ρητά κι αποφθέγματα, ακόμη κι αινιγματικούς χρησμούς κατά πολύ ανώτερους από τα θεωρούμενα εμβληματικά (αλλά συχνά ανόητα) δήθεν «τελευταία» λόγια, τα πλαστά ή τα ξεριζωμένα με το ζόρι από το ασθματικό στήθος κάποιου δυστυχισμένου «μεγάλου ανδρός», που είναι έτοιμος να «εμβαρκαρισθεί» αποχαιρετώντας διά παντός όσα ηγάπησε σε τούτον τον μάταιο κόσμο, λες κι άλλη έγνοια κι άλλη αγωνία δεν έχει την ώρα την υστερνή του παρά να συνθέσει εμβληματικά την τελευταία του πρόταση!
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα ιδιώματα του Μποϊλέ, πρέπει να το πω κι αυτό, ήταν και το ακόλουθο καλά κρυμμένο, ευδιάκριτο εντέλει στοιχείο του χαρακτήρα του, που το εξεχώριζες όταν τύχαινε να τόνε γνώριζες λίγο περισσότερο: μιλώ για την εμπιστοσύνη που είχε μέσα του σε μερικά αναλλοίωτα πράγματα στη ζωή, αίφνης την πίστη του στον άλλον Άνθρωπο, αλλά και στην αξία της Τέχνης (ιδιαίτερα της Μουζικής και της Ποίησης). Αυτά τα δυο τα εκτιμούσε και τα αγαπούσε βαθιά, στέρεα. Ακόμη και στις ανθρώπινες στιγμές της λιποψυχίας και της απιστίας ‒ποιος άνθρωπος δεν έχει τέτοιες;‒, ακόμη κι όταν έφτανε ‒σπάνια πάντως‒ να ελεεινολογεί την αδυναμία του ανθρώπου να γίνει πιο άνθρωπος, ακόμη και τότε, έβλεπες ότι κατέληγε και πάλι να προσφεύγει σ’ αυτές τις δυο Τέχνες για παρηγορία και καταφυγή, να μπορέσει να πάρει δύναμη παραβλέποντας ότι και η Τέχνη ήταν προϊόν του ανθρώπου.
―Ακόμη κι ο πιο αδύναμος άνθρωπος προκαλεί την κατάπληξη, όταν κάποιες στιγμές συνειδητοποιείς πόσο ελεύθερος και δυνατός μπορεί να γίνει από μιαν εσωτερική, μια κρύφια ώθηση για θετικές σκέψεις και δημιουργία. Ο ένας έχει ανάγκη τον άλλον, όχι για να μας υπηρετεί εγωιστικά, όλοι έχομε ανάγκη το να υπηρετούμε τον άλλον παινεύοντας τα άξια θαυμασμού δημιουργήματά του, τα μόνα μαζί με την άπλα της μεγάλης καρδιάς που στεριώνουν την εμπιστοσύνη του ενός προς τον άλλον, αυτά κι άλλα τέτοια παράξενα μονολογούσε κάποιες φορές, λόγια που συχνά ηχούν στ’ αφτιά μου ακόμη και τώρα.
Από τα εξαίσια σωζόμενα ρητά και αξιώματα των προσωκρατικών σοφών της αρχαιότητας έως το «μη μου τους κύκλους τάραττε» του Αρχιμήδη, το «τετέλεσται» και το «μη μου άπτου» του Ιησού, από το «η κωμωδία τελείωσε» του αυτοκράτορα Αυγούστου, το «κι όμως κινείται» του Γαλιλαίου μέχρι το «στον Παράδεισο θ’ ακούω» του Μπετόβεν υπάρχει ένας ατελείωτος «κατάλογος», μια μακριά «λίστα» με τέτοιες ρήσεις, περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένες ή πιστευτές. Μερικές υποβλητικά μυστηριακές, άλλες ειρωνικές, αυτοσαρκαστικές, ή θυμόσοφες, όλες πάντως ποιητικές. Βλέπετε, όπως λέει κάπου κι ο μεγάλος εγγλέζος βάρδος «οποιανού του μένουν λίγα λόγια δεν τα πετά μάταια, δεν τα σπαταλά», κι ακόμη όπως λένε στον τόπο μας «τα στερνά τιμούν τα πρώτα», υποψιάζομαι ωστόσο, κι αυτή την υποψία τίποτε δεν μπορεί να μου την κατασβέσει, ότι τα σημαντικότερα τελευταία λόγια πολλών αξιομνημόνευτων ανθρώπων μάλλον έχουν στρεβλωθεί ή ακόμη και αποκρυφτεί με το πρόσχημα της προστασίας αυτού που ονομάζομε «αξιοπρέπεια» ή «μνήμη» των αποβιωσάντων. Κάποιους απ’ αυτούς, πάντως, αντιθέτως με όσα μας παραδόθηκαν, εγώ τους φαντάζομαι από τσαντίλα να λένε εντελώς διαφορετικά πράγματα απ’ αυτά που μας παραδόθηκαν. Ας πούμε, ένα «άϊ σιχτίρ!», ένα «και σιγά να μη φοβηθώ!», ένα «ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει!», ακόμη κι ένα «δε γαμιέται!», ας μου επιτραπεί να πω, με όλο μου τον σεβασμό ότι τέτοια και παρόμοια μου φαίνεται ότι ταιριάζουν περισσότερο στα χείλια μερικών από τους φευγάτους.
Τελοσπάντων, είναι μακριά η ανεκδοτολογική λίστα με τα θρυλούμενα «τελευταία» λόγια τρανών ανθρώπων, ακόμη και τα λόγια ενός ανθρώπου του θεού, του Αγίου Φραγκίσκου, που καλωσόρισε τον θάνατο ως αδελφό! Αρκετά από αυτά τα φημολογούμενα λόγια δεν φαντάζουν και τόσο αληθοφανή, αλλά μάλλον αποτελούν καλαμπουρτζίδικα χωρατά κατασκευασμένα από τους ζωντανούς, αδύνατον να τα έχει ξεστομίσει άνθρωπος στο χείλος της αγωνίας όταν αποχωρίζεται η ψυχή του σώματος, ακόμη κι αν ήταν μεθυσμένος από το κρασί του θανάτου. Είναι αξιοσημείωτο ότι για τους γνωστούς λόγους ανάμεσά στους μεγάλους άντρες βρήκα να φιγουράρει μία μόνο γυναίκα! Όπως και να ’χει, όποτε αναθιβάνω στο μυαλό αυτά τα λόγια κλείνω πάντα τον κατάλογο με τον απαστράπτοντα αποχαιρετισμό του Κυρίου Μιχάλη, έτσι όπως θέλησε ο συγγραφέας να τον παρουσιάσει στις σελίδες τούτου του βιβλίου ‒ αλήθεια;, ψέματα;, κανείς (ούτε ο συγγράψας) δεν μπορεί εν τέλει να πει. Όλα, αλήθειες-ψέμματα γίνονται μαλλιά-κουβάρια όταν πιάνεις τον κοντυλοφόρο για να τ’ αραδιάσεις στο άσπρο χαρτί […].
Τώρα, μετά από τόσα χρόνια, συλλογιέσαι ότι γενικώς τα λόγια του Κυρίου Μιχάλη ή τα λόγια κάποιων άλλων που συχνά ο ίδιος θυμόταν κι επαναλάμβανε με απόλαυση, δεν ήταν πυροτεχνήματα που φώτιζαν για λίγο τα σκότη κι αμέσως έσβηναν ή γλωσσικές ακροβασίες και λεκτικά στραμπουλήγματα σαν εκείνα μερικών που περιφέρουν, επιδεικνύουν και τελικά εξαντλούν τον αμφίβολο «μοντερνισμό» τους με τέτοια κάλπικα τερτίπια, αλλά ήταν ήλιοι ολόλαμπροι που φώτιζαν τις νύχτες τα σκοτεινά δωμάτια της ψυχής σου. Ακόμη και κάποιες σπάνιες παραδοξολογίες του, κάποια παραλαλήματά του εις εαυτόν, κάποιες μεταπλασμένες επαναλήψεις από λόγια μεγάλων μορφών της ανθρωπότητας, όπως και οι συχνές «ομιλούσες» σϊωπές του καταλήγανε στο τέλος να γίνουν ακλόνητες αποδείξεις μαθηματικών θεωρημάτων, τόσο παράδοξα, αλλά και πειστικά αυταπόδεικτες, ώστε βαθιά μου ένιωθα ότι δεν έχρηζαν καμμιάς επαλήθευσης: «ξέχνα τα πάντα, αν θέλεις να θυμηθείς, στα σκοτάδια βρίσκεται η σιγουριά, η σιωπηλή μουσική η ομιλούσα μοναξιά, η σκοτεινή νύχτα οδηγός και προστάτης κατασιγάζει τις ανθρώπινες αισθήσεις στέλνοντάς τες στη νάρκωση και τη λήθη, φλόγα ζωντανή της αγάπης που φωτίζει και δροσίζει τις ανεξερεύνητες σπηλιές της ψυχής, η ανάσα του αγέρα μες στης νύχτας το ατάραγο βασίλειο κι η φλόγα που χαϊδεύει χωρίς να καίει και να πονά» ‒ λόγια και πάλι ενός άλλου Άγιου Ποιητή…
Τις κουβέντες τις εδικές του και τα σοφά λόγια των αλλωνών, λοιπόν, οπού ήταν προσφιλής συνήθειά του να τα επαναλαμβάνει και να τα υπενθυμίζει, τα διέκρινε η κατασταλαγμένη σοφία, η εξαιρετική οξυδέρκεια, η αβάρετη ποίηση που ποτέ δεν γινόταν ποιητικότητα, οι αγχίνοες υπαινιγμοί, κι όπου ήταν αναγκαίο η ανελέητη βιτριολική καυστικότητα κι η εφευρετική ειρωνεία, μαθές το αρχαίο ασύγκριτο «σκώμμα» με τη μουζική της ιδιαίτερης γλώσσας του, που ανέκαθεν εχαρακτήριζε κι έχει επιβιώσει θάλλοντας στους πληθυσμούς των ελληνικών νησιών και δη των Κυκλάδων Νήσων του Αιγαίου. Όπου συχνά ολίγες λέξεις μεταμορφώνουν τ’ αυτονόητα, κάποτε και τα κοινότοπα, σε σοφά ενορχηστρωμένες συμφωνικές ρήσεις, που θα μπορούσαν να ειπωθούν, μα τον Θεό!, από μεγάλους νόες και μύστες της ανθρωπότητας. Εκατό τοις εκατό καραντί κι εξακριβωμένο, ότι αυτή η αξιοπερίεργη δεξιότητα έρχεται ευθεία από τον αρχαίο κάτοικο ετούτων των νησιών, που όλο και λιγοστεύει στις μέρες μας, ώσπου να χαϊνέψει καθολικώς κι αμετακλήτως έτσι που βαδίζομε «κοσμοπολιτικώς» ― τι παρανοημένη κι αδικημένη λέξη κι αυτή!
Είναι δύσκολο έργο αυτή η λίστα, αυτός ο κατάλογος να συντεθεί, όχι γι’ άλλο λόγο, παρά μόνο γιατί κάθε που έρχεται στο μυαλό μια άξια μνείας κουβέντα του Κυρίου Μιχάλη, μπερδεύομαι, δεν είμαι βέβαιος αν τω όντι την είπε, αν τελικά είναι δική του, επινοημένη δική μου ή κάποιου άλλου, όπου βάζω αυτομάτως τη φωνή του να την επαναλάβει. Αλλά τι σημασία έχουν πια τώρα όλα τούτα, αφού η εδική του φωνή είναι πια κι εδική μου, η εδική μου δική του, κι όλες οι φωνές των αγαπημένων, των καημένων φευγάτων, παλαιότερων και νεότερων είναι πια ζυμωμένες και πλασμένες, συντονισμένες εντός μου ωσάν ωρολόγια ακριβείας. Και πώς αλλιώς παρά «καημένοι» είναι όσοι εγκαταλείπουν τούτη τη μάταιη, μα όμορφη ζωή; Οι «καημένοι» οι φευγάτοι! Πάντα έτσι, «καημένους», τους χαρακτηρίζομε, κι ας κρατούν πάντα ένα κερί αφτούμενο στο χέρι τους. Ξεχνάμε ότι κάποτε ήταν κι αυτοί σαν κι εμάς ζωντανοί μ’ αρετές και με πάθη, μ’ ανάγκες κι επιθυμίες πραγματοποιημένες ή απραγματοποίητες. Αλλά ποιοι τελικά στ’ αλήθεια οι αληθινά καημένοι;, οι φευγάτοι γιά οι ζωντανοί; Θέλει πολλή σκέψη κι άλλο τόσο ζύγιασμα τούτη η ερώτηση για ν’ απαντηθεί· νά, όμως ένας ετοιμοθάνατος, θυμόσοφος νησιώτης που είχε έτοιμη στην άκρη των χειλιών του αντί για απάντηση μιαν αποστομωτική ερώτηση, όταν οι φίλοι του τον ψευτοπαρηγορούσαν υποκριτικά για τα αγαθά της άλλης ζωής γύρω από τη νεκρική στρωμνή του.
―Μα τι μου τσαμπουνάτε, για να με ψευτοπαρηγορήσετε τώρα; Έχετε ποτέ σας διει κανέναν αποθαμένο να ’ναι καλύτερος από τον ζωντανό;, τους ρώτησε κι όλοι τριγύρω του απόμειναν κοκαλωμένοι […].
––––––––––––––––
Προδημοσίευση αποσπάσματος από ομώνυμη υπό έκδοση μυθιστορία του Π. Κ. Για τις άγνωστες ιδιωματικές λέξεις ο αναγνώστης μπορεί να συμβουλευτεί το Π. Κουσαθανάς, Χρηστικό Λεξικό του Ιδιώματος της Μυκόνου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 1996.