Μαρία Κάλλας

Melozzo da Forlì (1438-1494) Άγγελος με λαούτο, περ. 1480. Μουσείο Βατικανού
Melozzo da Forlì (1438-1494) Άγγελος με λαούτο, περ. 1480. Μουσείο Βατικανού


Μ Α Ρ Ι Α    Κ Α Λ Λ Α Σ


Θα πρέπει να ήταν φθινόπωρο του 1978 όταν έτυχε να βρίσκομαι στην Αθήνα. Περπατούσα ένα βράδυ στην Ακαδημίας, κάπου μεταξύ της κατάφωτης βιτρίνας γνωστού οίκου γραβατών και του τότε μεγάλου γωνιακού γυράδικου, την εποχή που είχε ξεσπάσει το σκάνδαλο με τα σάπια κρέατα, επί Παναγιωτόπουλου. Στο ενδιάμεσο στεγαζόταν τότε η Λυρική των Αθηνών. Είδα φώτα και ρώτησα τον θυρωρό στην είσοδο αν θα έχει κάποια εκδήλωση. Ναι, μου λέει, με ύφος βλοσυρό, ως συνήθως, κάτι για την Κάλλας. Αυτόματα θυμήθηκα ανάλογο ερώτημά μου στην είσοδο της όπερας του Μονάχου και η απάντηση με ένα πλατύ χαμόγελο και ελαφρά υπόκλιση ήταν “παίζει το Cosi fan tutte, Mozart”. Αν θυμάμαι καλά πρέπει να ήταν ντυμένος και με ρούχα εποχής.

Κάθισα κάπου. Η αίθουσα ήταν γεμάτη, αλλά όχι ασφυκτικά. Πήραν πολλοί το λόγο, αλλά δεν θυμάμαι απολύτως τίποτε. Ούτε ποιοι μίλησαν, ούτε τι ειπώθηκε. Όμως θυμάμαι ότι στο τέλος ξαφνικά άστραψε μία πελώρια γαλάζια οθόνη και, αφού προηγήθηκε η εκφώνηση μιας ρήσης ―ίσως από ποίημα― του Leonardo da Vinci που έλεγε ότι κάθε τι σημαντικό πρέπει να προβάλλεται σε γαλάζιο φόντο, ή κάπως έτσι, υπό τους ήχους της άριας «Casta diva» έκλεισε η εκδήλωση.

Βγήκα κλαίγοντας από την αίθουσα και το κλάμα έγινε σχεδόν σπαραγμός επί της Ακαδημίας. Δε μ΄ ένοιαζε ο κόσμος. Είχα θυμηθεί ένα γαλάζιο ξεβαμμένο και ξεφλουδισμένο τοίχο με συρματοπλέγματα μπροστά του και, ανάμεσά τους, καταδικασμένους να προσπαθούν να ακούσουν τους συνωστισμένους σ΄ ένα μικρό προαύλιο ―γνωστούς και συγγενείς― επισκέπτες.

Ύστερα άρχισα να θυμάμαι όλες εκείνες τις ντίβες της όπερας (Τζόαν Σάδερλαντ, Βικτόρια ντε Λος Άνχελες, Ρενάτα Τεμπάλντι κ.ά. και εκείνη την εξωγήινη περουβιανή Ίμα Σουμάκ) που τις άκουγες τότε, τη δεκαετία του ΄60, στην εκπομπή «Βραδιά της όπερας», κάθε Παρασκευή βράδυ νομίζω, σε απευθείας μετάδοση από την «Μετροπόλιταν» της Νέας Υόρκης. Και άρχισα να ισχυροποιώ, περπατώντας προς τη γωνία Ομήρου και Πανεπιστημίου, την άποψή μου ότι η διαφορά της Κάλλας με τις άλλες οφείλεται, εκτός των άλλων, στο γεγονός ότι έχει ξεπεράσει το μπελ κάντο και ότι όλη η υπόσταση της φωνής της αποπνέει πλέον την αίσθηση τού τραγικού, με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου. Κάποτε, στις αρχές του Δεκεμβρίου του 2004, μπήκα πρωί από την κυρίως είσοδο της «Μετροπόλιταν», αλλά σε άφηναν να κινηθείς μόνο στο χώρο με τα αναμνηστικά για τους τουρίστες.

Πριν ένα χρόνο τότε, Σεπτέμβριο του 1977, σ΄ ένα μικρό δωμάτιο επί της Ομονοίας στον Άγ. Παύλο στην Καβάλα, έβλεπα αφηρημένος απόγεμα μαυρόασπρη τηλεόραση με λήψη πάντα της κακιάς ώρας, αλλά με δική της κεραία. Και ξαφνικά βλέπω να εμφανίζεται ο Νιάνιας, ο τότε Υπουργός Πολιτισμού, επί σκάφους του Πολεμικού Ναυτικού, και να πετάει τις στάχτες της Κάλλας στο Αιγαίο. Είχα μείνει μάλιστα με την εντύπωση ότι μπορεί και να βρήκαν λίγο το κοστούμι του. Ίσως και των διπλανών του. Αλλά δεν παίρνω και όρκο.

[ χειμώνας 2024 ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: