Έκανα μαθηματικά σε γκρουπ υποψηφίων στο μικρό ισόγειο μαγαζί-φροντιστήριό μου, όταν άνοιξε απότομα η πόρτα και μπήκε ο Αντώνης Σουρούνης με το ελαφρύ και λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο χαμόγελό του. Δεν με κοιτάζει, πλησιάζει στο πρώτο θρανίο και με τον αντίχειρά του σε κάμψη δείχνει στον πίνακα πίσω του.
―Παιδιά, λέει, μην τον πιστεύετε. Όσα γράφει εκεί, είναι ψέματα. Μόνο στα βιβλία του λέει αλήθειες.
Χαμογέλασα, ήξερα τα αστεία του. Ζήτησα από τα παιδιά να διακόψουμε, κι όταν τα συνόδευα στην έξοδο, είδα πως έβγαιναν με σλάλομ. Ένα παλιό Μερσεντές-μαούνα την είχε κλείσει. Ο Αντώνης είχε δώσει εντολή στον επιστήθιο φίλο του Γιάννη Ραπτόπουλο της Express Service, που καθόταν στο τιμόνι, να ανεβάσει το αυτοκίνητό του κάθετα στο πεζοδρόμιο ως την πόρτα.
―Γιάννη, κατέβασέ το να βγουν τα παιδιά κι έλα.
Τους πρότεινα καφέ, αλλά ο Ραπτόπουλος γελώντας σήκωσε το Jack Daniel’s που κρατούσε συνωμοτικά κολλημένο στον μηρό του.
Παρά την καλοκαιρινή κάψα, το τιμήσαμε σκέτο και άγριο, «διότι είμαστε πιστολέρο της ζωής», όπως παρατήρησε ο πληθωρικός φίλος μας συγγραφέας. Θυμήθηκα πως είχε γράψει κι ένα σχετικό με αυτό το ουίσκι κείμενο, αυτάρεσκο βέβαια και με παλιομοδίτικη παλικαριά, ωστόσο γνήσιο και τραβηχτικό ως ανάγνωσμα.
Από αυτό, που είχε τίτλο-παραλλαγή μιας γνωστής ταινίας, λεγόταν «Ο καλός, ο καλύτερος κι ο ευγενής», μεταφέρω εδώ κάποιες σειρές:
“Τον Jack
Daniel’s μου τον σύστησε ο φίλος μου ο Κώστας. Τα πράγματα είχαν αποκτήσει πια όνομα και δεν χρειάστηκε να πει «αυτό» ή «εκείνο» για να καταλάβει ο μπάρμαν ποιο ακριβώς θέλουμε… Η πρώτη γουλιά ήταν ευγενική. Η δεύτερη διακριτική. Η τρίτη γεμάτη κατανόηση. Η τέταρτη φιλική και η πέμπτη σαν να κόπηκε η κουβέντα στη μέση… Για πρώτη φορά ένιωσα κρατώντας ένα ποτήρι στο χέρι να μην είμαι κυρίαρχος του παιχνιδιού. …αφέθηκα να με πάρει το μελί ποτάμι… Μετά από κάμποσες ώρες μ’ έβγαλε στο Γουδί, στο σπίτι μου.
―Που ήσουν τόσες ώρες; Νύχτωσε… μου λέει η γυναίκα μου.
―Με τον Κώστα, της λέω…
―Τόσες ώρες με τον Κώστα;
―Και μ’ ένα φίλο του.
―Α μπα!
―Ένα Γαλλοαμερικάνο…
―Υπάρχουν και τέτοιοι; Εγώ ήξερα μέχρι τώρα μόνο τις Γαλλοαμερικάνες…
[...]
―Χα!... της έκανα μες στο στόμα. Τώρα τον ξέρεις.
―Φύσα πάλι… ψιθύρισε.
Φύσηξα. Με φίλησε απαλά, σαν να φιλούσε κάποιον που μόλις πρωτογνώριζε.
Όταν συναντιόμαστε καμιά φορά σήμερα και την προσκαλώ για ένα ποτό, ζητάει πάντα Jack Daniel’s. Δεν ξέρω γιατί. Εγώ τη μέρα εκείνη
δεν της είχα πει όνομα.”
Στο βιογραφικό του Αντώνη αναφέρεται ότι είχε σπουδάσει κάποια εξάμηνα κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια της Κολωνίας και του Σααρμπρύκεν στη Γερμανία, και του Ίνσμπρουκ στην Αυστρία. Εγώ όμως ήξερα πως είχε πτυχίο κυρίως από το πανεπιστήμιο της ζωής, την πιάτσα.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, στην Άνω Πόλη. Πούλησε λεμόνια με τον πατέρα του στις αγορές. Δούλεψε, αφού τέλειωσε το Γυμνάσιο, στην Αγροτική Τράπεζα. Τα παράτησε. Πήγε τους γονείς του στη Γερμανία, όπου ήδη είχαν μεταναστεύσει.
Έμεινε εκεί αρκετά χρόνια. Κάπου ενδιάμεσα σε όλα αυτά μπάρκαρε σε εμπορικά βαπόρια, όπου και τραυματίστηκε σοβαρά. Ασχολήθηκε με άλλες ευκαιριακές δουλειές, όπως hotel boy και επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας σε καζίνο. Αφεντικό σε αυτή τη δουλειά ήταν ένας μαθηματικός που υποτίθεται πως είχε εφεύρει έναν αλγόριθμο με τον οποίο τσιμπούσαν μεροκάματο από το ναό της τύχης.
― Κάθε μεσημέρι, μου είχε εξηγήσει ο Αντώνης και το έγραψε κιόλας σε βιβλίο του, έπαιρνα το λεωφορείο και πήγαινα στο καζίνο. Σημείωνα τα νούμερα που έβγαιναν σε τρεις ρουλέτες. Τους είχαμε δώσει κι ονόματα: Μαρία, Μπέρτα και Γκρέτα.
― Αυτό δεν το γράφεις στο βιβλίο σου.
― Καλά, εντάξει, λοιπόν, δώδεκα παρά, το βράδυ, ερχόταν ο καθηγητής. Έπαιρνε τα χαρτάκια, καθόταν παράμερα, μουρ-σουρ-φουρ με τον εαυτό του, μετά μου έδινε λεφτά και μου έλεγε ας πούμε: «Μαρία, τώρα, corner bet τάδε, 50 μάρκα». Σχεδόν πάντα έπαιζα corner bet. Η μάρκα μου δηλαδή ακουμπούσε σε τέσσερις αριθμούς, εκεί που κάνουν γωνία, στο σταυρό. Αν κάθιζε η μπίλια σε έναν από τους τέσσερις, μας αναλογούσε κέρδος το ένα τέταρτο του ποσού. Τα μοιραζόμασταν, και την άλλη μέρα πάλι τα ίδια.
Του είπα την ένστασή μου.
―Μα αφού αλλάζουν κάθε 20 λεπτά τους γκρουπιέρηδες στις ρουλέτες, πώς εύρισκε άκρη ο φίλος σου;
Γέλασε.
―Ναι, φίλε, τα χέρια που πετάνε τη μπίλια, τ’ αλλάζουν, τις μηχανές δεν αλλάζουν. Κι οι μηχανές έχουν τα χούγια τους. Κι αυτός ο μηχανικάντζουρας, τα ήξερε. Οι βατσιμάνιδες του καζίνου έβλεπαν τι κάναμε, αλλά δεν τους ένοιαζε, παίρναμε ψίχουλα, μεροκάματο. Αν σηκώναμε πολλά, ακόμη θα μας δέρνανε. Ένας, κάθε φορά που πέρναγε από δίπλα μου, μου έχωνε μια πνιχτή μπουνιά στα πλευρά. Με χαμόγελο ε;
― Τι είναι οι βατσιμάνιδες;
― Φύλακες. Στα βαπόρια το λέγαμε. Ήταν ο ναύτης που έμενε μέσα στο βαπόρι, όταν βγαίναμε στα λιμάνια.
Ο Αντώνης ζούσε για την πιάτσα κι από την πιάτσα με διάφορους τρόπους. Έπινε πολύ, κι ίσως αυτό, το αλκοόλ, να τον οδήγησε στο μαύρο πέλαγος της άνοιας στην οποία βρέθηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Όταν πέθανε σε φτηνό γηροκομείο, δεν ήξερε καν πως είχε γράψει βιβλία. Μου το βεβαίωσε ο Ηλίας Κουτσούκος, ίσως ο μόνος από τους φίλους του που τον επισκέφτηκε λίγο πριν πεθάνει. Αλίμονο, ο άνθρωπος γίνεται σιγά σιγά κάτι άλλο, πριν καταλήξει στο τίποτα.
Ο Αντώνης έπαιζε, επίσης, χαρτιά, πολύ, κι έγραφε αδιάκοπα. Συχνά, την πραγματικότητα που ζούσε ή όσα άκουγε από εκείνους που συμπαθούσε κι έκανε παρέα ή συναναστράφηκε λόγω δουλειάς. Σχεδόν τα μετέφερε στο χαρτί αυτούσια, προσθέτοντας πάντα τα συμπεράσματα που τον αφορούσαν. Ο χρόνος στις αφηγήσεις του, είναι ο βιωμένος από τον ίδιο χρόνος. Σχεδόν ποτέ δεν αναφέρεται σε κοινωνικά θέματα, οι όποιοι θεσμοί είναι αόριστα εχθρικοί κι όλες οι θρησκείες απούσες. Απλώς όλα αυτά των κοινωνιών τα θεωρούσε απλώς συστατικά του κόσμου, κάτι σαν δέντρα, θάλασσα κ.λπ.
Οι ιστορίες του στηρίζονταν σε όσα είχε ζήσει και μάθει. Η μισή λογοτεχνία του αφορούσε στη ζωή των Ελλήνων οικονομικών μεταναστών στη Γερμανία. Τον φώναζαν για συνεντεύξεις στα πάνελ ως ειδικό στους gastarbeiter.
Υποδύονταν επίσης αβίαστα το ζόρικο αρσενικό, το λαχταριστό από το γυναικείο φύλο. Με τις γυναίκες ήταν γλυκός και τρυφερός, ποτέ επιθετικός. Με τους άλλους όμως, ήταν καβγατζής κι ανταγωνιστικός. Έλεγε ότι γυμνάζεται, ότι ξέρει καλό μποξ, τέτοια. Εμένα με συνάρπαζε το πώς αυτή η ψυχοδομή που είχα απέναντί μου έκανε τη ζωή του τέχνη.
Ο Αντώνης, σε αρκετά κείμενά του, είχε τον κυνισμό, τη βαριά “οινοπνευματίλα” με τα παρεπόμενά της και την αθυροστομία του Μπουκόφσκι, το “αγάντα και θα το περάσουμε κι αυτό”.
Σε άλλα όμως κυριαρχεί η αξεπέραστη πρωτοτυπία, η αφοπλιστική παιδική ματιά, σαν να του αποκαλύπτεται κάθε φορά καινούργιος κόσμος, και κυρίως το πηγαίο, ανεξάντλητο χιούμορ.
Ένα δείγμα από το χρονογράφημά του «Η γειτονιά των αποξενωμένων»:
“…Η γειτονιά που μένω είναι γεμάτη από συγγραφείς κι από γάτες. Για τις γάτες μπορώ να φανταστώ ποιοι λόγοι και ποιες αιτίες λειτουργούν, ώστε φτάνοντας εδώ να καταλάβουν ότι έφτασαν στη γατοελβετία και να τερματίσουν το ταξίδι τους, όμως για τους συγγραφείς δεν είμαι απόλυτα βέβαιος. Δεν μπορώ, δηλαδή, να φανταστώ πως τους έλειπαν τόσο πολύ οι αναγνώστες κι ήρθαν εδώ, στην οδό Αναγνωστοπούλου, για να τους βρούνε. Ακόμα κι εμένα, που, όσο να πεις, κάποιοι μου λείπουνε, δεν κουβαλήθηκα εδώ για να ‘μαι κοντά ούτε σε αναγνώστη ούτε σε αναγνωστόπουλο. Πάντως, η άφιξή μου ενίσχυσε αυτό τον περίεργο πληθυσμό κατά ένα συγγραφέα και κατά ένα γάτο. Ο γάτος μου προσαρμόστηκε πολύ πιο γρήγορα από μένα και μπορώ να πω ότι επικράτησε κιόλας στο γατοπληθυσμό – κάτι που δεν μπορώ να ισχυριστώ εγώ για τον εαυτό μου. Βέβαια, ο γάτος μου είχε ισχυρό μέσον, είχε εμένα, και τον βοήθησα όσο μπορούσα σ’ αυτή του την προσπάθεια…”
Ένα παράδειγμα της πρωτοτυπίας του Σουρούνη είναι μια σκηνή που περιγράφει στο σπίτι κάποιας ευκαιριακής αγαπημένης του. Γράφει:
“…Είναι ωραίο να ξυπνάς και να βρίσκεις τα πράγματα σου στη θέση τους… Πετώντας τις κουβέρτες… έμοιαζα την ώρα εκείνη σαν χθεσινοσκαμμένο χωραφάκι γεμάτο δροσοσταλίδες. Τα κηπευτικά μου αργοσάλευαν στην πρωινή δροσούλα.
― Γεια σου, γλύκα μου… Πώς το λένε το μέρος αυτό της μέρας που έφτασα;
― Καλώς τον… Το λένε απόγευμα…
Τανίστηκα πάλι ευχαριστημένος κι ελπίζοντας πως η αρχόντισσα θα καταδεχόταν να βγει στους αγρούς για να μαζέψει αγγουροντομάτες…”
Τώρα, πώς του ήρθε να χαρακτηρίσει τον εαυτό του με “χθεσινοσκαμμένο χωραφάκι” και στην επόμενη πρόταση να ισχυρίζεται πως ό,τι φύτεψε την προηγούμενη μέρα μεγάλωσε σε μια νύχτα, είναι μυστήριο. “Τα κηπευτικά μου αργοσάλευαν στην πρωινή δροσούλα”, γράφει.
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Μερόνυχτα Φραγκφούρτης.
Όταν μου το χάρισε, πάλι στο φροντιστήριο που δίδασκα, ακολούθησε ένας μαραθώνιος κουβέντας, φαγητού και ποτού. Στην αφιέρωση, αφού εξυμνεί τα δικά μου βιβλία καταλήγει στο «…με αγάπη και συμπόνοια».
―Διορθώνεις τα κείμενα στα βιβλία σου; τον ρώτησα, σκανταλιάρικα ίσως αλλά πάντως προσχωρώντας κι εγώ στο στιλ της παρέας που καλλιεργούσε. Το “συμπόνια”, που έγραψε, ήταν με όμικρον γιώτα.
Με κοίταξε στραβά, είδε ότι το βλέμμα μου έπεσε στην αφιέρωση. Υποψιάστηκε ότι κάτι δεν είναι σωστό.
―Όλα τα κανονίζει η Λίτσα, είπε απότομα.
―Και τις διορθώσεις; Και ποια είναι αυτή;
―Ναι, και τις διορθώσεις. Είναι η γραμματέας του εκδότη, του Θανάση του Λάλα, μωρέ, τον ξέρεις. Εδώ δεν τρώγαμε ένα μεσημέρι που ήταν κι αυτός;
―Κατάλαβα.
―Στέλνω τα κείμενα, κι αυτή τα δίνει σε μια άλλη που τα ξεπλένει.
―Ναι αλλά η “γλώσσα” είναι το υλικό με το οποίο χτίζουμε. Πρέπει να τα ξεπλένουμε εμείς.
―Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς. Εγώ γράφω, ρε παιδάκι μου, απλώς γράφω. Αυτό θέλω να κάνω κι αυτό κάνω.
―Θα σου πω τι εννοώ, αλλά θα πάρει ώρα.
―Έχω όση θες. Εσύ, έχεις ή θα ιδρώνεις πάλι στο μάθημα;
―Έχω.
―Ε τότε πάμε. Θα παραγγείλεις 10 μπίρες, είσαι ο βασταχτούμενος, θα τσιμπάμε, θα τις πίνουμε, θα κουκουλίζω τον παίχτη και θα μιλάς.
Εννοούσε ότι θα παίζει το κομπολογάκι που είχε με τρυπημένες ατσάλινες χάντρες από ρουλεμάν, και θα ακούει – έτσι τουλάχιστον έλεγε.
Πήγαμε στο ταβερνάκι-εστιατόριο στη Βασιλίσσης Όλγας, στην «Καμένη Γωνιά».
―Ρίχτα.
―Κοίτα, γλώσσα είναι η επιδεξιότητα να παράγουμε και να συνθέτουμε ήχους σε ενότητες, που συμφωνούμε τι σημαίνουν.
―Βάλε να πιούμε και συνέχισε.
Ήπιαμε.
―Γραπτή γλώσσα είναι τα σχήματα που συμβολίζουν αυτούς τους διαφορετικούς ήχους σε ενότητες που ονομάζουμε λέξεις. Τα σήματα που περιέχει ο κώδικας κυκλοφορίας, δεν είναι γραπτή γλώσσα. Έχουν συγκεκριμένο νόημα, αλλά μπορεί να μην αντιστοιχούν μόνο σε ένα πράγμα. Το σήμα που δείχνει να πάμε αριστερά, αντιστοιχεί στο «Υποχρεωτική πορεία αριστερά» ή «Στρίψτε τώρα αριστερά» ή «Στροφή αριστερά». Τώρα, λογοτεχνία είναι τα έργα που έχουν φτιαχτεί με διαχρονική αισθητική αξία, έχουν λογοτεχνικότητα. Αυτό πρέπει να προσπαθούμε όλοι-
Με σταμάτησε.
―Κατάλαβα.
―Τι κατάλαβες.
―Άκου: Ένας “βολταίρος” συναντά μια παρέα.
Τον διέκοψα.
―Τι “βολταίρος”;
―Αυτός που βολταίρνει. Λοιπόν, άκου. Ένας “βολταίρος”, είπαμε, συναντά μια παρέα στην οποία κάθε τόσο, κάποιος λέει ένα αριθμό κι οι υπόλοιποι ξεσπούν σε γέλια. Πλησιάζει και τους ρωτάει, τι σχέδιο είναι αυτό, ρε παιδιά. Κοίτα, του λένε, έχουμε αριθμήσει ανέκδοτα, από το ένα μέχρι το δέκα. Λέει ένας τον αριθμό που αντιστοιχεί σε κάποιο, το θυμόμαστε και γελάμε. Ο περίεργος, δεν πείθεται. Ρε παιδιά, να πω κι εγώ ένα; Να πεις, του απαντούν. Λέει τον αριθμό 7, αλλά κανείς δεν γελά. Απορεί. Γιατί δεν γελάτε; Δεν είναι καλό ανέκδοτο το 7; Είναι, του απαντούν, αλλά δεν το διηγήθηκες καλά. Σταματώ, ήρθαν τα σουτζουκάκια.
Τα φάγαμε καυτά με αλατορίγανη και μπούκοβο, και τα σβήσαμε με το ποτό.
―Αντώνη, αυτό που είπες στα παιδιά εκείνη τη μέρα που ήρθατε με τον Ραπτόπουλο στο φροντιστήριο, δεν ήταν σωστό. Δεν μπορείς να χαρακτηρίζεις λάθος ό,τι δεν καταλαβαίνεις. Εξάλλου η τέχνη δεν συγκρίνεται με την επιστήμη. Είναι δυο διαφορετικά πράγματα.
Γέλασε.
―Σε έβλεπα να ιδρώνεις εκεί μέσα και σε λυπόμουνα, ήθελα να χαρείς λίγο. Ήσουν σαν έργο σε σινεμά, είχες και την κιμωλία, αυτό το ντεμπεσίρι, σα μπιλιαρδάδικο ήταν. Μια πλάκα έκανα.
―Ναι, αλλά χοντρή.
Όταν χωρίσαμε, σκέφτηκα πως όλες οι καλές πλάκες ήταν χοντρές. Ο Αντώνης, ό,τι έκανε το έκανε χωρίς κακία.
Μια φορά, όταν ζούσε με μια εντυπωσιακή Δανέζα, που αντιπροσώπευε στην Ελλάδα τα έπιπλα μιας φίρμας της πατρίδας της, μας κάλεσε στο σπίτι του, εμένα και τον Ηλία Κουτσούκο, για Blackjack. Ήταν κι ο Ραπτόπουλος, κι ο στενός του φίλος επίσης, διακεκριμένος πυγμάχος, ο Τάκης Θωμαΐδης. Αφού φάγαμε σκυλόψαρο σε σούπα, που είχε μαγειρέψει ο ίδιος, το στρώσαμε. Χάναμε όλοι, και τα μάζευε σωρό μπροστά του ο Αντώνης. Δεν μας φάνηκε παράξενο. Ξέραμε πως ήταν διπλωματούχος στον τζόγο και καζινόβιος. Κάποια στιγμή όμως, ο πυγμάχος μας, με αετίσια κίνηση σηκώθηκε, πέταξε κάτω τη δανέζικη καρέκλα του με τόση δύναμη που έγινε κομμάτια. «Αντώνη, κλέβεις», φώναξε άγρια. Εμείς με τον Ηλία είχαμε παγώσει. Ο Τάκης έσυρε το σωρό με τα λεφτά κοντά του, μας ρωτούσε έναν ένα πώς μας λένε και πόσα χάσαμε, και μας τα έδινε. Το παιχνίδι έληξε σχεδόν μουγκά, όπως κι η παρέα. Η Δανέζα είχε από ώρα εξαφανιστεί.
Την άλλη μέρα, ο σκανταλιάρης φίλος μας, ήταν και πάλι φίλος με όλους. Αυτό ήταν το στιλ του, η υπερβολή, τα απρόοπτα. Όσοι τον ξέραμε, τα δεχόμασταν. Ο Αντώνης Σουρούνης ήταν ανεπανάληπτος, κι ως συγγραφέας κι ως άνθρωπος. Ο κόσμος του μπορεί να ήταν ξένος σε πολλούς, αλλά όλοι θα αναγνωρίσουν πως περιέγραψε άριστα τον δικό μας.