Εισαγωγή
Ο Ελπήνωρ είναι ένας δευτερεύων χαρακτήρας από την Οδύσσεια του Ομήρου, αλλά ο ρόλος του είναι εξαιρετικά συμβολικός και έχει απασχολήσει αρκετούς συγγραφείς και ποιητές. Στο έπος, ο Ελπήνωρ, ένας νεαρός σύντροφος του Οδυσσέα, πέφτει από τη στέγη του παλατιού της Κίρκης και σκοτώνεται εξαιτίας της μέθης του. Το πτώμα του παραμένει άταφο, καθώς ο Οδυσσέας και το πλήρωμά του αναχωρούν βιαστικά. Όταν ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη, συναντά το πνεύμα του Ελπήνορα, ο οποίος του ζητά όταν επιστρέψει στη ζωή να του αποδώσει τις απαραίτητες νεκρικές τιμές.
Η συμβολική παρουσία του Ελπήνορα υπενθυμίζει τη σημασία των ταφικών τελετών στην αρχαία ελληνική κοινωνία, ενώ παράλληλα υπογραμμίζει τις συνέπειες της απερισκεψίας και της έλλειψης αυτοελέγχου. Ο Ελπήνωρ, όντας μια τραγική φιγούρα, συνδέει τον κόσμο των ζωντανών με τον κάτω κόσμο, δημιουργώντας έναν σύνδεσμο ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Αυτή η ιδιαίτερη θέση τον καθιστά ένα ισχυρό σύμβολο που έχει εμπνεύσει πολλούς ποιητές, τόσο στην ξένη όσο και στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.
Ο Έζρα Πάουντ, για παράδειγμα, αναφέρεται στον Ελπήνορα στο συνθετικό του ποίημα Hugh Selwyn Mauberley, όπως και στο «Canto XX», όπου τον χρησιμοποιεί για να εκφράσει κυρίως τη θλίψη και την απογοήτευση από την έλλειψη ηρωισμού και ανώτερων ιδανικών στον σύγχρονο κόσμο.[1] Αντίστοιχα, ο Γιώργος Σεφέρης, στο ποίημά του «Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους» από το Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β',[2]
παραλληλίζει τον άταφο Ελπήνορα με τους νεκρούς του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, θίγοντας ζητήματα μνήμης, απώλειας και τιμής προς τους πεσόντες. Ο Τάκης Σινόπουλος, στην ποιητική του συλλογή Μεταίχμιο, προσεγγίζει τον Ελπήνορα με μια πιο υπαρξιακή διάσταση, εξερευνώντας το νόημα της ζωής, της ταυτότητας, του θανάτου και της λήθης. Ο δικός του Ελπήνορας γίνεται ένα σύμβολο για τους λησμονημένους νεκρούς δείχνοντας τη σημασία της μνήμης στη διατήρηση της ανθρώπινης υπόστασης.
Σε αυτή τη σειρά επανερμηνειών του μυθικού αυτού χαρακτήρα εντάσσεται και ο σύγχρονός μας ποιητής Αλέξιος Μάινας (γ. 1976), ο οποίος με το ποίημά του «Η Πλησιέστερη Όχθη» προσθέτει μια νέα πνοή στον μύθο αυτού του προσώπου. Στο ποίημά του, ο Ελπήνωρ εμφανίζεται ως μια φιγούρα που αναμετριέται με το υπαρξιακό του κενό, απομακρυσμένος από κάθε ηρωικό ιδεώδες. Μέσα από μια εσωτερική εξομολόγηση, διατυπώνει τη θλίψη του για το ότι δεν κατόρθωσε να γίνει κάτι, και θέτει ερωτήματα γύρω από την ίδια του την ύπαρξη, τη θέση του στο μύθο και τη λογοτεχνία. Ο Μάινας, με τον τρόπο του, αναδεικνύει τον Ελπήνορα ως μια μορφή που καθρεφτίζει τη σύγχρονη ανθρώπινη αγωνία και αβεβαιότητα, σε έναν κόσμο που αναζητά νόημα και προσανατολισμό.
O Ελπήνωρ στην ποίηση
Ο Ελπήνωρ, ως σύμβολο από την αρχαία ελληνική μυθολογία, έχει εμπνεύσει κι άλλους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες πέρα από τον Σεφέρη και τον Σινόπουλο. Θα αναφερθούμε, σύντομα, σε μερικά ακόμη παραδείγματα. Ο Νίκος Καζαντζάκης στο έργο του Οδύσσεια: Μια σύγχρονη συνέχεια, αναφέρεται στον Ελπήνορα, όχι όμως ως κεντρικό χαρακτήρα. Ο Γιάννης Ρίτσος, στο ποίημά του «Ο αφανισμός της Μήλος»,[3] κάνει αναφορά στον Ελπήνορα, χρησιμοποιώντας τον ως σύμβολο για να μιλήσει για την ιστορική μνήμη και την απώλεια, ενώ ο Οδυσσέας Ελύτης, αν και δεν αναφέρεται άμεσα στον ίδιο, χρησιμοποιεί συχνά μοτίβα από την Οδύσσεια στην ποίησή του, συμπεριλαμβανομένων έμμεσων αναφορών σε δευτερεύοντες χαρακτήρες όπως ο Ελπήνωρ.
Ο Νάνος Βαλαωρίτης στο ποίημά του «Η μπαλάντα του ξενιτεμένου» από την ποιητική συλλογή Ανιδεογράμματα, κάνει αναφορές στον Ελπήνορα ως μέρος μιας ευρύτερης χρήσης μυθολογικών στοιχείων. Γράφει χαρακτηριστικά:
[…] Πώς κατάντησα εδώ πέρα χοίρος
Στης Κίρκης το νησί; Πώς κατέληξα
Να γίνω Ελπήνορας και κολαζίστας
Που πέφτοντας έσπασε το κρανίο του
Απ’ τη σοφίτα του σπιτιού του;[4]
Ο Κωστής Μοσκώφ, στο ποίημα «Ο Ελπήνωρ της Λιαρίγκοβας...»,[5] τον ντύνει ως έναν έφηβο με σβησμένο μπλουτζίν, που «προσπαθεί καθημερινά/εκείνη την αργοπορημένη Επανάσταση», ενώ ο Αλέξης Τραϊανός, μεταξύ άλλων, στο ποίημα «Σύνδρομο του Ελπήνορα ή έτοιμος»[6] μιλά ξεκάθαρα για τον εαυτό του. Τέλος, ενδεικτικά πάντοτε, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, στα δοκίμιά του για την ελληνική λογοτεχνία, αναφέρεται στον Ελπήνορα τόσο ως σύμβολο όσο και στη χρήση του από άλλους ποιητές.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο Ελπήνωρ χρησιμοποιείται κυρίως ως σύμβολο για να εκφράσει ιδέες σχετικές με τη μνήμη, τη λήθη, την ταυτότητα, την απώλεια, και τη σχέση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Η συχνή και συνεχής, κατά μία έννοια, παρουσία του στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία δείχνει προς τη διαχρονική σημασία των αρχαίων μύθων και την ικανότητά τους να εκφράζουν σύγχρονες αγωνίες.
Ας σταθούμε όμως στο ποίημα "Β' Ο ηδονικός Ελπήνωρ" του Σεφέρη, το οποίο και παραθέτουμε.[7]
B΄ Ο ΗΔΟΝΙΚΟΣ ΕΠΛΗΝΩΡ
Τον είδα χτες να σταματά στην πόρτα
κάτω από το παράθυρό μου· θα ’ταν
εφτά περίπου· μια γυναίκα ήταν μαζί του.
Είχε το φέρσιμο του Ελπήνορα, λίγο πριν πέσει
να τσακιστεί, κι όμως δεν ήταν μεθυσμένος.
Μιλούσε πολύ γρήγορα, κι εκείνη
κοίταζε αφηρημένη προς τους φωνογράφους·
τον έκοβε καμιά φορά να πει μια φράση
κι έπειτα κοίταζε μ’ ανυπομονησία
εκεί που τηγανίζουν ψάρια· σαν τη γάτα.
Αυτός ψιθύριζε μ’ ένα αποτσίγαρο σβηστό στα χείλια:
— Άκουσε ακόμη τούτο. Στο φεγγάρι
τ’ αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς[8] — τ’ αγάλματα·
κι η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη,
η φλόγα που καίει τον άνθρωπο, θέλω να πω.
— Είναι το φως… ίσκιοι της νύχτας…
— Ίσως η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι,
σκοτεινός κόρφος, και σε γέμισε άστρα
κόβοντας τον καιρό.
Κι όμως τ’ αγάλματα
λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο
στα δυο, σαν το ροδάκινο· κι η φλόγα
γίνεται φίλημα στα μέλη κι αναφιλητό
κι έπειτα φύλλο δροσερό που παίρνει ο άνεμος·
λυγίζουν· γίνουνται αλαφριά μ’ ένα ανθρώπινο βάρος.
Δεν το ξεχνάς.
— Τ’ αγάλματά είναι στο μουσείο.
— Όχι, σε κυνηγούν, πώς δεν το βλέπεις;
θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους,
με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες
κι όμως την ξέρεις.
Όπως όταν
στα τελευταία της νιότης σου αγαπήσεις
γυναίκα που έμεινε όμορφη, κι όλο φοβάσαι,
καθώς την κράτησες γυμνή το μεσημέρι,
τη μνήμη που ξυπνά στην αγκαλιά σου·
φοβάσαι το φιλί μη σε προδώσει
σ’ άλλα κρεβάτια περασμένα τώρα
που ωστόσο θα μπορούσαν να στοιχειώσουν
τόσο εύκολα τόσο εύκολα και ν’ αναστήσουν
είδωλα στον καθρέφτη, σώματα που ήταν μια φορά·
την ηδονή τους.
Όπως όταν
γυρίζεις απ’ τα ξένα και τύχει ν’ ανοίξεις
παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό
και βρεις κουρέλια από τα ρούχα που φορούσες
σε όμορφες ώρες, σε γιορτές με φώτα
πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, που όλο χαμηλώνουν
και μένει μόνο το άρωμα της απουσίας
μιας νέας μορφής.
Αλήθεια, τα συντρίμμια
δεν είναι εκείνα· εσύ ’σαι το ρημάδι·
σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά
στο σπίτι στο γραφείο στις δεξιώσεις
των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου·
μιλούν για περιστατικά που θά ηθελες να μην υπάρχουν
ή να γινόντουσαν χρόνια μετά το θάνατό σου,
κι αυτό είναι δύσκολο γιατί…
— Τ’ αγάλματά είναι στο μουσείο.
Καληνύχτα.
— …γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια,
είμαστε εμείς. Τ’ αγάλματα λυγίζουν αλαφριά… καληνύχτα.
Εδώ χωρίστηκαν. Αυτός επήρε
την ανηφόρα που τραβάει κατά την Άρκτο[9]
κι αυτή προχώρεσε προς το πολύφωτο ακρογιάλι
όπου το κύμα πνίγεται στη βοή του ραδιοφώνου:
ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ
«Πανιά στο φύσημα του αγέρα
ο νους δεν κράτησε άλλο από τη μέρα.
Άρωμα πεύκου και σιγή
εύκολα θ’ απαλύνουν την πληγή
που έκαμαν φεύγοντας ο ναύτης
η σουσουράδα ο κοκωβιός κι ο μυγοχάφτης.
Γυναίκα που έμεινες χωρίς αφή,
άκουσε των ανέμων την ταφή.
»Άδειασε το χρυσό βαρέλι
ο γήλιος έγινε κουρέλι
σε μιας μεσόκοπης λαιμό
που βήχει και δεν έχει τελειωμό·
το καλοκαίρι που ταξίδεψε τη θλίβει
με τα μαλάματα στους ώμους και στην ήβη.
Γυναίκα που έχασες το φως,
άκουσε, τραγουδά ο τυφλός.
»Σκοτείνιασε· κλείσε τα τζάμια·
κάνε σουραύλια με τα χτεσινά καλάμια,
και μην ανοίγεις όσο κι α χτυπούν·
φωνάζουν μα δεν έχουν τί να πουν.
Πάρε κυκλάμινα, πευκοβελόνες,
κρίνα απ’ την άμμο, κι απ’ τη θάλασσα ανεμώνες·
γυναίκα που έχασες το νου,
άκου, περνά το ξόδι του νερού…»
"Αθήναι. Ανελίσσονται ραγδαίως
τα γεγονότα που ήκουσε με δέος
η κοινή γνώμη. Ο κύριος υπουργός
εδήλωσεν, Δεν μένει πλέον καιρός…"
«…πάρε κυκλάμινα… πευκοβελόνες…
κρίνα απ’ την άμμο… πευκοβελόνες…
γυναίκα…»
"υπερτερεί συντριπτικώς.
Ο πόλεμος…"
ΨΥΧΑΜΟΙΒΟΣ.[10]
Θα παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να συγκρίνουμε τον Ελπήνορα του Γιώργου Σεφέρη και του Έζρα Πάουντ, καθώς και οι δύο ποιητές χρησιμοποιούν αυτόν τον χαρακτήρα με διαφορετικούς τρόπους. Ο Ελπήνωρ του Σεφέρη, στο «Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους», παρουσιάζεται ως σύμβολο των ξεχασμένων νεκρών του πολέμου, ενώ στο ποίημα που μόλις είδαμε, στο «Β' Ο ηδονικός Ελπήνωρ», φαίνεται να εξερευνάται μια διαφορετική πτυχή του χαρακτήρα, εστιάζοντας στην ηδονιστική του φύση. Αντίθετα, ο Ελπήνωρ του Πάουντ, στο ποίημα Hugh Selwyn Mauberley χρησιμοποιείται ως σύμβολο της χαμένης γενιάς μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτός ο Ελπήνωρ αντιπροσωπεύει πρωτίστως την απώλεια της αθωότητας και την αποτυχία της κοινωνίας να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της στη νεολαία.
Θα συγκρίνουμε εν συντομία αυτούς τους δύο ποιητές, στα επίπεδα του συμβολισμού, του πολιτικού πλαισίου, της προσωπικότητας του «ήρωα» (ως ενός «αντιήρωα» εν τέλει) και της λογοτεχνικής παράδοσης.
Πρώτον, στο επίπεδο του συμβολισμού. Και οι δύο ποιητές χρησιμοποιούν τον Ελπήνορα ως σύμβολο, αλλά με διαφορετικές σαφώς εστιάσεις. Ο Σεφέρης τον χρησιμοποιεί για να μιλήσει για τη μνήμη και την απώλεια σε ένα ελληνικό πλαίσιο, ενώ ο Πάουντ τον χρησιμοποιεί για να σχολιάσει την κοινωνική και πολιτιστική κατάσταση της Ευρώπης μετά τον μεγάλο πόλεμο.
Δεύτερον, στο πολιτικό πλαίσιο. Ο Σεφέρης γράφει στα συμφραζόμενα της ελληνικής ιστορίας και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με τρόπο θρυμματισμένο και αποσπασματικό, δείχνοντας ένα μέρος από τον εαυτό του ως προσώπου και ως πολίτη. Ο Πάουντ αναφέρεται στον απόηχο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, και σηκώνοντας έναν τεράστιο καμπυλωτό καθρέφτη, διαθλά με τρόπο ενιαίο κάτι το τετελεσμένο και ολοκληρωμένο, μεταγράφοντας ένα στιγμιότυπο ως μια «χωρική συσπείρωση του χρόνου», που θα έλεγε ο Γιάννης Δάλλας,[11] φέροντας συνάμα την ταυτότητα του American citizen.
Τρίτον, όσον αφορά στην προσωπικότητα του Ελπήνορα: Ο Σεφέρης, ειδικά στο «Β' Ο ηδονικός Ελπήνωρ», φαίνεται να εξερευνά την ηδονιστική πλευρά του χαρακτήρα, ενώ ο Πάουντ εστιάζει περισσότερο στην τραγική μοίρα του και τη συμβολική του σημασία.
Τέλος, στα πλαίσια της λογοτεχνικής παράδοσης: Ο Σεφέρης γράφει μέσα στην ελληνική λογοτεχνική παράδοση, με άμεση σύνδεση με την αρχαία ελληνική μυθολογία, ενώ ο Πάουντ χρησιμοποιεί τον Ελπήνορα ως μέρος της ευρύτερης χρήσης κλασικών αναφορών στο μοντερνιστικό του έργο.
Για να προβούμε όμως σε μια πιο αναλυτική σύγκριση, και για να φωτίσουμε τις αποχρώσεις και τις λεπτομέρειες, θα ήταν χρήσιμο να δούμε και το συνθετικό ποίημα του Πάουντ, το Χιου Σέλγουιν Μόμπερλι. Αφού σημειώσουμε όμως πρώτα πως στο IV τμήμα, αναφέρεται χαρακτηριστικά σε αυτούς που πολέμησαν και πέθαναν στον πόλεμο, γεγονός που παραπέμπει στη μοίρα του Ελπήνορα. Στο πρώτο μέρος του ποιήματος επίσης υπάρχουν αναφορές στην Οδύσσεια και σε χαρακτήρες όπως η Πηνελόπη και η Κίρκη, ενώ τέλος, το θέμα της απώλειας και της λήθης, που σαφώς συνδέεται με τον Ελπήνορα, διατρέχει όλο το ποίημα. Παραθέτουμε σε μετάφραση τα σχετικά τμήματα.
E.Π. ΩΔΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΤΟΥ
Ι
Για τρία χρόνια, ασύμβατος με την εποχή του,
Πάλεψε να αναζωογονήσει τη νεκρή τέχνη
Της ποίησης· να διατηρήσει «το υψηλό»
Με την παλιά έννοια. Λάθος από την αρχή—
Όχι ακριβώς, αλλά, εφόσον είχε γεννηθεί
Σε μισοάγρια χώρα, εκτός εποχής·
Αποφασισμένος να στύψει κρίνους από βελανίδια·
Καπανέας· πέστροφα για δόλωμα πλαστό:
«Ίδμεν γαρ τοι πάνθ', ος ενί Τροίη»
Πιασμένο στο ανοιχτό αυτί·
Αφήνοντας στους βράχους περιθώριο μικρό
Οι ταραγμένες θάλασσες τον κράτησαν, λοιπόν, εκείνη τη χρονιά.
Η αληθινή του Πηνελόπη ήταν ο Φλωμπέρ,
Ψάρευε πλάι σε πεισματάρικα νησιά·
Παρατηρούσε την κομψότητα των μαλλιών της Κίρκης
Παρά τα ρητά στα ηλιακά ρολόγια.
Ανεπηρέαστος από «των γεγονότων την πορεία»
Χάθηκε από τη μνήμη των ανθρώπων στο τριακοστό
Έτος της ηλικίας του· η περίπτωση
Δεν συμπληρώνει τίποτα στο διάδημα των Μουσών.
III
Η ρόδινη ρόμπα του τσαγιού, κ.λπ.
Εκτοπίζει τη μουσελίνα της Κω,
Η πιανόλα «αντικαθιστά»
Τη βάρβιτο της Σαπφούς.
Ο Χριστός ακολουθεί τον Διόνυσο,
Το φαλλικό και το αμβρόσιο
Παραχωρούν τη θέση τους στη διάλυση·
Ο Κάλιμπαν διώχνει τον Άριελ.
Τα πάντα ρει,
Λέει ο σοφός Ηράκλειτος·
Μα η φτηνή κακογουστιά
Θα κυριαρχήσει στις μέρες μας.
Ακόμη κι η χριστιανική ομορφιά
Υποχωρεί—μετά τη Σαμοθράκη·
Βλέπουμε το Καλόν
Να ορίζεται στην αγορά.
Η σάρκα του Φαύνου δεν είναι για μας,
Ούτε το όραμα του αγίου.
Έχουμε τον Τύπο για όστια·
Το δικαίωμα ψήφου για περιτομή.
Όλοι οι άνθρωποι, βάσει νόμου, είναι ίσοι.
Ελεύθεροι από τον Πεισίστρατο,
Διαλέγουμε έναν απατεώνα ή έναν ευνούχο
Να μας κυβερνά.
Ω, λαμπρέ Απόλλωνα,
τίν’ ἄνδρα, τίν’ ἥρωα, τίνα θεόν,
Ποιόν θεό, άνθρωπο, ή ήρωα
Να στεφανώσω με στεφάνι από κασσίτερο!
IV
Αυτοί πολέμησαν, έτσι κι αλλιώς,
Και κάποιοι πιστεύοντας, pro domo, έτσι κι αλλιώς...
Κάποιοι βιάστηκαν να οπλιστούν,
Κάποιοι για την περιπέτεια,
Κάποιοι από τον φόβο της αδυναμίας,
Κάποιοι από τον φόβο της επίκρισης,
Κάποιοι για την αγάπη της σφαγής, στη φαντασία,
Μαθαίνοντας αργότερα...
Κάποιοι με φόβο, μαθαίνοντας την αγάπη για τη σφαγή·
Πέθαναν κάποιοι pro patria, non dulce non et decor...
Περπάτησαν βουτηγμένοι ως τα μάτια στην κόλαση
Πιστεύοντας στα ψέματα των γερόντων, έπειτα δυσπιστώντας
Γύρισαν σπίτι, σπίτι σε ένα ψέμα,
Σπίτι σε πολλές εξαπατήσεις,
Σπίτι σε παλιά ψέματα και νέα καταισχύνη.
Τοκογλυφία πανάρχαια και πυκνή σαν τον χρόνο
Και ψεύτες σε δημόσιες θέσεις.
Τόλμη πρωτοφανής, πρωτοφανής σπατάλη.
Αίμα νεανικό και αίμα γαλάζιο,
Όμορφα μάγουλα, και σώματα λεπτοκαμωμένα·
Υπομονή όπως ποτέ άλλοτε,
Ειλικρίνεια όπως ποτέ άλλοτε,
Απογοητεύσεις όπως δεν ειπώθηκαν ποτέ,
Υστερίες, στα χαρακώματα εξομολογήσεις,
Γέλιο μέσα από νεκρές κοιλιές.
V
Πέθαναν μύριοι,
Και από τους καλύτερους, ανάμεσά τους,
Για μια γριά σκύλα δίχως δόντια,
Για έναν χαλασμένο πολιτισμό.
Γοητεία, χαμογελώντας στο όμορφο στόμα,
Μάτια γοργά κλεισμένα κάτω από το καπάκι της γης,
Για δύο ντουζίνες σπασμένων αγαλμάτων,
Για μερικές χιλιάδες κακοποιημένα βιβλία.
Εφόσον έχουν ακουστεί τα ποιήματα του Σεφέρη και του Πάουντ, μπορούμε να συνεχίσουμε με μία πιο λεπτομερή σύγκριση της χρήσης και της σημασίας του Ελπήνορα στους δύο αυτούς ποιητές, προσπαθώντας να εμβαθύνουμε. Ο απώτερος στόχος, ωστόσο, της δοκιμιακής αυτής προσπάθειας, αφού δούμε και τον Ελπήνορα του Σινόπουλου, είναι να καταλήξουμε στον Ελπήνορα του σύγχρονου ποιητή Αλέξιου Μάινα.
Ο Ελπήνωρ παρουσιάζεται διαφορετικά μέσα από τα έργα των δύο παγκόσμιων δημιουργών. Ο Σεφέρης τον προσεγγίζει περισσότερο ως ένα σύγχρονο πρόσωπο στην πόλη. Στο ποίημά του, ο Ελπήνωρ φαίνεται να κουβαλά το βάρος του παρελθόντος, ενώ ταυτόχρονα παλεύει να ενταχθεί στη μοντέρνα πραγματικότητα: «το φέρσιμο του Ελπήνορα, λίγο πριν πέσει/να τσακιστεί, κι όμως δεν ήταν μεθυσμένος». Στον Πάουντ, απεναντίας, ο Ελπήνωρ αποκτά μια πιο αφηρημένη διάσταση και γίνεται σύμβολο της «χαμένης γενιάς» που διαμορφώθηκε από την απογοήτευση μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αντίθεση με τον Σεφέρη μάλιστα, δεν έχει συγκεκριμένη σωματική παρουσία, αλλά παραπέμπει σε μια ευρύτερη αστοχία του ανθρώπινου πνεύματος να ανταποκριθεί στα ιδανικά της εποχής. Εκφράζοντας την πικρή απογοήτευση και την κριτική στάση του ποιητή απέναντι στις συνέπειες του πολέμου και την κατάσταση εν γένει της κοινωνίας.
Στο θεματικό επίπεδο, ο Σεφέρης επικεντρώνεται στη σχέση του παρελθόντος με το παρόν, προσεγγίζοντας θέματα όπως η μνήμη, η αίσθηση της απώλειας και η ηδονή. Ο Ελπήνωρ γίνεται ένα σύμβολο που γεφυρώνει την αρχαία κληρονομιά με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Τα αγάλματα που «λυγίζουν» ενσαρκώνουν τη διαπερατότητα αυτών των δύο κόσμων. Ενώ στον Πάουντ, η κοινωνική κριτική, η απογοήτευση από τον πόλεμο και η αποτυχία της κοινωνίας είναι πιο έντονες. Ο Ελπήνωρ λειτουργεί ως σύμβολο της απώλειας της αθωότητας και των ιδανικών, ενσαρκώνοντας τις συνέπειες του πολέμου και της ευρύτερης πολιτισμικής αποτυχίας.
Η γλώσσα και οι εικόνες των δύο ποιητών διαφέρουν επίσης σημαντικά. Ο Σεφέρης χρησιμοποιεί πλούσιες, «λυρικές», κατά μία έννοια, εικόνες και μεταφορές, ενσωματώνοντας στοιχεία όπως τα αγάλματα, τη φλόγα και τα σώματα, που δημιουργούν ένα σύνθετο δίκτυο συμβολισμών. Αντίθετα, ο Πάουντ προτιμά μια πιο άμεση και κοφτή, τρεμάμενη, γλώσσα ‒ που χρωματίζεται μοναδικά από τον τρόπο ανάγνωσής του ‒ με λιγότερη λυρικότητα και μεγαλύτερη έμφαση στην κοινωνική κριτική. Η μικρή απόστασή του από τα γεγονότα της συγκεκριμένης διάλυσης, ενώ αυτά είναι ακόμη ζεστά, είναι χαρακτηριστική στην περίπτωσή του. Ο Αμερικανός ποιητής λειτουργεί ξεκάθαρα ως ποιητής προφήτης (poeta vates) και ως μάρτυρας που μεταγράφει. Στον Σεφέρη συναντούμε ένα αθρυμμάτιστο γυαλί ανάμεσα στον ίδιο ως αφηγητή και στα τεκταινόμενα. Ο Έλληνας ποιητής φαίνεται να κρατά μια βολική απόσταση που τον εξυπηρετεί λογοτεχνικά ‒ καταγράφοντας και αναμειγνύοντας το βίωμα με την πρόθεση ‒ και επομένως λειτουργεί ως ένας poeta doctus, ως ένας λόγιος δηλαδή ποιητής.
Η δομή των ποιημάτων τους ακολουθεί επίσης διαφορετικές κατευθύνσεις. Το ποίημα του Σεφέρη είναι εκτενές, με διάλογο, εσωτερικό μονόλογο, φέροντας ακόμη και στοιχεία μιας ραδιοφωνικής εκπομπής, όπου παίζει σπαρταριστά με τη ρίμα και τις αντηχήσεις. Αυτή η πολυεπίπεδη δομή προσδίδει μια θεατρικότητα και μια πολυπλοκότητα που λείπει από τον Πάουντ, που κατά αυτή την λειτουργεί πιο κλασικά. Ο Πάουντ εντάσσει τον Ελπήνορα σε μια πιο σύντομη και εστιασμένη αναφορά, μέρος μιας μεγαλύτερης σύνθεσης, χωρίς να αναφέρεται ρητά στον Ελπήνορα.[12]
Τέλος, πολιτισμικά, ο Σεφέρης κρατά τον Ελπήνορα βαθιά ριζωμένο στην ελληνική μυθολογία και παράδοση, τοποθετώντας τον σε ένα σύγχρονο αστικό περιβάλλον. Ο χαρακτήρας γίνεται σύμβολο της συλλογικής μνήμης και της ιστορικής απώλειας στην ελληνική κοινωνία. Από την άλλη πλευρά, ο Πάουντ τον εντάσσει σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο, όπου ο μύθος λειτουργεί περισσότερο ως αφηρημένη αναφορά, ενσωματωμένη σε ένα πολυεπίπεδο και πολυπολιτισμικό μοντερνισμό. Η κριτική επιπλέον του Πάουντ στη σύγχρονη κοινωνία και τον πολιτισμό μπορεί να παραλληλιστεί με την ιστορία του Ελπήνορα ως συμβόλου της «χαμένης γενιάς». Μια γενιά που με άλλον τρόπο χάθηκε, όπως θα δούμε, στην εμφυλιο-πολεμική Ελλάδα του Τάκη Σινόπουλου, και αλλιώς, οικονομικο-κοινωνικά, στα πλαίσια της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης, στην περίπτωση του νεότερου Αλέξη Μάινα.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η χρήση του Ελπήνορα από τους δύο ποιητές, Σεφέρη και Πάουντ, αναδεικνύει σημαντικές διαφορές στην προσέγγισή τους. Ο Σεφέρης δίνει σάρκα και οστά στον χαρακτήρα, τον τοποθετεί στην ελληνική ιστορική και πολιτιστική παράδοση, και τον χρησιμοποιεί για να εξερευνήσει προσωπικά και υπαρξιακά θέματα. Αντίθετα, ο Πάουντ χρησιμοποιεί τον Ελπήνορα ως αφηρημένο σύμβολο της κοινωνικής και πολιτιστικής κριτικής, εστιάζοντας στην απογοήτευση της μεταπολεμικής γενιάς και τα αδιέξοδα που προέκυψαν από τις ιστορικές εξελίξεις.
Θα σταθούμε τώρα στον Ελπήνορα του Σινόπουλου, προτού περάσουμε σε μια εποπτική σύγκριση. Διαβάζουμε στο ποίημα «Ελπήνωρ» του Μεταίχμιου ή Συλλογή Ι, του Σινόπουλου,[13]
αφού όμως σημειώσουμε πρώτα το Ομηρικό μότο: "Ἐλπῆνορ, πῶς ἦλθες ...»:
Τοπίο θανάτου. Η πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια
το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ’ αλάτι και το φως
τα κούφια βράχια ο αδυσώπητος ήλιος απάνω
και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα
μονάχα απέραντη αρυτίδωτη πηχτή σιγή.
Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε
όχι ο πιο γέροντας: Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει να ’ναι εκείνος.
Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πώς θυμηθήκαμε
αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποταμιά το καλοκαίρι.
Ήταν αυτός ο Ελπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια
τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς
σκαλίζοντας την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα.
Και τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Ελπήνορα
Ελπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ’ αυτή τη χώρα;
είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά
τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό
καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.
Μ’ ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψαμε στην άκρη του γιαλού
ν’ ακούς τ’ ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.
Τώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; πώς βρέθηκες σ’ αυτή τη χώρα
τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;
Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Και τότε πάλι εφώναξα
βαθιά τρομάζοντας: Ελπήνορα που ’χες λαγού μαλλί
για φυλαχτάρι κρεμασμένο στο λαιμό σου Ελπήνορα
χαμένε στις απέραντες παράγραφους της ιστορίας
εγώ σε κράζω και σα σπήλαιο αντιλαλούν τα στήθια μου
πώς ήρθες φίλε αλλοτινέ πώς μπόρεσες
να φτάσεις το κατάμαυρο καράβι που μας φέρνει
περιπλανώμενους νεκρούς κάτω απ’ τον ήλιον αποκρίσου
αν η καρδιά σου επιθυμεί μαζί μας νά ’ρθεις αποκρίσου.
Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.
Το φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.
Η θάλασσα τα κυπαρίσσια τ’ ακρογιάλι πετρωμένα
σ’ ακινησία θανατερή. Και μόνο αυτός ο Ελπήνωρ
που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μες στα παλιά χειρόγραφα
τυραννισμένος απ’ την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς
με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του
σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα
σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά
στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.
Έχοντας ως βάση τη χρήση και την ποιητική παρουσία του Ελπήνορα στον Σεφέρη (1900−1971) και τον Πάουντ (1885−1972), των προ-παππούδων δηλαδή των τωρινών σαραντάρηδων, μπορούμε να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο Σινόπουλος (1917−1981), με τη σειρά του, ως μια τουλάχιστον γενιά μετά από αυτή του Πάουντ, αλλά και του Σεφέρη (θα μπορούσε μάλιστα ως βιολογική γενιά να είναι παππούς του Μάινα (γ. 1976), και του γράφοντα), ερμηνεύει και ενσωματώνει τον συγκεκριμένο χαρακτήρα στο δικό του ποιητικό σύμπαν. Ας δούμε όμως καλύτερα τον ποιητή Σινόπουλο, αυτή την καταπληκτική, πέτρινη, χωματένια και φασματική γέφυρα, προτού περάσουμε στον σύγχρονο ποιητή.
Συμβολισμός και θεματική προσέγγιση: Στο ποίημά του «Ελπήνωρ», ο Σινόπουλος επανερμηνεύει τον μυθολογικό ήρωα, εστιάζοντας στην έννοια της μεταβατικότητας, τόσο από χρονική όσο και από ψυχολογική σκοπιά. Ο Ελπήνορας αυτός μοιάζει να βρίσκεται παγιδευμένος ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών, αντικατοπτρίζοντας την αδυναμία του ανθρώπου να προσδιορίσει τη θέση του σε ένα ασταθές περιβάλλον. Αντίθετα, ο Σεφέρης, στα ποιήματά του «Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους» και «Β’ Ο ηδονικός Ελπήνωρ», προσεγγίζει τον Ελπήνορα από δύο διαφορετικές οπτικές: στη μία τον παρουσιάζει ως σύμβολο των ανώνυμων και λησμονημένων νεκρών του πολέμου, ενώ στην άλλη εστιάζει στην ηδονιστική του διάθεση και τη ροπή προς την περιπλάνηση μέσα σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Στον Πάουντ, ο Ελπήνορας του Hugh Selwyn Mauberley, όπως είδαμε, αποκτά έναν πιο αφηρημένο συμβολισμό, ενσαρκώνοντας την αποτυχία της κοινωνίας να προστατεύσει τα ιδανικά της νεότερης γενιάς και την απογοήτευση που διαδέχθηκε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο: Η ανάγνωση των έργων υπό το φως των ιστορικών συγκυριών αναδεικνύει τη διαφορετική προσέγγιση κάθε ποιητή στον μύθο του Ελπήνορα. Ο Σεφέρης εντάσσει τον χαρακτήρα του στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της μεταπολεμικής ελληνικής εμπειρίας, εστιάζοντας στην τραγικότητα των ανθρώπων που χάνονται χωρίς να αφήσουν ίχνη, μιλώντας μετωνυμικά και για τους λογοτέχνες. Ο Πάουντ, από την πλευρά του, αξιοποιεί τον Ελπήνορα ως σύμβολο της αποτυχίας της κοινωνίας μετά την καταστροφή και την αποξένωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο πλαίσιο αυτό, ο Ελπήνορας γίνεται μια φιγούρα που περιπλανιέται άσκοπα, εκπέμποντας πόνο και απελπισία, όπως και ο ίδιος ο ποιητής, τόσο ως οντότητα όσο και ως persona, εκπροσωπώντας τη διάψευση των προσδοκιών. Ενώ ο Σινόπουλος, γράφοντας σε μια Ελλάδα που προσπαθεί να ξανασταθεί στα πόδια της μετά από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, επιλέγει να επικεντρωθεί στην αίσθηση εγκλωβισμού και αποπροσανατολισμού. Σε μια πατρίδα διχασμένη ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, ο ποιητής αδυνατώντας να θάψει οριστικά και μες στο νου του, πέρα από το χώμα, τα χαμένα παλικάρια του εμφυλίου, πονά ως σύντροφος, ως μάρτυρας και ίσως ως πατέρας.
Η προσωπικότητα του Ελπήνορα: Ο Σεφέρης αναδεικνύει δύο πλευρές του μύθου: από τη μία τον ηδονισμό και την ελαφρότητα του χαρακτήρα και από την άλλη τη λήθη και τη μοναξιά των ανώνυμων νεκρών. Ο Πάουντ επιλέγει έναν πιο ιδεολογικό συμβολισμό, συνδέοντας τον Ελπήνορα με τη «χαμένη γενιά» της μεταπολεμικής Ευρώπης. Ο Σινόπουλος, αντιθέτως, προσεγγίζει τον Ελπήνορα ως μια αινιγματική μορφή που βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα σε δύο καταστάσεις ύπαρξης – ζωντανός και νεκρός ταυτόχρονα. Με αυτόν τον τρόπο, ο Σινόπουλος αναδεικνύει τον χαρακτήρα ως σύμβολο του ανθρώπινου διχασμού και της αγωνίας μπροστά σε μια αστάθεια που δύσκολα μπορεί να οριστεί.
Λογοτεχνική παράδοση: Ο Σεφέρης εντάσσει τον Ελπήνορα στο πλαίσιο της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης, αντλώντας από την αρχαία μυθολογία και συνδέοντας τον μύθο με την ελληνική ιστορική πραγματικότητα. Ο Πάουντ μέσα από τη μοντερνιστική του προσέγγιση, αξιοποιεί τον Ελπήνορα ώστε να δημιουργήσει ένα δίκτυο κλασικών αναφορών που αντικατοπτρίζει την αποξένωση και την διάψευση των κοινωνικών ιδανικών της εποχής του, όπως σημειώθηκε, ενώ ο Σινόπουλος, επηρεασμένος από το μεταπολεμικό κλίμα τόσο της ελληνικής κοινωνίας όσο και της λογοτεχνίας της εποχής, εμπλουτίζει τον μύθο με ψυχολογικές και υπαρξιακές διαστάσεις, προσδίδοντας στον Ελπήνορα μια βαθύτερη αίσθηση εγκλωβισμού και αναζήτησης νοήματος.
Συμπερασματικά, η σύγκριση του Ελπήνορα του Σινόπουλου με εκείνον του Σεφέρη και του Πάουντ αποκαλύπτει μια τρίτη, διαφορετική διάσταση του χαρακτήρα: αυτήν της ψυχικής μεταβατικότητας και της συναισθηματικής σύγχυσης. Αντί για τον ηδονισμό ή τη συμβολική απώλεια, ο Ελπήνωρ του Σινόπουλου ενσαρκώνει την τραγική αδυναμία του ανθρώπου να αποδεχθεί την κατάστασή του και να ορίσει το είναι του σε έναν κόσμο γεμάτο μετασχηματισμούς, εγκλήματα και αβεβαιότητες. Και ως τέτοιος έρχεται πιο κοντά στις μέρες μας και στην τρέχουσα αντίληψή μας.
Ο Ελπήνωρ των ημερών μας
Περνάμε, πλέον, στο νεότερο Αλέξιο Μάινα και στο ποίημά του «Η πλησιέστερη όχθη»,[14] (3η εκδοχή), με μότο «(Ποτάμι είσαι που απλώνεται,/ ποτάμι που συμβαίνει.)», όπως αυτό εμφανίστηκε στην εφημερίδα Η Αυγή, στις 6 Οκτωβρίου του 2024.[15] Διαβάζουμε:
Η ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΗ ΟΧΘΗ
Οι Θεοί μας αβέβαιοι αλλάζουν γνώμες κι ορέξεις,
αλλά ο Οδυσσέας, βασιλιάς μας,
ναυαγός και αγύρτης και σύμβολο,
έρμαιο των πειρασμών, βυθισμένος στη λήθη,
ξεβρασμένος σαν μαδέρι στις ακτές,
θα γύρναγε, ήταν γραπτό, ήταν σίγουρο.
Δοσμένος στην ακρασία, άτρομος,
ναρκωμένος απ’ το συνεχές παρόν,
καραβόσκυλο δαρμένο απ’ το απρόοπτο,
δεν τον νοιάζαν οι περιπέτειες τ’ ασημένια πατόψαρα
οι κόκκινοι αχινοί πεταλίδες,
δεν τον ένοιαζαν οι πνιγμοί τα θηρία οι ξέχειλοι σκύφοι,
απαλός και σκληρός ο λαιμός της γυναίκας
στο στόμα του.
Δεν τον ένοιαζε όλη τούτη η ξεγνοιασιά του χαμένου.
Ήταν σύμβολο. Ήξερε πως θα γυρίσει.
Είχε κύμα παντού και πάφλαζε στους φάρους,
η μηχανή ανακάτευε τα φύκια,
βένθος ανέβαινε στους στίχους απ’ το σκότος,
οι ραψωδοί αναμαλλιασμένοι σκαρφάλωναν στ’ άνδηρα
πλαντάζοντας ν’ αγναντέψουν τη ζέστη
ήταν ολότελα κυματόθρυπτος, αβυσσαίος,
πνιγόταν χρόνια ή θυρόδερνε στα τείχη των αρχόντων
ανίκανος να πει πού ήταν,
μα ήξερε πως θα ’ρθει ο καιρός.
Εγώ όμως, ο Ελπήνορας,
υιός του κρασιού και της ρέμβης, αστειάκι μιας παρένθεσης,
λακές των χαχανητών και των προπόσεων,
κουδούνι του σείστρου,
που δεν έγινα τίποτα και δεν υπήρξα,
δεν ξέρω τι κάνω σ’ αυτό το εξάμετρο,
τι με ζώνουν οι μύγες κι η στάχτη
πηγαίνω πάλι στο κάγκελο,
με προσκαλεί το ρίγος να φοβάμαι,
κοιτώ τ’ ακίνητα πεύκα που οδηγούν τον δρόμο
στον χαμό του
σελαγίζοντας και κραδαίνοντας τις σκιές τους
κοιτώ το κατακάθι μιας λεκάνης στις στέγες
με τ’ απόνερα που σπρώχνει ο γκρεμός
και σβήνει απ’ το χαρτί το βάρος τους
κοιτώ το μολύβι στα χέρια μου
με κοιτούν σαν νεκρό
τα σπουργίτια.
Και έχοντας δει τα τέσσερα αυτά ποιήματα με θέμα ή γύρω από την περίπτωση του Ελπήνορα, θα προβούμε σε μια σύγκριση των «Ελπηνόρων», δίνοντας πλέον έμφαση σε αυτόν τον νεότερου ποιητή.
Θα ξεκινήσουμε σημειώνοντας πως η προσθήκη του ποιήματος του Μάινα στη σχετική βιβλιογραφία γύρω από τον Ελπήνορα, δίνει μια νέα διάσταση στον χαρακτήρα, εμβαθύνοντας στη σύγχρονη υπαρξιακή ανησυχία και στην αίσθηση της ματαίωσης, προ-εκτείνοντας και συνάμα ανατρέποντας ―ακολουθώντας επιπρόσθετα την δυναμική του ιστορικού χρόνου― την εκδοχή του Σινόπουλου. Ο Μάινας, μακριά από την ιστορική και πολιτική αναγωγή του Ελπήνορα που εντοπίζεται στον Σεφέρη και τον Πάουντ, αλλά και από την υπαρξιακή τραγικότητα του Σινόπουλου, σκιαγραφεί έναν Ελπήνορα εγκλωβισμένο σε έναν άχρονο, αβέβαιο κόσμο, όπου η αποξένωση και η έλλειψη σκοπού κυριαρχούν.
Σε σχέση με τον Οδυσσέα
Στο ποίημα του Μάινα, ο Οδυσσέας παρουσιάζεται ως ένα «σύμβολο», ένας βασιλιάς-ναυαγός που έχει βυθιστεί στη λήθη και έχει παραδοθεί στους πειρασμούς. Ο Οδυσσέας αυτός δεν είναι ο ηρωικός ηγέτης που γνωρίζουμε από τον Όμηρο. Αντίθετα, παρουσιάζεται ως ένα «καραβόσκυλο δαρμένο απ’ το απρόοπτο», αδιάφορος και ανίκανος να αποδώσει νόημα στις περιπέτειές του. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει σίγουρος για την επιστροφή του. Αυτή η αίσθηση του «ήταν γραπτό», αντικατοπτρίζει την πεποίθηση ότι η μοίρα του Οδυσσέα είναι προκαθορισμένη και αναπόφευκτη, ακόμα και αν ο ίδιος δεν νοιάζεται για τον τρόπο που θα την εκπληρώσει.
Ο Οδυσσέας του Μάινα είναι ένα «σύμβολο» λοιπόν που στέκει απέναντι στην αβεβαιότητα και το τυχαίο του κόσμου όπως αυτά συναντώνται στο ποίημα. Παρά τη ναρκωμένη του κατάσταση, «ναρκωμένος απ’ το συνεχές παρόν», και την ανικανότητά του να νιώσει την κατάσταση γύρω του, γνωρίζει ότι κάποτε θα επιστρέψει. Αντιπροσωπεύει τον αδιάλλακτο, αν και χαμένο, ήρωα, που περιμένει την «ώρα» του, όσο κι αν παραμένει εγκλωβισμένος στη λήθη.
Ο Ελπήνωρας ως αντι-ήρωας
Σε αντίθεση με τον Οδυσσέα, ο Ελπήνωρ του Μάινα είναι ένας ασήμαντος, ανώνυμος χαρακτήρας, που δεν έχει καμία βεβαιότητα για τη μοίρα του. Το ποίημα αυτοσαρκαστικά τον περιγράφει ως «αστειάκι μιας παρένθεσης», έναν «υιό του κρασιού και της ρέμβης», που δεν έχει «γίνει τίποτα» και δεν έχει «υπάρξει». Αυτός ο αυτοϋποβιβασμός αντικατοπτρίζει την επίγνωση της ανυπαρξίας και του ανούσιου του είναι του. Δεν είναι ούτε ήρωας ούτε βασιλιάς. Είναι μια φιγούρα που ζει στο περιθώριο, με τις μύγες και τη στάχτη να τον περιτριγυρίζουν, χωρίς καμία βαρύτητα ή σκοπό.
Αυτό το υπαρξιακό κενό αποτυπώνεται στην αίσθηση του ανήκειν του Ελπήνορα: «δεν ξέρω τι κάνω σ’ αυτό το εξάμετρο». Ο στίχος υπογραμμίζει το αίσθημα της αμηχανίας και της απώλειας ταυτότητας, με τον Ελπήνορα να αναρωτιέται για την ύπαρξή του μέσα στην ποιητική φόρμα και στο μυθολογικό λόγο. Η άγνοια της θέσης του εντός του ποιήματος και της λογοτεχνικής του παράδοσης λειτουργεί ως μεταφορά της άγνοιας για τη θέση του στον κόσμο.
Στοιχεία μεταμοντέρνου ύφους και ατμόσφαιρας
Η ατμόσφαιρα του ποιήματος είναι έντονα μεταμοντέρνα, με τον ήρωα να εμφανίζεται αποπροσανατολισμένος και ναρκωμένος από το συνεχές παρόν. Ο Ελπήνορας του Μάινα είναι μια μεταμοντέρνα φιγούρα, που προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο, παρακολουθώντας τις «σκιές» των πραγμάτων, την «στάχτη» και το «κατακάθι μιας λεκάνης». Αυτές οι εικόνες αναδεικνύουν την αδυναμία του να δώσει νόημα στην πραγματικότητα, ενώ το συνεχές κοίταγμα του «κατακαθιού» δείχνει την απελπισία του, την αίσθηση πως ό,τι απομένει από τον κόσμο είναι το κατακάθι, δηλαδή το άχρηστο υπόλειμμα που το ρέμα της ζωής παρασέρνει στον γκρεμό.
Η συνείδηση της μη ύπαρξης και της μη συμμετοχής
Ο Ελπήνορας του Μάινα δεν είναι απλώς ένα φάντασμα. Είναι ένα φάντασμα που γνωρίζει την ανυπαρξία του, που συνειδητοποιεί ότι είναι «λακές των χαχανητών και των προπόσεων», ένας υπηρέτης της κενολογίας και της επιφάνειας. Ενώ ο Οδυσσέας παραμένει «ναρκωμένος» από το συνεχές παρόν, ο Ελπήνορας του Μάινα είναι εγκλωβισμένος στην αντίληψη ότι «δεν έχει υπάρξει». Αυτή η αυτογνωσία τον βασανίζει και τον οδηγεί να επιστρέφει διαρκώς «στο κάγκελο», στην άκρη της ύπαρξης, κοιτάζοντας τ’ «ακίνητα πεύκα» και περιμένοντας τον «χαμό». Εδώ σκεφτόμαστε και τον «Δενδρόκηπο» του Γιώργου Θέμελη στον οποίο και παραπέμπουμε.[16]
Ο Ελπήνορας της σύγχρονης εποχής
Το ποίημα του νεότερου δημιουργού παρουσιάζει τον Ελπήνορα ως έναν αντι-ήρωα της σύγχρονης εποχής: έναν χαρακτήρα που δεν έχει καμία βεβαιότητα, κανένα σκοπό και καμία δυνατότητα να ορίσει τον εαυτό του ή τον κόσμο γύρω του. Είναι μια φιγούρα της σύγχρονης υπαρξιακής αποξένωσης, καταδικασμένος να παραμένει στον μεταίχμιο της ύπαρξης και της μη ύπαρξης. Με τον Οδυσσέα του Μάινα να αντιπροσωπεύει την αποδοχή και την αναπόφευκτη επιστροφή, ο Ελπήνορας ενσαρκώνει το αδιάκοπο ψυχικό μαρτύριο της αμφιβολίας, της μη συμμετοχής και της συνεχούς αίσθησης του μη ανήκειν.
Σύνοψη. Μια τελική σύγκριση των τεσσάρων Ελπηνόρων
Στον Πάουντ, ο Ελπήνωρ αντιπροσωπεύει την απώλεια των ιδανικών και του ηρωισμού, αντικατοπτρίζοντας μια κοινωνία και έναν πολιτισμό σε κρίση ταυτότητας. Αντίθετα, ο Σεφέρης χρησιμοποιεί τον Ελπήνορα ως ένα σύμβολο για τους ξεχασμένους και ανώνυμους νεκρούς του πολέμου, πέρα από την ηδονιστική διάσταση, υπενθυμίζοντας την ανάγκη για μνήμη και σεβασμό, εκφέροντας όμως και την αγωνία του για τα καμώματα και τα κατορθώματα της «εποχής» και του προσώπου του. Ο Σινόπουλος, με τη σειρά του, εισάγει έναν πιο υπαρξιακό και φιλοσοφικό Ελπήνορα, έναν χαρακτήρα που αναζητά τη δική του ταυτότητα, με φασματικό τρόπο, παλεύοντας με την έννοια της λήθης, προεξοφλώντας όμως, σε αντίθεση με τον αρχαίο «ήρωα», το αδύνατο της όποιας δικαίωσης.
Ο Μάινας δημιουργεί έναν Ελπήνορα που δεν είναι ούτε τραγικός ήρωας ούτε απλώς θύμα. Πρόκειται για έναν χαρακτήρα που είναι αποκομμένος από την ηρωική του διάσταση και καταρρίπτει τις παραδοσιακές αντιλήψεις για τη θέση του μέσα στο έπος. Ο Ελπήνωρ αυτός, των δικών μας δηλαδή ημερών, γίνεται σύμβολο της σύγχρονης αβεβαιότητας και της ματαιότητας, της αμφιβολίας και της αυτοαναίρεσης, επαναπροσδιορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να δούμε τον συγκεκριμένο μυθικό χαρακτήρα στη σύγχρονη ποίηση.
Συνολικά ωστόσο, πέρα από τον γεφυρισμό του Σινόπουλου, ο Μάινας, με τον τρόπο που προσεγγίζει τον Ελπήνορα, φαίνεται να βρίσκεται πιο κοντά στην ερμηνεία του Σεφέρη, παρά σε εκείνη του Πάουντ. Ο Σεφέρης τονίζει περισσότερο την ανθρώπινη διάσταση του Ελπήνορα, την αίσθηση του ανθρώπου που είναι παγιδευμένος ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, φέροντας το βάρος της ιστορικής μνήμης και της προσωπικής αναζήτησης. Μια αίσθηση που συναντάται διαφορετικά και στον Σινόπουλο. Αυτή η ερμηνεία ταιριάζει με τον τρόπο που ο Μάινας παρουσιάζει τον ήρωα: έναν σύγχρονο άνθρωπο που βιώνει υπαρξιακές και προσωπικές ανησυχίες, ενσωματώνοντας τον Ελπήνορα σε ένα σύγχρονο κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο.
Αντίθετα, ο Πάουντ χρησιμοποιεί τον Ελπήνορα ως ένα αφηρημένο σύμβολο για τη χαμένη γενιά, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην κοινωνική κριτική και την απογοήτευση από τις πολιτικές και πολιτισμικές αποτυχίες της εποχής του, παρά στην ανθρώπινη διάσταση του χαρακτήρα. Έτσι, ο Ελπήνορας στον Πάουντ έχει έναν πιο ευρύτερο, αφηρημένο ρόλο, ενώ στον Σεφέρη αποκτά μια πιο προσωπική και συγκεκριμένη παρουσία, όπως ισχύει και στην περίπτωση του Μάινα.
Εν κατακλείδι, αυτή η διαρκής επανεμφάνιση του Ελπήνορα στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, πέρα από τους δύο σπουδαίους μας δημιουργούς, Σεφέρη και Σινόπουλο, και τους άλλους που σύντομα είδαμε, αναδεικνύει ίσως και την ανάγκη για συνέχεια της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης, όπως και τον τρόπο με τον οποίο οι σύγχρονοι ποιητές, σαν τον Μάινα, επαναπροσδιορίζουν και επανερμηνεύουν τους αρχαίους μύθους για να εκφράσουν σύγχρονες ανησυχίες και προβληματισμούς.
Συνολικά, η σύγκριση στην οποία προβήκαμε δείχνει πώς ο Ελπήνωρ μπορεί να είναι ταυτόχρονα ένας ήρωας και ένας αντιήρωας. Ανάλογα με την οπτική του κάθε ποιητή, αποκτά διαφορετικές πτυχές και εκφράζει διαφορετικά μηνύματα, επιβεβαιώνοντας τη διαχρονική του αξία και τη δυνατότητα αναπροσαρμογής του σε κάθε λογοτεχνικό και ιστορικό πλαίσιο.
Τέλος, οι ποιητές στις τέσσερις αυτές περιπτώσεις χρησιμοποιούν τον Ελπήνορα ως ένα μέσο για να συνδέσουν το αρχαίο παρελθόν με το σύγχρονο παρόν, αντλώντας από τη συμβολική του σημασία για να σχολιάσουν σύγχρονα ζητήματα και ανθρώπινες εμπειρίες, δείχνοντας και τη διαχρονική σημασία και επιρροή των αρχαίων ελληνικών μύθων στη σύγχρονη λογοτεχνία και σκέψη.