Εγκώμιο της ψυχανάλυσης

Εγκώμιο της ψυχανάλυσης

ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΣΤΟΝ ΧΑΡΤΗ:

Πώς να έχετε έναν φρικτό γάμο
_____
Η τέχνη της ψυχανάλυσης



Δεν έχουμε όλοι οι άνθρωποι το ίδιο ταλέντο στις προφητείες, οπότε ίσως να συγχωρεθούμε που δεν περιμέναμε να γίνει αισθητή η απουσία της ψυχανάλυσης τόσο σύντομα μετά τον θάνατό της το 1957. Ποιός να το υποπτευόταν ότι μόλις ένα τέταρτο του αιώνα μετά την πτώση της, ο κλινικός χώρος θα πενθούσε τόσο γοερά για την απώλεια ! Ήμασταν πολλοί εκείνοι που δεν βλέπαμε τα πλεονεκτήματα της ψυχαναλυτικής ιδεολογίας και εκπαίδευσης. Όμως, παρακολουθώντας την ψυχιατρική σήμερα και τα κλινικά επαγγέλματα εν γένει, ο καθένας θα διαπιστώσει ότι η τάση τους, όμοια με το νερό που κυλάει στους καταρράκτες, είναι συνεχώς πτωτική. Ας επανεξετάσουμε λοιπόν τις παλιές αξίες της ψυχανάλυσης μέσα από την τρέχουσα κυρίαρχη οπτική.
Περιέργως, εκείνες οι ενέργειες των ψυχαναλυτών που αμφισβητήθηκαν περισσότερο είναι αυτές που κυρίως λείπουν σήμερα. Για παράδειγμα, υπήρχαν αντιρρήσεις για την μη παρεμβατική στάση του αναλυτή. Κόντρα σε οποιαδήποτε ενεργητική παρέμβαση στη ζωή του ασθενή, η οδηγία στα εγχειρίδια της ψυχανάλυσης ήταν “Πρέπει να ακούμε. Κάθε άλλη δράση πέραν της ενεργητικής ακρόασης είναι απαγορευμένη, με εξαίρεση μια περιστασιακή ερμηνεία εφόσον δεν υπάρχει ο κίνδυνος η ερμηνεία αυτή να χειραγωγήσει ή να ασκήσει άμεση επίδραση προς την αλλαγή.
Καθώς αξιολογούμε αυτήν την θέση με την σύγχρονη ματιά, αμέσως βλέπουμε την σημαντικότερη αξία της: εμπόδιζε τον κλινικό από το να βλάψει οποιονδήποτε. Ο Νούμερο 1 Κανόνας που έγραφε ο Καθηγητής της Ψυχανάλυσης στο μαυροπίνακα ήταν: “Ο γιατρός δεν πρέπει να βλάπτει,” και έτσι απαιτούσε από το νέο αναλυτή να κάνει όσο το δυνατόν λιγότερα ώστε να αποφύγει αυτήν την πιθανότητα. Αν ξεστράτιζε και έκανε ζημιά, θα έπαιρνε καιρό μέχρι να αναπτυχθούν διορθωτικοί μηχανισμοί στη ζωή του ασθενούς. Αν δούμε τις ενέργειες των σημερινών ψυχιάτρων, είναι λες και αυτός ο κανόνας, και ο μαυροπίνακας μαζί, να έχουν μεταλλαχθεί σε μια Σαζιανή[1] μαύρη τρύπα στο ψυχιατρικό σύμπαν!
Για να γίνουμε πιο συστηματικοί, ας εξετάσουμε μια σειρά παραγόντων που κάποτε προκαλούσαν αντιδράσεις από το αντι-ψυχαναλυτικό κίνημα και ας δούμε τι χάθηκε στην διαμάχη αυτή.


Εκπαίδευση

Ο κλασικός λόγος διαφωνίας με την ψυχαναλυτική εκπαίδευση ήταν η μεγάλη διάρκεια της, που είχε σαν αποτέλεσμα στα ψυχαναλυτικά γραφεία να βρίσκονται μόνο γκριζομάλληδες. Μέχρι ο αναλυτής να πάρει την πιστοποίησή του στην ψυχανάλυση, η πρεσβυωπία του ήταν τόσο μεγάλη που δε μπορούσε να την διαβάσει! Τέτοια ανέκδοτα αντανακλούσαν την δυσαρέσκεια που ένιωθαν αρκετοί για τη χρονοβόρα και κοστοβόρα εκπαίδευση σε άσχετα πράγματα. Παρά τις επιθυμίες του Φρόιντ, οι συνεχιστές του αποφάσισαν ότι η ψυχανάλυση θα έπρεπε να είναι ιατρική ειδικότητα, κι έτσι η είσοδος στο κλαμπ απαιτούσε να προηγηθεί μακροχρόνια ιατρική εκπαίδευση πριν αρχίσει να διδάσκεται οτιδήποτε σχετικό με την ψυχοδυναμική. (Προς το τέλος, στην περίοδο της παρακμής και της απελπισμένης αναζήτησης υποψηφίων, οι ψυχαναλυτικές εταιρείες άνοιξαν τις πύλες τους σε ψυχολόγους και άλλους μη ειδικούς, αλλά αυτή ήταν μια παρέκκλιση από το αρχικό σχέδιο.)
Εξετάζοντας το εκ των υστέρων και βλέποντας πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα, φαίνεται ότι είχε σημαντικά πλεονεκτήματα ο όρος να πρέπει να είναι οι υποψήφιοι κλινικοί γιατροί. Παρά το δεδομένο ότι δεν μαθαίνεται τίποτα σχετικό με την ψυχολογία στην ιατρική σχολή, και ότι οι αναλυτές δεν ασκούσαν ιατρική, πάλι υπήρχαν σημαντικά πλεονεκτήματα. Πρώτα πρώτα, έτσι περιοριζόταν το επάγγελμα σε ανθρώπους αρκετά έξυπνους ώστε να μπορούν να περάσουν τις εξετάσεις της ιατρικής σχολής. Αυτό δεν απαιτεί ιδιαίτερη ευφυΐα, αλλά αποκλείει άτομα με I.Q. κάτω από 80, σε αντίθεση με κάποια άλλα επαγγέλματα ψυχοθεραπείας της εποχής μας. Ως μέρος της ιατρικής του εκπαίδευσης, ο αναλυτής υποχρεώθηκε να δουλέψει αρκετά χρόνια ως ειδικευόμενος σε πτέρυγες ψυχιατρικών νοσοκομείων. Αυτή η εμπειρία ήταν η πρώτη του γνωριμία με την ψυχαναλυτική ιδεολογία αφού τότε επικρατούσε ο κανόνας να είναι ψυχαναλυτές όλοι οι διευθυντές ψυχιατρικών κλινικών. Παλαιότερα αυτό θεωρούνταν κακοτυχία αφού οι συγκεκριμένοι διευθυντές κλινικών έκρυβαν από τους ειδικευόμενους ψυχιατρικής το γεγονός ότι εκεί έξω στον κόσμο υπάρχουν ακόμα 102 σχολές ψυχοθεραπείας (εκτός από την ψυχανάλυση). Διδάσκονταν μόνο την περιορισμένη ψυχοδυναμική προσέγγιση. Ωστόσο σήμερα τους κρύβουν πολύ περισσότερα. Οι διευθυντές των ψυχιατρικών κλινικών στις μέρες μας πρέπει να είναι βιολογικοί ψυχίατροι οι οποίοι δεν γνωρίζουν καν ότι υπάρχει η ψυχοθεραπεία στον κόσμο, κι επομένως δε μπορούν να μοιραστούν με τους ειδικευόμενους γνώσεις που δεν διαθέτουν ούτε οι ίδιοι. Σε πολλά ψυχιατρικά τμήματα, η ψυχοθεραπεία είναι προαιρετική, διαθέσιμη στον ειδικευόμενο μόνο στα πλαίσια της περιέργειας του, εφόσον του περισσεύει χρόνος από την μελέτη του στο κύριο αντικείμενο σπουδών του που είναι το οπλοστάσιο των χημικών περιορισμών που εφαρμόζονται στην κλινική πρακτική. Κάποια τμήματα απαγορεύουν ακόμα και τις συζητήσεις για την ψυχοθεραπεία. Όπως παλιά οι ειδικευόμενοι σε ψυχαναλυτικές κλινικές πήγαιναν στα κρυφά να παρακολουθήσουν σεμινάρια στην οικογενειακή θεραπεία, έτσι και οι σημερινοί ειδικευόμενοι συμμετέχουν στα κρυφά σε ψυχοθεραπευτικές συναντήσεις. Οι ψυχαναλυτές διευθυντές κλινικών πριν 30 χρόνια, παρά την προφανή τους μεροληψία και στενομυαλιά, μας φαίνονται σήμερα σοφοί και ανοιχτόμυαλοι και η απουσία τους είναι ιδιαίτερα αισθητή στην σημερινή ψυχιατρική.
Μετά την ιατρική σχολή και την ψυχιατρική ειδικότητα, ο αναλυτής φοιτούσε στην ψυχαναλυτική εταιρεία, όπου έκανε σεμινάρια για χρόνια και βασανιζόταν ο ίδιος στην εκπαιδευτική του ανάλυση. Σύμφωνα με τον Φρόιντ, μερικοί μήνες ανάλυσης ίσως βοηθήσουν έναν νέο να καταλάβει τις προκαταλήψεις του. Μέχρι όμως να πεθάνει η ψυχανάλυση, η εκπαιδευτική ανάλυση έφτασε να είχε διάρκεια κατά μέσο όρο 7 χρόνια! Μπορούμε να φανταστούμε σήμερα κάποιον να κάνει μονόλογο για τον εαυτό του, πολλές μέρες της εβδομάδας για χρόνια και χρόνια και χρόνια και χρόνια; Ω, τι νοσταλγία για εκείνη την εποχή που η ζωή ήταν πιο ανέμελη και το άτομο ένιωθε πως είναι τόσο σημαντικό!
Γιατί ήταν τόσο σπουδαίο να έχει προηγηθεί η ιατρική σχολή, η ψυχιατρική ειδικότητα, και μπόλικα χρόνια στην ψυχαναλυτική εταιρεία; Ο καθένας μπορεί να το δεί αμέσως ότι ο κύριος λόγος ήταν ώστε να επιτρέπουν στον νέο αναλυτή να μεγαλώσει και να έχει αρκετές εμπειρίες ζωής πριν τον αμολήσουν ελεύθερο στον έξω κόσμο. Συγκρίνοντας αυτήν την μακροχρόνια εκπαίδευση με όσα απαιτεί η σημερινή εκπαίδευση, είναι σα να συγκρίνουμε το λύκειο με το νηπιαγωγείο! Οι ψυχίατροι σήμερα βγαίνουν από ταχύρυθμα ιατρικά προγράμματα με εξετάσεις του τύπου “ή περνάς ή δεν περνάς”[2], υπάρχουν σύντομες ψυχιατρικές εξειδικεύσεις στις ουσιοεξαρτήσεις, και ο ψυχίατρος μπορεί να ασκήσει το επάγγελμα ενώ είναι ακόμα σχεδόν έφηβος. Για άλλα επαγγέλματα, η ηλικία είναι ακόμα μικρότερη: μπορεί κάποιος να έχει λάβει άδεια πιστοποιημένου θεραπευτή μόλις αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο. Ένας πτυχιούχος κοινωνικός λειτουργός περνάει ένα ή δύο χρόνια στη σχολή κοινωνικών λειτουργών μαθαίνοντας για την ιστορία της κοινωνικής εργασίας και μετά μπορεί νόμιμα να ασκήσει το επάγγελμά του. Οι ψυχολόγοι ωριμάζουν περισσότερο στα ερευνητικά εργαστήρια, πράγμα που είναι το μόνο θετικό σε αυτή τη χρονοβόρα εκπαίδευση για έναν θεραπευτή, αλλά δεν φτάνουν ούτε στα μισά χρόνια του ψυχαναλυτή. Στην εποχή μας έχουν άδεια άσκησης επαγγέλματος διάφορα νέα είδη θεραπευτών με άσχετα βασικά πτυχία. Κάποιοι αποκαλούνται σύμβουλοι γάμου, άλλοι θεραπευτές οικογένειας, άλλοι Χριστιανοί παπάδες, και κάποιοι κοινωνικο-εκπαιδευτικοί ψυχολόγοι. Με ένα μονοετές μεταπτυχιακό δίπλωμα βγαίνουν εκεί έξω χωρίς να είναι προσωπικά εξοικειωμένοι με το γάμο ή τα παιδιά, παρά μόνο με ό,τι απασχολεί την ηλικία τους. Η σύντομη εκπαίδευση είναι ξεκάθαρα ανεύθυνη συγκρινόμενη με την εκπαίδευση του ψυχαναλυτή ο οποίος αφιέρωσε τα νιάτα του για να πιστοποιηθεί και τα γεράματά του για να ανεβάσει τον πήχη για την επόμενη γενιά.
Θα ήταν ανόητο, φυσικά, να πούμε ότι το μόνο πλεονέκτημα της μακροχρόνιας ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης είναι ότι μεγάλωσε σε ηλικία ο αναλυτής. Άλλωστε, σε όλη την διάρκεια της εκπαίδευσης αυτός ήταν με κάτι συνέχεια απασχολημένος . Κατά κανόνα μέσα σε αυτά τα χρόνια εξοικειώθηκε με το αλλόκοτο είδος των ανθρώπων που χρειάζονται θεραπεία. Ο νέος αναλυτής έμαθε να κατηγοριοποιεί τη μεγάλη ποικιλία των ασθενών και να τους δίνει το κατάλληλο όνομα. Η σπουδαιότητα αυτής της εκπαίδευσης είναι εμφανής όταν δούμε τους σημερινούς νέους θεραπευτές που παλεύουν με τους ορισμούς του Διαγνωστικού Εγχειριδίου DSM III και γενικά μπερδεύονται με τους παράξενους ανθρώπους. Φυσικά, για τον εκπαιδευόμενο ψυχαναλυτή η βασική αξία της αναγνώρισης και κατηγοριοποίησης των ασθενών ήταν το να μπορεί να ξεχωρίσει ποιους ασθενείς να αποκλείσει από το ιδιωτικό του ιατρείο. Αυτή η ικανότητα, γνωστή ως το ” Κριτήριο Καταλληλότητας”, επιτρέπει να έχεις ένα ήσυχο ιατρείο με το είδος των ανθρώπων που κάθονται φρόνιμα, δεν δημιουργούν προβλήματα, και έχουν ελάχιστες ή καθόλου προσδοκίες.
Αντιθέτως, πολλοί σημερινοί θεραπευτές δεν έχουν την ευκαιρία να ανακαλύψουν ασυνήθιστους τύπους ανθρώπων μέχρι την στιγμή που έκπληκτοι θα τους δουν στο γραφείο τους όπου θα έχουν και την ευθύνη να τους θεραπεύσουν. Οι κοινωνικοί λειτουργοί εκπαιδεύονται ελάχιστα στην ψυχοπαθολογία, και οι ψυχολόγοι κυρίως εκπαιδεύονται στην ψυχολογία των ποντικιών, η οποία είναι χρήσιμη για λίγους μόνο από τους πελάτες τους από το ανθρώπινο είδους. Κι όμως, και οι δύο κατηγορίες επαγγελματιών έχουν περισσότερες γνώσεις ψυχοπαθολογίας από πολλούς θεραπευτές ζεύγους και οικογένειας οι οποίοι δεν έχουν καν περάσει το κατώφλι ψυχιατρικών νοσοκομείων ή ψυχιατρικών κλινικών, ως επαγγελματίες, κι έτσι δεν έχουν ποτέ τους παρατηρήσει τις ποικιλίες των ανθρώπων με προβλήματα. Αντίθετα, κάθε ψυχαναλυτής, όχι μόνο εκπαιδεύτηκε ώστε να αναγνωρίζει τους ψυχικά πάσχοντες, αλλά είχε και δασκάλους αφοσιωμένους στην εκμάθηση κατάλληλων τρόπων για να τους αποφύγει !


Μη Καθοδηγητική Προσέγγιση

Αν δεχτούμε ότι η μεγαλύτερη ηλικία και η εκπαίδευση στην διάγνωση ήταν σημαντικές ψυχαναλυτικές συνεισφορές, μένει να εξετάσουμε την επιμονή να μην είναι ο θεραπευτής καθοδηγητικός. Ωστόσο, μόνο κάποιος αφελής θα πίστευε ότι τέθηκε αυτός ο κανόνας επειδή οι αναλυτές δεν ξέρουν πώς να δίνουν κατευθύνσεις. Το βραβείο προς τιμήν του Gregory Bateson[3] για “Επιδέξια Χρήση της Εξουσίας στην Ψυχοθεραπείαπρέπει να δοθεί στην ομάδα που κατηύθυνε χιλιάδες ανθρώπους να ξαπλώσουν και να μιλήσουν κοιτώντας το ταβάνι ενώ ο αναλυτής τους καθόταν πίσω τους, έξω από το οπτικό τους πεδίο. Είναι απίστευτο κατόρθωμα να πείσεις επιτυχημένα τόσους πολλούς ανθρώπους να συμπεριφερθούν με τόσο αλλόκοτο τρόπο για τόσα πολλά χρόνια, και μάλιστα να πληρώνουν χρήματα για να το κάνουν!
Σχετικά με την μη καθοδηγητική στάση, η πιο ουσιαστική συνεισφορά της ψυχανάλυσης ήταν ο ορισμός του κοινωνικού ρόλου του επαγγελματία. Εδώ είναι που μας λείπουν περισσότερο οι ψυχαναλυτές. Αν εξετάσουμε την αφοσίωση του αναλυτή να τηρεί μη καθοδηγητική στάση, βλέπουμε αμέσως ότι οδηγεί σε μια προσέγγιση αρκετά διαφορετική από εκείνη των σημερινών θεραπευτών. Ακριβώς επειδή ο αναλυτής δεν αναλάμβανε δράση και δεν έδινε οδηγίες, ήταν σε θέση να σεβαστεί το άτομο και να αποφύγει κάθε χειραγώγηση ή επιρροή. “Ας σκεφτούμε μαζί,” θα έλεγε, και αυτή ήταν η μόνη παρέμβαση του ψυχαναλυτή. Οποιεσδήποτε παλαβές ιδέες ή ατυχή πλάνα έφερνε ο θεραπευόμενος, ο αναλυτής τα συζητούσε μαζί του και έψαχνε τις ρίζες στα βάθη του άτυχου μυαλού του θεραπευόμενου και στις δυστυχίες της παιδικής του ηλικίας.
Στους ψυχαναλυτές έχει καταλογιστεί η θεωρία ότι οι άντρες και οι γυναίκες έχουν μέσα τους μόνο άθλια πράγματα, εξαιτίας του ενδιαφέροντος και της ενασχόλησής τους με την ασυνείδητη σκέψη που είναι γεμάτη με εχθρικές και επιθετικές ενορμήσεις και συγκρούσεις. Όμως, παραβλέπεται ότι με αυτόν τον τρόπο σέβονται το δικαίωμα του ατόμου στην αθλιότητα. Κατά κανόνα ο ασθενής επέλεγε να συνεχίσει να έχει συμπτώματα αφού ο αναλυτής είχε διερευνήσει το νόημα και την προέλευσή τους στα πλαίσια μιας επιτυχούς ανάλυσης, αλλά το άτομο θα συνέχιζε να είναι δυστυχισμένο εξαιτίας της δικής του ελεύθερης βούλησης. Όταν ο ασθενής ζητούσε συμβουλές, ο αναλυτής, φυσικά, δεν έδινε καμία συμβουλή, λέγοντας ότι ο θεραπευόμενος θα έπρεπε μόνος του ή μόνη της να αποφασίσει για όλα. Με την τακτική του να μην δίνει συμβουλές, ο αναλυτής επίσης δεν κατηύθυνε οποιονδήποτε σε οποιαδήποτε νέα δράση ούτε απαντούσε εσκεμμένα ενθαρρύνοντας έναν προτιμώμενο τρόπο συμπεριφοράς. Για να δώσει συμβουλές ο αναλυτής θα έπρεπε να αποφασίσει ποια είναι η επιθυμητή συμπεριφορά για έναν άνθρωπο, και δεν είχε καμία πρόθεση να επιβάλλει στους πελάτες του συγκεκριμένους στόχους ζωής. Η μόνη του επιθυμία ήταν να μυήσει έναν ασθενή σε μια ασυνήθιστη ψυχοδυναμική κοσμοθεωρία ώστε να σκεφτεί μόνος του για τους στόχους ζωής.
Αν συγκρίνουμε αυτήν την καλοπροαίρετη ανεκτικότητα με όσα επικρατούν σήμερα, βλέπουμε θεραπευτές που καταπιέζουν τους πελάτες τους με τον πιο αλαζονικό τρόπο. Χωρίς να έχουν κατανοήσει σε βάθος τον άνθρωπο ή την κατάστασή του, οι νέοι θεραπευτές όχι μόνο δίνουν συμβουλές και κατευθύνουν τους πελάτες τους, αλλά τους μιλάνε παράδοξα και τους ξεγελούν και έμμεσα τους κλέβουν τα συμπτώματα. Γενικά δεν έχουν πρόβλημα να πούνε στον ασθενή πώς θα πρέπει να κάνει τη ζωή του, ή να του πούνε ότι δεν θα έπρεπε να είναι καταθλιπτικός ή να έχει ψυχολογικά προβλήματα, και απαιτούν από τους ανθρώπους να ταιριάξουν στην δική τους οπτική για το φυσιολογικό. Κανένας αναλυτής δεν θα επέβαλε ποτέ τις απόψεις του με τέτοιο τρόπο. Όσο οι θεραπευτικές τεχνικές γίνονται ισχυρότερες, τόσο πιο αναγκαίο είναι να τις χρησιμοποιούμε με σοφία. Θυμόμαστε πια με νοσταλγία τον καλοσυνάτο αναλυτή που απλά θα έλεγε, “Χρειάζεται να αποφασίσετε μόνος σας αν θα τινάξετε τα μυαλά σας στον αέρα, αλλά να ξέρετε ότι αν το κάνετε θα μου λείψετε.


Η Αντιπαλότητα με την Οικογένεια (Η Οικογένεια Αντίπαλος)

Η αδυναμία του ψυχαναλυτή να αντιμετωπίσει οικογένειες θεωρήθηκε δείγμα της ανεπάρκειας του, αλλά αν κοιτάξουμε το παρελθόν, θα δούμε ότι είχε τα πλεονεκτήματά της. Μαθημένος να είναι υπέρμαχος του μέλους της οικογένειας που αναλάμβανε, ο αναλυτής δεν δεχόταν να επικοινωνήσει με άλλα μέλη της οικογένειας. Αυτή η ακραία στάση φαινόταν ανόητη εκείνη την εποχή, αλλά ποια είναι η σημερινή αντίληψη; Αν θεωρήσουμε δεδομένο ότι ο αποκλεισμός της οικογένειας συνήθως αποτρέπει την αλλαγή, αυτή είναι η μια πλευρά του νομίσματος. Αν εμπλακεί με ολόκληρες τις οικογένειες, ο αναλυτής μπορεί να παρασυρθεί και να κάνει ανεξέλεγκτες απότομες κινήσεις μαζί τους και να καταλήξει να δεχθεί πράγματα με τα οποία δεν συμφωνεί εξαιτίας της πίεσης από την οικογένεια. Αποφεύγοντας την οικογένεια εμποδίζει αυτού του είδους την εμπλοκή. Επίσης υπάρχει το ζήτημα των ατομικών δικαιωμάτων. Δεν είναι όλοι οι γονείς καλοί, και όταν οι γονείς φέρονται με βλαβερό τρόπο στο παιδί, ή ο ένας στον άλλον, τότε το θύμα απευθύνεται σε έναν θεραπευτή. Αν αυτός είναι αναλυτής, τότε θα έχει έναν ειδήμονα στο πλευρό του. Η ψυχαναλυτική στάση ήταν, “Παίρνω θέση απέναντι σε όλη την οικογένεια.” Μια τέτοια στάση ενδέχεται να παγώσει το οικογενειακό σύστημα στην παθολογία του, αλλά ταυτόχρονα θέτει μια εξωτερική εξουσία στο πλευρό του θύματος. Και βέβαια ο αναλυτής δε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εκπρόσωπος των γονέων ή των κοινωνικών λειτουργών που ήθελαν να νοσηλεύσουν ένα δύσκολο τέκνο επειδή η οικογένεια του ήταν αναστατωμένη.
Παρομοίως, οι εργαζόμενοι στις κοινωνικές υπηρεσίες απολαμβάνουν να σέρνουν παιδιά έξω από τα σπίτια τους για να τα σώσουν από την παραμέληση ή την κακοποίηση. Τέτοια αδιαφορία για την τελική μοίρα του παιδιού, και των γονέων του, και τέτοια απουσία ενδιαφέροντος για όσα θα μπορούσαν να γίνουν για να βελτιωθεί ο ρόλος των γονέων στην οικογένεια, είναι ανάρμοστα και αφελή. Αν το παιδί έβλεπε κάποιον ψυχαναλυτή, αυτός ο ειδικός δεν θα πειθόταν να κάνει κάτι που θα απομάκρυνε το παιδί για οπουδήποτε. Αντίθετα, ο αναλυτής θα συζητούσε με όποιον τον επισκεπτόταν για αυτά που θα ήθελε το άτομο να κάνει, να σκεφτεί και να καταλάβει. Αρνούμενος να γίνει συνήγορος της κοινωνικής δράσης, ο αναλυτής δε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και να συμμετάσχει απερισκεπτα σε τέτοιου είδους ενέργειες.


Σχιζοφρένεια

Όταν ασχολούμαστε με την σχιζοφρένεια είναι που συνειδητοποιούμε ξεκάθαρα πόσο μας λείπει η ψυχανάλυση. Ισως ένας τρόπος για να εκφράσουμε αυτό το σύνθετο θέμα είναι να παρουσιάσουμε ένα περιστατικό που έλαβε χώρα σε ένα τηλεοπτικό τοκ σόου. Ήταν μια συζήτηση για την ψυχική ασθένεια όπου συμμετείχαν διάφοροι ψυχίατροι, μεταξύ τους και ένας ψυχαναλυτής. Οι ψυχίατροι ήταν από διαφορετικές σχολές, αλλά όλοι τους διατύπωσαν την ψυχιατρική άποψη ότι οι σχιζοφρενείς έχουν νευροφυσιολογικό έλλειμμα και θα πρέπει να λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή, ανεξάρτητα από το πόσο βλαβερά είναι τα φάρμακα. “Η σχιζοφρένεια είναι μια ασθένεια του εγκεφάλου,” είπε ο ένας από τους ψυχιάτρους. “Φυσικά και είναι ασθένεια του εγκεφάλου, όλοι το ξέρουν αυτό,” είπε ένας άλλος. “Όχι όλοι,” είπε ένας τρίτος , ο οποίος ήταν ψυχίατρος οικογένειας, “ επειδή δεν έχει αποδειχθεί ότι είναι ασθένεια του εγκεφάλου, και όποιος το αποδείξει θα πάρει το βραβείο Νόμπελ.” Οι υπόλοιποι ψυχίατροι άρχισαν να φωνάζουν θυμωμένοι, και αυτός ο άντρας γρήγορα απάντησε, “Αλλά συμφωνώ ότι, ακόμα και χωρίς αποδείξεις, η ασθένεια του εγκεφάλου είναι πιθανότατα η βάση της ψύχωσης.” Όμως δεν επιτρεπόταν να κάνει χιούμορ. “Οχι πιθανότατα, σίγουρα είναι, είναι, είναι ασθένεια του εγκεφάλου!” αναφώνησαν εν χορώ οι υπόλοιποι ψυχίατροι.

Όταν ο συντονιστής της συζήτησης έδωσε τον λόγο στον ψυχαναλυτή, αυτός είπε, “Δεν είμαι και τόσο σίγουρος για όλα αυτά. Ηξερα μια γυναίκα και όλοι έλεγαν ότι ήταν σχιζοφρενής και ότι είχε εγκεφαλική ασθένεια, αλλά μίλησα μαζί της και ήταν προφανές ότι είχε κόλλημα με τον πατέρα της. Είχε εμμονή με εκείνον, και νομίζω ότι αυτή ήταν η πηγή της συμπεριφοράς της και ότι η προέλευση της ψύχωσης της ήταν στην παιδική ηλικία.”

“Οχι, όχι,” φώναξαν οι τέσσερις ψυχίατροι, “αν ήταν ψυχωσική τότε είχε εγκεφαλική ασθένεια, εγκεφαλική ασθένεια, εγκεφαλική ασθένεια!”
“Αλλά…”, είπε ο ψυχαναλυτής.
“Εγκεφαλική ασθένεια, εγκεφαλική ασθένεια,” φώναζαν όλοι μαζί και χτυπούσαν το χέρι τους στο τραπέζι μέχρι να υποχωρήσει ο ψυχαναλυτής.

Σε αυτήν την επιστημονική τηλεμαχία, ο ψυχαναλυτής ήταν ξεκάθαρα ένας ανθρωπιστής που ενδιαφερόταν για το άτομο, κάτι που τον έκανε να μοιάζει με πλάσμα από την εποχή των σπηλαίων μέσα σε εκείνη την ψυχιατρική ομάδα. Θυμόμαστε με νοσταλγία εκείνη την χρυσή εποχή πριν τα αντιψυχωτικά φάρμακα όπου οι καλοπροαίρετοι ψυχαναλυτές ασκούσαν επιρροή και προσέφεραν μια ανθρωπιστική ματιά ακόμα και στις πτέρυγες των ψυχιατρικών νοσοκομείων.
Αν παραξενευόμαστε με τον ψυχαναλυτή που θεωρούσε τον σχιζοφρενή ένα ανθρώπινο πλάσμα, υπάρχει μια φανερή εξήγηση. Χρειάζεται να θυμηθούμε ότι οι αναλυτές εκπαιδεύτηκαν πολλά χρόνια πριν αρχίσει η συστηματική αντιμετώπιση των ψυχωσικών ασθενών με φάρμακα και η μετατροπή τους σε ζόμπι. Οι σχιζοφρενείς διαχρονικά ήταν οι καλύτεροι δάσκαλοι για τους ειδικευόμενους στην ψυχιατρική. Η πρώτη εμπειρία των ειδικευομένων στην θεραπεία ασθενών ήταν με σχιζοφρενείς, παρόλο που μετά την αποφοίτησή τους θα τους απέφευγαν στο ιδιωτικό τους ιατρείο. Οι σχιζοφρενείς έχουν την γνώση και την ικανότητα να βοηθήσουν έναν ψυχίατρο να είναι άνθρωπος. Όταν πασχίζει εντατικά να βοηθήσει έναν σχιζοφρενή, ο νέος ψυχίατρος γίνεται πιο ταπεινός και πιο σοφός καθώς οι σχιζοφρενείς εύκολα βρίσκουν τα αδύναμα σημεία του και τον διευκολύνουν να καταλάβει καλύτερα τον εαυτό του. Οι νέοι ειδικευόμενοι εύκολα γίνονται αλαζόνες, όταν συνειδητοποιούν την κοινωνική τους δύναμη, και μαθαίνουν να είναι ταπεινοί όταν τους ακυρώνει ένας σχιζοφρενής. Είναι γνωστό σε όλους ότι μαθαίνουμε την πραγματική φύση του ανθρώπου από τους τρελούς.

Τι συμβαίνει όμως σήμερα; Ο νέος ειδικευόμενος ψυχιατρικής σήμερα δεν έχει ποτέ του συναντήσει έναν σχιζοφρενή που να μην έχει χαζέψει από τα φάρμακα. Πρόσφατα είπε ένας νεαρός ασθενής στον θεραπευτή του, “Θέλω να τινάξω τον κόσμο στον αέρα!” Ο θεραπευτής, ένας ειδικευόμενος ψυχιατρικής, πανικοβλήθηκε και έδωσε εντολή για επιπλέον φάρμακα και για επίβλεψη του ασθενούς, επειδή φοβήθηκε μην κάνει ιατρικό λάθος και του κάνουν μήνυση σε περίπτωση έκρηξης. Προφανέστατα ο ειδικευόμενος δεν είχε εκπαιδευτεί ποτέ από κάποιον σχιζοφρενή που δεν λάμβανε φάρμακα. Αποδυναμωμένοι από τα φάρμακα, οι σχιζοφρενείς δε μπορούν πλέον να λειτουργήσουν ως αποτελεσματικοί δάσκαλοι και κατά συνέπεια πλήττεται το επάγγελμα μας. Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε το γεγονός ότι οι ειδικευόμενοι ψυχιατρικής της σημερινή γενιάς υστερούν σε σοφία σε σύγκριση με εκείνους των περασμένων γενεών; Δεν αρκεί που κάθε σχιζοφρενής φαρμακώνεται αμέσως μόλις περάσει το κατώφλι του νοσοκομείου, αλλά επιπλέον αν ένας ψυχιατρικός ασθενής σε μια πτέρυγα δείξει οποιοδήποτε σημάδι φαντασίας ή εξυπνάδας αμέσως χαρακτηρίζεται ψυχωσικός με εγκεφαλική βλάβη και του χορηγούνται φάρμακα!
Καθώς βλέπουμε την ψυχανάλυση να ξεθωριάζει, σαν έναν πίνακα με ακουαρέλα που έχει μείνει για καιρό εκτεθειμένος στον ήλιο, παρατηρούμε ότι οι ψυχαναλυτές μας λείπουν εντονότερα λόγω αυτής της μάστιγας με τα φάρμακα στην ψυχιατρική. Αν σκεφτούμε αυτό που θεωρείται “Το Μεγάλο Στοίχημα” σήμερα, θα δούμε ότι η ψυχιατρική συνεχίζει να ελπίζει στην ανακάλυψη μιας βιολογικής εξήγησης για την αιτία της ψυχικής ασθένειας. Αν κάποιοι την βρουν, θα γίνουν οι ηγέτες του πεδίου επειδή η ψυχική ασθένεια θα είναι πια μια ασθένεια, με αποδείξεις, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης. Αυτό θα τους δώσει το δικαίωμα να δίνουν φάρμακα σε όποιον παρεκκλίνει και να τον κάνουν αναίσθητο. Το στοίχημα φαίνεται συναρπαστικό διότι αν δεν βρουν την βιολογική αιτία, όπως δεν την έχουν βρει μέχρι τώρα, θα γίνουν τα μαύρα πρόβατα του επιστημονικού πεδίου και οι ανθρωπιστές θα τους λιθοβολήσουν. Στην παρούσα φάση το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να φωνάζουν, “Εγκεφαλική ασθένεια, εγκεφαλική ασθένεια,” και να αυξάνουν τις δόσεις ισχυρών φαρμάκων για να πείσουν τους πάντες ότι πρέπει έχουν ανακαλύψει μια φυσική αιτία διαφορετικά δεν θα έδιναν αυτά τα βλαβερά φάρμακα. Είναι πλέον κανόνας κάθε μήνα να πρέπει να μπαίνει ένας ψυχίατρος στο εξώφυλλο του περιοδικού Time και να λέει ότι σύντομα θα γίνει σημαντική πρόοδος στην εξακρίβωση της βιολογικής αιτίας της σχιζοφρένειας. Μετά από πολλά χρόνια τέτοιας δημοσιότητας, δε μας εκπλήσσει ότι πολλοί νομίζουν ότι σίγουρα θα πρέπει να υπάρχει μια βιολογική εξήγηση. Η καμπάνια εξασφαλίζει την συνεχιζόμενη χρηματοδότηση, υποστηρίζοντας τις ψυχιατρικές και τις φαρμακευτικές εταιρείες.
Στα πλαίσια του στοιχήματος, υπάρχει και ένα κέρδος που ήδη εξαργυρώνεται. Οι ψυχίατροι είχαν ανέκαθεν το πρόβλημα ότι μπορούσαν να κουράρουν μέχρι έναν ασθενή την ώρα και έτσι ήταν περιορισμένο το εν δυνάμει εισόδημά τους. Όλοι οι άλλοι γιατροί είχαν το όφελος να μπορούν να βλέπουν αρκετούς ασθενείς μέσα στην ώρα. Η νέα γενιά ψυχιάτρων όμως, βρήκε τον τρόπο να τα καταφέρει όπως οι υπόλοιποι γιατροί. Κάνοντας συνεδρίες ‘Χ-Χ’, γνωστές με αυτό το όνομα επειδή βασίζονται στην Χορήγηση Χαπιών, ένας ψυχίατρος μπορεί να βλέπει από τέσσερις μέχρι έξι ασθενείς την ώρα με συνεντεύξεις που εστιάζουν στα φάρμακα και με αυτόν τον τρόπο να βγάζει τέσσερις με έξι φορές περισσότερα χρήματα. Για την ακρίβεια, οι πιο εφευρετικοί ψυχίατροι χρησιμοποιούν πρόθυμους κοινωνικούς λειτουργούς για να πείθουν την οικογένεια του ασθενή ότι ο ασθενής είναι ανίατος και θα πρέπει να παίρνει φάρμακα εσαεί. Αυτή η προκαταρκτική συνέντευξη, γνωστή ως Σχέδιο Andersonville[4], επιτρέπει στον ψυχίατρο να μην σπαταλήσει τον χρόνο του πείθοντας τον ασθενή, εξασφαλίζοντας έτσι χρόνο για να δει περισσότερους ασθενείς ανά ώρα εξετάζοντάς τους σε σχέση με τα φάρμακα.
Κάτι άλλο για το οποίο έχουν επικριθεί οι ψυχαναλυτές είναι ότι παρακολουθούσαν τους ασθενείς τους για αρκετά χρόνια. Η σημερινή ψυχιατρική έχει με το μέρος της μια θεωρία που λέει ότι οι ασθενείς θα πρέπει να λαμβάνουν φάρμακα δια βίου, οπότε θα έχουν ψυχιατρική παρακολούθηση, και θα την πληρώνουν, για πάντα.
Το στοίχημα της ψυχιατρικής θα είχε μόνο κέρδη αν παραβλέπαμε το γεγονός ότι τα αντιψυχωτικά φάρμακα προκαλούν εγκεφαλικές βλάβες, και τεράστιος αριθμός ανθρώπων έχει καθημερινά τα μυαλά του πειραγμένα. Η Όψιμη Δυσκινησία, ένας τύπος νευρολογικής βλάβης που είναι μη αναστρέψιμη στις μισές περιπτώσεις, εξαπλώνεται σαν επιδημία στην ψυχιατρική ήπειρο. Χιλιάδες και χιλιάδες άνθρωποι πλέον έχουν ρίγη και τρόμο και δαγκώνουν ασυγκράτητα τη γλώσσα τους και κάνουν μορφασμούς σαν ανόητοι. Αυτή η ανεξέλεγκτη συμπεριφορά είναι μια φαρμακοεπαγόμενη πάθηση που λέγεται Ψυχιατρικός Παρκινσονισμός που προκαλείται από συνεδρίες Χ-Χ. Χωρίς να μπορεί να προβλεφθεί η έναρξή της, συνήθως εμφανίζεται όταν χορηγούνται αντιψυχωτικά φάρμακα και μετά διακόπτονται. Όταν ο ψυχίατρος διαπιστώσει την Παρκινσονική αντίδραση με την διακοπή των φαρμάκων, αμέσως τα επαναχορηγεί για να καλύψει τη γκαντεμιά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να σταματήσουν τα συμπτώματα αλλά να αυξηθεί η εγκεφαλική βλάβη σε βαθμό που αργότερα εμφανίζονται ακόμα πιο ατυχή συμπτώματα. Το στοίχημα είναι αργότερα, όταν αποκαλυφθεί ότι τα συμπτώματα αυτά είναι μια εθνική τραγωδία, να έχει βρεθεί μια βιολογική αιτία για την ψυχική ασθένεια και αυτό να δικαιολογήσει την βιολογική βλάβη που θα έχει προκληθεί σε αμέτρητους ανθρώπους. Οι πιο τολμηροί και πειραματιστές ψυχίατροι πλέον δίνουν φάρμακα, που μπορεί να προκαλέσουν εγκεφαλική βλάβη, μέχρι και σε 8χρονα παιδιά, αν μπορέσουν να βρουν μια αφορμή να τα διαγνώσουν ως αυτιστικά και επομένως όχι ιδιαίτερα φυσιολογικά. Εν τω μεταξύ, από τις ενοχές τους, όλο και περισσότεροι ψυχίατροι βλέπουν εφιάλτες όπου τους καταδιώκουν πλήθη που κάνουν μορφασμούς και τρέμουν και τους αποκαλούν με διάφορα επίθετα. Αυτοί οι δυστυχείς δεν έχουν καν τους ψυχαναλυτές να τους βοηθήσουν να καταλάβουν τους εφιάλτες τους!
Για να δώσουμε μια ακριβή εικόνα της ιδιαίτερης απουσίας των ψυχαναλυτών, ας συγκρίνουμε τις δηλώσεις ενός σύγχρονου ψυχιάτρου στο θέμα των αντιψυχωσικών φαρμάκων με αυτές ενός ψυχαναλυτή. Κάθε ψυχίατρος σήμερα είναι εκπαιδευμένος να χορηγεί φάρμακα. Το μόνο ζήτημα είναι ποιο φάρμακο να διαλέξει. Επίσης έχει εκπαιδευτεί να υπερασπίζεται τις παρενέργειες των φαρμάκων. Πρώτα πρώτα, χρειάζεται να πει ότι είναι προβληματισμένος με αυτές τις φήμες για την Όψιμη Δυσκινησία καθώς ο ίδιος δεν τις έχει συναντήσει ποτέ (αυτό ενίοτε αποκαλείται το ‘κόλπο της ειλικρίνειας’). Επιπλέον μαθαίνει να επιμένει ότι τα ισχυρά φάρμακα για την ψύχωση και την κατάθλιψη μπορούν να προκαλέσουν εγκεφαλική βλάβη μόνο επειδή (α) χρησιμοποιήθηκε λανθασμένη δοσολογία και (β) μόνο αν τα παίρνει κάποιος για 71 χρόνια, και όσοι παθαίνουν εγκεφαλική βλάβη παίρνοντάς τα για μόλις μια εβδομάδα κάποιο πρόβλημα θα είχαν από πριν, και (γ) όποιος έχει Όψιμη Δυσκινησία δεν πρέπει να είναι πικρόχολος και να κάνει μήνυση στον ψυχίατρό του γιατί θα έπρεπε να την προτιμά από το να έχει ψύχωση, και (δ) επιπρόσθετα τα φάρμακα είναι αναγκαίο να χρησιμοποιηθούν αφού εδώ και δύο γενεές ψυχιάτρων κανείς δε γνωρίζει πώς να αντιμετωπίσει ασθενείς ψυχικά νοσούντες με άλλον τρόπο πέρα από τα φάρμακα, και (ε) ακόμα, επειδή η οικογένεια του ασθενή απαιτεί να παίρνει φάρμακα του για να μένει στο σπίτι και να συμπεριφέρεται σωστά και πώς θα μπορούσε άλλωστε ένας ψυχίατρος να εναντιωθεί στη μητέρα και τον πατέρα; Θα πρέπει να τονίσουμε ότι πολλά από τα παραπάνω επιχειρήματα χρησιμοποιήθηκαν από μια παλαιότερη γενιά ψυχιάτρων αφού ουσιαστικά είναι τα επιχειρήματα με τα οποία υπερασπίστηκαν τις λοβοτομές.
Ποια είναι λοιπόν η ψυχαναλυτική προσέγγιση σε αυτήν την διαμάχη; Είναι απλή: δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται τα φάρμακα στην θεραπεία. Πόσο μας λείπει αυτή η στοιχειώδης σοφία σήμερα! Οι αναλυτές δεν έδιναν φάρμακα στους ασθενείς τους ακόμα και όταν οι γονείς ήταν έτοιμοι να μαζέψουν κι άλλους και να πάνε να τους λιντσάρουν. (Ενδεχομένως περιστασιακά κάποιος ψυχαναλυτής να ξεστράτιζε και να χρησιμοποιούσε φάρμακα σε κάποια ιδιωτική ψυχιατρική κλινική, αλλά θα το έκανε με τις αρμόζουσες ενοχές και με ντροπή.) Πώς θα εξερευνηθεί το ανθρώπινο μυαλό αν είναι θολωμένο από ισχυρά ψυχοφάρμακα; Ο ψυχαναλυτής είχε λάβει την κατάλληλη εκπαίδευση ώστε να μπορεί να μιλάει με τους ασθενείς του για άλλα πράγματα πέρα από τις παρενέργειες των φαρμάκων τους, σε αντίθεση με τις τωρινές γενιές ψυχιάτρων που το μόνο που κάνουν είναι να κάθονται αβοήθητοι και να πασπατεύουν τις σύριγγές τους όταν δεν είναι σε θέση να χορηγήσουν φάρμακα.
Αναπολώντας με νοσταλγία, φανταζόμαστε τον ψυχαναλυτή λουσμένο με όλο και πιο δελεαστικά χρώματα στον ορίζοντα του ηλιοβασιλέματος. Ήταν ένας άνθρωπος αρκετά ώριμος κατά την περίοδο που ολοκλήρωνε την εκπαίδευσή του. Ήταν εξοικειωμένος με όλο το φάσμα των ανθρώπινων προβλημάτων για να μπορεί να κάνει διαγνώσεις. Και ήταν υπέρμαχος των δικαιωμάτων του ασθενούς του απέναντι στην οικογένεια, το δικαστήριο, και τους συναδέλφους. Ήταν ένας μαθητής που τον είχαν διδάξει οι ελεύθεροι φαρμάκων σχιζοφρενείς, και ήταν αντίθετος με την χρήση βλαβερών χημικών στα πλαίσια της θεραπείας. Πού βρίσκονται τέτοιοι άντρες και γυναίκες τώρα που τους χρειαζόμαστε περισσότερο; Μακάρι να ήξεραν οι ψυχαναλυτές πώς να αλλάξουν τους άλλους, ή έστω να ανακουφίσουν κάποιο σύμπτωμα, και θα ήταν ακόμα ισχυρή δύναμη στον χώρο των κλινικών και θα ασκούσαν την ευγενική τους επιρροή σε όλους εμάς μέχρι σήμερα. 




 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: