Ιστορίες από τα βαθιά

Ιστορίες από τα βαθιά

Θανάσης Χατζόπουλος, «Κρατήρας. Πεζά ποιήματα», εκδ. Πόλις 2024

Ο Κρατήρας, το 18ο ποιητικό βιβλίο του Θανάση Χατζόπουλου, έρχεται να προστεθεί στο σχηματισμένο, ακριβέστερα θα έλεγα κρυσταλλωμένο, ποιητικό έργο του των προηγούμενων 17 συλλογών και συνθεμάτων, δημιουργημένο στη διάρκεια σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών, από το 1986 και εξής. Η συνθετότητα αυτού του συνολικού ποιητικού έργου είναι τόση και τέτοια ώστε κρίνω ότι δεν έχει σημασία, για τις ανάγκες της σημερινής παρουσίασης, η αναδρομή σε αυτό. Προφανώς υπάρχουν ορατά κι αδιόρατα νήματα που συνδέουν τον Κρατήρα με ό,τι προηγήθηκε, δεδομένου ότι ο Χατζόπουλος, ποιητής με υψηλό βαθμό αυτοσυνειδησίας, οργάνωνε και οργανώνει μεθοδικά τη διακριτή πλέον και διακεκριμένη περιοχή της ποίησής του. Εξάλλου όσα θα πω, εστιάζοντας στον Κρατήρα, πιστεύω ότι μπορεί να λειτουργήσουν και ως ένα πλαίσιο για τη συνολική θεώρηση του έργου του.
Ξεκινώ από τον ειδολογικό υπότιτλο του βιβλίου, «Πεζά ποιήματα». Στη φόρμα του πεζού ποιήματος οργανώνονται τα συνολικά 68 ποιήματα, κατανεμημένα σε δύο ενότητες, «Τοιχώματα» (49 ποιήματα), και «Το ενδιάθετο κενό» (19 ποιήματα). Σχεδόν όλα, με την εξαίρεση ενός μόνο ποιήματος, του «Οι θέσεις των φωτογράφων» (σ. 26-27), όπου παρατίθενται υπό μορφή καταλόγου θέσεις φωτογράφων-φωτογραφιών, δεν υπερβαίνουν το όριο της τυπωμένης σελίδας, σελίδας πάντως με ευρεία κειμενική χωρητικότητα, ενώ ένα γενικό μορφολογικό χαρακτηριστικό τους είναι η οργάνωση του κειμένου σε ενότητες που τις χωρίζει τυπογραφικό κενό μίας αράδας αντί της παραγραφοποίησης. Αυτή η επιλογή σε ορισμένα ποιήματα, όπου οι ενότητες είναι τέσσερις έως έξι και με λιγοστές αράδες, δημιουργεί την εντύπωση των στίχων-παραγράφων, αλλά η ειδολογική οδηγία του υπότιτλου του βιβλίου είναι ρητή: όλα τα κείμενα είναι πεζά ποιήματα.
Προκειμένου να σχολιάσω την επιλογή της φόρμας του πεζού ποιήματος στον Κρατήρα θα ανατρέξω σε ορισμένες διαπιστώσεις μου για τη μορφή της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, διαπιστώσεις που επαλήθευσα πρόσφατα, καθώς εργάστηκα για την εκπόνηση ανθολογίας της ποίησης του 21ου αιώνα, δηλαδή της τελευταίας εικοσιπενταετίας.1 Ένα από τα στοιχεία που προσδιορίζουν το στίγμα της ποίησης του πρώτου τέταρτου του 21ου αιώνα είναι οι πολύ ορατές εξελίξεις στα πεδία της μορφολογίας των ποιητικών κειμένων και της μείξης τους με άλλα λογοτεχνικά είδη. Η γενική μορφολογική εικόνα της σύγχρονης ποίησης, όπως αυτή μπορεί να σχηματιστεί μέσα από την αναγνωστική εποπτεία, καθώς σχετικές συστηματικές φιλολογικές μελέτες δεν υπάρχουν ακόμα, δείχνει τη συνθετότητα των επιλογών, την εξάπλωσή τους σε ένα τόσο ανοικτό περιβάλλον όπου η φόρμα ορίζεται εντελώς ελεύθερα, σχεδόν από τον κάθε ποιητή και την κάθε ποιήτρια, χωρίς καμία περιβάλλουσα υπαγόρευση ή ροπή. Αν η τρέχουσα ποίηση ως φόρμα υπαγορεύει στους αναγνώστες και στις αναγνώστριές της μία ροπή, αυτή είναι ότι ποίηση μπορεί να γραφεί με όλους τους δυνατούς μορφολογικά τρόπους. Έτσι οι ποιητές και οι ποιήτριες χρησιμοποιούν παράλληλα και συνδυαστικά όλες τις φόρμες της ελεύθερης ποίησης: τον ελεύθερο στίχο, τον στίχο-παράγραφο, τις πεζόμορφες ποιητικές φόρμες (από το βραχύτερο πεζό ποίημα μέχρι το εκτενέστερο ποιητικό αφήγημα), τις μεικτές φόρμες που συνδυάζουν στο ίδιο ποιητικό κείμενο τις παραπάνω φόρμες. Η υποστηριζόμενη ή και επιχειρούμενη από μία ομάδα ποιητών και ποιητριών τάση για την επαναχρησιμοποίηση των αυστηρά έμμετρων μορφών, με τη γραφή ποιημάτων σε φόρμες όπως το σονέτο ή η μπαλάντα και με τη συχνή ανάκληση γλωσσικών, θεματικών και εκφραστικών στοιχείων συνδεδεμένων, ενίοτε εμφατικά, με την πριν από τον ελεύθερο στίχο ποίηση και μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, με μία αντιμοντερνιστική διάθεση, πρέπει, εντέλει, να γίνει αντιληπτή ως μία ακόμα μορφική εκδοχή της ελεύθερης ποίησης. Κι αυτό γιατί αυτή η περιθωριακή τάση, αν κριθεί με γνώμονα τη γενικώς επικρατούσα μορφολογική εικόνα της σύγχρονης νεανικής ποίησης, εντέλει λειτουργεί συμπληρωματικά, ως ένας από τους άλλους πόλους σε ένα πλέγμα διπολικών σχέσεων ανάμεσα στην ακραία οργάνωση του ποιητικού κειμένου και την ακραία αποδιοργάνωσή του. Σημασία δεν έχουν οι επιμέρους μορφολογικές όψεις, αλλά η γενική εικόνα που αυτές σχηματίζουν· αυτή η γενική εικόνα τείνει προς τη ρευστοποίηση των μορφών της ελεύθερης ποίησης. Μέσα σε μία τέτοια εξελικτική διαδικασία μπορούμε να αντιληφθούμε και την επιτελεστική ποίηση ως απόπειρα να διευρυνθούν οι δυνατότητες έκφρασης (και συλλογικής δημόσιας εκφοράς) του ποιητικού έργου, πέρα από το ποιητικό κείμενο, με τα ζωντανά εργαλεία της ανθρώπινης φωνής, του ανθρώπινου προσώπου και του ανθρώπινου σώματος.
Επιπρόσθετα, η ρευστοποίηση της φόρμας ενισχύεται από τις αναζητήσεις ή και τους πειραματισμούς γύρω από την τυπογραφική-γραφηματική διάταξη και την οπτικοποίηση του ποιητικού κειμένου. Αυτά γίνονται, για παράδειγμα, με τη χωροθέτηση του κειμένου σε διάφορους κάθετους άξονες ή με την κάθετη ευθυγράμμισή του στη δεξιά πλευρά της σελίδας· με την κλιμακωτή διάταξή του σε καθοδική ή ανοδική πορεία· με τις αλλαγές των γραμματοσειρών και του μεγέθους των τυπογραφικών στοιχείων στο ίδιο ποιητικό βιβλίο ή και στο ίδιο ποιητικό κείμενο· με την εντελώς μη κανονική χρήση των σημείων στίξης ή τυπογραφικών κοσμημάτων· με την ένθεση εικόνων στο κείμενο· με τον αποσπασματοποιημένο λόγο που συντίθεται από χωρία προερχόμενα από διάφορες κειμενικές πηγές και άλλα παρόμοια. Από όλες αυτές τις επινοήσεις δεν λείπει ενίοτε η εκζήτηση του εντυπωσιασμού ή προκαλείται, ακόμα και στον ειδικό αναγνώστη, το ερώτημα σε τι αποσκοπούν όλα αυτά ή πόσο λειτουργικά αποβαίνουν. Εξάλλου, δημιουργικές μορφολογικές “ακρότητες” επιχειρήθηκαν και στο παρελθόν, στη διάρκεια της μεταπολεμικής και της μεταπολιτευτικής ποίησης, από ποιητές και ποιήτριες  –αναφέρω ενδεικτικά– όπως η Ελένη Βακαλό, η Νανά Ησαΐα, ο Έκτορας Κακναβάτος, ο Νίκος Καρούζος και ο Μιχάλης Κατσαρός. Η διαφορά είναι ότι στις μέρες μας τείνουν να γενικευτούν. Επίσης, όσο κι αν πολλά ποιητικά βιβλία παραθέτουν αυτόνομα ή αυτοτελή ποιήματα – είναι, με άλλα λόγια, ποιητικές συλλογές, υπάρχουν και πολλά άλλα βιβλία όπου παρατηρείται δυσδιακρισία ανάμεσα σε αυτόνομα ποιήματα και σε μέρη ποιητικών συνθεμάτων. Εννοώ ότι το ποιητικό σύνθεμα τείνει πλέον να αποσυντεθεί στα μέρη του. Όλα τα παραπάνω αποτελούν, πάντως, συντελεστικούς παράγοντες της ολοένα και εντονότερης υπονόμευσης ή και της υπέρβασης των ορίων ανάμεσα στα λογοτεχνικά είδη, καθώς πλέον υπάρχουν πολλά σύγχρονα ποιήματα όπου η ποίηση συμφύρεται με τον πεζόμορφο αφηγηματικό λόγο, το δοκίμιο, το ημερολόγιο, τη μαρτυρία, τον αφορισμό, το θέατρο ή το σενάριο.

Παρέθεσα τις παραπάνω διαπιστώσεις επειδή μου δίνουν ένα πλαίσιο περιγραφής και κρίσης της φόρμας των πεζών ποιημάτων του Κρατήρα, κατ’ αντίθεση. Τα ποιήματα του βιβλίου, με άλλα λόγια, διαφοροποιούνται από τη ρευστοποίηση της φόρμας που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη ποίηση ιδίως των ηλικιακά νεότερών του, επειδή ο Χατζόπουλος συνθέτει, όπως εξάλλου και στα προηγούμενα ποιητικά βιβλία του, στιβαρά ποιήματα, με πλήρη έλεγχο των μορφικών εργαλείων και των εκφραστικών τρόπων του. Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτός ο τρόπος, της –ας την ονομάσω έτσι, περιγεγραμμένης μορφής– οδηγεί σε κατ’ ανάγκην καλύτερα ποιητικά αποτελέσματα, σε σύγκριση με την τάση για τη ρευστοποίηση της ποιητικής φόρμας, αλλά τον συσχετίζω, εν προκειμένω, με μια ποιητική αγωγή που έρχεται από τα παλιά και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, την αγωγή της δημιουργικής συνέχειας της παράδοσης της ελεύθερης ποίησης. Εννοώ ότι ο Χατζόπουλος συνεχίζει την παράδοση της μορφολογικά ελεύθερης ποίησης, όπως και την παράδοση της δικής του ποίησης, εδρασμένης σε στέρεες μορφές, κάθε φορά εναρμονισμένες με τη συνθετικότητα των βιβλίων του και τη θεματική ύλη τους. Με τη μορφική στερεότητα συνεργεί και η ποιητική γλώσσα που, και στην περίπτωση του Κρατήρα, διακρίνεται από την περιγραφική ακρίβεια, την αφηγηματική άνεση και τον λεξιλογικό πλούτο της, γνωρίσματα μίας καλώς νοούμενης λογιότητας που σταθερά διακρίνει και υπηρετεί η καλή ελληνική ποίηση. Σκέφτομαι πόσο περισσότερο καλώς νοούμενη είναι αυτή η γλωσσική λογιότητα αν τη συγκρίνουμε με τη γλωσσική χαλαρότητα και φτώχεια της πλειονότητας των σύγχρονων πεζογραφικών έργων. Για να το διατυπώσω κι αλλιώς, ο Χατζόπουλος επιλέγει τη φόρμα και τη γλώσσα του πεζού ποιήματος, σαν έτοιμος από καιρό, δηλαδή ως ποιητής.

Αν η ποίηση είναι πρωτίστως φόρμα, όπως πιστεύω, αρθρώνει το όποιο περιεχόμενό της σε άρτια ποιήματα-οργανικά σώματα. Περί περιεχομένου, λοιπόν, στον Κρατήρα. Μιλώντας γενικά για τα ποιήματα του βιβλίου, θα τα χαρακτήριζα με τον τίτλο του πολύ γνωστού και καταξιωμένου έργου της Τζένης Μαστοράκη, Ιστορίες για τα βαθιά (1983), τροποποιώντας τον ως εξής: Ιστορίες από τα βαθιά. Εξάλλου προς τα εκεί μας προσανατολίζει ο τίτλος: Κρατήρας. Κι επειδή ο κρατήρας είναι η δίοδος του ηφαιστείου που φέρνει από το εσωτερικό της γης στην επιφάνειά της τη λάβα, ανακαλώ τους πολύ όμορφους στίχους που διάβασα πρόσφατα, χωρίς να συγκρατήσω στη μνήμη μου τον ποιητή ή την ποιήτριά τους: «Λάβα. Κι ύστερα σκόνη. Και στο τέλος τίποτα». Επιπρόσθετα για την ερμηνεία του τίτλου ως του κρατήρα του ηφαιστείου συνηγορεί και ο πίνακας «Ηφαίστειο» (2019) της Βίκυς Σταματοπούλου στο εξώφυλλο. Θα προσπαθήσω να περιγράψω, με σημείο εκκίνησης αυτά τα ενδεικτικά ερεθίσματα, την αναγνωστική επίγευση που μου άφησαν τα ποιήματα του Κρατήρα ύστερα από απανωτές αναγνώσεις τους τους τελευταίους μήνες.

Μου έκανε εντύπωση η διαπερατότητα της ύλης των ποιημάτων ανάμεσα στον εξωτερικό και τον εσωτερικό κόσμο, καθώς ανθρώπινα όντα, έμβιοι οργανισμοί ή φυσικά αντικείμενα κατά κάποιο τρόπο ακτινογραφούνται ή παρατηρούνται εταστικά με το ενδοσκόπιο μίας ποιητικής παρατήρησης ικανής να βλέπει κάτω από την επιφάνεια ή το δέρμα μέχρι τον πυθμένα ή τους ιστούς και τα κόκκαλα. Αυτή η ενδοσκόπηση προφανώς συναρτάται με την πρόθεση εν γένει της ποίησης και, εν προκειμένω, με την ικανότητα του ποιητή Χατζόπουλου να βλέπει στο βάθος των πραγμάτων και από εκεί να τα ανασύρει στην επιφάνεια, μέσω του κρατήρα ενός ενεργού ηφαιστείου. Με άξονα αυτή τη διαπερατότητα ανάμεσα στον εξωτερικό και τον εσωτερικό κόσμο, θα έλεγα ότι η ύλη των ποιημάτων οργανώνεται χωρικά, με την ταλάντευση και εντέλει τη σύνθεση του έξω και του μέσα, της επιφάνειας και του βάθους, μέσα από μία οργανική αλληλοπεριχώριση: όλα εντέλει γίνονται και μέσα και έξω, και στην επιφάνεια και στον πυθμένα. Συνάμα υπάρχει η οργάνωση των ποιημάτων με άξονα τον χρόνο, έτσι όπως τα χρονικά επίπεδα μπορούν να διακριθούν με άξονα τις αφηγηματικές επιλογές. Από τη μια υπάρχουν τα αμιγέστερα αφηγηματικά ποιήματα, όπου η χρήση των παρελθοντικών ρηματικών χρόνων τοποθετεί τις ιστορίες στο παρελθόν και όπου η γραμμικότητα της αφήγησης των ιστοριών είναι πιο ορατή. Από την άλλη υπάρχουν τα ποιήματα με τη συστηματική χρήση των ενεστώτων διαρκείας, όπου ο χρόνος παγώνει, καθώς κυριαρχεί η έξω από τον χρόνο περιγραφή καταστάσεων. Σε αντιστοιχία με τη χωρική ενδοσκόπηση, συμβαίνει η χρονική επαναληψιμότητα ή επι κρατεί η διάρκεια.

Σε σχέση με τη χωρική και χρονική οργάνωση των ποιημάτων, ως συνθέσεων του έξω και του μέσα, από τη μια μεριά, και του παρελθόντος και της άχρονης διάρκειας, από την άλλη, ποια είναι τα θέματα των ποιημάτων του Κρατήρα; Υπάρχει μία μεγάλη θεματική βεντάλια στα 68 ποιήματα, που εν πολλοίς γίνεται διακριτή και από τους τίτλους τους. Αν θα προσπαθούσα να συνοψίσω το θέμα και μαζί τη στόχευση του βιβλίου θα έλεγα ότι είναι η ενδοσκόπηση, η καταβύθιση και η ανάδυση στο φως συλλήβδην της ανθρώπινης εμπειρίας και κατάστασης, παρελθούσας και σύγχρονης, διαχρονικής και συγχρονικής, ιδωμένης από μία ενεργή και εγρήγορη συνείδηση – των σκέψεων, των αισθήσεων, των στοχασμών, των αισθημάτων της, συνείδηση κατά βάση απούσα από τη σκηνή των ποιημάτων. Εννοώ ότι ένας απών από το εσωτερικό των ιστοριών παντογνωστικός αφηγητής αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο, σπανιότερα σε δεύτερο· αυτός είναι ο δεσπόζων αφηγηματικός τρόπος. Έτσι τα ποιήματα κρατούν την απόστασή τους από την αίσθηση του αυτοαναφορικού λόγου ή την υποψία του αυτοβιογραφικού υποστρώματος. Μέχρι που μέσα από αυτή την αφάνεια του αφηγητή εμφανίζεται εκείνο το ποίημα όπου ο αφηγητής μιλά σε πρώτο πρόσωπο, αλλά είναι «Ο νεκρός, ακροατής» (σ. 24) που μας λέει όσα ακούει, από εκεί, από την άλλη όχθη, την όχθη όπου η ποίηση μπορεί να ακούσει και να γράψει (δια χειρός Θανάση Χατζόπουλου), για εμάς. Παραθέτω το ποίημα:

Ακούω τα βογκητά τους στα κρεβάτια, ακούω το τραγούδι τους. Σπίνοι και καρδερίνες, τρυγόνια· αηδόνια και τριζόνια. Ακούω να σιγοψιθυρίζουν, λόγια και μαγγανείες της ώρας. Ακούω τον παφλασμό. Σέρνει τα βότσαλα, την άμμο, λυτρώνει με μανία πέτρες και βράχια. Ακούω τα κύματα, άγρυπνης επανάληψης αρμονικές· ανεξίτηλα. Ο αέρας σέρνεται. Ακούω τα σήματα, με λούζει ο αφρός. Ακούω τις καμπάνες τους, γιορτές μικρές μεγάλες. Ακούω κι όταν τα σήμαντρα αγγέλλουν έναν νέο ερχομό. Μια νέα αποχώρηση.
Ακούω τα έντομα. Το βουητό της μύγας και της μέλισσας. Τζιτζίκια. Τα άλλα, όσα πάνω μου κατασκήνωσαν βουβά. Μόνον ταΐζονται από αυτό που ήταν της ζωής μου ο καρπός. Ακούω τον μόχθο τους. Θυμούς και παρακάλια, φτερουγίσματα. Ακούω των δρόμων τους τον πάταγο, επιταχύνσεις, στριγκλίσματα και γογγυσμοί, τρυσμοί. Ακούω τη βροχή. Ποτίζει μέχρι το βρεγματικό. Τα φύλλα ανασαίνουν. Ακούω τον άνεμο με τη μανία της θύελλας, σφυρίζει ανάμεσα κρατώντας το ίσο στο κενό.
Ακούω τους ψαλμούς, τα λόγια τους, όσα δεν άκουσα αλλιώς. Ακούω τον χτύπο της καρδιάς τους. Πάλλεται. Ακούω τις αναπνοές, το κλάμα τους στο μάρμαρο αντηχεί.

Ο τρόπος μου για να σχολιάσω εδώ το ποίημα είναι η ασχολίαστη παράθεση ενός δικού μου ποιήματος από το βιβλίο Κομμάτια:

(J.S. Bach, Goldberg Variations, BWV 988. Aria – Glenn Gould)
Από τον χτύπο της καρδιάς μένει μια μακρινή αντήχηση. Το αίσθημα της πείνας έχει φύγει. Μα κάποτε στη γλώσσα μου η γεύση από πέτρα. Αν κι ολωσδιόλου ακίνητος, το σώμα μου δεν έχει αγκυλώσει. Αισθάνομαι –πώς να το πω;– σα ν’ αργοκυλά στις φλέβες μου υγρή άμμος, σα να ’μαι ποτισμένο αραιά φυτό ή δέντρο. Τα βλέφαρά μου μένουν μόνιμα κλειστά, μα νιώθω τις αυξομειώσεις του φωτός, τις περιοδικές του μεταπτώσεις. Κα-θώς και λίγους ψίθυρους και σπάνια αγγίγματα – αν και το δέρμα μου νομίζω έχει σκληρύνει, σαν της σαύρας. Μπορεί να είμαι άγαλμα σε αίθουσα μουσείου.2

Ίσως το ένα και μόνο ποιητικό δείγμα του Κρατήρα, έτσι όπως αναδύθηκε μέσα από τη ροή αυτού του κειμένου, συντροφευμένο από το ποίημα του δικού μου νεκρού, αρκεί για να συμπυκνώσει, με τα λόγια του βιβλίου, την υψηλή ποιότητά του. Εξηγώ: το δραματικό υπόβαθρό του (θυμίζω ξανά τους στίχους: «Λάβα. Κι ύστερα σκόνη. Και στο τέλος τίποτα»), την ψυχοσυναισθηματική εκτόνωση αυτού του δραματικού υποβάθρου (η έξοδος από τον κρατήρα του ηφαιστείου) και, εντέλει, όχι το τίποτα, αλλά το πάγωμα της λάβας, η στερέωσή της σε ποιήματα. Δεν επιλέγω χαρακτηρισμό τους για να τα αξιολογήσω, όπως καλά, ωραία, άρτια, σημαντικά. Κρατώ την επίγευσή τους, εκείνη την παραμυθητική λειτουργία που έχουν για τον αναγνώστη, εμένα, και επίσης κρατώ την ερεθιστική παρακίνηση για τον ποιητή, πάλι εμένα, ότι δεν είμαστε μόνοι, ότι συνοδοιπορούμε όμορφα, όπως πριν από αρκετά χρόνια, ένα καλοκαίρι στα Κύθηρα, όταν, ύστερα από ένα απογευματινό μπάνιο, αντικρίζαμε μαζί με τον Θανάση τις σπιλιάδες της θάλασσας. Τα ποιήματα του Κρατήρα με πείθουν ότι είμαστε ακόμα εκεί.

_________
Επεξεργασμένη μορφή της ομιλίας που αναγνώστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου, στο βιβλιοπωλείο «Επί λέξει», στις 23 Νοεμβρίου 2024.


1. Η ανθολογία αυτή, με τον τίτλο «Ποιητές και ποιήτριες του πρώτου τέταρτου του 21ου αιώνα», θα ενσωματωθεί ως πέμπτο μέρος στη νέα έκδοση της ανθολογίας Και με τον ήχον των για μια στιγμή επιστρέφουν… Η ελληνική ποίηση τον 20ό αιώνα, Επίτομη ανθολογία, Ανθολόγηση – Πρόλογος Δώρα Μέντη, Εισαγωγικά σημειώματα Ευριπίδης Γαραντούδης, Gutenberg 2016. Η δεύτερη, αναθεωρημένη και εμπλουτισμένη έκδοση θα κυκλοφορήσει μέσα στο 2025.
2. Ευριπίδης Γαραντούδης, Κομμάτια, Πόλις 2024, σ. 91.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: