Τομ Γκαν: Κάτι γλυκίσματα
Γλείφει τα τελευταία υπολείμματα του παγωτού-σοκολάτα
από τις κακαδιασμένες άκρες στο στόμα του.
Λιάζεται καθισμένος σ’ ένα σκαλί
έξω από το πλυντήριο ρούχων
το μογγολάκι ο Ντον και γυρνά το κεφάλι του με τα μαλλιά-βούρτσα
και με εντοπίζει που πλησιάζω.
«Γεια!». Το λέει με τον ίδιο προσποιητό
ενθουσιασμό, όπως μεταξύ τους οι κολλητοί από κάποια αδελφότητα.
«Θα με περάσεις απέναντι;» μισή
ερώτηση, μισή διαταγή. Κρατώ
το κολλώδες μάτσο από τα μικρά του δάχτυλα με τα δικά μου
και τρεκλίζουμε μέχρι την απέναντι μεριά του δρόμου. Εκεί πουλάνε
ροδάκινα και αχλάδια,
ο χυμός θα αργοσταλάζει από το πηγούνι σου.
Πριν τον αφήσω, γυρνά
και μου λέει απότομα, με την ίδια
αναλογία προσταγής και παράκλησης
«Θα με δώκεις ένα εικοσπενταράκι;» Δεν
του το δίνω, ποτέ δεν του ’δωσα, ειδικά σ’ αυτόν
αναρωτιέμαι το γιατί, και καθώς
βαδίζω μονάχος συνειδητοποιώ
πως η αιτία είναι το αγίνωτο μυαλό του
που ποτέ δεν με αναγνωρίζει, εμένα,
αυτόν που είμαι εγώ, λέει μόνο ένα γεια
ίσα ίσα για να μου ζητήσει ένα εικοσπενταράκι
για ν’ αγοράζει γλυκές λιχουδιές, τη μία μετά την άλλη,
γυρνάει από μαγαζί σε μαγαζί, σε
καραμελάδικα σε παγωτατζίδικα σε
ζαχαροπλαστεία σε μπακάλικα, μια ατέλειωτη
αναζήτηση για την ευχαρίστηση του ουρανίσκου. Και μετά
ξανά έξω στη ζητιανιά
για περισσότερα εικοσπενταράκια, για περισσότερα γλυκίσματα.
Έχω βγει για να ψωνίσω μια οδοντόκρεμα,
βιταμίνες, κι ένα βιβλίο για γραμματόσημα.
Μηδέν απόλαυση σε τέτοιες αγορές.
Μα ποιος προβάλλει τώρα; Είναι
ο Τζον, όχι, Τσακ τον λένε, αλίμονο
δεν θα μπορούσε ποτέ να σβηστεί το όνομά του απ’ το μυαλό μου.
Ο Τσακ μού πετάει μισό χαμόγελο, φρέσκος
σα να βγήκε απ’ το πλυντήριο
ένα πεντακάθαρο αγροτόπαιδο, ένας Τομ Σόγιερ
που μεγάλωσε, όμως στιλάτος, ίσως
πιο προσεκτικός, τα μαύρα του μαλλιά
γλειμμένα πίσω σύμφωνα με τη μόδα.
Καθώς μου κάνει χειραψία νιώθω
ένα τραχύ δάχτυλο να λυγίζει παιχνιδιάρικα
και να αγγίζει μυστικά την παλάμη μου.
«Πέρασε πολύς καιρός
από τότε που βρεθήκαμε» λέει ο Τζον.
Όχι, Τσακ τον λένε, ο Τσακ είναι. Το θερμό διεγερτικό
γαργάλημα μέσα στη σπηλιά από τις χούφτες μας πάνω στη χειραψία
έκανε το μυαλό μου να ξεχάσει τελείως την οδοντόπαστα
το γράπωσε για τα καλά.
Πόσο αρσενικός είναι έτσι
όλος λαγνεία, όλος ενέργεια, μ’ αυτήν
τη φίνα εκδήλωση του ερεθισμού του.
Του λέω ξεδιάντροπα «Τι λες για τώρα;»
ξέροντας από πριν την απάντηση. Αγόρι μου
θα μπορούσα να σε φάω ολόκληρο. Στη μακριά παύση που ακολουθεί
τον παρατηρώ από πάνω μέχρι κάτω
από τα μπλε πάνινα αθλητικά παπούτσια του μέχρι το κοφτό χαμόγελο
που έχει αρχίσει να ανατέλλει ξανά. Ξέρουμε πόσο αρέσει ο ένας στον άλλο.
Ξέρουμε ότι η καθυστέρηση κάνει μεγαλύτερη την απόλαυση.
Στα μάτια μας, στις γλώσσες μας
γευόμαστε την ηδονή που μας περιμένει
από κάτι γλυκίσματα που ξέρουμε πως είναι πάντα φρέσκα.
Κάτι γλυκίσματα. Μα κάτι γλυκίσματα.
______________
(Thom Gunn, 1929-2004), Άγγλος ποιητής. Στα 1954 μετανάστευε στη Αμερική, όπου δίδαξε στα πανεπιστήμια Στάνφορντ και Μπέρκλεϊ. Αν βρεθείτε στον Σαν Φρανσίσκο, μπορείτε να δείτε ένα μπρούτζινο αποτύπωμα της πατούσας του πάνω σε ένα πεζοδρόμιο, στην εικαστική εγκατάσταση που υπάρχει προς τιμήν 28 μελών της αδελφότητας “της πέτσινης” κουλτούρας. Για όσους ορέγονται περισσότερα, εδώ κι εδώ.