Η καρέκλα

Το ζεύγος Αρνολφίνι, από τον πίνακα του Φλαμανδού Γιαν φαν Άικ
Το ζεύγος Αρνολφίνι, από τον πίνακα του Φλαμανδού Γιαν φαν Άικ

Απόστολος Καλουδάς, «Η ξύλινη γλώσσα της καρέκλας», εκδ. Ενύπνιο, 2024



Οι λέξεις ως νυχτοπεταλούδες έρχονται από τη σιωπή και πεταρίζουν/ γύρω από μία κηλίδα φως./ Όσες δεν καίνε τα φτερά τους,/ τις καρφιτσώνω στο χαρτί.
Ήταν το πρώτο ποίημα «Λέξεις» της συλλογής Η ξύλινη γλώσσα της καρέκλας. Ήδη από το πρώτο ποίημα της πρώτης ενότητας της πρώτης συλλογής ο Απόστολος Καλουδάς δίνει το στίγμα του, μας μιλά για την τέχνη του. Μας προκαλεί να νιώσουμε τη δυναμική της ποιητικής γλώσσας καθώς και την επίπονη προσπάθειά του να την ανατρέψει, να δαμάσει τις λέξεις και να τις αναδείξει όπως καρφιτσώνει βαλσαμωμένες πεταλούδες σε προθήκη μουσείου Φυσικής Ιστορίας. Για να λειτουργήσει συγκινησιακά η ποιητική του γλώσσα, ο Καλουδάς χρησιμοποιεί με μαστοριά ποικίλα σχήματα λόγου και ευφάνταστα παιγνίδια με τις λέξεις, τα οποία δίνουν πνοή και προκαλούν απροσδόκητους συνειρμούς. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Λευκό»

Λευκή η ψυχή,/ χαρτί που περιμένει την τέλεια λέξη./ Στα όνειρά μας,/ τα χρώματα Χριστούγεννα/ αναμιγνύονται και ντύνουν στην αυλή/ το έλατο με χιόνι./ Όμως/ οι λέξεις κηλιδώνουν το απόλυτο./ Άλλωστε το χαρτί/ το φτιάχνουν οι άνθρωποι/ από σφαγμένα δέντρα.

Με συνεκδοχή η λέξη «χιόνι» παραπέμπει στο λευκό χρώμα που προκύπτει από την ανάμιξη των χρωμάτων των Χριστουγέννων. Το μυαλό μου πάει στον περιστρεφόμενο δίσκο του Νεύτωνα ο οποίος αποτελείται από τμήματα με τα χρώματα της Ίριδας που εμφανίζονται ως λευκό όταν τον γυρίζουμε πολύ γρήγορα. Σύμφωνα, όμως, με τον ποιητή, «οι λέξεις κηλιδώνουν το απόλυτο». Άρα μόνο στα όνειρα, το λευκό είναι πεδίο για να καθαρογράψεις;

Ο τρόπος που βλέπει ο Καλουδάς την ποίηση είναι πολύ κοντά στον Έντγκαρ Άλαν Πόε που έχει δώσει ποιητικά τον ορισμό «σκέψεις που αναπνέουν και λέξεις που καίνε» και στον Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι που στο ποίημα «Συνομιλία μ’ έναν φοροεισπράκτορα περί ποιήσεως» γράφει:

«Η ποίηση – είν’ ένα ταξίδι/ σ’ άγνωστη χώρα./ Η ποίηση – είναι ταυτόσημη/ με την παραγωγή ραδίου.
Για μια και μόνο λέξη/ λιώνεις χιλιάδες τόνους/ γλωσσικό μετάλλευμα.»

«Η ξύλινη γλώσσα της καρέκλας» από τον εκδοτικό οίκο «Ενύπνιο», είναι μια πρώτη συλλογή με ώριμα χαρακτηριστικά –κάτι σπάνιο και αξιοσημείωτο. Φιλοσοφικός στοχασμός για ταυτοτικά και υπαρξιακά ζητήματα και πνεύμα ανθρωπισμού διαχέονται κατά μήκος και κατά πλάτος και στις τρεις ενότητες: «Νυχτοπεταλούδες» (35 ποιήματα ), «Η ξύλινη γλώσσα της καρέκλας» (12 ποιήματα) και «50 λέξεις» (6 πεζοποιήματα). Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Καλουδάς είναι το αντίθετο από της «καρέκλας», είναι πλαστική, ευέλικτη και εκτατή.
Τα ποιήματα ποιητικής του βιβλίου που τα συναντούμε κυρίως στην πρώτη ενότητα φανερώνουν την άποψη του ποιητή ότι «γλώσσα» και «ποίηση» είναι όροι άρρηκτα συνδεδεμένοι. Η ποιότητα της ποίησης εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο ο δημιουργός χρησιμοποιεί τη γλώσσα, το κατεξοχήν συστατικό της ποίησης. Αν είναι καλός τεχνίτης της γλώσσας, θα είναι αξιόλογη και η ποίησή του. Και αντίστοιχα, όπως έχει αναφέρει ο Τ. Σ. Έλιοτ, η ποίηση μπορεί να διευρύνει τη γλώσσα, να διαιωνίσει ή να αποκαταστήσει την ομορφιά της, να τη βοηθήσει να αναπτυχθεί, να γίνει τόσο λεπτή και ακριβόλογη, ώστε να μπορεί να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της σύγχρονης ζωής.
Από το διακειμενικό ηχείο των ποιημάτων ακούγονται ο Μικελάντζελο από την Καπέλα Σιξτίνα να συνομιλεί με το Κινέζο φιλόσοφο Λάο Τσε, μίξεις με δημοτικά τραγούδια, μυθολογικές ιστορίες και διάσημα ομηρικά επεισόδια, στίχοι του Αντρέ Μπρετόν, το ζεύγος Αρνολφίνι από τον διάσημο πίνακα του Φλαμανδού ζωγράφου Γιαν φαν Άικ.
Η ποιητική γλώσσα με τη συνεχή επεξεργασία αποκτά συνοχή και συνεκτικότητα, με την έννοια ότι τα νοήματα στηρίζονται στην αλληλουχία των λέξεων και των στίχων και συνυφαίνουν την ερμηνεία. Αλλά αυτό από μόνο του δεν θα ήταν αρκετό, αν δεν προκαλούσαν μειδιάματα και συγκίνηση.

«Τρία σπίρτα»
Τρία σπίρτα ανάβω,/ ν’ αραιώσω τη νύχτα μου.
Το πρώτο σπίρτο/ φανερώνει τη λέξη,/ που πεταρίζει.
Το δεύτερο σπίρτο/ μ’ αφήνει να δω τις φράσεις,/ που πετούν γύρω της.
Το τρίτο σπίρτο/ αποκαλύπτει/ το γραμμένο ποίημα.
Όταν σβήνει και αυτό,/ η σελίδα ανάβει και με φωτίζει

Το παραπάνω ποίημα είναι ευθεία αναφορά στο ποίημα του Ζακ Πρεβέρ, στο οποίο υμνείται ο έρωτας «Το Παρίσι τη νύχτα»:

Τρία/ σπίρτα αναμμένα ένα-ένα μέσα/ στη νύχτα
Το/ πρώτο για να δω το πρόσωπό σου ολόκληρο
Το/ δεύτερο για να δω τα μάτια σου
Το/ τελευταίο για να δω το στόμα σου
Κι/ ολάκερο το σκοτάδι για να μου το θυμίζει/ όλο αυτό
Καθώς/ σε σφίγγω στην αγκαλιά μου.
                    
(μετ. Νικολέττα Σίμωνος)

Στη δεύτερη ενότητα, που έδωσε και τον τίτλο στη συλλογή, ο δημόσιος χώρος καταλαμβάνει ευρύχωρη θέση και η ποίηση με εννοιολογικά ακροβατικά, αλληγορίες και προσωποποιήσεις, με σαρκασμό, λεπτή ειρωνεία ή χιούμορ είναι στις καλύτερες στιγμές της.

«Κομματική συνάντηση»
Μεσάνυχτα πέσαμε για ύπνο/ Έμειναν μόνα στο καθιστικό τα έπιπλα./ Ζωντάνεψαν μες στο σκοτάδι,/ έκαναν συνέλευση./ Οι τέσσερις καρέκλες μίλησαν με γλώσσα ξύλινη./ Οι δύο πολυθρόνες μίλησαν νωχελικά./ Πήρε και το τραπέζι θέση/ στο πλαίσιο τετράγωνου δογματισμού./ Τέλος,/ ο καναπές πρότεινε να μη δράσουν.

Δίνοντας ανατρεπτικούς ορισμούς και ρόλους σε καθημερινά πράγματα (και κάποιες φορές ευτελή) από τη μια ντύνει με νέα λάμψη το γνωστό και το οικείο και από την άλλη υφαίνει συνωμοσία για την υπονόμευση του «μεγαλειώδους».

«Η καρέκλα»
Το πιο καρτερικό τετράποδο,/ εξέλιξη της πέτρας,/ που καθόταν ο πρωτόγονος./ Για πάντα δεν θα αντέχει/ το πολιτισμένο βάρος μου./ Θα σπάσει.

Ο ποιητής παίζοντας με τις λέξεις και την πολυσημία τους εκδηλώνει την κοινωνική ευαισθησία του.

«Κτήριο»
Υπηρεσία πολύφημη./ Το κτήριο με τα γραφεία της/ μας βλέπει/ από δεκάδες τζαμαρίες./ Για είσοδο έχει τη σπηλιά του Κύκλωπα./ Όποιος μπλέξει εδώ μέσα/ γίνεται Κανένας.

Εδώ το επίθετο «πολύφημη» που προσδιορίζει το ουσιαστικό «υπηρεσία» παραπέμπει απευθείας στο όνομα του Κύκλωπα Πολύφημου. Επιπρόσθετα, η λέξη «Κανένας», το όνομα με το οποίο αυτοαποκαλούνταν ο Οδυσσέας μπροστά στον Κύκλωπα, χρησιμοποιείται μεταφορικά για να καυτηριάσει την ομογενοποίηση και την αποπροσωποίηση στις σύγχρονες κοινωνίες.

Την τρίτη ενότητα συγκροτούν πεζοποιήματα, ως επί το πλείστον αυτοαναφορικά, γραμμένα το καθένα με 50 λέξεις. Αυστηρός ο ποιητής με τον εαυτό του θέτει μια δοκιμασία με την οποία αναμετράται και καλεί τον αναγνώστη να αναμετρηθεί κι εκείνος. Με αυτόν τον τρόπο δηλώνει την εξακολουθητική αναζήτηση πυκνότητας και συντομίας στην έκφρασή του. Εντέλει, το κάθε ποίημα οικοδομεί την δική του ιστορία και καταδεικνύει την ικανότητα του Καλουδά να βάζει όρια στον ποιητικό του χώρο δίχως να τον συρρικνώνει.

«Θα είμαι»
Χρόνε, άσε με να δώσω βήμα στον λόγο. Ρίζες χωμένες στη σιωπή τον τρέφουν. Να φυτρώσει σε έδαφος μισό από σκότος μισό από φως. Κι ύστερα ας πέσει η τελική βροχή, επάνω στα τετράγωνα αυτής της σκακιέρας. Θα έχω τρυγήσει τα λουλούδια, θα έχω φτιάξει μία κουταλιά μέλι. Θα είμαι.

Τελειώνοντας, ένα χαρακτηριστικό που, επίσης, είναι αξιοπρόσεκτο και μου άρεσε πολύ στην ποιητική συλλογή «Η ξύλινη γλώσσα της καρέκλας» είναι ότι λείπουν σχεδόν εξολοκλήρου τα μεταφυσικά στοιχεία:

«Μόνο σύννεφα»
Θα έλεγα πως βλέπω/ την ιστιοπλοΐα των αγγέλων./ Μα είναι μόνο σύννεφα,/ που παρασέρνει ο άνεμος./ Άγγελοι δεν υπάρχουν.

Και μόνο στη σχέση του ποιητικού υποκειμένου με την ποίηση θα ταίριαζε η παραφρασμένη ρήση «Σωσίβιον Φυγείν Αδύνατον»:

«Σωσίβια»
‘Οταν χαθώ,/ άδεια σωσίβια τα γραπτά μου/ θα επιπλέουν.

Εν κατακλείδι, η ποίηση του Καλουδά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ευρηματική. Δεν μπορεί, όμως, κάποιος να του καταλογίσει κατάχρηση των τεχνασμάτων γιατί με έναν ταλαντούχο τρόπο επιτυγχάνει να τους ασκεί έλεγχο. Εντέλει, ο Απόστολος Καλουδάς με την πρώτη του ποιητική συλλογή αφήνει τα δακτυλικά του αποτυπώματα στην Ποίηση και χαίρει τον χαρακτηρισμό «σεσημασμένος» ποιητής.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: