Το θαλασσινό ταξίδι του Βίτολντ Γκομπρόβιτς

Ο Βίτολντ Γκομπρόβιτς
Ο Βίτολντ Γκομπρόβιτς

Η τέ­χνη λοι­πόν, μπο­ρεί και πρέ­πει να δια­τα­ράσ­σει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, να την κομ­μα­τιά­ζει, να χτί­ζει πα­ρά­γω­γους πα­ρά­λο­γους νέ­ους κό­σμους, και σε αυ­τή την αυ­θαι­ρε­σία εί­ναι κρυμ­μέ­νος ένας νό­μος, που με ένα δια­τα­ραγ­μέ­νο τρό­πο οδη­γεί την πα­ρα­φρο­σύ­νη που κα­τα­στρέ­φει την αί­σθη­ση που έχου­με για τον εξω­τε­ρι­κό κό­σμο, σε ένα εσω­τε­ρι­κό νό­η­μα. Το όνει­ρο απο­κα­λύ­πτει την απύθ­με­νη ηλι­θιό­τη­τα της απαί­τη­σης που έχουν τα κλα­σι­κά πνεύ­μα­τα όταν λέ­νε ότι η τέ­χνη πρέ­πει να εί­ναι «διαυ­γής»… Πή­γαι­νε ένα με­ση­μέ­ρι και κοί­τα­ξε προ­σε­κτι­κά το πιο κλασ­σι­κό άγαλ­μα της Αφρο­δί­της, και θα δεις την πιο σκο­τει­νή νύ­χτα. ―Βί­τολντ Γκο­μπρό­βιτς, Ημε­ρο­λό­γιο



Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα θα­λασ­σι­νά τα­ξί­δια, όπως και τα άλ­λα, εί­ναι «κα­νο­νι­κά». Έχουν προ­έ­λευ­ση, προ­ο­ρι­σμό, και μια διάρ­κεια. Με­ρι­κά όμως εί­ναι «ση­μα­δια­κά», ξε­φεύ­γουν από την κα­νο­νι­κό­τη­τα. Ένα τέ­τοιο τα­ξί­δι ση­μα­δια­κό έκα­νε ο Πο­λω­νός συγ­γρα­φέ­ας Βί­τολντ Γκο­μπρό­βιτς (Witold Gombrowicz) (1904-1969), ο «με­γα­λύ­τε­ρος από τους άγνω­στους συγ­γρα­φείς», όπως τον απο­κά­λε­σε ένας Γάλ­λος δη­μο­σιο­γρά­φος.
Τον Ιού­νιο του 1939, ο ανερ­χό­με­νος νέ­ος συγ­γρα­φέ­ας στην Πο­λω­νία Γκο­μπρό­βιτς συ­νά­ντη­σε τον συ­νά­δελ­φό του Τσέ­σλο Στρα­σέ­βιτς (Czeslaw Straszewicz) στο κα­φε­νείο «Zodiak» στη Βαρ­σο­βία. Ο Στρα­σέ­βιτς του ανέ­φε­ρε ότι η ναυ­τι­λια­κή εται­ρία Gdynia America Line τον εί­χε προ­σκα­λέ­σει να τα­ξι­δέ­ψει με το νε­ό­τευ­κτο πλοίο Χρό­μπρι (Chrobry, που στα πο­λω­νι­κά ση­μαί­νει «Γεν­ναί­ος») στο παρ­θε­νι­κό του τα­ξί­δι με προ­ο­ρι­σμό την Αρ­γε­ντι­νή. Σε αντάλ­λαγ­μα θα έπρε­πε να γρά­ψει για το πλοίο στον πο­λω­νι­κό τύ­πο. Ο Γκο­μπρό­βιτς του ζή­τη­σε να προ­ω­θή­σει το όνο­μα του στην εται­ρία, προ­κει­μέ­νου να προ­σκλη­θεί και αυ­τός στο τα­ξί­δι. Όλα πή­γαν κα­λά και ο Γκο­μπρό­βιτς προ­στέ­θη­κε στη λί­στα των δια­κε­κρι­μέ­νων επι­βα­τών.
Το πλοίο Χρό­μπρι εί­χε ναυ­πη­γη­θεί στη Δα­νία, ονο­μά­στη­κε «Γεν­ναί­ος» προς τι­μή του πρώ­του Πο­λω­νού βα­σι­λιά (1025), και ήταν το τε­λευ­ταίο Πο­λω­νι­κό επι­βα­τι­κό πλοίο που ναυ­πη­γή­θη­κε πριν τον Β΄ Πα­γκό­σμιο πό­λε­μο. Στο παρ­θε­νι­κό του τα­ξί­δι, το Χρό­μπρι από­πλευ­σε από το λι­μά­νι της Γκ­ντί­νια (Gdynia) στην Πο­λω­νία την 16η ώρα της 29ης Ιου­λί­ου 1939 με δε­κα­τρείς επι­βά­τες στην πρώ­τη θέ­ση. Δέ­κα­τος τρί­τος ήταν ο 36χρο­νος Γκο­μπρό­βιτς, που εί­χε απο­δε­χτεί την πρό­σκλη­ση του συ­να­δέλ­φου του. Με­τά από τρεις βδο­μά­δες, το πλοίο έδε­σε στο λι­μά­νι του Μπου­έ­νος Άι­ρες στην Αρ­γε­ντι­νή την 20ή Αυ­γού­στου 1939, με 391 επι­βά­τες εκ των οποί­ων 21 ήταν υπή­κο­οι Αρ­γε­ντι­νής και οι λοι­ποί 370 άλ­λων εθνι­κο­τή­των. Ού­τε ο Γκο­μπρό­βιτς ού­τε το Χρό­μπρι γύ­ρι­σαν στην Πο­λω­νία.
Το πλοίο ξε­κί­νη­σε το τα­ξί­δι της επι­στρο­φής του την 24η Αυ­γού­στου. Ο Γκο­μπρό­βιτς εί­χε επι­βι­βα­σθεί στο Χρό­μπρι για να επι­στρέ­ψει στην Πο­λω­νία, αλ­λά την τε­λευ­ταία στιγ­μή, με τις δύο βα­λί­τσες του πα­ρα­μά­σχα­λα κα­τέ­βη­κε τις σκά­λες και απο­μα­κρύν­θη­κε από το πλοίο. Οι λό­γοι που ώθη­σαν τον Γκο­μπρό­βιτς σε αυ­τή την ενέρ­γεια δεν εί­ναι γνω­στοί.

“Έφυ­γα για την Αρ­γε­ντι­νή τυ­χαία, για δύο μό­νο εβδο­μά­δες, αν από κά­ποια πα­ρα­ξε­νιά της μοί­ρας ο πό­λε­μος δεν εί­χε ξε­σπά­σει στη διάρ­κεια αυ­τών των δύο εβδο­μά­δων, θα εί­χα γυ­ρί­σει στην Πο­λω­νία – όμως δεν το απέ­κρυ­ψα όταν η πόρ­τα εί­χε αμπα­ρω­θεί και εγώ ήμουν κλει­δω­μέ­νος στην Αρ­γε­ντι­νή, ήταν σα να εί­χα επι­τέ­λους ακού­σει την φω­νή μου» (Βί­τολντ Γκο­μπρό­βιτς)

Τέσ­σε­ρις μέ­ρες με­τά τον από­πλου του, την 28η Αυ­γού­στου 1939, όλα τα πλοία με πο­λω­νι­κή ση­μαία έλα­βαν την οδη­γία να πα­ρα­μεί­νουν εκτός των υδά­των της Πο­λω­νι­κής Βαλ­τι­κής Θα­λάσ­σης. Ο Β΄ Πα­γκό­σμιος πό­λε­μος ξέ­σπα­σε την 1η Σε­πτεμ­βρί­ου 1939, με την ει­σβο­λή της Γερ­μα­νί­ας στην Πο­λω­νία.
Το ξέ­σπα­σμα του πο­λέ­μου βρή­κε το Χρό­μπρι να πε­ρι­πλέ­ει τις βό­ρειες ακτές της Βρα­ζι­λί­ας. Έδε­σε σε ένα βρα­ζι­λιά­νι­κο λι­μά­νι όπου απο­βι­βά­στη­καν όλοι οι επι­βά­τες και πα­ρέ­μει­νε εκεί για 40 μέ­ρες. Στη συ­νέ­χεια διέ­σχι­σε τον Ατλα­ντι­κό με προ­ο­ρι­σμό το λι­μά­νι του Σα­ου­θάμ­πτον στην Αγ­γλία. Εκεί έγι­ναν τρο­πο­ποι­ή­σεις ώστε να μπο­ρεί να με­τα­φέ­ρει στρα­τεύ­μα­τα.
Την 14η Μα­ΐ­ου 1940, κα­θώς το Χρό­μπρι με­τέ­φε­ρε στρα­τεύ­μα­τα από ένα φιόρδ στη βό­ρεια Νορ­βη­γία, δέ­χθη­κε επί­θε­ση γερ­μα­νι­κώ κα­τα­διω­κτι­κών αε­ρο­πλά­νων και υπέ­στη σο­βα­ρές ζη­μιές. Τα συ­νο­δευ­τι­κά εγ­γλέ­ζι­κα πλοία διέ­σω­σαν 700 από τους επι­βαί­νο­ντες στρα­τιώ­τες και πλή­ρω­μα. Το Χρό­μπρι συ­νέ­χι­σε να καί­γε­ται στη θά­λασ­σα μέ­χρι την 16η Μα­ΐ­ου 1940, οπό­τε το βύ­θι­σαν αε­ρο­πλά­να από το αε­ρο­πλα­νο­φό­ρο HMS «Ark Royal».
Ο Γκο­μπρό­βιτς πα­ρέ­μει­νε στην Αρ­γε­ντι­νή για 24 χρό­νια, μέ­χρι το 1963. Ανα­φε­ρό­ταν σε αυ­τήν την πε­ρί­ο­δο της ζω­ής του λέ­γο­ντας «η εξο­ρία μου στην Αρ­γε­ντι­νή». Ένα ιδιαί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό επει­σό­διο από την «εξο­ρία» δια­δρα­μα­τί­στη­κε σε ένα από τα στέ­κια του στο Μπου­έ­νος Άι­ρες, στο κα­φε­νείο «Café Rex», που βρι­σκό­ταν δί­πλα στον με­γά­λο ομώ­νυ­μο κι­νη­μα­το­γρά­φο στο κέ­ντρο της πό­λης. Το κα­φε­νείο ανή­κε στον εβραϊ­κής κα­τα­γω­γής Πο­λω­νό με­τα­νά­στη Πα­ου­λί­νο Φρί­ντμαν (Paulino Frydman), που εί­χε με­τα­να­στεύ­σει στην Αρ­γε­ντι­νή το 1939 και ήταν δια­κε­κρι­μέ­νος σκα­κι­στής. Στο κα­φε­νείο «Café Rex» οι θα­μώ­νες έπαι­ζαν μπι­λιάρ­δο και σκά­κι. Δεν ήταν γνω­στό σε λο­γο­τε­χνι­κούς κύ­κλους, και θα πα­ρέ­με­νε άγνω­στο αν από τύ­χη δεν εί­χε ξε­κι­νή­σει εκεί το 1946 η δια­δι­κα­σία με­τά­φρα­σης από τα πο­λω­νι­κά στα ισπα­νι­κά του πρώ­του δι­η­γή­μα­τος του Γκο­μπρό­βιτς, Φερ­ντι­ντούρ­κε (Ferdydurke), που εί­χε δη­μο­σιευ­θεί στη Βαρ­σο­βία το 1937.
Ο Γκο­μπρό­βιτς μι­λού­σε σπα­στά ισπα­νι­κά, που τα εί­χε μά­θει «στο δρό­μο», κι έτσι την με­τά­φρα­ση ανέ­λα­βε μια επι­τρο­πή. Η με­τά­φρα­ση δι­ήρ­κε­σε 18 μή­νες και απο­τέ­λε­σε το έδα­φος στο οποίο ανα­πτύ­χθη­κε η με­γά­λη φι­λία ανά­με­σα στον Γκο­μπρό­βιτς και τον Κου­βα­νό συγ­γρα­φέα Βιρ­γί­λιο Πι­νιέ­ρα (Virgilio Piñera, 1912-1979), που εί­χε με­τα­να­στεύ­σει στην Αρ­γε­ντι­νή το 1946. Η φι­λία των δύο λο­γο­τε­χνών συ­μπί­πτει με την άνο­δο και την πτώ­ση του Χουάν Ντο­μίν­γκο Πε­ρόν (Προ­έ­δρου της Αρ­γε­ντι­νής από το 1946 έως το 1955, και από το 1973 έως το 1974). Το Φερ­ντι­ντούρ­κε κυ­κλο­φό­ρη­σε στα ισπα­νι­κά στην Αρ­γε­ντι­νή το 1947, σχε­δόν χω­ρίς να το αντι­λη­φθεί κα­νείς.
Το 1953, ο από­δη­μος Γκο­μπρό­βιτς άρ­χι­σε να γρά­φει το Ημε­ρο­λό­γιο του (που το απο­κα­λού­σε («το πι­στό σκυ­λί της ψυ­χής μου») στο πα­ρι­σι­νό πε­ριο­δι­κό Πο­λω­νών απο­δή­μων Kultura, με τις ση­μειώ­σεις:

«Δευ­τέ­ρα Εγώ.
Τρί­τη Εγώ.
Τε­τάρ­τη Εγώ.
Πέμ­πτη Εγώ.»

Η φι­λο­σο­φία του συ­νο­ψί­ζε­ται ως εξής.

«Απο­δέ­ξου και κα­τά­λα­βε ότι δεν εί­σαι ο εαυ­τός σου, κα­νέ­νας δεν εί­ναι πο­τέ ο εαυ­τός του, με κα­νέ­να, σε οποια­δή­πο­τε κα­τά­στα­ση. Κά­θε τι αν­θρώ­πι­νο εί­ναι τε­χνη­τό.»

Το 1963 του προ­σφέρ­θη­κε μια υπο­τρο­φία ενός χρό­νου στο Βε­ρο­λί­νο από το Ίδρυ­μα Φορντ (Ford Foundation). Έτσι, με­τά από 24 χρό­νια πα­ρα­μο­νής στην Αρ­γε­ντι­νή, ο συγ­γρα­φέ­ας επέ­στρε­ψε στην Ευ­ρώ­πη. Κα­τά τη διάρ­κεια του τα­ξι­διού της επι­στρο­φής του στην Ευ­ρώ­πη ο Γκο­μπρό­βιτς ση­μεί­ω­σε στο ημε­ρο­λό­γιο του:

«(Το πλοίο) Κου­νά­ει πο­λύ… Δια­βά­ζω Χάι­ντε­γκερ και ηρε­μώ.»

Ο πιο στε­νός Αρ­γε­ντί­νος φί­λος του Γκο­μπρό­βιτς στην Αρ­γε­ντι­νή και με­τά ήταν ο Χουάν Κάρ­λος Γκό­μες (Juan Carlos Gómez), που εί­χε το πα­ρα­τσού­κλι «ο πι­στός Γκό­μα». Οι δύο άντρες συ­να­ντή­θη­καν το 1956 και ανέ­πτυ­ξαν στε­νούς φι­λι­κούς δε­σμούς που δια­τη­ρή­θη­καν και με­τά την με­τά­βα­ση του Γκο­μπρό­βιτς στην Ευ­ρώ­πη το 1963. Σε μια επι­στο­λή του προς τον «Γκό­μα», ο Γκο­μπρό­βιτς γρά­φει:

Καη­μέ­νε Γκό­μα, δεν ξέ­ρεις ένα πράγ­μα που σου το έκρυ­βα, εν μέ­ρει για να σε λυ­πη­θώ, και εν μέ­ρει για να απο­φύ­γω τις ερω­τή­σεις και τα λοι­πά, ότι από την στιγ­μή που έφυ­γα από την Αρ­γε­ντι­νή δεν πέ­ρα­σα μια κα­λή μέ­ρα (…) Εσύ, όπως και η Άντα νο­μί­ζε­τε ότι έχω ξα­πλώ­σει τε­μπέ­λι­κα σε ένα κρε­βά­τι με τρια­ντά­φυλ­λα, και κά­τι πα­ρα­πά­νω, μα­ζί με Ρί­τα. Στο με­τα­ξύ, εγώ εδώ εξα­ντλού­μαι σε κά­θε κα­τεύ­θυν­ση. Σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση, ίσως δεν εί­ναι όλα τό­σο δρα­μα­τι­κά. Υπάρ­χουν στιγ­μές με κα­λή διά­θε­ση. Αλ­λά φί­λε μου πο­τέ δεν έχω μοιά­σει τό­σο πο­λύ με ένα εγω­ι­στι­κό και δαι­μό­νιο τέ­ρας όσο μοιά­ζω τώ­ρα.

Σε χαι­ρε­τώ,

W. G.

Τώ­ρα ζυ­γί­ζω 68 κι­λά.
Πριν ζύ­γι­ζα 83 κι­λά
                        
(Oh, Goma, if you only knew: Gombrowicz to Gómez | Event | Culture.pl)

Την 17η Μα­ΐ­ου 1964 ο συγ­γρα­φέ­ας ανα­χώ­ρη­σε από το Βε­ρο­λί­νο. Ανά­με­σα σε εκεί­νους που τον συ­νό­δευ­σαν στο αε­ρο­δρό­μιο Τέ­γκελ (Tegel) ήταν ο Έλ­λη­νας επι­με­λη­τής εκ­θέ­σε­ων και ιστο­ρι­κός τέ­χνης Χρή­στος Ιω­α­κει­μί­δης. O Γκο­μπρό­βιτς με­τέ­βη στο Πα­ρί­σι και λί­γους μή­νες με­τά εγκα­τα­στά­θη­κε στην πό­λη Βανς (Vence) κο­ντά στη Νί­καια, στη νό­τια Γαλ­λία. Δεν επέ­στρε­ψε πο­τέ στην Αρ­γε­ντι­νή. Το 1968 ήταν υπο­ψή­φιος για το βρα­βείο Νο­μπέλ. Φή­μες λέ­νε ότι το έχα­σε για μία ψή­φο. Την 25η Ιου­λί­ου 1969 πέ­θα­νε στον ύπνο του σε ηλι­κία 64 ετών στη Βανς.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: