Έξω από τη φυλακή της γλώσσας

Έξω από τη φυλακή της γλώσσας

Αρτέμης Μαυρομμάτης, «Σόλβε: Αποδόμηση», εκδ. Ενύπνιο 2023




Ένα τέ­τοιο ξε­κί­νη­μα, σε κεί­με­νο κρι­τι­κής, φαί­νε­ται πρω­τό­λειο, ωστό­σο νο­μί­ζου­με πως πρέ­πει να επι­ση­μαν­θεί ότι το να γρά­φεις ποί­η­ση ισο­δυ­να­μεί με το να αντι­κρύ­ζεις τον εαυ­τό σου μέ­σα στον κα­θρέ­φτη της γλώσ­σας. Για­τί υπάρ­χουν πολ­λοί επί­δο­ξοι ποι­η­τές που αντι­με­τω­πί­ζουν τη γλώσ­σα ως ερ­γα­λείο για τους σκο­πούς τους. Που δεν κα­τα­λα­βαί­νουν ότι αυ­τή απο­τε­λεί το βα­σι­κό ζή­τη­μα και ότι τα υπό­λοι­πα και υπο­τι­θέ­με­να ζη­τή­μα­τα δεν συ­νι­στούν πα­ρά προ­σχή­μα­τα για να ασχο­λη­θού­με μα­ζί της. Ή, σε αρ­κε­τές και επι­τυ­χη­μέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις, να ασχο­λη­θεί αυ­τή μα­ζί μας. Ο Αρ­τέ­μης Μαυ­ρομ­μά­της ανή­κει σε όσους κα­τα­νο­ούν το γε­γο­νός ότι η ποι­η­τι­κή τέ­χνη δεν αντι­προ­σω­πεύ­ει τί­πο­τα άλ­λο πα­ρά το δια­κύ­βευ­μα της γλώσ­σας. Το τε­λευ­ταίο όμως δεν πρέ­πει να πα­ρε­ξη­γη­θεί, λαμ­βά­νο­ντας τη ση­μα­σία μιας τέ­χνης από­λυ­της και λε­ξι­κε­ντρι­κής. Αφού ο Μαυ­ρομ­μά­της κά­νει μια κοι­νω­νι­κή και πο­λι­τι­κή ποί­η­ση. Μό­νο που την κοι­νω­νι­κή και την πο­λι­τι­κή διά­στα­ση τις πιά­νει από τη σω­στή πλευ­ρά. Από την κα­τα­γω­γή τους από τον λό­γο.
Το βι­βλίο Σόλ­βε: Απο­δό­μη­ση εί­ναι μια επα­νε­νερ­γο­ποί­η­ση των ποι­η­μά­των των προη­γού­με­νών του συλ­λο­γών (Εν πλω, Χα­σέπ, Η δο­λο­φο­νία του Μαλ­τέ­ζου και μια τί­γρη), μέ­σω της υπα­γω­γής τους σε ένα νέο σχή­μα ορ­γά­νω­σης.

«Εγώ δο­ξά­ζω εσέ­να κι αυ­τός τον άλ­λο. Τους άλ­λους
αγα­πά­με κι εμάς τους άλ­λους άλ­λοι. Εγώ των άλ­λων κι
εσύ στον άλ­λο κα­κή εγώ λα­βή ορ­φα­νούς. Εσάς ει­ρή­νη
ότι εγώ του κό­σμου τού­του και πλεί­ο­να φέ­ρει εσείς εγώ.
Ού­τως ου­δέν πυρ και ρή­μα τό­τε πολ­λά. Μί­σος τον κό­σμο
ο κό­σμος εσάς ότι αμαρ­τία νυν κι εμέ­να δω­ρε­άν. Ταύ­τα
λα­τρεία κι εσάς αλή­θεια εάν εκεί­νος πε­ρί δι­καιο­σύ­νης
αλή­θεια. Μό­νος και νυν ζωή ταύ­τα πα­ρά του κό­σμου
πλη­ρώ­θη­κε ίνα στον κή­πο κέ­δροι–»

Από πού απορ­ρέ­ει το αί­σθη­μα της απε­λευ­θέ­ρω­σης, κα­θώς δια­βά­ζεις το πα­ρα­πά­νω ξε­τύ­λιγ­μα της γρα­φής; Φυ­σι­κά, από την απο­διάρ­θρω­ση της γλώσ­σας. Από τη διά­λυ­ση της σύ­ντα­ξης. Όχι μό­νο της σύ­ντα­ξης με την οποία δο­μού­με τις προ­τά­σεις αλ­λά εκεί­νης, επί­σης, η οποία δη­μιουρ­γεί δε­σμούς ανά­με­σα στις λέ­ξεις και τα πράγ­μα­τα. Κά­θε κα­νο­νι­κά διαρ­θρω­μέ­νη γλώσ­σα απο­τε­λεί ένα κα­θε­στώς. Τού­το το γνώ­ρι­ζαν κα­λά οι εκ­πρό­σω­ποι της γλωσ­σο­κε­ντρι­κής ποί­η­σης (language-centered poetry). Ότι ένας κα­νο­νι­κο­ποι­η­μέ­νος λό­γος αντι­προ­σω­πεύ­ει μια ορι­σμέ­νη εξου­σία και, συγ­χρό­νως, την επι­βάλ­λει. Ώστε η ποί­η­ση, εάν θέ­λει να εί­ναι ποί­η­ση, οφεί­λει να αντί­κει­ται στο γλωσ­σι­κό κα­θε­στώς, λει­τουρ­γώ­ντας υπο­νο­μευ­τι­κά. Προ­κα­λώ­ντας, κα­ταρ­χάς, ρήγ­μα­τα στην κα­τα­σκευή του, κα­τα­στρέ­φο­ντάς την στη συ­νέ­χεια και, τέ­λος, προ­τεί­νο­ντας νέα συ­ντάγ­μα­τα, νέ­ες λε­κτι­κές σει­ρές, οι οποί­ες ανή­κουν σε μια προ­σε­χή γλώσ­σα. Οι γλωσ­σο­κε­ντρι­κοί ποι­η­τές γνώ­ρι­ζαν ότι ο λό­γος επι­βάλ­λει την εξου­σία πα­γιώ­νο­ντας, δη­λα­δή φυ­σι­κο­ποιώ­ντας, μια συ­γκε­κρι­μέ­νη ερ­μη­νεία της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Συ­νε­πώς, ανοί­γο­ντας την προ­ο­πτι­κή προς μια προ­σε­χή και ακό­μη ασχη­μά­τι­στη γλώσ­σα, η ποί­η­ση διευ­ρύ­νει, σε ασύλ­λη­πτο βαθ­μό, το φά­σμα των εναλ­λα­κτι­κών εκ­δο­χών του κό­σμου. Δη­μιουρ­γεί πε­ρά­σμα­τα προς την ελευ­θε­ρία.
Το ξε­τύ­λιγ­μα της απο­διαρ­θρω­μέ­νης γρα­φής γί­νε­ται μέ­σα σε ένα υφο­λο­γι­κό πλαί­σιο, στις πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις, βι­βλι­κό. Η απο­δό­μη­ση λοι­πόν, συ­ντε­λεί­ται, εντός μιας πε­ριο­χής, όπου απη­χεί­ται ένας από τους πλέ­ον δο­μη­μέ­νους λό­γους. Φορ­τι­σμέ­νος, επι­πλέ­ον, με πλή­θος συ­στη­μι­κών και εξου­σια­στι­κών συν­δη­λώ­σε­ων. Πρό­κει­ται για πρά­ξη ει­ρω­νι­κή και αντι­δογ­μα­τι­κή. Όχι απα­ραί­τη­τα εκ­κο­σμι­κευ­τι­κή, κα­θώς δια­σπεί­ρει ίχνη μιας με­τα­κο­σμι­κό­τη­τας (postsecularism). Μιας θε­ο­λο­γί­ας χω­ρίς θεό. Να προ­στε­θεί ότι τα προη­γού­με­να εκτυ­λίσ­σο­νται σε μια πε­ζή φόρ­μα. Για­τί το πε­ζό­μορ­φο ποί­η­μα απο­δει­κνύ­ε­ται το πιο κα­τάλ­λη­λο για τους γλωσ­σι­κούς πει­ρα­μα­τι­σμούς. Η απου­σία των στί­χων εμπο­δί­ζει τη δια­μόρ­φω­ση ενός ορι­σμέ­νου και πε­ριο­ρι­στι­κού σχή­μα­τος. Έτσι, οι δυ­να­τό­τη­τες των οποιασ­δή­πο­τε φύ­σης συν­δυα­σμών αυ­ξά­νο­νται και ο ρυθ­μός στη­ρί­ζε­ται, απο­κλει­στι­κά, στη γραμ­μι­κό­τη­τα και στην ιδιαι­τε­ρό­τη­τα των λέ­ξε­ων.
Η τε­χνι­κή της απο­δό­μη­σης εφαρ­μό­ζε­ται, κυ­ρί­ως, στο πρώ­το μέ­ρος, το «Χα­σέπ», το ανά­πο­δο του «Πέ­σαχ», του «Πά­σχα», του «πε­ρά­σμα­τος», όπως εξη­γεί­ται στις Ση­μειώ­σεις. Ακο­λου­θεί, όμως, το δεύ­τε­ρο μέ­ρος, «Η δο­λο­φο­νία του Μαλ­τέ­ζου και μια τί­γρη», όπου η διά­λυ­ση δί­νει, στα­δια­κά, τη θέ­ση της στη δια­δι­κα­σία μιας ανα­διάρ­θρω­σης. Και τού­το επι­χει­ρεί­ται υπό το πρί­σμα του Φου­κώ: Κα­τά την τε­λευ­ταία από τις πα­ρα­δό­σεις του στο Κολ­λέ­γιο της Γαλ­λί­ας, την πε­ρί­ο­δο 1972-1973, με­τα­ξύ άλ­λων, ο Φου­κώ ανα­φέ­ρει: «… η μορ­φή-φυ­λα­κή εί­ναι κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από μια αρ­χι­τε­κτο­νι­κή μορ­φή· εί­ναι μια κοι­νω­νι­κή μορ­φή. Ορια­κά, σε ένα αρ­κε­τά θε­ω­ρη­τι­κό επί­πε­δο, θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι, αν η ελ­λη­νι­κή πό­λη επι­νό­η­σε έναν κοι­νω­νι­κό χώ­ρο, την αγο­ρά, ο οποί­ος απο­τέ­λε­σε την προ­ϋ­πό­θε­ση για τη θε­σμι­κή δυ­να­τό­τη­τα του λό­γου, η μορ­φή του αστε­ριού, της εξου­σί­ας της επι­τή­ρη­σης, γεν­νά μια νέα μορ­φή γνώ­σης. Αυ­τό ήταν το επί­κε­ντρο του εν­δια­φέ­ρο­ντός μου: η φυ­λα­κή ως κοι­νω­νι­κή μορ­φή, δη­λα­δή ως μορ­φή με την οποία η εξου­σία ασκεί­ται στο εσω­τε­ρι­κό μιας κοι­νω­νί­ας –ο τρό­πος με τον οποίο η εξου­σία αντλεί τη γνώ­ση που χρειά­ζε­ται προ­κει­μέ­νου να ασκη­θεί και στη βά­ση της οποί­ας θα δια­νεί­μει δια­τα­γές, προ­στα­γές, οδη­γί­ες» (Η τι­μω­ρη­τι­κή κοι­νω­νία, μτ­φρ. Πά­νος Αγ­γε­λό­που­λος, σ. 204-205).
Έτσι, στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος του Σόλ­βε: Απο­δό­μη­ση, η γλώσ­σα αντι­στοι­χεί, αρ­χι­κά, στη μορ­φή-φυ­λα­κή. Γί­νε­ται επα­να­λη­πτι­κή, πε­ριο­ρι­στι­κή, ασφυ­κτι­κή. Ο λό­γος των λευ­κών κε­λιών απο­βαί­νει λευ­κός και ο ίδιος, κα­θώς απο­σκο­πεί στη δια­γρα­φή του υπο­κει­μέ­νου. Στον απο­κλει­σμό του σώ­μα­τος από οτι­δή­πο­τε άλ­λο, εκτός από το γυ­μνό σώ­μα, το οποίο πρό­κει­ται να συν­θλι­βεί. Αυ­τά στο τμή­μα του δεύ­τε­ρου μέ­ρους, με τον τί­τλο «Πτέ­ρυ­γα Α». Στην «Πτέ­ρυ­γα Β», ακού­γε­ται η απο­λο­γία του προ­σα­χθέ­ντος για την εκ­δί­κα­ση. Αυ­τός που μι­λά εί­ναι ένας άν­θρω­πος που προ­σπα­θεί να μι­λή­σει πραγ­μα­τι­κά. Ταυ­τί­ζε­ται με όλους εμάς, εφό­σον, βέ­βαια, τολ­μού­σα­με να ενα­ντιω­θού­με στον κυ­ρί­αρ­χο λό­γο, με μια γλώσ­σα αυ­το­κτο­νι­κή: Που επι­τί­θε­ται στον εαυ­τό της. Τα προη­γού­με­να συ­νι­στούν το προ­στά­διο. Στη συ­νέ­χεια, στην «Πτέ­ρυ­γα Δ», το κα­τα­λη­κτι­κό τμή­μα της «Δο­λο­φο­νί­ας του Μαλ­τέ­ζου…», η δια­δι­κα­σία της ανα­διάρ­θρω­σης γί­νε­ται μέ­σω μιας πα­ρα­τα­κτι­κής σύν­θε­σης. Λέ­ξεις, φρά­σεις και στί­χοι προ­στί­θε­νται, ο ένας με­τά τον άλ­λο, μέ­χρι ένα ει­κο­νι­κά συ­νε­κτι­κό απο­τέ­λε­σμα:

Ού­σα υψω­μέ­νη Λου­κα­ρέ­λι γρο­θιά
κα­τέ­βη­κε με δύ­να­μη, έσπα­σε τον πά­γο
ξε­κόλ­λη­σαν πα­γό­βου­να, πή­γαν με το ρεύ­μα
κα­τέ­βη­καν την ει­κο­στή τέ­ταρ­τη λε­ω­φό­ρο
κι έλιω­σαν στην αγκα­λιά golden ου­ρα­νο­ξύ­στη

Το πιο ση­μα­ντι­κό: ανα­ζη­τεί­ται, εδώ, η οντο­λο­γία μιας νέ­ας γλώσ­σας. Στα πε­ρισ­σό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα, αυ­τού του τμή­μα­τος, συ­να­ντώ­νται στί­χοι που ξε­κι­νούν με τη με­το­χή «Ού­σα»: Αυ­τή που εί­ναι, που υπάρ­χει. Διε­ρευ­νά­ται, λοι­πόν, η δυ­να­τό­τη­τα μιας ρι­ζο­σπα­στι­κής ιδιο­λέ­κτου. Η διε­ρεύ­νη­ση, όμως, σκο­πί­μως, αρ­κεί­ται μό­νο στο να δεί­χνει προς τον στό­χο της. Η οντο­λο­γία μιας προ­σε­χούς ποι­η­τι­κής δια­λέ­κτου μέ­νει ως εκ­κρε­μό­τη­τα. Τα ποι­ή­μα­τα της «Πτέ­ρυ­γας Δ» επι­μέ­νουν να βρί­σκο­νται σε μια κα­τά­στα­ση με­τα­ξύ της ανα­διάρ­θρω­σης και της ακε­ραί­ω­σης. Για­τί, αλ­λιώς, δεν θα διέ­φε­ραν κα­θό­λου από αυ­τό στο οποίο ενα­ντιώ­νο­νται: το ηγε­μο­νι­κό κα­θε­στώς της κα­νο­νι­κο­ποι­η­μέ­νης γλώσ­σας.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: