«Τα πέντε φαντάσματα» του Μενέλαου Χριστόπουλου

«Τα πέντε φαντάσματα» του Μενέλαου Χριστόπουλου

Μενέλαος Χριστόπουλος, «Τα πέντε φαντάσματα», εκδ. Βακχικόν 2024




Τα Πέντε φαντάσματα είναι το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο του Μενέλαου Χριστόπουλου, τα εισόδιά του στον ναό της. Δεν πρόκειται πάντως για πρωτόλειο, το αντίθετο. Άλλωστε τα εισόδια του Χριστόπουλου στο ιερό της εν γένει γραφής έχουν γίνει πριν από πολλά χρόνια. Ιδιαίτερα έμπειρο το γράψιμό του, πλουτισμένο από τις γνώσεις που του προσπόρισαν οι πολύχρονες και πολύπλευρες σπουδές του στη φιλολογία και τη φιλοσοφία, έχει τις πρόδηλες στο βλέμμα του αναγνώστη κατακτήσεις του, όσον αφορά τη γλωσσική ευστροφία, την αφηγηματική δεξιότητα, την ακρίβεια και τη σαφήνεια. Κατακτήσεις που μαρτυρούνται από τα αρχαιόθεμα βιβλία και άρθρα του. Είτε την αγαπημένη του ομηρική ποίηση πραγματεύονται (έχει μεταφράσει άλλωστε τα λεγόμενα Ομηρικά επιγράμματα, εκδ. «Στιγμή», 2007) είτε το αρχαιοελληνικό δράμα, τη δεύτερη σοφιστική ή τη θρησκεία και τη μυθολογία των αρχαίων.
Όταν ένας επιστήμονας, ειδικευμένος στη δοκιμιακή γραφή, παίρνει την απόφαση, και μάλιστα σε ώριμη ηλικία, να εμπλακεί και σε λογοτεχνικά εγχειρήματα, δεν είναι ένας άλλος, δεν είναι ένας διχασμένος εαυτός. Κατά βάση, εδώ ισχύει απολύτως ο στίχος του Οδυσσέα Ελύτη «Από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος». Δεν μιλάμε καν για διδύμους. Μιλάμε για έναν και τον αυτό άνθρωπο, έναν και τον αυτό γραφιά. Ένας λογοτέχνης που δεν παύει να είναι και φιλόλογος. Και μάλιστα αυστηρός και αυτοκριτικός, γιατί ξέρει ήδη τις παγίδες που έχουν να αντιμετωπίσουν, μοιραία, νομοτελειακά, όλοι οι γραφείς πεζού (πώς λέμε «γραφείς πεζικού»;). Και κυρίως, έχει ήδη αναμετρηθεί μαζί τους, έχει ήδη πολεμήσει να τις αποφύγει. Την παγίδα του πλατειασμού, λόγου χάρη. Της εξημμένης ή και επηρμένης ρητορικής. Του λεκτικού αυτοθαυμασμού.
Τα Πέντε φαντάσματα μας συστήνουν τον λογοτέχνη Μενέλαο Χριστόπουλο. Τυπικά, μας τον συστήνουν ως πεζογράφο. Επί της ουσίας, όμως, και τουλάχιστον στη δική μου αναγνωστική οπτική, μας τον συστήνουν πρωτίστως ως ποιητή. Οι λυρικές εκλάμψεις της αφήγησής του, πυκνές και ισχυρές, της δίνουν το αυθεντικό ύφος της. Την πλουτίζουν. Ενισχύουν την κυριολεξία της μέσα από έναν δύσκολο δρόμο: τον δρόμο της μεταφοράς. Μιλάω, επί παραδείγματι, για την «άδηλη, άφθογγη, θολή απελπισία», την «αβέβαιη εθιμοτυπία της ανατολης, όταν ο ήλιος «γυρεύει με αυστηρότητα» τι συνέβη τη νύχτα, για το «λυπημένο όνειρο», τους «κακόηχους ανθρώπους», τους «δρομείς του άλγους», την «αγάπη που προσφέρεται απλώς για να δοθεί». Ή πάλι για φράσεις όπως «το μεσημέρι πλησίαζε το σώμα μου», ή «η λίμνη πλάταινε, γεμάτη μοναχικά πουλιά που κολυμπούσαν στους συλλογισμούς τους», ή «με ήχους σκληρούς η μάχη θρυμμάτιζε γύρω μας τους χρόνους», κι άλλες παρόμοιες. Αυτά τα ποιητικής τάξεως εμβόλιμα, τα οποία στην πρώτη ματιά ενδέχεται να ξενίζουν έναν αναγνώστη εξοικειωμένο με την όνομα και πράμα πεζή αφήγηση, σου φανερώνουν σταδιακά ότι το εγχείρημα του πεζογράφου δεν αφορά την πλοκή ή την επεισοδιώδη αφήγηση. Αφορά τη γλώσσα. Η οποία, έτσι όπως αναλαμβάνει να διακονήσει μια αφήγηση μισό ρεαλιστική - μισό παραμυθική, αρνείται να βολευτεί στα ρηχά και ρισκάρει.
Φορείς της αφήγησης, πέραν του καθαυτό συγγραφέα, που υπογράφει πρωτοπρόσωπα τις τρεις σελίδες του προοιμίου και τις δύο της εξόδου, είναι πέντε φαντάσματα. Πέντε πλάσματα που εκ φύσεως δεν τα δεσμεύει ο χώρος και δεν τα καθηλώνει ο χρόνος. Και τα οποία εκφέρουν ισάριθμες ιστορίες φονικών, το καθένα στο δικό του πρώτο πρώτο πρόσωπο, αιώνιο και αναντικατάστατο υπηρέτη του λυρισμού. Όλα αρχίζουν μ’ έναν σεισμό στην Αίγινα, όπου παραθερίζει ο συγγραφέας, κοντά σ ένα στοιχειωμένο σπίτι. Ή καλύτερα, όλα αρχίζουν με μια Μαντλέν, όπως και στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Μαρσέλ Προυστ, μόνο που εδώ πρόκειται για κύριο όνομα, όχι για μνημογόνο κουλουράκι. Στοιχειωμένα σπίτι έχει και η Ελλάδα, όχι μόνο η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπου πάντως κυκλοφορούν γερά εξοπλισμένοι φαντασματοθήρες και φαντασματοσυλλέκτες, υπό την καθοδήγηση του ευφάνταστου Ντάνι Ακρόιντ. Στις Παραδόσεις του ο Νικόλαος Πολίτης αφιερώνει εξήντα σελίδες σε δύο κεφάλαια που φιλοξενούν καμιά εκατοστή ιστορίες πανελλαδικής προέλευσης με στοιχειά και στοιχειωμένους τόπους, σπίτια, πηγάδια, σπηλιές, λαγκάδια, ελαιοτριβεία, γεφύρια, δέντρα, στάβλους, ακόμα και εκκλησίες.
Από περιέργεια, λοιπόν, ο συγγραφέας μας επισκέπτεται πέντε συναπτές νύχτες το στοιχειωμένο σπίτι και ακούει τα ούτως ειπείν απομνημονεύματα ισάριθμων φαντασμάτων. Του διηγούνται τον βίο τους ανάμεσα στους ζωντανούς, την «απτή, τρισδιάστατη προϊστορία τους», ο τελευταίος εραστής της Μαντλέν, που γκρεμίζει στον θάνατο την καλή του από την πολλή αγάπη του· ένας άστοργος αρχαιολόγος, φευγάτος σύζυγος της Μαντλέν, που ο καημός των παπύρων με το χαμένο έπος τον τρώει πολύ περισσότερο από την έγνοια για τον γιο του, που σκοτώνεται χτυπώντας πάνω στον καλπασμό του με το άλογό του· η υπηρέτρια ενός εμπόρου που από τη βαθιά αφοσίωσή της προκαλεί τον θάνατο του μαύρου εραστή της κυρίας της· ένας μισθοφόρος-ζωγράφος, λευκός αυτός, και, τέλος, ο μαύρος δίδυμός του. Για να αποφύγει το σκάνδαλο, έτσι όπως γέννησε ένα παιδί λευκό κι ένα μαύρο, η εμπόρισσα τα έβαλε μέσα σ’ ένα καλάθι σαν του Μωυσή, για να τα πάρει το ποτάμι. Κι αν ζήσουν, έζησαν. Αυτοτελή τα πέντε μικρά διηγήματα, στον δικό του χωροχρόνο το καθένα, κι ωστόσο, όπως είδαμε, συνδέονται με ορατά και αόρατα νήματα. Για βιαιοθάνατους ανθρώπους μιλούν άλλωστε και τα πέντε.
Μια χωροχρονική παράκαμψη εδώ. Το πιο διάσημο φάντασμα της αρχαιότητας είναι του Δαρείου, στους Πέρσες του Αισχύλου. Ο βασιλιάς της Περσίας, πατέρας του Ξέρξη, πέθανε πριν κακών ιδείν βάθος, όπως του λέει η σύζυγός του η Άτοσσα, άκουσε όμως τους γόους της και κάτωθεν ήλθεν. Εξίσου γνωστό είναι το Φάντασμα της Κλυταιμνήστρας στις επίσης αισχυλικές Ευμενίδες.
Άλλο φάντασμα, στον Ηρόδοτο αυτό, είναι του Αρίστωνα, πατέρα του Δημάρατου, που αποπέμφθηκε από τη βασιλεία της Σπάρτης και προσέφυγε στους Μήδους, σαν σύμβουλός τους. Ο Δημάρατος λοιπόν ρωτάει επίμονα τη μάνα του αν είναι όντως γιος του πατέρα του τού Αρίστωνα, γιατί ο αντίπαλός του ο Λεωτυχίδης τον περιπαίζει, λέγοντας πως η μητέρα του ήταν ήδη έγκυος από τον προηγούμενο άντρα της όταν παντρεύτηκε αυτόν που ο Δημάρατος πίστευε μέχρι τότε ως πατέρα του. Η εξήγηση της μάνας: «Όταν ο Αρίστων με οδήγησε στο σπίτι του, την τρίτη νύχτα μού παρουσιάστηκε ένα φάντασμα που του έμοιαζε και αφού έσμιξε μαζί μου, μού φόρεσε τα στεφάνια που κρατούσε. Ήρθε έπειτα ο Αρίστων και με ρώτησε ποιος μου έδωσε τα στεφάνια. Ορκίστηκα πως μου τα είχε δώσει αυτός, και κατάλαβε ότι είχε συμβεί κάτι θεϊκό. Τα στεφάνια ήταν από το ηρώο του Αστραβάκου, δίπλα στην πόρτα της αυλής. Κατά συνέπεια, είσαι γιος ή του Αστραβάκου ή του Αρίστωνα. Και μάλιστα εφταμηνίτικος». Καρπερά λοιπόν τα φαντάσματα τω καιρώ εκείνω. Πρβλ. μεταμορφώσεις Διός.
Ένα επιπλέον φάντασμα, μάλλον άσημο, κυκλοφορεί στο Περί θαυμασίων σύγγραμμα του Φλέγωνα από τις Τράλλεις, ιστορικού του 2ου αι. μ.Χ., απελεύθερου του Αδριανού. Μια φορά κι έναν καιρό εξελέγη Αιτωλάρχης ο ενάρετος Πολύκριτος, που παντρεύτηκε μια γυναίκα από τους Λοκρούς. Και συγκοιμηθεις τρισίν νυξί, την τέταρτη απεβίωσε. Ήρθε ο καιρός και η χήρα τίκτει παιδίον αιδοία έχον δύο, ανδρείόν τε και γυναικείον. Καταπλαγέντες οι συγγενείς πήγαν το παράξενο πλάσμα στην αγορά και συγκάλεσαν συνέλευση. Μάντεις και τερατοσκόποι έλεγαν ότι επίκειται διάσταση μεταξύ Αιτωλών και Λοκρών, ενώ άλλοι πρότειναν να κάψουν παιδί και μάνα εκτός συνόρων. Και ενώ διαβουλεύονταν, ιδού εμφανίζεται ο νεκρός Πολύκριτος μαυροντυμένος (αντίθετα, τα σύγχρονα φαντάσματα λευκοφορούν). Ηρεμεί τους τρομαγμένους συμπολίτες του και τους παρακαλεί να του δώσουν το παιδί, γιατί δεν μπορεί να επιτρέψει να το κάψουν πεπεισμένοι από την αποπληξίαν των μάντεων, την παραφροσύνη τους.
Φλυαρούσαν διχασμένοι οι πολίτες και το φάντασμα αρπάζει το παιδί, το διαμελίζει, και, άθικτος από τον εναντίον του πετροπόλεμο, το καταβροχθίζει. Ετοιμάζουν αποστολή για τους Δελφούς αλλά πριν φύγει, μιλάει χρησμικά το κομμένο κεφάλι του παιδιού, όπως αλλού και άλλοτε του Ορφέα. Προανήγγειλε λοιπόν δεινά πολλά και τους συμβούλεψε να απομακρύνουν από την πόλη γα γυναικόπαιδα και τους γέροντες. Έτσι κι έγινε. Τον επόμενο χρόνο ήρθαν στα μαχαίρια Αιτωλοί και Ακαρνάνες και φθορά πολλή εκατέρων εγένετο. Μάλλον εννοούνται εδώ τα γεγονότα του 313 π.Χ., όταν ο Μακεδόνας Κάσσανδρος εισέβαλε στην Αιτωλία με τη βοήθεια των Ακαρνάνων.

Ο αρχαιοελληνιστής Μενέλαος Χριστόπουλος αφήνει πυκνά ίχνη στο κείμενο. Ορισμένα από αυτά είναι αυτοσαρκαστικά, άλλα έχουν τον χαρακτήρα του φιλολογικού πειράγματος. Ειρωνεία προς εαυτόν στοιχειοθετεί, για παράδειγμα, η φράση της σελίδας 28 «Πάντοτε αντιμετώπιζα με σεβασμό αλλά, κυρίως, με σκεπτικισμό τη φιλολογική επιστήμη». Και πείραγμα, μια ωραία φιλολογική προβοκάτσια, συνιστά η ανακάλυψη παπύρων με αρχαιοελληνικούς στίχους. Ο συγγραφέας παραθέτει καμιά δεκαριά τέτοιους στίχους στο πρωτότυπο και, ολοκληρώνοντας το παίγνιο, τους μεταφράζει σε υποσέλιδη σημείωση του. Ιδού, για παράδειγμα, ο θρήνος της κόρης του βασιλιά, που «σαν να ήταν αλλού, σαν σχήμα αλλότριου αστερισμού, σαν λευκή νύχτα, απέδωσε αμέσως φόρο τιμής στη σορό του πατέρα της, φωτίζοντάς τη με τα δάκρυα των ματιών της» (σσ. 44): «Ω πατρώον εμόν σέβας άφθιτον και φίλον όμμα / μόρσιμον ήμαρ συλάι σε και ιδμοσύνη τ’ αλγεινή». Και η νεοελληνική τους μορφή: «Πατέρα μου, αιώνια σεβαστέ, μάτια μου αγαπημένα, / μέρα θανάτου σε μολύνει, γνώση γεμάτη οδύνη». Δεν θα το κρύψω. Πάτησα το δόκανο ευχαρίστως, για να μην πω ενθουσιωδώς, και έψαξα με δυο-τρεις διαφορετικούς τρόπους να διαπιστώσω αν οι στίχοι είναι αυθεντικά αρχαιοελληνικοί, άρα δανεικοί ή πεποιημένοι, δημιουργία του Χριστόπουλου δηλαδή.
Φυσικά, δεν βρήκα πουθενά αρχαία ίχνη. Βρήκα, αντίθετα, την ειλικρινή ομολογία του συγγραφέα σε κάποια συνέντευξή του ότι τους έπλασε ο ίδιος, χάριν παιδιάς. Και θυμήθηκα ένα αποκαλυπτικά τερπνό επεισόδιο από την ιστορία των γαλλικών γραμμάτων του 19ου αιώνα. Τότε που ο φιλοπαίγμων Γάλλος λογοτέχνης Πιέρ Λουίς (1870-1925), ευφήμως γνωστός για την Αφροδίτη του, σκάρωσε μια πρώτης τάξεως φάρσα. Εξέδωσε δηλαδή (μάλλον το 1898) ένα βιβλίο με τίτλο Τα τραγούδια της Βιλιτώς, εμφανίζοντας τα εμπεριεχόμενα άσματα του έρωτα και του καημού του σαν έργο της αρχαιοελληνίδας ποιήτριας Βιλιτώς από την Παμφυλία, τα οποία ο ίδιος απλώς τα μετέφρασε στα γαλλικά. Έγραφε μάλιστα ότι η αντικομφορμίστρια Βιλιτώ υπήρξε ακόλουθη της Σαπφώς στη Λέσβο, αργότερα δε, αφού χώρισε με την αγαπημένη της τη Μνασιδίκα, έγινε περίφημη εταίρα στην Κύπρο. Ενθουσιάστηκαν οι πάντες και πολλοί επαίνεσαν τον Λουίς για την ανακάλυψή του, διά της οποίας πρόσφερε στη γραμματισμένη ανθρωπότητα μια ποιήτρια σχεδόν ισάξια της Σαπφώς, με το πλεονέκτημα μάλιστα ότι το δικό της έργο σώθηκε ακέραιο και όχι αποσπασματικά. Και απογοητεύτηκαν σφόδρα όταν με τα πολλά ο Λουίς αποκάλυψε την απάτη του.
Μολαταύτα, πέρυσι κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το βιβλίο Βιλιτώ, Ποιήματα και τραγούδια εξαίσιου ερωτισμού (εκδόσεις «Ατρειδών Κύκλος»), όπου αναπαράγεται η μετάφραση του 1921 με την υπογραφή κάποιου αταύτιστου «Γκρέκο» χωρίς καμία εκδοτική σημείωση για τη λογοτεχνική πλεκτάνη του Λουίς. Θαρρείς και υπήρξε πράγματι κάποια σπουδαία ποιήτρια Βιλιτώ, της οποίας μάλιστα τα ποιήματα βρέθηκαν όλα σκαλισμένα πάνω σε πλάκες, μέσα στον τάφο της, κοντά στα ερείπια της Αμαθούντας, αρχαίας κυπριακής πόλης... Αντίθετα, τα πράγματα μπαίνουν στη σωστή θέση τους στην άνευ χρονολογικής σήμανσης έκδοση Pierre Louÿs, Τα τραγούδια της Βιλιτώς, εισαγωγή - επιμέλεια - σημειώσεις Νίκος Σταμπάκης, Εκδόσεις «Φαρφουλάς», στην οποία ο επιμελητής διορθώνει και συμπληρώνει τον «Γκρέκο».


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: