Ένα μικρό στρουθοκαμηλάκι, τεσσάρων ή πέντε το πολύ. Αντί για την απέραντη, την αχανή σαβάνα, βρίσκεται σε παιδικό υπνοδωμάτιο ενός σπιτιού, που είναι κάτι ανάμεσα σε μικροαστικό και μεσοαστικό. Οι ακριβείς ταξικοί προσδιορισμοί ίσως να μην έχουν, εξάλλου, και πολλή σημασία για ένα στρουθοκαμηλάκι... Αντί, λοιπόν, να κρύψει το κεφάλι του στην άμμο, το κρύβει κάτω απ΄ το μαξιλάρι. Πιέζει, μάλιστα, με τα μπροστινά του ποδαράκια τις άκρες του μαξιλαριού, πλακώνοντας τ΄ αυτιά του, για να μην ακούει τίποτα απολύτως. Το σκοτάδι τείνει, συνήθως, να πολλαπλασιάζει την ένταση ακόμα και του παραμικρού ψιθύρου, πόσο μάλλον της φωνής, της κραυγής, του ουρλιαχτού. Και ξέρετε, τις χειμωνιάτικες νύχτες δεν περνάνε κι οι φιλαρμονικές, να σκεπάζουν κάπως το χάλι μας οι ήχοι των πνευστών, του ταμπούρου, της γρανκάσας και, προπάντων, της λύρας*...
Η μνήμη επεξεργάζεται διαρκώς τα δεδομένα της. Δεν μας απατά ακριβώς, αλλά αναδιατάσσει, ανασυνθέτει, συμπυκνώνει, αραιώνει. Αναπλαισιώνει. Αυτό το άγρυπνο εργοστάσιο συσσωρεύει, προφανώς, κατάλοιπα, περισσότερο ή λιγότερο ραδιενεργά. Αρχειοθετούνται κι αυτά στο δικό τους χώρο, τίποτα δε χάνεται οριστικά, όσο ανακουφιστική κι αν φαίνεται η προοπτική, μετά από πολλά διαδοχικά ξεδιαλέγματα, τα κατάλοιπα των καταλοίπων να χάνονται σε μια μαύρη τρύπα. Κάτι σαν ραδιενεργά κατάλοιπα, εγκλωβισμένα σε τεράστια μπλόκια τσιμέντου, στα βάθη των ωκεανών, με την ευχή να μην προκύψει ποτέ η παραμικρή ρωγμή, πράγμα φύσει αδύνατον.
Μπορεί, λοιπόν, στο εργαστήριο της μνήμης, τα ίχνη της ηλικίας των τεσσάρων να διαπλέκονται με εκείνα της ηλικίας των οχτώ ή και των δέκα-έντεκα, αν, μάλιστα, πρόκειται για την ίδια συνθήκη: να μη θέλεις ν΄ ακούς, γιατί ό,τι ακούς σου φέρνει ναυτία, τουτέστιν φόβο, λύπη και ντροπή. Λογικά, τα μνημονικά ίχνη μεταγενέστερων εποχών μάλλον είναι πιο καθαρά. Ωστόσο, και κάτι πρωιμότερο μπορεί να ΄χει χαραχτεί ανεξίτηλα στην, ενδεχομένως, κάποτε υπάρξασα tabula rasa, όπως, για παράδειγμα, η γαλάζια ντουλάπα με τις χαλκομανίες ή το μαυρισμένο από γροθιά μάτι της μαμάς στρουθοκαμήλου. Και μη με ρωτήσετε τώρα αν οι στρουθοκάμηλοι ρίχνουν γροθιές ή κλοτσιές κι αν φοράνε γυαλιά ηλίου, για να κρύψουν ένα μαυρισμένο μάτι...
Το σκηνικό περιλαμβάνει και πολλά άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, κούκλες, τρανζιστοράκι, μικρά ροζ χαπάκια για τον πονόλαιμο, τρισίν, ακόμα και βιβλία. Μια, μάλιστα απ΄ τις κούκλες, μεγαλούτσικη, με μάτια που ανοιγοκλείνουν,βρίσκεται μόνιμα καθιστή, με απλωμένα τα πλαστικά της χέρια, στα πόδια του κρεβατιού. Στηρίζεται στη ντεστιέρα κι ακουμπάει πάνω στο γαλαζωπό κάλυμμα, κρετόν πειραϊκής πατραϊκής με σκηνές ζωολογικού κήπου – τέτοιο τσίρκο που είναι κι εδώ μέσα... Το τρανζιστοράκι παίζει εναλλάξ κυριακάτικες εκπομπές δισκογραφικών, Θα πάω στη ζούγλα με τον Ταρζάν, θέατρο της Τετάρτης και ραδιοφωνική βιβλιοθήκη. Παραχώνεται κάτω απ΄ το μαξιλάρι, ώστε να μη γίνεται αντιληπτή η παράταση της ακρόασης, συχνά και πέραν του μεσονυκτίου, η τόσο αταίριαστη για ένα στρουθοκαμηλάκι του δημοτικού.
Καθένα απ΄ τα κομμάτια του σκηνικού παίζει το ρόλο του, έπαιξε το ρόλο του, όπως και κάθε ήχος, κάθε χρώμα, κάθε μυρωδιά, κάθε κουβέντα, κάθε όνειρο. Γιατί και οι στρουθοκάμηλοι βλέπουν όνειρα. Άλλες ονειρεύονται να παραχώσουν εντελώς το κεφάλι τους στην άμμο κι άλλες να καλπάζουν ελεύθερες χωρίς σταματημό. Ποιος μπορεί να ξέρει, άραγε, τι όνειρα έβλεπε το στρουθοκαμηλάκι της ιστορίας μας, όταν, αποκαμωμένο από τα κλάματα και την ατελέσφορη προσπάθεια να μην ακούει τις πομπές τους, το έπαιρνε πια ο ύπνος...
Ότι οι ζωντανοί οργανισμοί αλλάζουν, στα πλαίσια μιας μακροχρόνιας εξέλιξης, είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Για τις μεταλλάξεις δεν ξέρω πόσος χρόνος χρειάζεται. Έπεσε σε τυχερή φάση για το είδος του το στρουθοκαμηλάκι ή κάνουν και οι στρουθοκάμηλοι επιλογές; Διότι, από ένα σημείο και μετά, το στρουθοκαμηλάκι μας άρχισε να συμπεριφέρεται εντελώς ανάρμοστα και απρόβλεπτα για το είδος του. Αντί να κρύβει το κεφαλάκι του ενώπιον του κινδύνου, ορμούσε κατευθείαν μπροστά. Θεωρούσε, μάλιστα, και υποχρέωσή του να επεμβαίνει, να προστρέχει σε βοήθεια των αδικουμένων, σαν ένα είδος Ρομπέν των Στρουθοκαμήλων, δηλαδή. Και το πιο αξιοσημείωτο: κάθε που θυμάται πόσα κάρα γροθιές, κλοτσιές, βρυχηθμούς και αποδοκιμασίες εισέπραξε σε τέτοιες περιπτώσεις, γελάει ικανοποιημένο. Άλλη μια σαρδέλα στο μανίκι... Μεγάλωσε και μυαλό δεν έβαλε, τι θέλει και φυτρώνει εκεί που δεν το σπέρνουνε... Γιατί, κατά τα ειωθότα, στην κοινωνία των στρουθοκαμήλων, ο καθένας κοιτάει τη δουλειά του. Δε ζητάει ποτέ τα ρέστα απ΄ τους άρχοντες της ζούγκλας και, προπάντων, έχει μάθει να κρύβεται στην άμμο γρήγορα και μόνος, μακριά απ΄ τους ομοίους του...
______________
*Λύρα (παρελάσεως): μουσικό όργανο της μπάντας, παραλλαγή μεταλλόφωνου, που φέρεται (και παίζεται) όρθιο, με τελαμώνα παρελάσεως