Ανάπαυση κροτάφων

Έργο του Jacob Maentel (HΠA 1763-1863)
Έργο του Jacob Maentel (HΠA 1763-1863)



Ήθελε πολύ φως να ξημερώσει, όμως εγώ δεν παραδέχθηκα την ήττα
ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ





Ο ΠΟΙΗΤΗΣ βάδιζε μπροστά από ένα παλαιοβιβλιοπωλείο,[1] όταν σταμάτησε να ρίξει μια ματιά και τον κατέλαβε αυτό το συναίσθημα θλίψης και ταυτόχρονα νοσταλγίας για την ομιχλώδη οσμή των μεταχειρισμένων βιβλίων- συναίσθημα του οποίου δεν μπορούσε, ωστόσο, να προσδιορίσει την πηγή.
Το ίδιο συνέβη και με μια σειρά ολόκληρη από συναφή συναισθήματα ― ας πούμε, μια τάση του για απρεπείς συμπεριφορές που παρατήρησε τελευταία ότι οξυνόταν, προκαλώντας του μεγάλη ικανοποίηση. Ή το σύμπτωμα του να «αρπάζεται» με το παραμικρό, να έχει ξεσπάσματα που συνδυάζονταν με μια πρόσφατη τάση του προς το αλκοόλ.
Πόσο τον εξαντλούσε αυτή η αίσθηση ότι οι άνθρωποι ήσαν επικίνδυνοι. Όλα αυτά τα δυσάρεστα, της λεκτικής βίας: κάτι βρισιές που είχε ακούσει στον δρόμο, το πρόσωπο το απογοητευμένο αυτής της κοπέλας που είχε συναντήσει στο μετρό, ανάκατα με τύψεις για την καθημερινότητά του ― το πήγαιν-έλα στη δουλειά (εκεί όπου απασχολούνταν τα πρωινά). Πιο συγκεκριμένα, κάτι που είχε διαβάσει και που το είδε να υλοποιείται στην καθημερινότητά του, σχετικό με τους άγνωστους περαστικούς: ότι, λέει, ο οποιοσδήποτε τυχαίος περαστικός σίγουρα θα ζούσε μια ζωή εξίσου περίπλοκη με τη δική του.
Αυτά αναζητούσε στα παλιά βιβλία κάθε που συναισθανόταν την αηδία του κόσμου, τη διαρκή πλήξη και δυσανεξία της ζωής, τη σαρκική αίσθηση του υπερβολικού κενού των πραγμάτων.[2]



ΕΤΣΙ ΕΝΙΩΣΕ και ο Άνηβος όταν έχασε τη Γυρινώ: το κενό των πραγμάτων.
Να διευκρινίσουμε πως δεν την έχασε ξαφνικά ― από καιρό ένιωθε πως απομακρυνόταν από κοντά του σιγά-σιγά, ανεπαίσθητα, μέχρι που μια μέρα άνοιξε τα μάτια του και η Γυρινώ είχε χαθεί οριστικά.
Άρχισε να ρωτά τους φίλους του μήπως την είδαν, βάλθηκε ν’ αναζητά τις ευθύνες του, για βδομάδες θύμωνε και κλωθογύριζε τις πιθανές αιτίες της εξαφάνισής της... δεν μπορούσε να βγάλει άκρη. Πλησίαζαν και οι γιορτές και θα ήταν η πρώτη φορά, από τότε που ήταν παιδιά, που θα περνούσε τις γιορτές μακριά της.
Οι δυο τους, χρόνια πριν, είχαν ορκιστεί κάτω από το μακρύ τραπεζομάντιλο, από κάτω από το τραπέζι της τραπεζαρίας και κρυμμένοι από τα μάτια των γονιών τους, πως δεν θα μεγάλωναν ποτέ: θα ’μενε αυτός άνηβος και θα ’μενε εκείνη γυρίνος. Ποτέ δεν θα έβγαζε γένια ο Άνηβος, ποτέ δεν θα ξυριζόταν. Ποτέ δεν θα μεγάλωνε το στήθος της Γυρινώς, ποτέ της δεν θα γινόταν γυναίκα κανονική. Το είχαν ορκιστεί. Μια για πάντα. Εκείνος δεν θα γινόταν ποτέ έφηβος, εκείνη δεν θα ’χε ποτέ περίοδο. Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια, και τα δυο παιδιά παρέμεναν παιδιά. Παιδιά αχώριστα. Η ζωή του ήταν συνυφασμένη με τη ζωή της.
Δεν θα μπορούσε κανείς να μπει ανάμεσά τους, η ζωή των μεγάλων δεν θα μόλυνε την αγνότητα της μοναδικής τους σχέσης. Ούτε έλξη σωματική, ούτε τινάγματα μέσα στο σκοτάδι, ούτε περιττά στολίδια και βαψίματα και αναίτιες ντροπές, ούτε φιλιά περιπαθή, βογγητά και τέτοιες αηδίες. Ποτέ δεν θα τυλίγονταν ο ένας στο κορμί του άλλου, μόνο θ’ ακουμπούσε ο ένας το κεφάλι του στα πόδια του άλλου και, πιασμένοι χέρι-χέρι, θα κοιτούσαν τ’ αστέρια...
Όμως, μια μέρα αυγουστιάτικη, το αγόρι ξύπνησε και είδε άδειο το δωμάτιο ― το μικρό του βατραχάκι είχε εξαφανιστεί, μια για πάντα. Χωρίς ούτε ένα σημείωμα, χωρίς ούτ’ ένα τηλεφώνημα, για μήνες ολόκληρους.

Μπήκε το φθινόπωρο, μπήκε ο χειμώνας, μπήκε η άνοιξη.
Τίποτε.

Ώσπου, μια μέρα, θα ’ταν δέκα το πρωί, χτύπησε το τηλέφωνο. Δεν το σήκωσε. Ήξερε πως ήταν εκείνη, γιατί ήταν η ονομαστική του γιορτή και δεν θα μπορούσε να τον ξεχάσει. Όμως εκείνος είχε αλλάξει κλειδαριές, είχε κρύψει τις φωτογραφίες τους, είχε εξαφανίσει και το παραμικρό τεκμήριο της παιδικής τους κοινής πορείας. Είχε ενηλικιωθεί απότομα.
Γένια φύτρωναν στο πηγούνι και μαύρες τρίχες στο στήθος του. Ορμές ακατανόητες, άγνωστες, άρχιζαν να τον ταράζουν και να τον συνεπαίρνουν. Οι περαστικές γυναίκες τον διήγειραν. Ένιωθε μες στο παντελόνι του τη φρικτή πίεση του πόθου.
Δεν σήκωσε το τηλέφωνο. Ούτε την πρώτη, ούτε τη δεύτερη φορά. Μόνο τη σκέφτηκε, έτσι φευγαλέα: μια γυναίκα μελαχρινή, με έντονες καμπύλες, με βαμμένα χείλη.
Έκλεισε τα μάτια να διώξει την εικόνα της τελεσίδικα, γιατί η προδοσία της δεν σήκωνε συγχώρηση. Και ξέσπασε σ’ ένα σαρκαστικό γέλιο.


ΠΟΣΟ ΒΛΟΣΥΡΗ γίνεται η έκφραση του ποιητή, όταν σκύβει πάνω απ’ αυτήν την ιστορία και διαπιστώνει πως δεν είναι ο ίδιος πρωταγωνιστής: κλαίει μαζί με το κλάμα των πρωταγωνιστών του, απελπίζεται μαζί τους, απομονώνεται στη δική τους μοναξιά, λέει τις ίδιες παραδοξολογίες μ’ αυτούς (αλλά τις λέει από μέσα του), ξεχνά να διαφοροποιηθεί και όλος ο σαρκασμός που ξεχύνεται από μέσα του μπαίνει στο δικό τους στόμα. Τους απογυμνώνει από τα δικά του γνωρίσματα, γιατί έτσι του είναι εύκολο να τους πλάσει. Υπεκφεύγει με τεχνάσματα και ελιγμούς λεκτικούς την παραδοχή ότι ζει τη ζωή τη δική τους κατά φαντασίαν, αποκλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο με μια γραφομηχανή και κρατώντας τους κροτάφους του.
Πέραν της φιλοσοφικής αυτής στάσης (που από μόνη της είναι εκνευριστική), πέραν της ανειλικρινούς δραματοποίησης στην οποία αποδύεται προκειμένου να φτιάξει αληθοφανείς φιγούρες ανθρώπων, υπάρχει και κάτι ακόμη χειρότερο: ο ιδεαλισμός των ηρώων του δεν τεκμηριώνεται πουθενά, είναι ανυπόστατος, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι σκηνοθετημένος από τον συγγραφέα, είναι μια προβολή του υποτιθέμενου δικού του ιδεαλισμού. Η υπόσχεσή τους της αέναης αγνότητας, η οιονεί απελπισία τους και το θεατρικό, μεγαλόσχημο κλάμα τους ―αυτά τα μάτια τους που δακρύζουν σαν των τροβαδούρων, αιχμαλωτισμένα από την ομορφιά που περνά αιφνίδια μπροστά τους―[3] αυτά τα κραυγαλέα δάκρυα είναι πομφόλυγες, γιατί τη δική του εσωτερική γαλήνη δεν την έχει κατακτήσει. «Κάτι» του λείπει διαρκώς και η δυσφορία του είναι ανάμεικτη με μια μαζοχιστική ικανοποίηση: ότι είναι απολαυστικό (σε μια σχεδόν μεταφυσική μετάθεση του ζητήματος), ότι εμπεριέχει ένα μεγάλο ποσοστό αυτοβασανιστικής ηδύτητος, ότι συνοδεύεται από την πληρότητα ενός ανήθικου ξεσπάσματος σε γέλιο. Ότι τελικά είναι αριστοκρατικά υπέροχο να μένεις μόνος, μαραζώνοντας σαν κενό κέλυφος, στερημένος από την αγκαλιά του άλλου.[4]
Ο ποιητής δεν έχει άλλο να κάνει, παρά να πιάσει το κεφάλι με τα δυο του χέρια, να ακουμπήσει συνοφρυωμένος στους κροτάφους του και ν’αναπαυθεί.




 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: