Ένα τέτοιο ξεκίνημα, σε κείμενο κριτικής, φαίνεται πρωτόλειο, ωστόσο νομίζουμε πως πρέπει να επισημανθεί ότι το να γράφεις ποίηση ισοδυναμεί με το να αντικρύζεις τον εαυτό σου μέσα στον καθρέφτη της γλώσσας. Γιατί υπάρχουν πολλοί επίδοξοι ποιητές που αντιμετωπίζουν τη γλώσσα ως εργαλείο για τους σκοπούς τους. Που δεν καταλαβαίνουν ότι αυτή αποτελεί το βασικό ζήτημα και ότι τα υπόλοιπα και υποτιθέμενα ζητήματα δεν συνιστούν παρά προσχήματα για να ασχοληθούμε μαζί της. Ή, σε αρκετές και επιτυχημένες περιπτώσεις, να ασχοληθεί αυτή μαζί μας. Ο Αρτέμης Μαυρομμάτης ανήκει σε όσους κατανοούν το γεγονός ότι η ποιητική τέχνη δεν αντιπροσωπεύει τίποτα άλλο παρά το διακύβευμα της γλώσσας. Το τελευταίο όμως δεν πρέπει να παρεξηγηθεί, λαμβάνοντας τη σημασία μιας τέχνης απόλυτης και λεξικεντρικής. Αφού ο Μαυρομμάτης κάνει μια κοινωνική και πολιτική ποίηση. Μόνο που την κοινωνική και την πολιτική διάσταση τις πιάνει από τη σωστή πλευρά. Από την καταγωγή τους από τον λόγο.
Το βιβλίο Σόλβε: Αποδόμηση είναι μια επανενεργοποίηση των ποιημάτων των προηγούμενών του συλλογών (Εν πλω, Χασέπ, Η δολοφονία του Μαλτέζου και μια τίγρη), μέσω της υπαγωγής τους σε ένα νέο σχήμα οργάνωσης.
«Εγώ δοξάζω εσένα κι αυτός τον άλλο. Τους άλλους
αγαπάμε κι εμάς τους άλλους άλλοι. Εγώ των άλλων κι
εσύ στον άλλο κακή εγώ λαβή ορφανούς. Εσάς ειρήνη
ότι εγώ του κόσμου τούτου και πλείονα φέρει εσείς εγώ.
Ούτως ουδέν πυρ και ρήμα τότε πολλά. Μίσος τον κόσμο
ο κόσμος εσάς ότι αμαρτία νυν κι εμένα δωρεάν. Ταύτα
λατρεία κι εσάς αλήθεια εάν εκείνος περί δικαιοσύνης
αλήθεια. Μόνος και νυν ζωή ταύτα παρά του κόσμου
πληρώθηκε ίνα στον κήπο κέδροι–»
Από πού απορρέει το αίσθημα της απελευθέρωσης, καθώς διαβάζεις το παραπάνω ξετύλιγμα της γραφής; Φυσικά, από την αποδιάρθρωση της γλώσσας. Από τη διάλυση της σύνταξης. Όχι μόνο της σύνταξης με την οποία δομούμε τις προτάσεις αλλά εκείνης, επίσης, η οποία δημιουργεί δεσμούς ανάμεσα στις λέξεις και τα πράγματα. Κάθε κανονικά διαρθρωμένη γλώσσα αποτελεί ένα καθεστώς. Τούτο το γνώριζαν καλά οι εκπρόσωποι της γλωσσοκεντρικής ποίησης (language-centered poetry). Ότι ένας κανονικοποιημένος λόγος αντιπροσωπεύει μια ορισμένη εξουσία και, συγχρόνως, την επιβάλλει. Ώστε η ποίηση, εάν θέλει να είναι ποίηση, οφείλει να αντίκειται στο γλωσσικό καθεστώς, λειτουργώντας υπονομευτικά. Προκαλώντας, καταρχάς, ρήγματα στην κατασκευή του, καταστρέφοντάς την στη συνέχεια και, τέλος, προτείνοντας νέα συντάγματα, νέες λεκτικές σειρές, οι οποίες ανήκουν σε μια προσεχή γλώσσα. Οι γλωσσοκεντρικοί ποιητές γνώριζαν ότι ο λόγος επιβάλλει την εξουσία παγιώνοντας, δηλαδή φυσικοποιώντας, μια συγκεκριμένη ερμηνεία της πραγματικότητας. Συνεπώς, ανοίγοντας την προοπτική προς μια προσεχή και ακόμη ασχημάτιστη γλώσσα, η ποίηση διευρύνει, σε ασύλληπτο βαθμό, το φάσμα των εναλλακτικών εκδοχών του κόσμου. Δημιουργεί περάσματα προς την ελευθερία.
Το ξετύλιγμα της αποδιαρθρωμένης γραφής γίνεται μέσα σε ένα υφολογικό πλαίσιο, στις περισσότερες περιπτώσεις, βιβλικό. Η αποδόμηση λοιπόν, συντελείται, εντός μιας περιοχής, όπου απηχείται ένας από τους πλέον δομημένους λόγους. Φορτισμένος, επιπλέον, με πλήθος συστημικών και εξουσιαστικών συνδηλώσεων. Πρόκειται για πράξη ειρωνική και αντιδογματική. Όχι απαραίτητα εκκοσμικευτική, καθώς διασπείρει ίχνη μιας μετακοσμικότητας (postsecularism). Μιας θεολογίας χωρίς θεό. Να προστεθεί ότι τα προηγούμενα εκτυλίσσονται σε μια πεζή φόρμα. Γιατί το πεζόμορφο ποίημα αποδεικνύεται το πιο κατάλληλο για τους γλωσσικούς πειραματισμούς. Η απουσία των στίχων εμποδίζει τη διαμόρφωση ενός ορισμένου και περιοριστικού σχήματος. Έτσι, οι δυνατότητες των οποιασδήποτε φύσης συνδυασμών αυξάνονται και ο ρυθμός στηρίζεται, αποκλειστικά, στη γραμμικότητα και στην ιδιαιτερότητα των λέξεων.
Η τεχνική της αποδόμησης εφαρμόζεται, κυρίως, στο πρώτο μέρος, το «Χασέπ», το ανάποδο του «Πέσαχ», του «Πάσχα», του «περάσματος», όπως εξηγείται στις Σημειώσεις. Ακολουθεί, όμως, το δεύτερο μέρος, «Η δολοφονία του Μαλτέζου και μια τίγρη», όπου η διάλυση δίνει, σταδιακά, τη θέση της στη διαδικασία μιας αναδιάρθρωσης. Και τούτο επιχειρείται υπό το πρίσμα του Φουκώ: Κατά την τελευταία από τις παραδόσεις του στο Κολλέγιο της Γαλλίας, την περίοδο 1972-1973, μεταξύ άλλων, ο Φουκώ αναφέρει: «… η μορφή-φυλακή είναι κάτι περισσότερο από μια αρχιτεκτονική μορφή· είναι μια κοινωνική μορφή. Οριακά, σε ένα αρκετά θεωρητικό επίπεδο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, αν η ελληνική πόλη επινόησε έναν κοινωνικό χώρο, την αγορά, ο οποίος αποτέλεσε την προϋπόθεση για τη θεσμική δυνατότητα του λόγου, η μορφή του αστεριού, της εξουσίας της επιτήρησης, γεννά μια νέα μορφή γνώσης. Αυτό ήταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντός μου: η φυλακή ως κοινωνική μορφή, δηλαδή ως μορφή με την οποία η εξουσία ασκείται στο εσωτερικό μιας κοινωνίας –ο τρόπος με τον οποίο η εξουσία αντλεί τη γνώση που χρειάζεται προκειμένου να ασκηθεί και στη βάση της οποίας θα διανείμει διαταγές, προσταγές, οδηγίες» (Η τιμωρητική κοινωνία, μτφρ. Πάνος Αγγελόπουλος, σ. 204-205).
Έτσι, στο δεύτερο μέρος του Σόλβε: Αποδόμηση, η γλώσσα αντιστοιχεί, αρχικά, στη μορφή-φυλακή. Γίνεται επαναληπτική, περιοριστική, ασφυκτική. Ο λόγος των λευκών κελιών αποβαίνει λευκός και ο ίδιος, καθώς αποσκοπεί στη διαγραφή του υποκειμένου. Στον αποκλεισμό του σώματος από οτιδήποτε άλλο, εκτός από το γυμνό σώμα, το οποίο πρόκειται να συνθλιβεί. Αυτά στο τμήμα του δεύτερου μέρους, με τον τίτλο «Πτέρυγα Α». Στην «Πτέρυγα Β», ακούγεται η απολογία του προσαχθέντος για την εκδίκαση. Αυτός που μιλά είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί να μιλήσει πραγματικά. Ταυτίζεται με όλους εμάς, εφόσον, βέβαια, τολμούσαμε να εναντιωθούμε στον κυρίαρχο λόγο, με μια γλώσσα αυτοκτονική: Που επιτίθεται στον εαυτό της. Τα προηγούμενα συνιστούν το προστάδιο. Στη συνέχεια, στην «Πτέρυγα Δ», το καταληκτικό τμήμα της «Δολοφονίας του Μαλτέζου…», η διαδικασία της αναδιάρθρωσης γίνεται μέσω μιας παρατακτικής σύνθεσης. Λέξεις, φράσεις και στίχοι προστίθενται, ο ένας μετά τον άλλο, μέχρι ένα εικονικά συνεκτικό αποτέλεσμα:
Ούσα υψωμένη Λουκαρέλι γροθιά
κατέβηκε με δύναμη, έσπασε τον πάγο
ξεκόλλησαν παγόβουνα, πήγαν με το ρεύμα
κατέβηκαν την εικοστή τέταρτη λεωφόρο
κι έλιωσαν στην αγκαλιά golden ουρανοξύστη
Το πιο σημαντικό: αναζητείται, εδώ, η οντολογία μιας νέας γλώσσας. Στα περισσότερα ποιήματα, αυτού του τμήματος, συναντώνται στίχοι που ξεκινούν με τη μετοχή «Ούσα»: Αυτή που είναι, που υπάρχει. Διερευνάται, λοιπόν, η δυνατότητα μιας ριζοσπαστικής ιδιολέκτου. Η διερεύνηση, όμως, σκοπίμως, αρκείται μόνο στο να δείχνει προς τον στόχο της. Η οντολογία μιας προσεχούς ποιητικής διαλέκτου μένει ως εκκρεμότητα. Τα ποιήματα της «Πτέρυγας Δ» επιμένουν να βρίσκονται σε μια κατάσταση μεταξύ της αναδιάρθρωσης και της ακεραίωσης. Γιατί, αλλιώς, δεν θα διέφεραν καθόλου από αυτό στο οποίο εναντιώνονται: το ηγεμονικό καθεστώς της κανονικοποιημένης γλώσσας.