Πανεπιστημίου, Σταδίου, λαμαρίνες…
Στιγμή, σκηνή, σεκάνς, πράξη.
Πιστός στο πεδίο του τόπου ο συγγραφέας και με αφορμή τη δωδεκάτη Φεβρουαρίου, σημαδιακή ημερομηνία ολοκαυτώματος των δύο εμβληματικών κινηματογράφων της Αθήνας, «Αττικόν» και «Απόλλων», ξετυλίγει βήμα βήμα και με βοηθό τον κινηματογραφικό φακό, μέσα από ένα παλίμψηστο ιστοριών, την ίδια την ιστορία της πόλης των Αθηνών, το πριν, το μετά και το τώρα.
Είκοσι μία σεκάνς, σε μία ευφυή αναστροφή των αριθμών όπως ακριβώς κάνει και με τον χρόνο, ονομάζει ο συγγραφέας τις ιστορίες του· δηλαδή μία σειρά από σκηνές αποτελούμενες από πολλές στιγμές όπου μέσα τους ενδημούν σκηνές, πολύπλοκες, με τον ρεαλισμό και τη φαντασία σε συνεχή αντιπαράθεση, οδηγώντας σ’ένα μαγευτικό και λειτουργικό αναγνωστικά αποτέλεσμα. Ένα σύνολο από δευτερεύουσες ιστορίες που απηχούν την Κεντρική Ιδέα της Βασικής υπόθεσης ―όπως λέει ο McKee στο βιβλίο του Το σενάριο― παραπέμποντας στην ταινία Ο Κολυμβητής (The swimmer) όπου μια σειρά από πισίνες ενώνει λειτουργικά όλες τις ιστορίες.
Η νοσταλγία κλείνει το μάτι χωρίς να γίνεται κυρίαρχη και να οδηγεί σε τέλμα. Γιατί ο πυρήνας αυτού του οδοιπορικού είναι μία κραυγή αγωνίας σαν αυτή του πίνακα του Μονκ. Την βλέπεις, σου κατασπαράσσει τα σωθικά, σε απογυμνώνει και σου στερεί την ηδύ των αισθήσεων. Κι έτσι αποκαμωμένος, αποστεωμένος αναζητάς ή περιμένεις σαν τον Λουκάνικο να βρεθεί μία αντί-Κραυγή που θ’ αλλάξει τον ρου μιας Ιστορίας που χάνεται και απεγνωσμένα ζητά σωτηρία.
Ιστορίες που διατρέχουν την πόλη, αλλά και την Χώρα, μέσ’ απ’ τις ζωές των κατοίκων της· από τον χειριστή μηχανημάτων, τη Ζαφειρούλα, τον Ταξιάρχη, μέχρι την Αμαλία Καραμανλή, μετέπειτα Μεγαπάνου. Άνθρωποι ναυαγισμένοι, φορτωμένοι με τα βάρη των χαμένων τους ονείρων που τελικά δεν τα καταφέρνουν, ακριβώς όπως και οι δύο κινηματογράφοι. Ένας φακός στέκει από πάνω τους και κινηματογραφεί τις ζωές τους. Προσώπων που μπαινοβγαίνουν στο βιβλίο, φωτίζονται και μετά χάνονται πάλι, σκιές που παλεύουν με τους “μέσα δαίμονες και τα έξω θηρία”.
Στην αρχή του βιβλίου, τα κείμενα παίζουν με το φως και τη σκιά, όχι όμως με την έννοια της αντιπαλότητας αλλά ως επιλογή μεταξύ δύο ασύμβατων επιθυμιών. Το σκηνικό όμως αλλάζει όσο προχωρούν οι ιστορίες, καθώς βυθίζονται στη σκοτεινή άβυσσο του πύρινου ολοκαυτώματος.
Με λυρισμό και με το δυνατό αφηγηματικό του βλέμμα ο συγγραφέας αφήνει ένα βαθιά ανθρώπινο αποτύπωμα.
Αυτή η πόλη κραυγάζει την ανημποριά της ενώ τα μαύρα πουλιά του Χίτσκοκ σουλατσάρουν από πάνω της κρώζοντας και κάνοντας τα πάντα “για ένα κομμάτι κρέας”. Είναι “το χρονικό της άδειας από ψυχή πρωτεύουσας και όσα είδε ο φακός σε μια τοσηδά ρωγμή του ακινητοποιημένου χρόνου…”, μια κραυγή αγωνίας του συνειδητοποιημένου αστού περιπατητή. Κι ο κινηματογραφικός φακός να λειτουργεί σαν καθρέφτης, επιβεβαιώνοντας τον Πεσσόα όπου “αυτό που βλέπουμε δεν είναι αυτό που βλέπουμε αλλά αυτό που είμαστε”.
Υπάρχει σωτηρία πίσω από τις λαμαρίνες;
Σαν θα διψάσεις για νερό θα στύψουμε ένα σύννεφο
σαν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι,
λέει ο ποιητής κι ο συγγραφέας σαν να υιοθετεί τις ρίμες του.