Ο Ελπήνορας από τον Μύθο στη Σύγχρονη Ποίηση: Συγκριτική ανάγνωση του Σεφέρη, Πάουντ, Σινόπουλου και Μάινα

Ο Ελπήνορας από τον Μύθο στη Σύγχρονη Ποίηση: Συγκριτική ανάγνωση του Σεφέρη, Πάουντ, Σινόπουλου και Μάινα

Ει­σα­γω­γή

Ο Ελ­πή­νωρ εί­ναι ένας δευ­τε­ρεύ­ων χα­ρα­κτή­ρας από την Οδύσ­σεια του Ομή­ρου, αλ­λά ο ρό­λος του εί­ναι εξαι­ρε­τι­κά συμ­βο­λι­κός και έχει απα­σχο­λή­σει αρ­κε­τούς συγ­γρα­φείς και ποι­η­τές. Στο έπος, ο Ελ­πή­νωρ, ένας νε­α­ρός σύ­ντρο­φος του Οδυσ­σέα, πέ­φτει από τη στέ­γη του πα­λα­τιού της Κίρ­κης και σκο­τώ­νε­ται εξαι­τί­ας της μέ­θης του. Το πτώ­μα του πα­ρα­μέ­νει άτα­φο, κα­θώς ο Οδυσ­σέ­ας και το πλή­ρω­μά του ανα­χω­ρούν βια­στι­κά. Όταν ο Οδυσ­σέ­ας κα­τε­βαί­νει στον Άδη, συ­να­ντά το πνεύ­μα του Ελ­πή­νο­ρα, ο οποί­ος του ζη­τά όταν επι­στρέ­ψει στη ζωή να του απο­δώ­σει τις απα­ραί­τη­τες νε­κρι­κές τι­μές.
Η συμ­βο­λι­κή πα­ρου­σία του Ελ­πή­νο­ρα υπεν­θυ­μί­ζει τη ση­μα­σία των τα­φι­κών τε­λε­τών στην αρ­χαία ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία, ενώ πα­ράλ­λη­λα υπο­γραμ­μί­ζει τις συ­νέ­πειες της απε­ρι­σκε­ψί­ας και της έλ­λει­ψης αυ­το­ε­λέγ­χου. Ο Ελ­πή­νωρ, όντας μια τρα­γι­κή φι­γού­ρα, συν­δέ­ει τον κό­σμο των ζω­ντα­νών με τον κά­τω κό­σμο, δη­μιουρ­γώ­ντας έναν σύν­δε­σμο ανά­με­σα στη ζωή και τον θά­να­το. Αυ­τή η ιδιαί­τε­ρη θέ­ση τον κα­θι­στά ένα ισχυ­ρό σύμ­βο­λο που έχει εμπνεύ­σει πολ­λούς ποι­η­τές, τό­σο στην ξέ­νη όσο και στη σύγ­χρο­νη ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία.
Ο Έζ­ρα Πά­ουντ, για πα­ρά­δειγ­μα, ανα­φέ­ρε­ται στον Ελ­πή­νο­ρα στο συν­θε­τι­κό του ποί­η­μα Hugh Selwyn Mauberley, όπως και στο «Canto XX», όπου τον χρη­σι­μο­ποιεί για να εκ­φρά­σει κυ­ρί­ως τη θλί­ψη και την απο­γο­ή­τευ­ση από την έλ­λει­ψη ηρω­ι­σμού και ανώ­τε­ρων ιδα­νι­κών στον σύγ­χρο­νο κό­σμο.[1] Αντί­στοι­χα, ο Γιώρ­γος Σε­φέ­ρης, στο ποί­η­μά του «Ο Στρά­της Θα­λασ­σι­νός ανά­με­σα στους αγά­παν­θους» από το Ημε­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος, Β',[2] πα­ραλ­λη­λί­ζει τον άτα­φο Ελ­πή­νο­ρα με τους νε­κρούς του Β' Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, θί­γο­ντας ζη­τή­μα­τα μνή­μης, απώ­λειας και τι­μής προς τους πε­σό­ντες. Ο Τά­κης Σι­νό­που­λος, στην ποι­η­τι­κή του συλ­λο­γή Με­ταίχ­μιο, προ­σεγ­γί­ζει τον Ελ­πή­νο­ρα με μια πιο υπαρ­ξια­κή διά­στα­ση, εξε­ρευ­νώ­ντας το νό­η­μα της ζω­ής, της ταυ­τό­τη­τας, του θα­νά­του και της λή­θης. Ο δι­κός του Ελ­πή­νο­ρας γί­νε­ται ένα σύμ­βο­λο για τους λη­σμο­νη­μέ­νους νε­κρούς δεί­χνο­ντας τη ση­μα­σία της μνή­μης στη δια­τή­ρη­ση της αν­θρώ­πι­νης υπό­στα­σης.
Σε αυ­τή τη σει­ρά επα­νερ­μη­νειών του μυ­θι­κού αυ­τού χα­ρα­κτή­ρα εντάσ­σε­ται και ο σύγ­χρο­νός μας ποι­η­τής Αλέ­ξιος Μάι­νας (γ. 1976), ο οποί­ος με το ποί­η­μά του «Η Πλη­σιέ­στε­ρη Όχθη» προ­σθέ­τει μια νέα πνοή στον μύ­θο αυ­τού του προ­σώ­που. Στο ποί­η­μά του, ο Ελ­πή­νωρ εμ­φα­νί­ζε­ται ως μια φι­γού­ρα που ανα­με­τριέ­ται με το υπαρ­ξια­κό του κε­νό, απο­μα­κρυ­σμέ­νος από κά­θε ηρω­ι­κό ιδε­ώ­δες. Μέ­σα από μια εσω­τε­ρι­κή εξο­μο­λό­γη­ση, δια­τυ­πώ­νει τη θλί­ψη του για το ότι δεν κα­τόρ­θω­σε να γί­νει κά­τι, και θέ­τει ερω­τή­μα­τα γύ­ρω από την ίδια του την ύπαρ­ξη, τη θέ­ση του στο μύ­θο και τη λο­γο­τε­χνία. Ο Μάι­νας, με τον τρό­πο του, ανα­δει­κνύ­ει τον Ελ­πή­νο­ρα ως μια μορ­φή που κα­θρε­φτί­ζει τη σύγ­χρο­νη αν­θρώ­πι­νη αγω­νία και αβε­βαιό­τη­τα, σε έναν κό­σμο που ανα­ζη­τά νό­η­μα και προ­σα­να­το­λι­σμό.


O
Ελ­πή­νωρ στην ποί­η­ση

Ο Ελ­πή­νωρ, ως σύμ­βο­λο από την αρ­χαία ελ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γία, έχει εμπνεύ­σει κι άλ­λους σύγ­χρο­νους Έλ­λη­νες λο­γο­τέ­χνες πέ­ρα από τον Σε­φέ­ρη και τον Σι­νό­που­λο. Θα ανα­φερ­θού­με, σύ­ντο­μα, σε με­ρι­κά ακό­μη πα­ρα­δείγ­μα­τα. Ο Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης στο έρ­γο του Οδύσ­σεια: Μια σύγ­χρο­νη συ­νέ­χεια, ανα­φέ­ρε­ται στον Ελ­πή­νο­ρα, όχι όμως ως κε­ντρι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Ο Γιάν­νης Ρί­τσος, στο ποί­η­μά του «Ο αφα­νι­σμός της Μή­λος»,[3] κά­νει ανα­φο­ρά στον Ελ­πή­νο­ρα, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τον ως σύμ­βο­λο για να μι­λή­σει για την ιστο­ρι­κή μνή­μη και την απώ­λεια, ενώ ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, αν και δεν ανα­φέ­ρε­ται άμε­σα στον ίδιο, χρη­σι­μο­ποιεί συ­χνά μο­τί­βα από την Οδύσ­σεια στην ποί­η­σή του, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων έμ­με­σων ανα­φο­ρών σε δευ­τε­ρεύ­ο­ντες χα­ρα­κτή­ρες όπως ο Ελ­πή­νωρ.
Ο Νά­νος Βα­λα­ω­ρί­της στο ποί­η­μά του «Η μπα­λά­ντα του ξε­νι­τε­μέ­νου» από την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Ανι­δε­ο­γράμ­μα­τα, κά­νει ανα­φο­ρές στον Ελ­πή­νο­ρα ως μέ­ρος μιας ευ­ρύ­τε­ρης χρή­σης μυ­θο­λο­γι­κών στοι­χεί­ων. Γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά:

[…] Πώς κα­τά­ντη­σα εδώ πέ­ρα χοί­ρος
Στης Κίρ­κης το νη­σί; Πώς κα­τέ­λη­ξα
Να γί­νω Ελ­πή­νο­ρας και κο­λα­ζί­στας
Που πέ­φτο­ντας έσπα­σε το κρα­νίο του
Απ’ τη σο­φί­τα του σπι­τιού του;[4]

Ο Κω­στής Μο­σκώφ, στο ποί­η­μα «Ο Ελ­πή­νωρ της Λια­ρί­γκο­βας...»,[5] τον ντύ­νει ως έναν έφη­βο με σβη­σμέ­νο μπλου­τζίν, που «προ­σπα­θεί κα­θη­με­ρι­νά/εκεί­νη την αρ­γο­πο­ρη­μέ­νη Επα­νά­στα­ση», ενώ ο Αλέ­ξης Τραϊ­α­νός, με­τα­ξύ άλ­λων, στο ποί­η­μα «Σύν­δρο­μο του Ελ­πή­νο­ρα ή έτοι­μος»[6] μι­λά ξε­κά­θα­ρα για τον εαυ­τό του. Τέ­λος, εν­δει­κτι­κά πά­ντο­τε, ο Ζή­σι­μος Λο­ρεν­τζά­τος, στα δο­κί­μιά του για την ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία, ανα­φέ­ρε­ται στον Ελ­πή­νο­ρα τό­σο ως σύμ­βο­λο όσο και στη χρή­ση του από άλ­λους ποι­η­τές.
Σε όλες αυ­τές τις πε­ρι­πτώ­σεις, ο Ελ­πή­νωρ χρη­σι­μο­ποιεί­ται κυ­ρί­ως ως σύμ­βο­λο για να εκ­φρά­σει ιδέ­ες σχε­τι­κές με τη μνή­μη, τη λή­θη, την ταυ­τό­τη­τα, την απώ­λεια, και τη σχέ­ση με­τα­ξύ πα­ρελ­θό­ντος και πα­ρό­ντος. Η συ­χνή και συ­νε­χής, κα­τά μία έν­νοια, πα­ρου­σία του στη σύγ­χρο­νη ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία δεί­χνει προς τη δια­χρο­νι­κή ση­μα­σία των αρ­χαί­ων μύ­θων και την ικα­νό­τη­τά τους να εκ­φρά­ζουν σύγ­χρο­νες αγω­νί­ες.
Ας στα­θού­με όμως στο ποί­η­μα "Β' Ο ηδο­νι­κός Ελ­πή­νωρ" του Σε­φέ­ρη, το οποίο και πα­ρα­θέ­του­με.[7]

B΄ Ο ΗΔΟ­ΝΙ­ΚΟΣ ΕΠΛΗ­ΝΩΡ

Τον εί­δα χτες να στα­μα­τά στην πόρ­τα
κά­τω από το πα­ρά­θυ­ρό μου· θα ’ταν
εφτά πε­ρί­που· μια γυ­ναί­κα ήταν μα­ζί του.
Εί­χε το φέρ­σι­μο του Ελ­πή­νο­ρα, λί­γο πριν πέ­σει
να τσα­κι­στεί, κι όμως δεν ήταν με­θυ­σμέ­νος.
Μι­λού­σε πο­λύ γρή­γο­ρα, κι εκεί­νη
κοί­τα­ζε αφη­ρη­μέ­νη προς τους φω­νο­γρά­φους·
τον έκο­βε κα­μιά φο­ρά να πει μια φρά­ση
κι έπει­τα κοί­τα­ζε μ’ ανυ­πο­μο­νη­σία
εκεί που τη­γα­νί­ζουν ψά­ρια· σαν τη γά­τα.
Αυ­τός ψι­θύ­ρι­ζε μ’ ένα απο­τσί­γα­ρο σβη­στό στα χεί­λια:

— Άκου­σε ακό­μη τού­το. Στο φεγ­γά­ρι
τ’ αγάλ­μα­τα λυ­γί­ζουν κά­πο­τε σαν το κα­λά­μι
ανά­με­σα σε ζω­ντα­νούς καρ­πούς[8] — τ’ αγάλ­μα­τα·
κι η φλό­γα γί­νε­ται δρο­σε­ρή πι­κρο­δάφ­νη,
η φλό­γα που καί­ει τον άν­θρω­πο, θέ­λω να πω.

— Εί­ναι το φως… ίσκιοι της νύ­χτας…

— Ίσως η νύ­χτα που άνοι­ξε, γα­λά­ζιο ρό­δι,
σκο­τει­νός κόρ­φος, και σε γέ­μι­σε άστρα
κό­βο­ντας τον και­ρό.
Κι όμως τ’ αγάλ­μα­τα
λυ­γί­ζουν κά­πο­τε, μοι­ρά­ζο­ντας τον πό­θο
στα δυο, σαν το ρο­δά­κι­νο· κι η φλό­γα
γί­νε­ται φί­λη­μα στα μέ­λη κι ανα­φι­λη­τό
κι έπει­τα φύλ­λο δρο­σε­ρό που παίρ­νει ο άνε­μος·
λυ­γί­ζουν· γί­νου­νται αλα­φριά μ’ ένα αν­θρώ­πι­νο βά­ρος.
Δεν το ξε­χνάς.
— Τ’ αγάλ­μα­τά εί­ναι στο μου­σείο.

— Όχι, σε κυ­νη­γούν, πώς δεν το βλέ­πεις;
θέ­λω να πω με τα σπα­σμέ­να μέ­λη τους,
με την αλ­λο­τι­νή μορ­φή τους που δε γνώ­ρι­σες
κι όμως την ξέ­ρεις.
Όπως όταν
στα τε­λευ­ταία της νιό­της σου αγα­πή­σεις
γυ­ναί­κα που έμει­νε όμορ­φη, κι όλο φο­βά­σαι,
κα­θώς την κρά­τη­σες γυ­μνή το με­ση­μέ­ρι,
τη μνή­μη που ξυ­πνά στην αγκα­λιά σου·
φο­βά­σαι το φι­λί μη σε προ­δώ­σει
σ’ άλ­λα κρε­βά­τια πε­ρα­σμέ­να τώ­ρα
που ωστό­σο θα μπο­ρού­σαν να στοι­χειώ­σουν
τό­σο εύ­κο­λα τό­σο εύ­κο­λα και ν’ ανα­στή­σουν
εί­δω­λα στον κα­θρέ­φτη, σώ­μα­τα που ήταν μια φο­ρά·
την ηδο­νή τους.
Όπως όταν
γυ­ρί­ζεις απ’ τα ξέ­να και τύ­χει ν’ ανοί­ξεις
πα­λιά κα­σέ­λα κλει­δω­μέ­νη από και­ρό
και βρεις κου­ρέ­λια από τα ρού­χα που φο­ρού­σες
σε όμορ­φες ώρες, σε γιορ­τές με φώ­τα
πο­λύ­χρω­μα, κα­θρε­φτι­σμέ­να, που όλο χα­μη­λώ­νουν
και μέ­νει μό­νο το άρω­μα της απου­σί­ας
μιας νέ­ας μορ­φής.
Αλή­θεια, τα συ­ντρίμ­μια
δεν εί­ναι εκεί­να· εσύ ’σαι το ρη­μά­δι·
σε κυ­νη­γούν με μια πα­ρά­ξε­νη παρ­θε­νιά
στο σπί­τι στο γρα­φείο στις δε­ξιώ­σεις
των με­γι­στά­νων, στον ανο­μο­λό­γη­το φό­βο του ύπνου·
μι­λούν για πε­ρι­στα­τι­κά που θά ηθε­λες να μην υπάρ­χουν
ή να γι­νό­ντου­σαν χρό­νια με­τά το θά­να­τό σου,
κι αυ­τό εί­ναι δύ­σκο­λο για­τί…

— Τ’ αγάλ­μα­τά εί­ναι στο μου­σείο.
Κα­λη­νύ­χτα.
— …για­τί τ’ αγάλ­μα­τα δεν εί­ναι πια συ­ντρίμ­μια,
εί­μα­στε εμείς. Τ’ αγάλ­μα­τα λυ­γί­ζουν αλα­φριά… κα­λη­νύ­χτα.

Εδώ χω­ρί­στη­καν. Αυ­τός επή­ρε
την ανη­φό­ρα που τρα­βά­ει κα­τά την Άρ­κτο[9]
κι αυ­τή προ­χώ­ρε­σε προς το πο­λύ­φω­το ακρο­γιά­λι
όπου το κύ­μα πνί­γε­ται στη βοή του ρα­διο­φώ­νου:

ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ
«Πα­νιά στο φύ­ση­μα του αγέ­ρα
ο νους δεν κρά­τη­σε άλ­λο από τη μέ­ρα.
Άρω­μα πεύ­κου και σι­γή
εύ­κο­λα θ’ απα­λύ­νουν την πλη­γή
που έκα­μαν φεύ­γο­ντας ο ναύ­της
η σου­σου­ρά­δα ο κο­κω­βιός κι ο μυ­γο­χά­φτης.
Γυ­ναί­κα που έμει­νες χω­ρίς αφή,
άκου­σε των ανέ­μων την τα­φή.

»Άδεια­σε το χρυ­σό βα­ρέ­λι
ο γή­λιος έγι­νε κου­ρέ­λι
σε μιας με­σό­κο­πης λαι­μό
που βή­χει και δεν έχει τε­λειω­μό·
το κα­λο­καί­ρι που τα­ξί­δε­ψε τη θλί­βει
με τα μα­λά­μα­τα στους ώμους και στην ήβη.
Γυ­ναί­κα που έχα­σες το φως,
άκου­σε, τρα­γου­δά ο τυ­φλός.

»Σκο­τεί­νια­σε· κλεί­σε τα τζά­μια·
κά­νε σου­ραύ­λια με τα χτε­σι­νά κα­λά­μια,
και μην ανοί­γεις όσο κι α χτυ­πούν·
φω­νά­ζουν μα δεν έχουν τί να πουν.
Πά­ρε κυ­κλά­μι­να, πευ­κο­βε­λό­νες,
κρί­να απ’ την άμ­μο, κι απ’ τη θά­λασ­σα ανε­μώ­νες·
γυ­ναί­κα που έχα­σες το νου,
άκου, περ­νά το ξό­δι του νε­ρού…»

"Αθή­ναι. Ανε­λίσ­σο­νται ρα­γδαί­ως
τα γε­γο­νό­τα που ήκου­σε με δέ­ος
η κοι­νή γνώ­μη. Ο κύ­ριος υπουρ­γός
εδή­λω­σεν, Δεν μέ­νει πλέ­ον και­ρός…"
«…πά­ρε κυ­κλά­μι­να… πευ­κο­βε­λό­νες…
κρί­να απ’ την άμ­μο… πευ­κο­βε­λό­νες…
γυ­ναί­κα…»
"υπερ­τε­ρεί συ­ντρι­πτι­κώς.
Ο πό­λε­μος…"
ΨΥ­ΧΑ­ΜΟΙ­ΒΟΣ.[10]

Θα πα­ρου­σί­α­ζε ιδιαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον να συ­γκρί­νου­με τον Ελ­πή­νο­ρα του Γιώρ­γου Σε­φέ­ρη και του Έζ­ρα Πά­ουντ, κα­θώς και οι δύο ποι­η­τές χρη­σι­μο­ποιούν αυ­τόν τον χα­ρα­κτή­ρα με δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους. Ο Ελ­πή­νωρ του Σε­φέ­ρη, στο «Ο Στρά­της Θα­λασ­σι­νός ανά­με­σα στους αγά­παν­θους», πα­ρου­σιά­ζε­ται ως σύμ­βο­λο των ξε­χα­σμέ­νων νε­κρών του πο­λέ­μου, ενώ στο ποί­η­μα που μό­λις εί­δα­με, στο «Β' Ο ηδο­νι­κός Ελ­πή­νωρ», φαί­νε­ται να εξε­ρευ­νά­ται μια δια­φο­ρε­τι­κή πτυ­χή του χα­ρα­κτή­ρα, εστιά­ζο­ντας στην ηδο­νι­στι­κή του φύ­ση. Αντί­θε­τα, ο Ελ­πή­νωρ του Πά­ουντ, στο ποί­η­μα Hugh Selwyn Mauberley χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως σύμ­βο­λο της χα­μέ­νης γε­νιάς με­τά τον Α' Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο. Αυ­τός ο Ελ­πή­νωρ αντι­προ­σω­πεύ­ει πρω­τί­στως την απώ­λεια της αθω­ό­τη­τας και την απο­τυ­χία της κοι­νω­νί­ας να εκ­πλη­ρώ­σει τις υπο­σχέ­σεις της στη νε­ο­λαία.
Θα συ­γκρί­νου­με εν συ­ντο­μία αυ­τούς τους δύο ποι­η­τές, στα επί­πε­δα του συμ­βο­λι­σμού, του πο­λι­τι­κού πλαι­σί­ου, της προ­σω­πι­κό­τη­τας του «ήρωα» (ως ενός «αντι­ή­ρωα» εν τέ­λει) και της λο­γο­τε­χνι­κής πα­ρά­δο­σης.
Πρώ­τον, στο επί­πε­δο του συμ­βο­λι­σμού. Και οι δύο ποι­η­τές χρη­σι­μο­ποιούν τον Ελ­πή­νο­ρα ως σύμ­βο­λο, αλ­λά με δια­φο­ρε­τι­κές σα­φώς εστιά­σεις. Ο Σε­φέ­ρης τον χρη­σι­μο­ποιεί για να μι­λή­σει για τη μνή­μη και την απώ­λεια σε ένα ελ­λη­νι­κό πλαί­σιο, ενώ ο Πά­ουντ τον χρη­σι­μο­ποιεί για να σχο­λιά­σει την κοι­νω­νι­κή και πο­λι­τι­στι­κή κα­τά­στα­ση της Ευ­ρώ­πης με­τά τον με­γά­λο πό­λε­μο.
Δεύ­τε­ρον, στο πο­λι­τι­κό πλαί­σιο. Ο Σε­φέ­ρης γρά­φει στα συμ­φρα­ζό­με­να της ελ­λη­νι­κής ιστο­ρί­ας και του Β' Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, με τρό­πο θρυμ­μα­τι­σμέ­νο και απο­σπα­σμα­τι­κό, δεί­χνο­ντας ένα μέ­ρος από τον εαυ­τό του ως προ­σώ­που και ως πο­λί­τη. Ο Πά­ουντ ανα­φέ­ρε­ται στον από­η­χο του Α' Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, και ση­κώ­νο­ντας έναν τε­ρά­στιο κα­μπυ­λω­τό κα­θρέ­φτη, δια­θλά με τρό­πο ενιαίο κά­τι το τε­τε­λε­σμέ­νο και ολο­κλη­ρω­μέ­νο, με­τα­γρά­φο­ντας ένα στιγ­μιό­τυ­πο ως μια «χω­ρι­κή συ­σπεί­ρω­ση του χρό­νου», που θα έλε­γε ο Γιάν­νης Δάλ­λας,[11] φέ­ρο­ντας συ­νά­μα την ταυ­τό­τη­τα του American citizen.
Τρί­τον, όσον αφο­ρά στην προ­σω­πι­κό­τη­τα του Ελ­πή­νο­ρα: Ο Σε­φέ­ρης, ει­δι­κά στο «Β' Ο ηδο­νι­κός Ελ­πή­νωρ», φαί­νε­ται να εξε­ρευ­νά την ηδο­νι­στι­κή πλευ­ρά του χα­ρα­κτή­ρα, ενώ ο Πά­ουντ εστιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο στην τρα­γι­κή μοί­ρα του και τη συμ­βο­λι­κή του ση­μα­σία.
Τέ­λος, στα πλαί­σια της λο­γο­τε­χνι­κής πα­ρά­δο­σης: Ο Σε­φέ­ρης γρά­φει μέ­σα στην ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρά­δο­ση, με άμε­ση σύν­δε­ση με την αρ­χαία ελ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γία, ενώ ο Πά­ουντ χρη­σι­μο­ποιεί τον Ελ­πή­νο­ρα ως μέ­ρος της ευ­ρύ­τε­ρης χρή­σης κλα­σι­κών ανα­φο­ρών στο μο­ντερ­νι­στι­κό του έρ­γο.
Για να προ­βού­με όμως σε μια πιο ανα­λυ­τι­κή σύ­γκρι­ση, και για να φω­τί­σου­με τις απο­χρώ­σεις και τις λε­πτο­μέ­ρειες, θα ήταν χρή­σι­μο να δού­με και το συν­θε­τι­κό ποί­η­μα του Πά­ουντ, το Χιου Σέλ­γουιν Μό­μπερ­λι. Αφού ση­μειώ­σου­με όμως πρώ­τα πως στο IV τμή­μα, ανα­φέ­ρε­ται χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά σε αυ­τούς που πο­λέ­μη­σαν και πέ­θα­ναν στον πό­λε­μο, γε­γο­νός που πα­ρα­πέ­μπει στη μοί­ρα του Ελ­πή­νο­ρα. Στο πρώ­το μέ­ρος του ποι­ή­μα­τος επί­σης υπάρ­χουν ανα­φο­ρές στην Οδύσ­σεια και σε χα­ρα­κτή­ρες όπως η Πη­νε­λό­πη και η Κίρ­κη, ενώ τέ­λος, το θέ­μα της απώ­λειας και της λή­θης, που σα­φώς συν­δέ­ε­ται με τον Ελ­πή­νο­ρα, δια­τρέ­χει όλο το ποί­η­μα. Πα­ρα­θέ­του­με σε με­τά­φρα­ση τα σχε­τι­κά τμή­μα­τα.


E.Π. ΩΔΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙ­ΛΟ­ΓΗ ΤΟΥ ΤΑ­ΦΟΥ ΤΟΥ

        Ι

Για τρία χρό­νια, ασύμ­βα­τος με την επο­χή του,
Πά­λε­ψε να ανα­ζω­ο­γο­νή­σει τη νε­κρή τέ­χνη
Της ποί­η­σης· να δια­τη­ρή­σει «το υψη­λό»
Με την πα­λιά έν­νοια. Λά­θος από την αρ­χή—

Όχι ακρι­βώς, αλ­λά, εφό­σον εί­χε γεν­νη­θεί
Σε μι­σο­ά­γρια χώ­ρα, εκτός επο­χής·
Απο­φα­σι­σμέ­νος να στύ­ψει κρί­νους από βε­λα­νί­δια·
Κα­πα­νέ­ας· πέ­στρο­φα για δό­λω­μα πλα­στό:

«Ίδμεν γαρ τοι πάν­θ', ος ενί Τροίη»
Πια­σμέ­νο στο ανοι­χτό αυ­τί·
Αφή­νο­ντας στους βρά­χους πε­ρι­θώ­ριο μι­κρό
Οι τα­ραγ­μέ­νες θά­λασ­σες τον κρά­τη­σαν, λοι­πόν, εκεί­νη τη χρο­νιά.

Η αλη­θι­νή του Πη­νε­λό­πη ήταν ο Φλω­μπέρ,
Ψά­ρευε πλάι σε πει­σμα­τά­ρι­κα νη­σιά·
Πα­ρα­τη­ρού­σε την κομ­ψό­τη­τα των μαλ­λιών της Κίρ­κης
Πα­ρά τα ρη­τά στα ηλια­κά ρο­λό­για.

Ανε­πη­ρέ­α­στος από «των γε­γο­νό­των την πο­ρεία»
Χά­θη­κε από τη μνή­μη των αν­θρώ­πων στο τρια­κο­στό
Έτος της ηλι­κί­ας του· η πε­ρί­πτω­ση
Δεν συ­μπλη­ρώ­νει τί­πο­τα στο διά­δη­μα των Μου­σών.

                        III

Η ρό­δι­νη ρό­μπα του τσα­γιού, κ.λπ.
Εκτο­πί­ζει τη μου­σε­λί­να της Κω,
Η πια­νό­λα «αντι­κα­θι­στά»
Τη βάρ­βι­το της Σαπ­φούς.

Ο Χρι­στός ακο­λου­θεί τον Διό­νυ­σο,
Το φαλ­λι­κό και το αμ­βρό­σιο
Πα­ρα­χω­ρούν τη θέ­ση τους στη διά­λυ­ση·

Ο Κά­λι­μπαν διώ­χνει τον Άριελ.

Τα πά­ντα ρει,
Λέ­ει ο σο­φός Ηρά­κλει­τος·
Μα η φτη­νή κα­κο­γου­στιά
Θα κυ­ριαρ­χή­σει στις μέ­ρες μας.

Ακό­μη κι η χρι­στια­νι­κή ομορ­φιά
Υπο­χω­ρεί—με­τά τη Σα­μο­θρά­κη·
Βλέ­που­με το Κα­λόν
Να ορί­ζε­ται στην αγο­ρά.

Η σάρ­κα του Φαύ­νου δεν εί­ναι για μας,
Ού­τε το όρα­μα του αγί­ου.
Έχου­με τον Τύ­πο για όστια·
Το δι­καί­ω­μα ψή­φου για πε­ρι­το­μή.

Όλοι οι άν­θρω­ποι, βά­σει νό­μου, εί­ναι ίσοι.
Ελεύ­θε­ροι από τον Πει­σί­στρα­το,
Δια­λέ­γου­με έναν απα­τε­ώ­να ή έναν ευ­νού­χο
Να μας κυ­βερ­νά.

Ω, λα­μπρέ Απόλ­λω­να,

τί­ν’ ἄνδρα, τί­ν’ ἥρωα, τί­να θε­όν,
Ποιόν θεό, άν­θρω­πο, ή ήρωα
Να στε­φα­νώ­σω με στε­φά­νι από κασ­σί­τε­ρο!

                                IV

Αυ­τοί πο­λέ­μη­σαν, έτσι κι αλ­λιώς,
Και κά­ποιοι πι­στεύ­ο­ντας, pro domo, έτσι κι αλ­λιώς...

Κά­ποιοι βιά­στη­καν να οπλι­στούν,
Κά­ποιοι για την πε­ρι­πέ­τεια,
Κά­ποιοι από τον φό­βο της αδυ­να­μί­ας,
Κά­ποιοι από τον φό­βο της επί­κρι­σης,
Κά­ποιοι για την αγά­πη της σφα­γής, στη φα­ντα­σία,
Μα­θαί­νο­ντας αρ­γό­τε­ρα...

Κά­ποιοι με φό­βο, μα­θαί­νο­ντας την αγά­πη για τη σφα­γή·

Πέ­θα­ναν κά­ποιοι pro patria, non dulce non et decor...

Περ­πά­τη­σαν βου­τηγ­μέ­νοι ως τα μά­τια στην κό­λα­ση
Πι­στεύ­ο­ντας στα ψέ­μα­τα των γε­ρό­ντων, έπει­τα δυ­σπι­στώ­ντας
Γύ­ρι­σαν σπί­τι, σπί­τι σε ένα ψέ­μα,
Σπί­τι σε πολ­λές εξα­πα­τή­σεις,
Σπί­τι σε πα­λιά ψέ­μα­τα και νέα κα­ται­σχύ­νη.

Το­κο­γλυ­φία πα­νάρ­χαια και πυ­κνή σαν τον χρό­νο
Και ψεύ­τες σε δη­μό­σιες θέ­σεις.

Τόλ­μη πρω­το­φα­νής, πρω­το­φα­νής σπα­τά­λη.

Αί­μα νε­α­νι­κό και αί­μα γα­λά­ζιο,
Όμορ­φα μά­γου­λα, και σώ­μα­τα λε­πτο­κα­μω­μέ­να·

Υπο­μο­νή όπως πο­τέ άλ­λο­τε,

Ει­λι­κρί­νεια όπως πο­τέ άλ­λο­τε,
Απο­γοη­τεύ­σεις όπως δεν ει­πώ­θη­καν πο­τέ,
Υστε­ρί­ες, στα χα­ρα­κώ­μα­τα εξο­μο­λο­γή­σεις,
Γέ­λιο μέ­σα από νε­κρές κοι­λιές.

                        V

Πέ­θα­ναν μύ­ριοι,
Και από τους κα­λύ­τε­ρους, ανά­με­σά τους,
Για μια γριά σκύ­λα δί­χως δό­ντια,
Για έναν χα­λα­σμέ­νο πο­λι­τι­σμό.

Γοη­τεία, χα­μο­γε­λώ­ντας στο όμορ­φο στό­μα,
Μά­τια γορ­γά κλει­σμέ­να κά­τω από το κα­πά­κι της γης,

Για δύο ντου­ζί­νες σπα­σμέ­νων αγαλ­μά­των,
Για με­ρι­κές χι­λιά­δες κα­κο­ποι­η­μέ­να βι­βλία.

Εφό­σον έχουν ακου­στεί τα ποι­ή­μα­τα του Σε­φέ­ρη και του Πά­ουντ, μπο­ρού­με να συ­νε­χί­σου­με με μία πιο λε­πτο­με­ρή σύ­γκρι­ση της χρή­σης και της ση­μα­σί­ας του Ελ­πή­νο­ρα στους δύο αυ­τούς ποι­η­τές, προ­σπα­θώ­ντας να εμ­βα­θύ­νου­με. Ο απώ­τε­ρος στό­χος, ωστό­σο, της δο­κι­μια­κής αυ­τής προ­σπά­θειας, αφού δού­με και τον Ελ­πή­νο­ρα του Σι­νό­που­λου, εί­ναι να κα­τα­λή­ξου­με στον Ελ­πή­νο­ρα του σύγ­χρο­νου ποι­η­τή Αλέ­ξιου Μάι­να.
Ο Ελ­πή­νωρ πα­ρου­σιά­ζε­ται δια­φο­ρε­τι­κά μέ­σα από τα έρ­γα των δύο πα­γκό­σμιων δη­μιουρ­γών. Ο Σε­φέ­ρης τον προ­σεγ­γί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο ως ένα σύγ­χρο­νο πρό­σω­πο στην πό­λη. Στο ποί­η­μά του, ο Ελ­πή­νωρ φαί­νε­ται να κου­βα­λά το βά­ρος του πα­ρελ­θό­ντος, ενώ ταυ­τό­χρο­να πα­λεύ­ει να εντα­χθεί στη μο­ντέρ­να πραγ­μα­τι­κό­τη­τα: «το φέρ­σι­μο του Ελ­πή­νο­ρα, λί­γο πριν πέ­σει/να τσα­κι­στεί, κι όμως δεν ήταν με­θυ­σμέ­νος». Στον Πά­ουντ, απε­να­ντί­ας, ο Ελ­πή­νωρ απο­κτά μια πιο αφη­ρη­μέ­νη διά­στα­ση και γί­νε­ται σύμ­βο­λο της «χα­μέ­νης γε­νιάς» που δια­μορ­φώ­θη­κε από την απο­γο­ή­τευ­ση με­τά τον Α’ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο. Σε αντί­θε­ση με τον Σε­φέ­ρη μά­λι­στα, δεν έχει συ­γκε­κρι­μέ­νη σω­μα­τι­κή πα­ρου­σία, αλ­λά πα­ρα­πέ­μπει σε μια ευ­ρύ­τε­ρη αστο­χία του αν­θρώ­πι­νου πνεύ­μα­τος να αντα­πο­κρι­θεί στα ιδα­νι­κά της επο­χής. Εκ­φρά­ζο­ντας την πι­κρή απο­γο­ή­τευ­ση και την κρι­τι­κή στά­ση του ποι­η­τή απέ­να­ντι στις συ­νέ­πειες του πο­λέ­μου και την κα­τά­στα­ση εν γέ­νει της κοι­νω­νί­ας.
Στο θε­μα­τι­κό επί­πε­δο, ο Σε­φέ­ρης επι­κε­ντρώ­νε­ται στη σχέ­ση του πα­ρελ­θό­ντος με το πα­ρόν, προ­σεγ­γί­ζο­ντας θέ­μα­τα όπως η μνή­μη, η αί­σθη­ση της απώ­λειας και η ηδο­νή. Ο Ελ­πή­νωρ γί­νε­ται ένα σύμ­βο­λο που γε­φυ­ρώ­νει την αρ­χαία κλη­ρο­νο­μιά με τη σύγ­χρο­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τα αγάλ­μα­τα που «λυ­γί­ζουν» εν­σαρ­κώ­νουν τη δια­πε­ρα­τό­τη­τα αυ­τών των δύο κό­σμων. Ενώ στον Πά­ουντ, η κοι­νω­νι­κή κρι­τι­κή, η απο­γο­ή­τευ­ση από τον πό­λε­μο και η απο­τυ­χία της κοι­νω­νί­ας εί­ναι πιο έντο­νες. Ο Ελ­πή­νωρ λει­τουρ­γεί ως σύμ­βο­λο της απώ­λειας της αθω­ό­τη­τας και των ιδα­νι­κών, εν­σαρ­κώ­νο­ντας τις συ­νέ­πειες του πο­λέ­μου και της ευ­ρύ­τε­ρης πο­λι­τι­σμι­κής απο­τυ­χί­ας.
Η γλώσ­σα και οι ει­κό­νες των δύο ποι­η­τών δια­φέ­ρουν επί­σης ση­μα­ντι­κά. Ο Σε­φέ­ρης χρη­σι­μο­ποιεί πλού­σιες, «λυ­ρι­κές», κα­τά μία έν­νοια, ει­κό­νες και με­τα­φο­ρές, εν­σω­μα­τώ­νο­ντας στοι­χεία όπως τα αγάλ­μα­τα, τη φλό­γα και τα σώ­μα­τα, που δη­μιουρ­γούν ένα σύν­θε­το δί­κτυο συμ­βο­λι­σμών. Αντί­θε­τα, ο Πά­ουντ προ­τι­μά μια πιο άμε­ση και κο­φτή, τρε­μά­με­νη, γλώσ­σα ‒ που χρω­μα­τί­ζε­ται μο­να­δι­κά από τον τρό­πο ανά­γνω­σής του ‒ με λι­γό­τε­ρη λυ­ρι­κό­τη­τα και με­γα­λύ­τε­ρη έμ­φα­ση στην κοι­νω­νι­κή κρι­τι­κή. Η μι­κρή από­στα­σή του από τα γε­γο­νό­τα της συ­γκε­κρι­μέ­νης διά­λυ­σης, ενώ αυ­τά εί­ναι ακό­μη ζε­στά, εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή στην πε­ρί­πτω­σή του. Ο Αμε­ρι­κα­νός ποι­η­τής λει­τουρ­γεί ξε­κά­θα­ρα ως ποι­η­τής προ­φή­της (poeta vates) και ως μάρ­τυ­ρας που με­τα­γρά­φει. Στον Σε­φέ­ρη συ­να­ντού­με ένα αθρυμ­μά­τι­στο γυα­λί ανά­με­σα στον ίδιο ως αφη­γη­τή και στα τε­κται­νό­με­να. Ο Έλ­λη­νας ποι­η­τής φαί­νε­ται να κρα­τά μια βο­λι­κή από­στα­ση που τον εξυ­πη­ρε­τεί λο­γο­τε­χνι­κά ‒ κα­τα­γρά­φο­ντας και ανα­μει­γνύ­ο­ντας το βί­ω­μα με την πρό­θε­ση ‒ και επο­μέ­νως λει­τουρ­γεί ως ένας poeta doctus, ως ένας λό­γιος δη­λα­δή ποι­η­τής.
Η δο­μή των ποι­η­μά­των τους ακο­λου­θεί επί­σης δια­φο­ρε­τι­κές κα­τευ­θύν­σεις. Το ποί­η­μα του Σε­φέ­ρη εί­ναι εκτε­νές, με διά­λο­γο, εσω­τε­ρι­κό μο­νό­λο­γο, φέ­ρο­ντας ακό­μη και στοι­χεία μιας ρα­διο­φω­νι­κής εκ­πο­μπής, όπου παί­ζει σπαρ­τα­ρι­στά με τη ρί­μα και τις αντη­χή­σεις. Αυ­τή η πο­λυ­ε­πί­πε­δη δο­μή προσ­δί­δει μια θε­α­τρι­κό­τη­τα και μια πο­λυ­πλο­κό­τη­τα που λεί­πει από τον Πά­ουντ, που κα­τά αυ­τή την λει­τουρ­γεί πιο κλα­σι­κά. Ο Πά­ουντ εντάσ­σει τον Ελ­πή­νο­ρα σε μια πιο σύ­ντο­μη και εστια­σμέ­νη ανα­φο­ρά, μέ­ρος μιας με­γα­λύ­τε­ρης σύν­θε­σης, χω­ρίς να ανα­φέ­ρε­ται ρη­τά στον Ελ­πή­νο­ρα.[12]
Τέ­λος, πο­λι­τι­σμι­κά, ο Σε­φέ­ρης κρα­τά τον Ελ­πή­νο­ρα βα­θιά ρι­ζω­μέ­νο στην ελ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γία και πα­ρά­δο­ση, το­πο­θε­τώ­ντας τον σε ένα σύγ­χρο­νο αστι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Ο χα­ρα­κτή­ρας γί­νε­ται σύμ­βο­λο της συλ­λο­γι­κής μνή­μης και της ιστο­ρι­κής απώ­λειας στην ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία. Από την άλ­λη πλευ­ρά, ο Πά­ουντ τον εντάσ­σει σε ένα ευ­ρύ­τε­ρο ευ­ρω­παϊ­κό πλαί­σιο, όπου ο μύ­θος λει­τουρ­γεί πε­ρισ­σό­τε­ρο ως αφη­ρη­μέ­νη ανα­φο­ρά, εν­σω­μα­τω­μέ­νη σε ένα πο­λυ­ε­πί­πε­δο και πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό μο­ντερ­νι­σμό. Η κρι­τι­κή επι­πλέ­ον του Πά­ουντ στη σύγ­χρο­νη κοι­νω­νία και τον πο­λι­τι­σμό μπο­ρεί να πα­ραλ­λη­λι­στεί με την ιστο­ρία του Ελ­πή­νο­ρα ως συμ­βό­λου της «χα­μέ­νης γε­νιάς». Μια γε­νιά που με άλ­λον τρό­πο χά­θη­κε, όπως θα δού­με, στην εμ­φυ­λιο-πο­λε­μι­κή Ελ­λά­δα του Τά­κη Σι­νό­που­λου, και αλ­λιώς, οι­κο­νο­μι­κο-κοι­νω­νι­κά, στα πλαί­σια της κρί­σης χρέ­ους της Ευ­ρω­ζώ­νης, στην πε­ρί­πτω­ση του νε­ό­τε­ρου Αλέ­ξη Μάι­να.

Συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά, μπο­ρού­με να πού­με ότι η χρή­ση του Ελ­πή­νο­ρα από τους δύο ποι­η­τές, Σε­φέ­ρη και Πά­ουντ, ανα­δει­κνύ­ει ση­μα­ντι­κές δια­φο­ρές στην προ­σέγ­γι­σή τους. Ο Σε­φέ­ρης δί­νει σάρ­κα και οστά στον χα­ρα­κτή­ρα, τον το­πο­θε­τεί στην ελ­λη­νι­κή ιστο­ρι­κή και πο­λι­τι­στι­κή πα­ρά­δο­ση, και τον χρη­σι­μο­ποιεί για να εξε­ρευ­νή­σει προ­σω­πι­κά και υπαρ­ξια­κά θέ­μα­τα. Αντί­θε­τα, ο Πά­ουντ χρη­σι­μο­ποιεί τον Ελ­πή­νο­ρα ως αφη­ρη­μέ­νο σύμ­βο­λο της κοι­νω­νι­κής και πο­λι­τι­στι­κής κρι­τι­κής, εστιά­ζο­ντας στην απο­γο­ή­τευ­ση της με­τα­πο­λε­μι­κής γε­νιάς και τα αδιέ­ξο­δα που προ­έ­κυ­ψαν από τις ιστο­ρι­κές εξε­λί­ξεις.
Θα στα­θού­με τώ­ρα στον Ελ­πή­νο­ρα του Σι­νό­που­λου, προ­τού πε­ρά­σου­με σε μια επο­πτι­κή σύ­γκρι­ση. Δια­βά­ζου­με στο ποί­η­μα «Ελ­πή­νωρ» του Με­ταίχ­μιου ή Συλ­λο­γή Ι, του Σι­νό­που­λου,[13] αφού όμως ση­μειώ­σου­με πρώ­τα το Ομη­ρι­κό μό­το: "Ἐλπῆνορ, πῶς ἦλθες ...»:

Το­πίο θα­νά­του. Η πε­τρω­μέ­νη θά­λασ­σα τα μαύ­ρα κυ­πα­ρίσ­σια
το χα­μη­λό ακρο­γιά­λι ρη­μαγ­μέ­νο από τ’ αλά­τι και το φως
τα κού­φια βρά­χια ο αδυ­σώ­πη­τος ήλιος απά­νω
και μή­τε κύ­λι­σμα νε­ρού μή­τε που­λιού φτε­ρού­γα
μο­νά­χα απέ­ρα­ντη αρυ­τί­δω­τη πη­χτή σι­γή.

Ήταν κά­ποιος από τη συ­νο­δεία που τον αντί­κρι­σε
όχι ο πιο γέ­ρο­ντας: Κοι­τά­χτε ο Ελ­πή­νωρ πρέ­πει να ’ναι εκεί­νος.
Εστρί­ψα­με τα μά­τια γρή­γο­ρα. Πα­ρά­ξε­νο πώς θυ­μη­θή­κα­με
αφού εί­χε η μνή­μη ξε­ρα­θεί σαν πο­τα­μιά το κα­λο­καί­ρι.
Ήταν αυ­τός ο Ελ­πή­νωρ πράγ­μα­τι στα μαύ­ρα κυ­πα­ρίσ­σια
τυ­φλός από τον ήλιο και τους στο­χα­σμούς
σκα­λί­ζο­ντας την άμ­μο μ’ ακρω­τη­ρια­σμέ­να δά­χτυ­λα.
Και τό­τε τον εφώ­να­ξα με μια χα­ρού­με­νη φω­νή: Ελ­πή­νο­ρα
Ελ­πή­νο­ρα πώς βρέ­θη­κες ξάφ­νου σ’ αυ­τή τη χώ­ρα;
εί­χες τε­λειώ­σει με το μαύ­ρο σί­δε­ρο μπηγ­μέ­νο στα πλευ­ρά
τον περ­σι­νό χει­μώ­να κι εί­δα­με στα χεί­λη σου το αί­μα πη­χτό
κα­θώς εστέ­γνω­νε η καρ­διά σου δί­πλα στου σκαρ­μού το ξύ­λο.
Μ’ ένα κου­πί σπα­σμέ­νο σε φυ­τέ­ψα­με στην άκρη του για­λού
ν’ ακούς τ’ ανέ­μου το μουρ­μού­ρι­σμα το ρό­χθο της θα­λάσ­σης.
Τώ­ρα πώς εί­σαι τό­σο ζω­ντα­νός; πώς βρέ­θη­κες σ’ αυ­τή τη χώ­ρα
τυ­φλός από την πί­κρα και τους στο­χα­σμούς;

Δε γύ­ρι­σε να ιδεί. Δεν άκου­σε. Και τό­τε πά­λι εφώ­να­ξα
βα­θιά τρο­μά­ζο­ντας: Ελ­πή­νο­ρα που ’χες λα­γού μαλ­λί
για φυ­λα­χτά­ρι κρε­μα­σμέ­νο στο λαι­μό σου Ελ­πή­νο­ρα
χα­μέ­νε στις απέ­ρα­ντες πα­ρά­γρα­φους της ιστο­ρί­ας
εγώ σε κρά­ζω και σα σπή­λαιο αντι­λα­λούν τα στή­θια μου
πώς ήρ­θες φί­λε αλ­λο­τι­νέ πώς μπό­ρε­σες
να φτά­σεις το κα­τά­μαυ­ρο κα­ρά­βι που μας φέρ­νει
πε­ρι­πλα­νώ­με­νους νε­κρούς κά­τω απ’ τον ήλιον απο­κρί­σου
αν η καρ­διά σου επι­θυ­μεί μα­ζί μας νά ’ρ­θεις απο­κρί­σου.

Δε γύ­ρι­σε να ιδεί. Δεν άκου­σε. Ξα­νά­δε­σε η σιω­πή τρι­γύ­ρω.
Το φως σκά­βο­ντας ακα­τά­παυ­στα βα­θού­λω­νε τη γη.
Η θά­λασ­σα τα κυ­πα­ρίσ­σια τ’ ακρο­γιά­λι πε­τρω­μέ­να
σ’ ακι­νη­σία θα­να­τε­ρή. Και μό­νο αυ­τός ο Ελ­πή­νωρ
που τον γυ­ρεύ­α­με με τό­ση επι­μο­νή μες στα πα­λιά χει­ρό­γρα­φα
τυ­ραν­νι­σμέ­νος απ’ την πί­κρα της πα­ντο­τι­νής του μο­να­ξιάς
με τον ήλιο να πέ­φτει στα κε­νά των στο­χα­σμών του
σκα­λί­ζο­ντας τυ­φλός την άμ­μο μ’ ακρω­τη­ρια­σμέ­να δά­χτυ­λα
σαν όρα­μα έφευ­γε και χά­νο­νταν αρ­γά
στον αδεια­νό χω­ρίς φτε­ρά χω­ρίς ηχώ γα­λά­ζιο αι­θέ­ρα.

Έχο­ντας ως βά­ση τη χρή­ση και την ποι­η­τι­κή πα­ρου­σία του Ελ­πή­νο­ρα στον Σε­φέ­ρη (1900−1971) και τον Πά­ουντ (1885−1972), των προ-παπ­πού­δων δη­λα­δή των τω­ρι­νών σα­ρα­ντά­ρη­δων, μπο­ρού­με να εξε­τά­σου­με τον τρό­πο με τον οποίο ο Σι­νό­που­λος (1917−1981), με τη σει­ρά του, ως μια του­λά­χι­στον γε­νιά με­τά από αυ­τή του Πά­ουντ, αλ­λά και του Σε­φέ­ρη (θα μπο­ρού­σε μά­λι­στα ως βιο­λο­γι­κή γε­νιά να εί­ναι παπ­πούς του Μάι­να (γ. 1976), και του γρά­φο­ντα), ερ­μη­νεύ­ει και εν­σω­μα­τώ­νει τον συ­γκε­κρι­μέ­νο χα­ρα­κτή­ρα στο δι­κό του ποι­η­τι­κό σύ­μπαν. Ας δού­με όμως κα­λύ­τε­ρα τον ποι­η­τή Σι­νό­που­λο, αυ­τή την κα­τα­πλη­κτι­κή, πέ­τρι­νη, χω­μα­τέ­νια και φα­σμα­τι­κή γέ­φυ­ρα, προ­τού πε­ρά­σου­με στον σύγ­χρο­νο ποι­η­τή.

Συμ­βο­λι­σμός και θε­μα­τι­κή προ­σέγ­γι­ση: Στο ποί­η­μά του «Ελ­πή­νωρ», ο Σι­νό­που­λος επα­νερ­μη­νεύ­ει τον μυ­θο­λο­γι­κό ήρωα, εστιά­ζο­ντας στην έν­νοια της με­τα­βα­τι­κό­τη­τας, τό­σο από χρο­νι­κή όσο και από ψυ­χο­λο­γι­κή σκο­πιά. Ο Ελ­πή­νο­ρας αυ­τός μοιά­ζει να βρί­σκε­ται πα­γι­δευ­μέ­νος ανά­με­σα στον κό­σμο των ζω­ντα­νών και των νε­κρών, αντι­κα­το­πτρί­ζο­ντας την αδυ­να­μία του αν­θρώ­που να προσ­διο­ρί­σει τη θέ­ση του σε ένα αστα­θές πε­ρι­βάλ­λον. Αντί­θε­τα, ο Σε­φέ­ρης, στα ποι­ή­μα­τά του «Ο Στρά­της Θα­λασ­σι­νός ανά­με­σα στους αγά­παν­θους» και «Β’ Ο ηδο­νι­κός Ελ­πή­νωρ», προ­σεγ­γί­ζει τον Ελ­πή­νο­ρα από δύο δια­φο­ρε­τι­κές οπτι­κές: στη μία τον πα­ρου­σιά­ζει ως σύμ­βο­λο των ανώ­νυ­μων και λη­σμο­νη­μέ­νων νε­κρών του πο­λέ­μου, ενώ στην άλ­λη εστιά­ζει στην ηδο­νι­στι­κή του διά­θε­ση και τη ρο­πή προς την πε­ρι­πλά­νη­ση μέ­σα σε έναν διαρ­κώς με­τα­βαλ­λό­με­νο κό­σμο. Στον Πά­ουντ, ο Ελ­πή­νο­ρας του Hugh Selwyn Mauberley, όπως εί­δα­με, απο­κτά έναν πιο αφη­ρη­μέ­νο συμ­βο­λι­σμό, εν­σαρ­κώ­νο­ντας την απο­τυ­χία της κοι­νω­νί­ας να προ­στα­τεύ­σει τα ιδα­νι­κά της νε­ό­τε­ρης γε­νιάς και την απο­γο­ή­τευ­ση που δια­δέ­χθη­κε τον Α’ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο.

Πο­λι­τι­κό και ιστο­ρι­κό πλαί­σιο: Η ανά­γνω­ση των έρ­γων υπό το φως των ιστο­ρι­κών συ­γκυ­ριών ανα­δει­κνύ­ει τη δια­φο­ρε­τι­κή προ­σέγ­γι­ση κά­θε ποι­η­τή στον μύ­θο του Ελ­πή­νο­ρα. Ο Σε­φέ­ρης εντάσ­σει τον χα­ρα­κτή­ρα του στον από­η­χο του Β’ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου και της με­τα­πο­λε­μι­κής ελ­λη­νι­κής εμπει­ρί­ας, εστιά­ζο­ντας στην τρα­γι­κό­τη­τα των αν­θρώ­πων που χά­νο­νται χω­ρίς να αφή­σουν ίχνη, μι­λώ­ντας με­τω­νυ­μι­κά και για τους λο­γο­τέ­χνες. Ο Πά­ουντ, από την πλευ­ρά του, αξιο­ποιεί τον Ελ­πή­νο­ρα ως σύμ­βο­λο της απο­τυ­χί­ας της κοι­νω­νί­ας με­τά την κα­τα­στρο­φή και την απο­ξέ­νω­ση του Α’ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου. Στο πλαί­σιο αυ­τό, ο Ελ­πή­νο­ρας γί­νε­ται μια φι­γού­ρα που πε­ρι­πλα­νιέ­ται άσκο­πα, εκ­πέ­μπο­ντας πό­νο και απελ­πι­σία, όπως και ο ίδιος ο ποι­η­τής, τό­σο ως οντό­τη­τα όσο και ως persona, εκ­προ­σω­πώ­ντας τη διά­ψευ­ση των προσ­δο­κιών. Ενώ ο Σι­νό­που­λος, γρά­φο­ντας σε μια Ελ­λά­δα που προ­σπα­θεί να ξα­να­στα­θεί στα πό­δια της με­τά από την Κα­το­χή και τον Εμ­φύ­λιο, επι­λέ­γει να επι­κε­ντρω­θεί στην αί­σθη­ση εγκλω­βι­σμού και απο­προ­σα­να­το­λι­σμού. Σε μια πα­τρί­δα δι­χα­σμέ­νη ανά­με­σα στο πα­ρελ­θόν και το πα­ρόν, ο ποι­η­τής αδυ­να­τώ­ντας να θά­ψει ορι­στι­κά και μες στο νου του, πέ­ρα από το χώ­μα, τα χα­μέ­να πα­λι­κά­ρια του εμ­φυ­λί­ου, πο­νά ως σύ­ντρο­φος, ως μάρ­τυ­ρας και ίσως ως πα­τέ­ρας.

Η προ­σω­πι­κό­τη­τα του Ελ­πή­νο­ρα: Ο Σε­φέ­ρης ανα­δει­κνύ­ει δύο πλευ­ρές του μύ­θου: από τη μία τον ηδο­νι­σμό και την ελα­φρό­τη­τα του χα­ρα­κτή­ρα και από την άλ­λη τη λή­θη και τη μο­να­ξιά των ανώ­νυ­μων νε­κρών. Ο Πά­ουντ επι­λέ­γει έναν πιο ιδε­ο­λο­γι­κό συμ­βο­λι­σμό, συν­δέ­ο­ντας τον Ελ­πή­νο­ρα με τη «χα­μέ­νη γε­νιά» της με­τα­πο­λε­μι­κής Ευ­ρώ­πης. Ο Σι­νό­που­λος, αντι­θέ­τως, προ­σεγ­γί­ζει τον Ελ­πή­νο­ρα ως μια αι­νιγ­μα­τι­κή μορ­φή που βρί­σκε­ται πα­γι­δευ­μέ­νη ανά­με­σα σε δύο κα­τα­στά­σεις ύπαρ­ξης – ζω­ντα­νός και νε­κρός ταυ­τό­χρο­να. Με αυ­τόν τον τρό­πο, ο Σι­νό­που­λος ανα­δει­κνύ­ει τον χα­ρα­κτή­ρα ως σύμ­βο­λο του αν­θρώ­πι­νου δι­χα­σμού και της αγω­νί­ας μπρο­στά σε μια αστά­θεια που δύ­σκο­λα μπο­ρεί να ορι­στεί.

Λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρά­δο­ση: Ο Σε­φέ­ρης εντάσ­σει τον Ελ­πή­νο­ρα στο πλαί­σιο της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνι­κής πα­ρά­δο­σης, αντλώ­ντας από την αρ­χαία μυ­θο­λο­γία και συν­δέ­ο­ντας τον μύ­θο με την ελ­λη­νι­κή ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ο Πά­ουντ μέ­σα από τη μο­ντερ­νι­στι­κή του προ­σέγ­γι­ση, αξιο­ποιεί τον Ελ­πή­νο­ρα ώστε να δη­μιουρ­γή­σει ένα δί­κτυο κλα­σι­κών ανα­φο­ρών που αντι­κα­το­πτρί­ζει την απο­ξέ­νω­ση και την διά­ψευ­ση των κοι­νω­νι­κών ιδα­νι­κών της επο­χής του, όπως ση­μειώ­θη­κε, ενώ ο Σι­νό­που­λος, επη­ρε­α­σμέ­νος από το με­τα­πο­λε­μι­κό κλί­μα τό­σο της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας όσο και της λο­γο­τε­χνί­ας της επο­χής, εμπλου­τί­ζει τον μύ­θο με ψυ­χο­λο­γι­κές και υπαρ­ξια­κές δια­στά­σεις, προσ­δί­δο­ντας στον Ελ­πή­νο­ρα μια βα­θύ­τε­ρη αί­σθη­ση εγκλω­βι­σμού και ανα­ζή­τη­σης νο­ή­μα­τος.
Συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά, η σύ­γκρι­ση του Ελ­πή­νο­ρα του Σι­νό­που­λου με εκεί­νον του Σε­φέ­ρη και του Πά­ουντ απο­κα­λύ­πτει μια τρί­τη, δια­φο­ρε­τι­κή διά­στα­ση του χα­ρα­κτή­ρα: αυ­τήν της ψυ­χι­κής με­τα­βα­τι­κό­τη­τας και της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής σύγ­χυ­σης. Αντί για τον ηδο­νι­σμό ή τη συμ­βο­λι­κή απώ­λεια, ο Ελ­πή­νωρ του Σι­νό­που­λου εν­σαρ­κώ­νει την τρα­γι­κή αδυ­να­μία του αν­θρώ­που να απο­δε­χθεί την κα­τά­στα­σή του και να ορί­σει το εί­ναι του σε έναν κό­σμο γε­μά­το με­τα­σχη­μα­τι­σμούς, εγκλή­μα­τα και αβε­βαιό­τη­τες. Και ως τέ­τοιος έρ­χε­ται πιο κο­ντά στις μέ­ρες μας και στην τρέ­χου­σα αντί­λη­ψή μας.


Ο Ελ­πή­νωρ των ημε­ρών μας

Περ­νά­με, πλέ­ον, στο νε­ό­τε­ρο Αλέ­ξιο Μάι­να και στο ποί­η­μά του «Η πλη­σιέ­στε­ρη όχθη»,[14] (3η εκ­δο­χή), με μό­το «(Πο­τά­μι εί­σαι που απλώ­νε­ται,/ πο­τά­μι που συμ­βαί­νει.)», όπως αυ­τό εμ­φα­νί­στη­κε στην εφη­με­ρί­δα Η Αυ­γή, στις 6 Οκτω­βρί­ου του 2024.[15] Δια­βά­ζου­με:

Η ΠΛΗ­ΣΙΕ­ΣΤΕ­ΡΗ ΟΧΘΗ

Οι Θε­οί μας αβέ­βαιοι αλ­λά­ζουν γνώ­μες κι ορέ­ξεις,
αλ­λά ο Οδυσ­σέ­ας, βα­σι­λιάς μας,
ναυα­γός και αγύρ­της και σύμ­βο­λο,
έρ­μαιο των πει­ρα­σμών, βυ­θι­σμέ­νος στη λή­θη,
ξε­βρα­σμέ­νος σαν μα­δέ­ρι στις ακτές,
θα γύρ­να­γε, ήταν γρα­πτό, ήταν σί­γου­ρο.

Δο­σμέ­νος στην ακρα­σία, άτρο­μος,
ναρ­κω­μέ­νος απ’ το συ­νε­χές πα­ρόν,
κα­ρα­βό­σκυ­λο δαρ­μέ­νο απ’ το απρό­ο­πτο,
δεν τον νοιά­ζαν οι πε­ρι­πέ­τειες τ’ αση­μέ­νια πα­τό­ψα­ρα
οι κόκ­κι­νοι αχι­νοί πε­τα­λί­δες,
δεν τον ένοια­ζαν οι πνιγ­μοί τα θη­ρία οι ξέ­χει­λοι σκύ­φοι,
απα­λός και σκλη­ρός ο λαι­μός της γυ­ναί­κας
στο στό­μα του.
Δεν τον ένοια­ζε όλη τού­τη η ξε­γνοια­σιά του χα­μέ­νου.

Ήταν σύμ­βο­λο. Ήξε­ρε πως θα γυ­ρί­σει.
Εί­χε κύ­μα πα­ντού και πά­φλα­ζε στους φά­ρους,
η μη­χα­νή ανα­κά­τευε τα φύ­κια,
βέν­θος ανέ­βαι­νε στους στί­χους απ’ το σκό­τος,
οι ρα­ψω­δοί ανα­μαλ­λια­σμέ­νοι σκαρ­φά­λω­ναν στ’ άν­δη­ρα
πλα­ντά­ζο­ντας ν’ αγνα­ντέ­ψουν τη ζέ­στη

ήταν ολό­τε­λα κυ­μα­τό­θρυ­πτος, αβυσ­σαί­ος,
πνι­γό­ταν χρό­νια ή θυ­ρό­δερ­νε στα τεί­χη των αρ­χό­ντων
ανί­κα­νος να πει πού ήταν,
μα ήξε­ρε πως θα ’ρ­θει ο και­ρός.

Εγώ όμως, ο Ελ­πή­νο­ρας,
υιός του κρα­σιού και της ρέμ­βης, αστειά­κι μιας πα­ρέν­θε­σης,
λα­κές των χα­χα­νη­τών και των προ­πό­σε­ων,
κου­δού­νι του σεί­στρου,
που δεν έγι­να τί­πο­τα και δεν υπήρ­ξα,
δεν ξέ­ρω τι κά­νω σ’ αυ­τό το εξά­με­τρο,
τι με ζώ­νουν οι μύ­γες κι η στά­χτη

πη­γαί­νω πά­λι στο κά­γκε­λο,
με προ­σκα­λεί το ρί­γος να φο­βά­μαι,
κοι­τώ τ’ ακί­νη­τα πεύ­κα που οδη­γούν τον δρό­μο
στον χα­μό του
σε­λα­γί­ζο­ντας και κρα­δαί­νο­ντας τις σκιές τους

κοι­τώ το κα­τα­κά­θι μιας λε­κά­νης στις στέ­γες
με τ’ από­νε­ρα που σπρώ­χνει ο γκρε­μός
και σβή­νει απ’ το χαρ­τί το βά­ρος τους

κοι­τώ το μο­λύ­βι στα χέ­ρια μου
με κοι­τούν σαν νε­κρό
τα σπουρ­γί­τια.

Και έχο­ντας δει τα τέσ­σε­ρα αυ­τά ποι­ή­μα­τα με θέ­μα ή γύ­ρω από την πε­ρί­πτω­ση του Ελ­πή­νο­ρα, θα προ­βού­με σε μια σύ­γκρι­ση των «Ελ­πη­νό­ρων», δί­νο­ντας πλέ­ον έμ­φα­ση σε αυ­τόν τον νε­ό­τε­ρου ποι­η­τή.

Θα ξε­κι­νή­σου­με ση­μειώ­νο­ντας πως η προ­σθή­κη του ποι­ή­μα­τος του Μάι­να στη σχε­τι­κή βι­βλιο­γρα­φία γύ­ρω από τον Ελ­πή­νο­ρα, δί­νει μια νέα διά­στα­ση στον χα­ρα­κτή­ρα, εμ­βα­θύ­νο­ντας στη σύγ­χρο­νη υπαρ­ξια­κή ανη­συ­χία και στην αί­σθη­ση της μα­ταί­ω­σης, προ-εκτεί­νο­ντας και συ­νά­μα ανα­τρέ­πο­ντας ―ακο­λου­θώ­ντας επι­πρό­σθε­τα την δυ­να­μι­κή του ιστο­ρι­κού χρό­νου― την εκ­δο­χή του Σι­νό­που­λου. Ο Μάι­νας, μα­κριά από την ιστο­ρι­κή και πο­λι­τι­κή ανα­γω­γή του Ελ­πή­νο­ρα που εντο­πί­ζε­ται στον Σε­φέ­ρη και τον Πά­ουντ, αλ­λά και από την υπαρ­ξια­κή τρα­γι­κό­τη­τα του Σι­νό­που­λου, σκια­γρα­φεί έναν Ελ­πή­νο­ρα εγκλω­βι­σμέ­νο σε έναν άχρο­νο, αβέ­βαιο κό­σμο, όπου η απο­ξέ­νω­ση και η έλ­λει­ψη σκο­πού κυ­ριαρ­χούν.

Σε σχέ­ση με τον Οδυσ­σέα

Στο ποί­η­μα του Μάι­να, ο Οδυσ­σέ­ας πα­ρου­σιά­ζε­ται ως ένα «σύμ­βο­λο», ένας βα­σι­λιάς-ναυα­γός που έχει βυ­θι­στεί στη λή­θη και έχει πα­ρα­δο­θεί στους πει­ρα­σμούς. Ο Οδυσ­σέ­ας αυ­τός δεν εί­ναι ο ηρω­ι­κός ηγέ­της που γνω­ρί­ζου­με από τον Όμη­ρο. Αντί­θε­τα, πα­ρου­σιά­ζε­ται ως ένα «κα­ρα­βό­σκυ­λο δαρ­μέ­νο απ’ το απρό­ο­πτο», αδιά­φο­ρος και ανί­κα­νος να απο­δώ­σει νό­η­μα στις πε­ρι­πέ­τειές του. Πα­ρ’ όλα αυ­τά, πα­ρα­μέ­νει σί­γου­ρος για την επι­στρο­φή του. Αυ­τή η αί­σθη­ση του «ήταν γρα­πτό», αντι­κα­το­πτρί­ζει την πε­ποί­θη­ση ότι η μοί­ρα του Οδυσ­σέα εί­ναι προ­κα­θο­ρι­σμέ­νη και ανα­πό­φευ­κτη, ακό­μα και αν ο ίδιος δεν νοιά­ζε­ται για τον τρό­πο που θα την εκ­πλη­ρώ­σει.
Ο Οδυσ­σέ­ας του Μάι­να εί­ναι ένα «σύμ­βο­λο» λοι­πόν που στέ­κει απέ­να­ντι στην αβε­βαιό­τη­τα και το τυ­χαίο του κό­σμου όπως αυ­τά συ­να­ντώ­νται στο ποί­η­μα. Πα­ρά τη ναρ­κω­μέ­νη του κα­τά­στα­ση, «ναρ­κω­μέ­νος απ’ το συ­νε­χές πα­ρόν», και την ανι­κα­νό­τη­τά του να νιώ­σει την κα­τά­στα­ση γύ­ρω του, γνω­ρί­ζει ότι κά­πο­τε θα επι­στρέ­ψει. Αντι­προ­σω­πεύ­ει τον αδιάλ­λα­κτο, αν και χα­μέ­νο, ήρωα, που πε­ρι­μέ­νει την «ώρα» του, όσο κι αν πα­ρα­μέ­νει εγκλω­βι­σμέ­νος στη λή­θη.


Ο Ελ­πή­νω­ρας ως αντι-ήρω­ας

Σε αντί­θε­ση με τον Οδυσ­σέα, ο Ελ­πή­νωρ του Μάι­να εί­ναι ένας ασή­μα­ντος, ανώ­νυ­μος χα­ρα­κτή­ρας, που δεν έχει κα­μία βε­βαιό­τη­τα για τη μοί­ρα του. Το ποί­η­μα αυ­το­σαρ­κα­στι­κά τον πε­ρι­γρά­φει ως «αστειά­κι μιας πα­ρέν­θε­σης», έναν «υιό του κρα­σιού και της ρέμ­βης», που δεν έχει «γί­νει τί­πο­τα» και δεν έχει «υπάρ­ξει». Αυ­τός ο αυ­το­ϋ­πο­βι­βα­σμός αντι­κα­το­πτρί­ζει την επί­γνω­ση της ανυ­παρ­ξί­ας και του ανού­σιου του εί­ναι του. Δεν εί­ναι ού­τε ήρω­ας ού­τε βα­σι­λιάς. Εί­ναι μια φι­γού­ρα που ζει στο πε­ρι­θώ­ριο, με τις μύ­γες και τη στά­χτη να τον πε­ρι­τρι­γυ­ρί­ζουν, χω­ρίς κα­μία βα­ρύ­τη­τα ή σκο­πό.
Αυ­τό το υπαρ­ξια­κό κε­νό απο­τυ­πώ­νε­ται στην αί­σθη­ση του ανή­κειν του Ελ­πή­νο­ρα: «δεν ξέ­ρω τι κά­νω σ’ αυ­τό το εξά­με­τρο». Ο στί­χος υπο­γραμ­μί­ζει το αί­σθη­μα της αμη­χα­νί­ας και της απώ­λειας ταυ­τό­τη­τας, με τον Ελ­πή­νο­ρα να ανα­ρω­τιέ­ται για την ύπαρ­ξή του μέ­σα στην ποι­η­τι­κή φόρ­μα και στο μυ­θο­λο­γι­κό λό­γο. Η άγνοια της θέ­σης του εντός του ποι­ή­μα­τος και της λο­γο­τε­χνι­κής του πα­ρά­δο­σης λει­τουρ­γεί ως με­τα­φο­ρά της άγνοιας για τη θέ­ση του στον κό­σμο.


Στοι­χεία με­τα­μο­ντέρ­νου ύφους και ατμό­σφαι­ρας

Η ατμό­σφαι­ρα του ποι­ή­μα­τος εί­ναι έντο­να με­τα­μο­ντέρ­να, με τον ήρωα να εμ­φα­νί­ζε­ται απο­προ­σα­να­το­λι­σμέ­νος και ναρ­κω­μέ­νος από το συ­νε­χές πα­ρόν. Ο Ελ­πή­νο­ρας του Μάι­να εί­ναι μια με­τα­μο­ντέρ­να φι­γού­ρα, που προ­σπα­θεί να κα­τα­νο­ή­σει τον κό­σμο, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας τις «σκιές» των πραγ­μά­των, την «στά­χτη» και το «κα­τα­κά­θι μιας λε­κά­νης». Αυ­τές οι ει­κό­νες ανα­δει­κνύ­ουν την αδυ­να­μία του να δώ­σει νό­η­μα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ενώ το συ­νε­χές κοί­ταγ­μα του «κα­τα­κα­θιού» δεί­χνει την απελ­πι­σία του, την αί­σθη­ση πως ό,τι απο­μέ­νει από τον κό­σμο εί­ναι το κα­τα­κά­θι, δη­λα­δή το άχρη­στο υπό­λειμ­μα που το ρέ­μα της ζω­ής πα­ρα­σέρ­νει στον γκρε­μό.


Η συ­νεί­δη­ση της μη ύπαρ­ξης και της μη συμ­με­το­χής

Ο Ελ­πή­νο­ρας του Μάι­να δεν εί­ναι απλώς ένα φά­ντα­σμα. Εί­ναι ένα φά­ντα­σμα που γνω­ρί­ζει την ανυ­παρ­ξία του, που συ­νει­δη­το­ποιεί ότι εί­ναι «λα­κές των χα­χα­νη­τών και των προ­πό­σε­ων», ένας υπη­ρέ­της της κε­νο­λο­γί­ας και της επι­φά­νειας. Ενώ ο Οδυσ­σέ­ας πα­ρα­μέ­νει «ναρ­κω­μέ­νος» από το συ­νε­χές πα­ρόν, ο Ελ­πή­νο­ρας του Μάι­να εί­ναι εγκλω­βι­σμέ­νος στην αντί­λη­ψη ότι «δεν έχει υπάρ­ξει». Αυ­τή η αυ­το­γνω­σία τον βα­σα­νί­ζει και τον οδη­γεί να επι­στρέ­φει διαρ­κώς «στο κά­γκε­λο», στην άκρη της ύπαρ­ξης, κοι­τά­ζο­ντας τ’ «ακί­νη­τα πεύ­κα» και πε­ρι­μέ­νο­ντας τον «χα­μό». Εδώ σκε­φτό­μα­στε και τον «Δεν­δρό­κη­πο» του Γιώρ­γου Θέ­με­λη στον οποίο και πα­ρα­πέ­μπου­με.[16]


Ο Ελ­πή­νο­ρας της σύγ­χρο­νης επο­χής

Το ποί­η­μα του νε­ό­τε­ρου δη­μιουρ­γού πα­ρου­σιά­ζει τον Ελ­πή­νο­ρα ως έναν αντι-ήρωα της σύγ­χρο­νης επο­χής: έναν χα­ρα­κτή­ρα που δεν έχει κα­μία βε­βαιό­τη­τα, κα­νέ­να σκο­πό και κα­μία δυ­να­τό­τη­τα να ορί­σει τον εαυ­τό του ή τον κό­σμο γύ­ρω του. Εί­ναι μια φι­γού­ρα της σύγ­χρο­νης υπαρ­ξια­κής απο­ξέ­νω­σης, κα­τα­δι­κα­σμέ­νος να πα­ρα­μέ­νει στον με­ταίχ­μιο της ύπαρ­ξης και της μη ύπαρ­ξης. Με τον Οδυσ­σέα του Μάι­να να αντι­προ­σω­πεύ­ει την απο­δο­χή και την ανα­πό­φευ­κτη επι­στρο­φή, ο Ελ­πή­νο­ρας εν­σαρ­κώ­νει το αδιά­κο­πο ψυ­χι­κό μαρ­τύ­ριο της αμ­φι­βο­λί­ας, της μη συμ­με­το­χής και της συ­νε­χούς αί­σθη­σης του μη ανή­κειν.


Σύ­νο­ψη. Μια τε­λι­κή σύγκρι­ση των τεσ­σά­ρων Ελ­πη­νό­ρων

Στον Πά­ουντ, ο Ελ­πή­νωρ αντι­προ­σω­πεύ­ει την απώ­λεια των ιδα­νι­κών και του ηρω­ι­σμού, αντι­κα­το­πτρί­ζο­ντας μια κοι­νω­νία και έναν πο­λι­τι­σμό σε κρί­ση ταυ­τό­τη­τας. Αντί­θε­τα, ο Σε­φέ­ρης χρη­σι­μο­ποιεί τον Ελ­πή­νο­ρα ως ένα σύμ­βο­λο για τους ξε­χα­σμέ­νους και ανώ­νυ­μους νε­κρούς του πο­λέ­μου, πέ­ρα από την ηδο­νι­στι­κή διά­στα­ση, υπεν­θυ­μί­ζο­ντας την ανά­γκη για μνή­μη και σε­βα­σμό, εκ­φέ­ρο­ντας όμως και την αγω­νία του για τα κα­μώ­μα­τα και τα κα­τορ­θώ­μα­τα της «επο­χής» και του προ­σώ­που του. Ο Σι­νό­που­λος, με τη σει­ρά του, ει­σά­γει έναν πιο υπαρ­ξια­κό και φι­λο­σο­φι­κό Ελ­πή­νο­ρα, έναν χα­ρα­κτή­ρα που ανα­ζη­τά τη δι­κή του ταυ­τό­τη­τα, με φα­σμα­τι­κό τρό­πο, πα­λεύ­ο­ντας με την έν­νοια της λή­θης, προ­ε­ξο­φλώ­ντας όμως, σε αντί­θε­ση με τον αρ­χαίο «ήρωα», το αδύ­να­το της όποιας δι­καί­ω­σης.
Ο Μάι­νας δη­μιουρ­γεί έναν Ελ­πή­νο­ρα που δεν εί­ναι ού­τε τρα­γι­κός ήρω­ας ού­τε απλώς θύ­μα. Πρό­κει­ται για έναν χα­ρα­κτή­ρα που εί­ναι απο­κομ­μέ­νος από την ηρω­ι­κή του διά­στα­ση και κα­ταρ­ρί­πτει τις πα­ρα­δο­σια­κές αντι­λή­ψεις για τη θέ­ση του μέ­σα στο έπος. Ο Ελ­πή­νωρ αυ­τός, των δι­κών μας δη­λα­δή ημε­ρών, γί­νε­ται σύμ­βο­λο της σύγ­χρο­νης αβε­βαιό­τη­τας και της μα­ταιό­τη­τας, της αμ­φι­βο­λί­ας και της αυ­το­α­ναί­ρε­σης, επα­να­προσ­διο­ρί­ζο­ντας τον τρό­πο με τον οποίο μπο­ρού­με να δού­με τον συ­γκε­κρι­μέ­νο μυ­θι­κό χα­ρα­κτή­ρα στη σύγ­χρο­νη ποί­η­ση.
Συ­νο­λι­κά ωστό­σο, πέ­ρα από τον γε­φυ­ρι­σμό του Σι­νό­που­λου, ο Μάι­νας, με τον τρό­πο που προ­σεγ­γί­ζει τον Ελ­πή­νο­ρα, φαί­νε­ται να βρί­σκε­ται πιο κο­ντά στην ερ­μη­νεία του Σε­φέ­ρη, πα­ρά σε εκεί­νη του Πά­ουντ. Ο Σε­φέ­ρης το­νί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο την αν­θρώ­πι­νη διά­στα­ση του Ελ­πή­νο­ρα, την αί­σθη­ση του αν­θρώ­που που εί­ναι πα­γι­δευ­μέ­νος ανά­με­σα στο πα­ρελ­θόν και το πα­ρόν, φέ­ρο­ντας το βά­ρος της ιστο­ρι­κής μνή­μης και της προ­σω­πι­κής ανα­ζή­τη­σης. Μια αί­σθη­ση που συ­να­ντά­ται δια­φο­ρε­τι­κά και στον Σι­νό­που­λο. Αυ­τή η ερ­μη­νεία ται­ριά­ζει με τον τρό­πο που ο Μάι­νας πα­ρου­σιά­ζει τον ήρωα: έναν σύγ­χρο­νο άν­θρω­πο που βιώ­νει υπαρ­ξια­κές και προ­σω­πι­κές ανη­συ­χί­ες, εν­σω­μα­τώ­νο­ντας τον Ελ­πή­νο­ρα σε ένα σύγ­χρο­νο κοι­νω­νι­κό και πο­λι­τι­στι­κό πλαί­σιο.
Αντί­θε­τα, ο Πά­ουντ χρη­σι­μο­ποιεί τον Ελ­πή­νο­ρα ως ένα αφη­ρη­μέ­νο σύμ­βο­λο για τη χα­μέ­νη γε­νιά, δί­νο­ντας με­γα­λύ­τε­ρη έμ­φα­ση στην κοι­νω­νι­κή κρι­τι­κή και την απο­γο­ή­τευ­ση από τις πο­λι­τι­κές και πο­λι­τι­σμι­κές απο­τυ­χί­ες της επο­χής του, πα­ρά στην αν­θρώ­πι­νη διά­στα­ση του χα­ρα­κτή­ρα. Έτσι, ο Ελ­πή­νο­ρας στον Πά­ουντ έχει έναν πιο ευ­ρύ­τε­ρο, αφη­ρη­μέ­νο ρό­λο, ενώ στον Σε­φέ­ρη απο­κτά μια πιο προ­σω­πι­κή και συ­γκε­κρι­μέ­νη πα­ρου­σία, όπως ισχύ­ει και στην πε­ρί­πτω­ση του Μάι­να.

Εν κα­τα­κλεί­δι, αυ­τή η διαρ­κής επα­νεμ­φά­νι­ση του Ελ­πή­νο­ρα στη σύγ­χρο­νη ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση, πέ­ρα από τους δύο σπου­δαί­ους μας δη­μιουρ­γούς, Σε­φέ­ρη και Σι­νό­που­λο, και τους άλ­λους που σύ­ντο­μα εί­δα­με, ανα­δει­κνύ­ει ίσως και την ανά­γκη για συ­νέ­χεια της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνι­κής πα­ρά­δο­σης, όπως και τον τρό­πο με τον οποίο οι σύγ­χρο­νοι ποι­η­τές, σαν τον Μάι­να, επα­να­προσ­διο­ρί­ζουν και επα­νερ­μη­νεύ­ουν τους αρ­χαί­ους μύ­θους για να εκ­φρά­σουν σύγ­χρο­νες ανη­συ­χί­ες και προ­βλη­μα­τι­σμούς.
Συ­νο­λι­κά, η σύ­γκρι­ση στην οποία προ­βή­κα­με δεί­χνει πώς ο Ελ­πή­νωρ μπο­ρεί να εί­ναι ταυ­τό­χρο­να ένας ήρω­ας και ένας αντι­ή­ρω­ας. Ανά­λο­γα με την οπτι­κή του κά­θε ποι­η­τή, απο­κτά δια­φο­ρε­τι­κές πτυ­χές και εκ­φρά­ζει δια­φο­ρε­τι­κά μη­νύ­μα­τα, επι­βε­βαιώ­νο­ντας τη δια­χρο­νι­κή του αξία και τη δυ­να­τό­τη­τα ανα­προ­σαρ­μο­γής του σε κά­θε λο­γο­τε­χνι­κό και ιστο­ρι­κό πλαί­σιο.

Τέ­λος, οι ποι­η­τές στις τέσ­σε­ρις αυ­τές πε­ρι­πτώ­σεις χρη­σι­μο­ποιούν τον Ελ­πή­νο­ρα ως ένα μέ­σο για να συν­δέ­σουν το αρ­χαίο πα­ρελ­θόν με το σύγ­χρο­νο πα­ρόν, αντλώ­ντας από τη συμ­βο­λι­κή του ση­μα­σία για να σχο­λιά­σουν σύγ­χρο­να ζη­τή­μα­τα και αν­θρώ­πι­νες εμπει­ρί­ες, δεί­χνο­ντας και τη δια­χρο­νι­κή ση­μα­σία και επιρ­ροή των αρ­χαί­ων ελ­λη­νι­κών μύ­θων στη σύγ­χρο­νη λο­γο­τε­χνία και σκέ­ψη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: