Αεράκι φυσούσε έξω στο δρόμο, τα λιόδεντρα ανέμιζαν τα φύλλα τους κι ασήμιζε ο τόπος ένα γύρο, ήλιος χτυπούσε κάθετα την άσφαλτο σαν τρυπάνι ουράνιο και την έλιωνε, έτρεχε η ζωή έτσι που ήξερε, κι εκείνος μοναχά την έβλεπε να φεύγει. Τέτοια πιπίλαγε μες στο μυαλό του εδώ και ώρα, μες στη θολή ακινησία του λεωφορείου που έτρεχε τον ίδιο πάντα δρόμο, κι όμως κάθε στιγμή ήταν λιγάκι διαφορετικός, άφηνε ο χρόνος το κρυφό του ραβασάκι, αυτός να το διαβάσει κι όχι άλλος. Ένα κορίτσι δίπλα του, θα ‘τανε 12, 13 χρονών, μίλαγε σ’ ένα κινητό όταν εκείνος μπήκε και άρχισε ν' απλώνει την πραμάτεια του, να ορίσει τόπο, έτσι που και ο σκύλος κάνει μια στροφή γύρω απ’ τον εαυτό του για να στρογγυλοκαθίσει. Μπουφάν πάνω απ’ το κάθισμα, νερό, κινητό, γυαλιά, ακουστικά, ανάλογα τη διάθεση. Άκουγε δίπλα του φωνήεντα να σέρνονται. Κάποιος πατέρας θα ‘τανε στην άλλη άκρη της γραμμής. Ήταν καιρός που οι γραμμές δεν είχανε καλώδια, για να βρεθείς στην άλλη άκρη άμα χρειαστεί, κάποιον να βρίσεις ή και ν’ αγκαλιάσεις, κάποιον που περιμένει από κει και που μπορείς να τονε βάλεις μέσα στο μυαλό σου ολόκληρο. Στη δική του τη γενιά πάντα κάποιος καθότανε στην άλλη άκρη της γραμμής, κι έσερνε μ’ ένα bic γραμμές σ' ένα λευκό χαρτί. Για τους νεότερους δεν έβαζε το χέρι στη φωτιά. Ετούτοι θα ξεφύλλιζαν με τον αντίχειρα σελίδες στο youtube όσο μιλούσαν. Πατέρας θα ‘τανε στα σίγουρα, γιατί και το κορίτσι έσερνε τα φωνήεντά του με μια ηδυπάθεια άγουρη, γεμάτη νάζι. Τρυφερά μαλάκια λέξεων φτερούγιζαν δεξιά κι αριστερά πάνω απ’ το σύρσιμο των τροχών στην άσφαλτο, μην ξεγλιστρήσουν απ’ τα κεκτημένα της αγάπης, κουβέντες δίχως ραχοκοκαλιά λιποθυμούσανε σαν ντίβες του μεσοπολέμου μέσα στην εμπιστοσύνη ενός γνώριμου βυθού, λες κι ο εντεταλμένος της συνεννόησης είχε προ ολίγου με έναν σπόγγο διαγράψει όλα τα σύμφωνα της γης. Ύστερα φύσηξε αέρας καλοσύνης πάνω απ’ τα ακατάληπτα και τα ‘κανε ζυμάρι μαλακό, έτοιμο να παραδοθεί σε ό,τι σχήμα θα αποφάσιζες. Λόγια και πράγματα αλληλοσυγκρουόμενα λιώνανε τώρα και καλογνωμούσανε, σαν βυθισμένα σε παλιό λικέρ, σερβιρισμένο σε περίτεχνο ποτήρι, γεμάτο θηλυπρέπεια κι αυτό, τίποτε απ’ αυτά που άκουγε δεν αντηχούσε κατευθείαν στον λαβύρινθο, μα στέλνονταν όπως επείγον μήνυμα στους μυστικούς του αποκρυπτογράφους, που, εν καιρώ, θα αναρτούσανε την ετυμηγορία. Έτσι κι εκείνος τίποτα απ’ αυτά δεν θα θυμότανε αργότερα. Προς ώρας όμως άκουγε. Έτσι κι αλλιώς, το θέατρο του ταξιδιού έμοιαζε σήμερα αδιάφορο, καμιά στιγμή δεν στεκόταν έξω απ’ το χολάκι των καθημερινών, μέσα στο νου του, που οργίαζε κατά πώς το ‘χε συνήθειο, κι έστηνε δαιμονικούς χορούς πάνω στα λευκασμένα πατώματα μιας ήδη δακτυλοδεικτούμενης αγνότητας. Έτσι τιμούσε το βάθος των στιγμών που ξάφνου λάμπανε, παρότι ουδέποτε καταδεχτήκανε να έρθουν στη γιορτή με τα επίσημά τους ρούχα. Κανένας αυλικός δεν προανήγγειλε τον βασιλιά, κι έτσι όλοι κοιμούνταν ήσυχοι.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, οι άνθρωποι γύρω του δεν τον έπαιρναν και πολύ στα σοβαρά, κράταγαν πισινή μήπως και τους κοροϊδεύει. Ακόμα και οι πιο καλοπροαίρετοι έμοιαζε κάπως να τον φοβούνται. Δεν θα στηριζόντουσαν πάνω του στην άκρη του γκρεμού, όμως κρυφά τον θαύμαζαν, υποπτευόντουσαν κάτω απ’ τις μπερδεμένες του κουβέντες να γουργουρίζει ο γάτος του άγνωστου νοήματος που κατοικούσε στα υπόγεια. Κατά τα άλλα δεν θα του εμπιστευόντουσαν δουλειά τους, άκουγαν με μισό αυτί τα λόγια του, και θα δενόντουσαν σφιχτά στο κατάρτι όταν εκείνος μίλαγε, γιατί ήταν γοητευτικός, εξαίσια ακατανόητος ―αυτή ήτανε η λέξη― κι οι συμβουλές του πάντα ήταν συμβουλές αλαφροΐσκιωτου που περπατά ξυπόλητος στην παραλία, ώρα που δύει ο ήλιος, και δεν μπορείς να πεις αν πάει κάπου που τον περιμένουνε ή αν θα μπει στη θάλασσα απάνω στο λευκό του άλογο και θα χαθεί για πάντα. Διατηρούσε και για κείνους κάποιο ακαταλόγιστο, ένα παράσημο, κάπως, να πεις, συνοφρυωμένο, δοσμένο για υπηρεσίες άλλων εποχών τι οποίες είχε κατά γενική ομολογία επιτυχώς διεκπεραιώσει, κι ας ήταν πάντα πρόθυμος όταν μιλούσε, τότε που, σαν να ήτανε ο χρόνος μας αιώνιος, άπλωνε τις κουβέντες του ―σταφίδα τρυγημένη με τα χέρια του, απ’ τα δικά του αμπέλια―, πάνω στο ταρατσάκι της ζωής των άλλων, να στεγνώνουν. Μια ακατανίκητη ηδυπάθεια τύλιγε τη ζωή του και την έκανε τη ζωή ενός άλλου. Δεν ήταν όμως αφιλόξενη ζωή.
Έτσι καθόταν τώρα πλάι στην κοπέλα αυτή, που θα την έλεγε και κόρη του ή ίσως εγγονή του. Αν ήταν ο πατέρας του, που τον έκανε στα πενήντα του, αυτό το κορίτσι θα του έπεφτε μεγάλο για κόρη. Αν ήταν ένας αποφασισμένος τσιγγάνος, από κείνους που στύβουνε στη χούφτα τους την πέτρα και με το παραμικρό παρεξηγούνται, εκείνο το κορίτσι θα ‘ταν σίγουρα εγγονή του, κι εκείνος ένας όμορφος παππούς, που θα τον σέβονταν και θα τον ζήλευαν. Ούτε να το σκεφτεί δε ήθελε. Κι όμως, οι υπολογισμοί του δεν ήταν εντελώς λάθος.
Το κορίτσι φόραγε ένα ελάχιστο σορτσάκι. Κι ήταν ακόμα καλοκαίρι. Κι ύστερα δεν θυμότανε το χρώμα του. Θυμόταν όμως ότι ήτανε μελαχρινή, και μαυρισμένη τόσο, που η ανεπαίσθητη τριχοφυΐα στους βραχίονες έλαμπε στο παιχνίδισμα του ήλιου έξω απ’ το λεωφορείο, που κι εκείνος μέσα κοίταζε. Την πήρε ο ύπνος, κι άφησε το ένα χέρι της να ακουμπά στο μπράτσο του. Δεν την ξύπνησε, συνέχισε το διάβασμα, ανάμεσα σε βλέμματα προς τα λιόφυτα στο πλάι του δρόμου και προς τη λίγο φουσκωμένη θάλασσα, εκεί μακριά, την άφησε στον ύπνο της, που αυτός δεν ήξερε από ξένους και δικούς, και όλοι μέσα του ήτανε όμορφα παρατημένοι, σαν μελλοθάνατοι σε καταφύγιο πριν τη μεγάλη την καταστροφή, τότε που καμιά ελπίδα δε χτυπούσε τις καμπάνες του αύριο, όλα τρέχαν αιώνες μπροστά και αιώνες πίσω, κι εμείς στεκόμασταν στο τελευταίο σκαλοπάτι της αποδοχής των τετελεσμένων και περιμέναμε. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε πώς θα ‘ταν λέει το κορίτσι ετούτο να ‘τανε δική του κόρη. Τότε, εκείνο το κλεμμένο απ’ το βαθύ παρελθόν της ακούσιο άγγιγμα δεν θα ‘χε τη χροιά του θερμού ερωτηματικού που τώρα είχε, όσο και αν κρυβόταν κάτω απ’ την δαφνοστόλιστη αξιοπρέπεια του αυτονόητου. Τότε, και για μια μόνη στιγμή, είπε όλης της γης τους πατεράδες άτυχους, που δεν μπορούσαν να φιλοξενήσουν μια τέτοια ωραία σκέψη.
Ήταν ένα βιβλιαράκι με σήματα κυκλοφορίας μπροστά της, επάνω στο πτυσσόμενο ράφι. Μα, διάβαζε στ’ αλήθεια για να εξεταστεί; Παράξενο, κάποιοι να εξετάζονται για τέτοια πράγματα. Μα τότε θα ‘τανε τουλάχιστον 17. Δεν είχε ως τότε δει το πρόσωπο, που όμως του φάνηκε το πρόσωπο ενός παιδιού. Συνέχισε το διάβασμα, μέχρι που τον πήρε κι εκείνον ο ύπνος.
Όταν έφταναν, η κόρη είχε ήδη γίνει μες στον ύπνο του οικεία, και πίσω από ένα διακριτικό χασμουρητό τη ρώτησε αν μπορούσε να ρίξει μια ματιά στον οδηγό με τα σήματα. «-Μα φυσικά!», του είπε αυτή, και η χροιά της τώρα ερχόταν από άλλη δεκαετία, που είχε από καιρό αφήσει πίσω της τις παιδικότητες. Μετά του έπεσε από το χέρι ένα μπισκότο που κρατούσε, κι εκείνο γλίστρησε επάνω στους γυμνούς μηρούς της, πήδηξε σαν πολύπειρος ακροβάτης κι ορθώθηκε με τεντωμένα πίσω χέρια, Νάντια Κομανέντσι των ονείρων μιας γενιάς, εκεί, στο όριο των καθισμάτων, στο όριο των κόσμων τους, στάθηκε και περίμενε. Αυτός το πήρε στο χέρι του, συλλάβισε μια ημιεπίσημη συγγνώμη, που ακόμα δεν ξέρει πώς ήχησε μες στη στενότητα των καθισμάτων, αλλά εκείνος την είπε όπως ένας πατέρας θα έλεγε: «Να προσέχεις». Αυτή τότε τον κοίταξε με ένα χαμόγελο απ’ αυτά που δεν ξεχνιούνται, γιατί είναι από αιώνες καταχωρημένα στο λεξικό του άνω βυθού των ακαταλήπτων πραγμάτων, κατά πώς θα ‘λεγε κι ο κυρ-Αλέξανδρος αν έπινε το ποτηράκι του μαζί μας, καλή του ώρα, όχι στ’ αλήθεια το χαμόγελο ενός παιδιού, αλλά μαζί και το χαμόγελο μιας ώριμης γυναίκας, που σε κερνά με ανυπόκριτη ευγένεια -όπως θα τράταρε μέσα στην ανθισμένη της αυλή ένα γλυκό του κουταλιού φτιαγμένο απ’ τα χέρια της-, όλη τη χάρη της εμπιστοσύνης της.
Στα επόμενα λίγα λεπτά, κι ενώ το λεωφορείο πλησίαζε αδιάφορο στον προορισμό του, δίχως να δίνει σημασία στις ιστορίες που μέσα στην κλειστή σκηνή του κουβαλούσε, είπε πως αύριο εξετάζεται στα σήματα, πως είναι 17 ετών, πως έγραψε καλά στις πανελλαδικές και μπήκε στη σχολή που ήθελε, ότι αυτή ήταν η ψυχολογία, έτσι είπε, κι ότι παράλληλα ασχολείται με τον αθλητισμό, που είναι η μεγάλη της αγάπη. Εκείνος χάρηκε για όλα, και ήταν τόσο ανεπίληπτη εκείνη η χαρά του, που και ο ίδιος συγκινήθηκε, και είπε πως είναι σπουδαίο που ασχολείται μ’ όλα ετούτα ―όμως το ίδιο θα ‘λεγε ό,τι και να ‘τανε αυτά, η καλοσύνη του μιλούσε, κι εκείνο το παράξενο για τους άλλους νιάσιμο που καμιά φορά μας κυριεύει―, και τότε τόλμησε να πει ότι κι ο εκείνος κουβαλούσε τη χαρά ενός περάσματος ―με αθόρυβο όμως τρόπο― από τα άδυτα τέτοιων ανεξερεύνητων ατραπών, και άλλα τέτοια νόστιμα είπε, κι αυτό λέει το έκανε και σαν μουσικός και σαν ιατρικός επισκέπτης και σαν ερωτευμένος, κι είχε και φίλους λέει του συναφιού, αφού και η δική του η δουλειά -που δεν ήταν βέβαια δουλειά μα εκείνος δουλειά τότε την είπε- πατούσε και με τα δυο της πόδια στα ίδια εκείνα εξαίσια ασταθή μετέωρα.
Ύστερα το λεωφορείο φρέναρε, κι αυτή του δώρισε ένα χαμόγελο από εκείνα που δεν μπορείς να γράψεις, ούτε να ζωγραφίσεις -πολύ περισσότερο δεν μπορείς να το φωτογραφίσεις δίχως να καταστραφεί-, λέγοντάς του ότι χάρηκε πολύ. Εκείνος όμως δεν έβρισκε κανέναν αξιοπρεπή λόγο που να δικαιολογεί εκείνη τη χαρά, γιατί είχε ξάφνου γίνει 17 ετών, με όλη την αυτοκρατορική δειλία του και με όλη την αμετάφραστη ανάταση της λίγης πίσω του ιστορίας. Και δεν της έδωσε το χέρι. Είπε: «Κι εγώ χάρηκα!». Κι έπρεπε τώρα πρώτος να κατέβει, αφού η θέση του ήταν η εξωτερική, κι όρθιος πια, κάτω από το σανίδι του λεωφορείου που τον κοίταζε από ψηλά αμίλητο, την παρατήρησε να κατεβαίνει. Ήταν ψηλότερη απ’ αυτόν, και ήταν πράγματι πολύ όμορφη. Κι όμως, την άλλη μέρα, δε θα θυμόταν τίποτε απ’ αυτά, από το πρόσωπό της, κι από τη μορφή της. Θα ‘μενε όμως αγκαλιασμένη στη μνήμη τού σώματός του η βεβαιότητα ότι αυτό δεν ήταν ένα κορίτσι σαν εκείνα που ο ίδιος, δεινόσαυρος άλλων καιρών, έλεγε μέσα του χαριτωμένα «τσοκαράκια» ―χώρια που τέτοια πιπεράτα λόγια καθόλου πλέον δεν τα λες, γιατί θα σε συλλάβουνε οι Αλφαμίτες της πολιτικής ορθότητας, κι εκείνοι διόλου δεν αστειεύονται, κι ίσως κι οι ίδιοι σου οι μαθητές, που εν μια νυκτί θα σε σταυρώσουν με συνοπτικές και δίχως κόκορα διαδικασίες, όσο και εν γένει οι συνομήλικοί τους―, όχι, δεν ήτανε καθόλου τέτοια, μα ένα κορίτσι που η μορφή της είχε τόσο καθαρά στο πίσω μέρος του μυαλού του και με τα εκατό της χέρια γαντζωθεί, εκεί που απλώνει τον λευκό μπερντέ της η πιο βαθιά μνήμη για να ανεβάσει τα εξαίσια έργα της, και ήταν φανερό ότι ενώ θα την ξεχνούσε, εκείνη πάντα θα μουρμούριζε πίσω απ’ το λευκό πανί τον επίμονο σκοπό της, με χάρη και με εμπιστοσύνη. Κι αυτό όσο εσύ θα ζούσες για να ακούς.
Περπατώντας αργότερα προς τον σημερινό του προορισμό, θυμήθηκε πως δεν την είχε κεράσει από εκείνα τα μπισκότα, που ήταν ήδη απρεπώς ανοιγμένα, πως εκείνη πάλι του χαμογέλασε όταν της το εξομολογήθηκε, εκείνος τότε σκέφτηκε πως μάλλον δεν κατάλαβε, εκείνη όμως τα ‘χε όλα καταλάβει, και τώρα αναρωτήθηκε γιατί στ’ αλήθεια δεν αντάλλαξαν ονόματα, και τότε ήταν που ορθώθηκε μπροστά στα μάτια του ο πραγματικός λόγος, κι αυτός ήταν πως εκείνος έβλεπε μπροστά του ένα κορίτσι, έβλεπε όμως ταυτοχρόνως έναν μέσα στη ζωή του αγουροξυπνημένο Άγγελο, κι οι Άγγελοι, απ’ όσο ήξερε ―και δεν ήταν τώρα ώρα να αμφισβητήσει τέτοια πράγματα― δεν είχαν όνομα να το σκορπούν δεξιά κι αριστερά, άλλη ήταν η δουλειά τους, κι ο τρόπος λέει να μην τους ξεχνάς ήταν να περιμένεις την επόμενη συνάντηση, γιατί εκείνοι πάντα επιστρέφουν, κι ακόμα κι αν έτσι δεν είναι, δεν πειράζει, γιατί η πραγματική-πραγματική δουλειά τους είναι να εμψυχώνουν τους ανθρώπους, να κυοφορούν ―και όταν είναι η ώρα να γεννούν, ας είν’ και λίγο πριν τον θάνατο―, έναν δικό τους σαρκωμένο Άγγελο, που θα ‘ναι κόρη, γιος, πατέρας, εγγονός, παππούς και πρόγονός τους, κι ακόμα σκέφτηκε ότι αυτή η αδιόρατη μελαγχολία που τώρα λίγο-λίγο τον κυρίευε ήταν το δίκαιο αντίτιμο μιας τέτοιας λάμπουσας μες στο ταξίδι του ευλογίας, ταξίδι μιας ζωής, και λίγο ίσως περισσότερο, γιατί τι είναι, εδώ που τα λέμε, μια ζωή;
Τέτοια καλόγνωμα και φτερωτά νανούριζε για ώρα μέσα στο μυαλό του. Ύστερα ξύπνησε, και είδε ότι το κορίτσι δεν καθόταν πλάι του. Είχε μονάχος ταξιδέψει εκείνο το ταξίδι του.
20 Ιανουαρίου 2025