Τον είδα πάλι σήμερα. Έμοιαζε γερασμένος.
Περπατήσαμε, όπως πάντα το συνηθίζαμε, κατά μήκος της προκυμαίας, ως κάτω στην προβλήτα, μέχρι την άκρη της προβλήτας και πίσω. Δεν είχε ιδιαίτερα...δεν είχε ιδιαίτερα αλλάξει, μόνο που φαινόταν πιο μεγάλος. Τον ρώτησα αν μ’ έβρισκε αλλαγμένο. Είπε, όχι, μάλλον όχι. Είπε, δε βλέπει σημάδια αλλαγής, αν μη τι άλλο, φαινόμουν νεότερος. Αντέτεινα ότι αστειεύεται. Είπε όχι, καθόλου. Επεσήμανε τη χρήση της φράσης «αν μη τι άλλο». Αν μη τι άλλο, είπε και γύρισε τα μάτια του ―ακόμα λαμπερά― πάνω μου, αν μη τι άλλο φαίνεσαι νεότερος. Αν μη τι άλλο φαίνεσαι μεγαλύτερος, είπα. Δε χωράει «αν μη τι άλλο» σ’ αυτό, ανταπάντησε, δε χωράει καθόλου.
Πήραμε όπως πάντα το ίδιο μονοπάτι που παίρναμε, πιο βρεγμένο από ποτέ κοντά στα βράχια. Μοιάζει πιο βρεγμενο από ποτέ εδώ πάνω, είπε, είχε ταραχή στο Κανάλι; Πώς ανέχεσαι τέτοιον παλιόκαιρο; Τόσα χρόνια; Δε σε καταθλίβει; Καθόλου, απάντησα, μάλλον ευχάριστο τον βρίσκω, μου ταιριάζει. Έχεις ακόμα εφιάλτες, ρώτησε. Χαμογέλασα στο αγέρι. Έχω να δω όνειρο από το 1956, είπα. Απαίσιο, καταραμένο σαματά που ’κανες τότε, είπε, σαν να πνιγόσουν ή κάπως έτσι. Θεέ μου, τι φασαρία. Έφτυσε κάτω. Μια ώρα σ’ αυτή την καταραμένη, βροχερή άκρια του κόσμου μου αρκεί, δεν ξέρω πώς επιβίωσες, μα, όπως και να ’χει, χαίρομαι που σε βλέπω να ακμάζεις. Να «ακμάζω», είπα, όχι, όχι δα, σίγουρα αστειεύεσαι.
Αλλά δεν ξαναμίλησε. Κοιτούσε κάτω τη θάλασσα, τη θάλασσα που γνώριζε τόσο καλά, τη βοή της νιότης μας.
Με κέρασε τσάι στο σταθμό. Τον πήγα μετά μέχρι το τρένο. Χάρηκα που σε βλέπω να στέκεσαι στα πόδια σου, χάρηκα που ακμάζεις. Του ‘σφιξα το χέρι και τον ευχαρίστησα που έκανε τον κόπο να έρθει.
___________
Για τον Χ. Πίντερ βλ. και Χάρτης#20, 1986